ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 5 Ιούνη 2020
Σελ. /28
ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΕ - ΚΙΝΑΣ
Κρίσιμο «στοιχείο» και για τις σχέσεις ΕΕ - ΗΠΑ

Η συνεργασία ΕΕ - Κίνας ανησυχεί τις ΗΠΑ, που εξετάζουν και διεύρυνση του G7 (φωτ. από παλιότερη Σύνοδο) με πολλούς, πλην Κινέζων

Copyright 2017 The Associated

Η συνεργασία ΕΕ - Κίνας ανησυχεί τις ΗΠΑ, που εξετάζουν και διεύρυνση του G7 (φωτ. από παλιότερη Σύνοδο) με πολλούς, πλην Κινέζων
Οσο αποκαλύπτονται το βάθος και το εύρος της αντιπαράθεσης ΗΠΑ - Κίνας, δυναμώνει η συζήτηση για «επιλογές που οι Ευρωπαίοι καλούνται να κάνουν», με φόντο και τις τριβές που εδώ και καιρό μεγαλώνουν και στις σχέσεις ανάμεσα σε ΕΕ και ΗΠΑ. Ολο και περισσότεροι έμπειροι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών μονοπωλίων εξηγούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο πως η πορεία των σχέσεων της ΕΕ με την Κίνα πρέπει να αξιοποιηθεί τουλάχιστον ως χαρτί διαπραγμάτευσης στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει τη γοργή ανέλιξη της Κίνας και τις επιπτώσεις που αυτή έχει σε όλα τα επίπεδα.

Ηταν χαρακτηριστικό το άρθρο του Γιόσκα Φίσερ - από τους πρωταγωνιστές της ευρωΝΑΤΟικής ιμπεριαλιστικής επέμβασης, που διέλυσε την ενιαία Γιουγκοσλαβία, πρώην ΥΠΕΞ και αντικαγκελάριου της Γερμανίας (1998 - 2005) και ηγέτη του κόμματος των Πρασίνων επί μία 20ετία - που φιλοξενήθηκε στο «Βήμα» την περασμένη Τετάρτη.

«Ο κινεζοαμερικανικός ανταγωνισμός όδευε στο να γίνει η καθοριστική ηγεμονική σύγκρουση πολύ πριν από την κρίση του COVID-19», τόνισε ο Φίσερ και παρατήρησε: «Η Αμερική, η απερχόμενη υπερδύναμη, ενδεχομένως θα αγκιστρωθεί στη θέση της στην κορυφή της παγκόσμιας ιεραρχίας. Αλλά τα περισσότερα σημάδια δείχνουν ότι η Κίνα, η αναδυόμενη υπερδύναμη, θα επικρατήσει εγκαινιάζοντας τον αιώνα της Ανατολικής Ασίας».

Επιπλέον ο Φίσερ άσκησε κριτική στη στάση των ΗΠΑ, που επαναξιολογούν τους όρους της συμμαχίας τους με τους Ευρωπαίους και περιπλέκουν μια σειρά από σχεδιασμούς της ΕΕ, και αφού αναρωτήθηκε «τι θέλουν οι ΗΠΑ του Τραμπ; Να ηγούνται χωρίς να αναλαμβάνουν ευθύνη; Αυτό είναι απίθανο να λειτουργήσει», επισήμανε: «Ενώ οι ΗΠΑ παραμένουν κολλημένες σε βραχυχρόνιους στοχασμούς, η Κίνα καθιερώνεται ως μια εναλλακτική πηγή παγκόσμιας ηγεσίας και επενδύσεων, ακολουθώντας υπομονετικά μια μακροχρόνια στρατηγική για να εκμεταλλευθεί το γεωπολιτικό κενό που δημιούργησε η εσωστρεφής στροφή της Αμερικής».

Προχωρώντας «στο ζουμί», δηλαδή ποια πρέπει να είναι η στάση της ΕΕ, διαπίστωσε: «Με φόντο τη σινοαμερικανική αντιπαράθεση, η Ευρώπη στέκεται άβολα ανάμεσα σε δύο αντίθετες γεωπολιτικές δυνάμεις - και παραμένει στο σκοτάδι για τις πραγματικές προθέσεις των ΗΠΑ προς την Κίνα. Οι ΗΠΑ επιθυμούν περιορισμό ή πλήρη αντιπαράθεση - ως και στρατιωτική σύγκρουση - για να μπλοκάρουν ή ακόμα και να αντιστρέψουν την άνοδο της Κίνας; Η δεύτερη στρατηγική, που παραπέμπει στην προσέγγιση της Κίνας από τη Δύση στα τέλη του 19ου αιώνα, θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη.

