Τελευταίο μέρος
Επίσημοι εκφραστές της αντιπαράθεσης ανάμεσα στον Καθολικισμό και την Ορθοδοξία είναι ο πάπας και ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης - επί της ουσίας, επίσημη πολιτική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στο διάστημα που μεσολάβησε από την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τη «βυζαντινογενή» Αυτοκρατορία της Νίκαιας (1261) μέχρι και τη δεύτερη άλωση από τους Οθωμανούς (1453), στην αυτοκρατορία διαμορφώνονται δύο πολιτικές παρατάξεις, με άξονα την πολιτική τους απέναντι στη Δυτική Εκκλησία και τον πάπα: Οι «Ενωτικοί» και οι «Ανθενωτικοί». Οι πρώτοι από αυτούς εξέφραζαν την επιθυμία της επανένωσης των δύο Εκκλησιών, ενώ οι δεύτεροι ήσαν ανυποχώρητοι, σε σχέση με την καθαρότητα και την αυτονομία της Ανατολικής Εκκλησίας. Το ζήτημα πίσω από τη θρησκευτική σύγκρουση ήταν ο κίνδυνος των Οθωμανών: Οι Ενωτικοί πίστευαν ότι η ενότητα των Εκκλησιών θα ενίσχυε την προοπτική παροχής βοήθειας από την πλευρά της χριστιανικής Δύσης προς το απειλούμενο Βυζάντιο. Οι Ανθενωτικοί, από την άλλη, φρονούσαν ότι είναι καλύτερο το «καλπάκι του Τούρκου από την τιάρα (κάλυμμα του κεφαλιού του πάπα) του Φράγκου».
Η λύση στα θεολογικά, κατ' επιφάνεια, και πολιτικά, στην ουσία τους, αυτά ζητήματα δόθηκε από τους πιστούς του Αλλάχ. Με την οθωμανική κατάκτηση του 1453, ο Μεχμέτ Β` εγκαθιστά στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης τον φανατικό ανθενωτικό Γεώργιο Σχολάριο, που πήρε το εκκλησιαστικό όνομα Γεννάδιος. Μέσα στα πλαίσια της οθωμανικής κυριαρχίας, το Πατριαρχείο άρχισε να απολαμβάνει μία κοσμική εξουσία, που ποτέ δεν είχε στο Βυζάντιο, καθώς ο πατριάρχης θεωρήθηκε από τους Οθωμανούς «αρχηγός έθνους» (η λέξη δεν έχει τη σημερινή σημασία του όρου και δηλώνει μία ευρεία θρησκευτική κοινότητα) και αποτέλεσε τον πνευματικό ηγέτη των ορθοδόξων, αλλά και τον πολιτικό εκφραστή τους απέναντι στην Υψηλή Πύλη.
Από την άλλη πλευρά, ο πάπας αντιμετώπισε, το 16ο αιώνα, ένα σοβαρό σχίσμα: Η «διαμαρτυρία» του Γερμανού ιερέα και θεολόγου Μαρτίνου Λούθηρου, το 1519, απέναντι στις υπερεξουσίες, στις αυθαιρεσίες και τη διαφθορά της Αγίας Εδρας και του παπικού κλήρου εξελίχθηκε σε ένα νέο χριστιανικό δόγμα, το δόγμα των διαμαρτυρομένων, που υπήρξε μια από τις σπουδαιότερες ιδεολογικές αποτυπώσεις της ανόδου της αστικής τάξης και της διαμόρφωσης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Ο Προτεσταντισμός είναι, χωρίς άλλο, το δόγμα της πρωταρχικής συσσώρευσης. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι ο πανίσχυρος Καθολικισμός, ο οποίος είχε διαμορφώσει ισχυρούς μηχανισμούς εξουσίας και ιδεολογικής χειραγώγησης δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, ώστε να γίνει, με τη σειρά του, περισσότερο συμβατός με τις νέες κοινωνικές πραγματικότητες και, όχι μόνο να επιβιώσει μέσα σε αυτές, αλλά και να τις εκφράσει με τον καλύτερο τρόπο.
Σ' αυτόν τον κόσμο, πολύ πιο περίπλοκο από εκείνον του Μεσαίωνα, το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, εγκλωβισμένο μέσα στο αλλόθρησκο περιβάλλον, αλλά απολαμβάνοντας μια κοσμική εξουσία πρωτόγνωρη για την ιστορία του, δεν είναι σε θέση να προκαλέσει συγκρούσεις με τον Καθολικισμό: Ο αντικαθολικισμός του συντηρείται, μεταξύ άλλων, και από τη δύναμη της αδράνειας. Το 16ο αιώνα, μια προσπάθεια συνεννόησης του πατριάρχη Ιερεμία Β` (του επονομαζόμενου Τρανού) με την υπό διαμόρφωση Εκκλησία των Διαμαρτυρομένων, στέφθηκε από πλήρη αποτυχία: Εκτός από τον αντικαθολικισμό τους, οι δύο Εκκλησίες δεν είχαν τίποτε κοινό ούτε σε δογματικό επίπεδο ούτε και - το κυριότερο - στο επίπεδο της αποτύπωσης συγκεκριμένων σχέσεων παραγωγής και κοινωνικών αιτημάτων.
Η οθωμανική κατάκτηση πάντως, η οποία, σε τελευταία ανάλυση, λειτουργεί και ως μία από τις βασικές προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση του ελληνικού έθνους, αμβλύνει τη σύγκρουση ανάμεσα στις Εκκλησίες. Οι δύο κόσμοι, της «ανατολής» και της «δύσης», για να χρησιμοποιήσουμε τους συμβατικούς όρους, γίνονται πια «δυο κόσμοι χωριστά»: Ο ένας, δυτικά της Αδριατικής θάλασσας κινείται ραγδαία προς τον καπιταλισμό. Ο δεύτερος, έτσι όπως καθυστέρησε να ολοκληρώσει το πέρασμά του στη φεουδαρχία, καθυστερεί και στην ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής (χωρίς αυτό, βέβαια, να σημαίνει ότι δε συντελείται και εδώ η ίδια διαδικασία: Αδιάψευστο στοιχείο, η διαμόρφωση αστικής τάξης των Ελλήνων μέσα στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η Ελληνική Επανάσταση, που υπήρξε το αποτέλεσμά της). Μετά από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πολλές από τις παραδοσιακές (τις μη σλαβικές) ορθόδοξες Εκκλησίες κηρύσσονται αυτόνομες (χαρακτηριστικό παράδειγμα, η ελλαδική), ενώ ιδρύονται και νέα Πατριαρχεία, στο Βορρά. Η Καθολική Εκκλησία, αντίθετα, διατηρεί πεισμόνως την ενότητά της και αλώβητους τους διοικητικούς και οικονομικούς της μηχανισμούς.
Δεν υπαινισσόμαστε, σε καμία περίπτωση, ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες είναι άγιες. Αποτελούν, το ίδιο όπως και η Καθολική Εκκλησία ή τα ποικιλώνυμα και πολύχρωμα εκκλησιαστικά και δογματικά μορφώματα των προτεσταντών, ισχυρά ιδεολογικά όπλα για τη χειραγώγηση της συνείδησης των εργαζομένων. Απλώς, λόγω της διαφορετικής ιστορικής πορείας του γεωγραφικού χώρου, στον οποίο κυριαρχεί το ορθόδοξο δόγμα, αναγκάζεται να χρησιμοποιεί διαφορετικά μέσα και τρόπους για να επιτύχει το σκοπό της: Οι καθολικοί χρησιμοποιούν τραγουδάκια εφάμιλλα αυτών που διαπρέπουν στο φεστιβάλ Σαν Ρέμο για να «προσεγγίσουν» τους πιστούς: Δηλαδή, να τους πειθαναγκάσουν να τους ακολουθήσουν. Οι ορθόδοξοι «ανακαλύπτουν» και επικαλούνται στοιχεία ανεκτικότητας, συλλογικότητας και κοινοκτημοσύνης, που, κατά τους ισχυρισμούς τους, προσιδιάζουν στο δόγμα, παρόλο που κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από κανένα κείμενο και καμία θεωρητική τεκμηρίωση. Για να το πούμε αλλιώς: Οι ορθόδοξοι μπορεί να μην έκαψαν μάγισσες (ή, τουλάχιστον, να μην έκαψαν όσες θα ήθελαν), γιατί το κάψιμο των μαγισσών δεν ήταν πάντα πρώτη επιλογή των κοσμικών εξουσιών στις οποίες υπάγονταν.