Η εναλλακτική για τη Δύση είναι να επιδιώξει μακροχρόνιο περιορισμό στη βάση του στρατηγικού ανταγωνισμού. Η Ευρώπη θα έπρεπε να ακολουθήσει αυτή την επιλογή. Σε μια παγκόσμια τάξη με ηγέτη την Κίνα, η Ευρώπη, που βρίσκεται στο δυτικό άκρο της ευρασιατικής ηπείρου, θα ήταν η χαμένη». Για να καταλήξει: «Η Κίνα δεν μπορεί ποτέ να γίνει ένας αυθεντικός εταίρος της Ευρώπης με κανονιστικούς όρους. Αλλά η Κίνα είναι ήδη υπερβολικά μεγάλη, υπερβολικά επιτυχημένη και υπερβολικά σημαντική για να την αγνοήσουμε. Τα στοιχεία απαιτούν συνεργασία. Το κλειδί είναι να διαχωρίσουμε ανάμεσα στη στρατηγική σύμπλευση με την Κίνα και την υποταγή σε αυτήν».

Γερμανική προεδρία στην ΕΕ

Χρήσιμο είναι να σημειωθεί ότι μέχρι στιγμής η ΕΕ έχει τηρήσει «συγκρατημένη» στάση στις προτάσεις των ΗΠΑ για επιβολή κυρώσεων στην Κίνα, τόσο για το θέμα του Χονγκ Κονγκ (που αφορά τους όρους δράσης μονοπωλιακών κολοσσών σε ένα από τα σημαντικότερα χρηματοπιστωτικά κέντρα του πλανήτη) όσο και για τις κατηγορίες των ΗΠΑ κατά της Κίνας για την προέλευση και τους όρους αντιμετώπισης της πανδημίας. Στην πρόσφατη συνέλευση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ενώ οι ΗΠΑ για καιρό «ζύμωναν» - ακόμα και για λόγους τακτικής - σχέδια για επιβολή κυρώσεων και έναρξη ερευνών για τις «ευθύνες της Κίνας», η ΕΕ πρωτοστάτησε για την υιοθέτηση τελικά μιας απόφασης πιο «προσεκτικής», για τη διενέργεια «την κατάλληλη στιγμή (...) μιας ανεξάρτητης αξιολόγησης της διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης (...) με ευθύνη όλων των εμπλεκόμενων μερών, με καλή πίστη». Μάλιστα την πρωτοβουλία αυτή της ΕΕ στήριξαν και μια σειρά από άλλες χώρες, όπως Ιαπωνία, Αυστραλία, Νότια Κορέα, Ινδία, Ρωσία, Βρετανία.

Η προσπάθεια αυτή της ΕΕ να προσέξει τις ισορροπίες απέναντι στις ΗΠΑ και την Κίνα, αλλά και να αντλήσει οφέλη από την κόντρα Ουάσιγκτον - Πεκίνου, θα ενισχυθεί το επόμενο 6ηνο, καθώς 1η Ιούλη αναλαμβάνει την προεδρία της Ενωσης η Γερμανία, με σύνθημα «Μαζί, δυναμώνοντας ξανά την Ευρώπη». Περιγράφοντας τις προτεραιότητες της γερμανικής προεδρίας ο Στέφεν Ζάιμπερτ, εκπρόσωπος της Γερμανίδας καγκελαρίου, δήλωσε προ ημερών ότι στόχος της είναι «να βρει συμβιβασμούς και λύσεις για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που έθεσε η πανδημία» και ότι το σύνθημα της γερμανικής προεδρίας επικεντρώνεται στην ανάγκη για «κοινή δράση που δημιουργείται ξανά και ξανά από τη διαφοροποίηση στην ΕΕ».

Η ίδια η καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ, μιλώντας σε εκδήλωση του ιδρύματος «Konrad-Adenauer-Stiftung», επισήμανε ότι «οι σχέσεις με την Κίνα θα είναι προτεραιότητα για την εξωτερική πολιτική του προεδρείου» του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, κάτι που χαρακτήρισε απαραίτητο, εξαιτίας της απόφασης του Πεκίνου να διεκδικήσει «μια ηγετική θέση στις υπάρχουσες δομές της διεθνούς αρχιτεκτονικής». Η Ευρώπη πρέπει να αναλάβει αυτήν την πρόκληση με εμπιστοσύνη, συνέχισε, ξεχωρίζοντας ως πεδία στα οποία Ευρώπη - Κίνα θα ενισχύσουν τη μεταξύ τους συνεργασία την «αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής», την «εμπορική πολιτική» και τον «τομέα της Υγείας». Καθόλου τυχαία, πρόκειται για πεδία στα οποία οι ΗΠΑ αναπροσαρμόζουν μια σειρά από θέσεις (βλέπε αποχώρηση από τη Συμφωνία για το Κλίμα, σχέδια αποχώρησης από ΠΟΥ - ΠΟΕ κ.ο.κ.), με δράσεις που γεννούν αντιδράσεις από εταίρους αλλά και αντιπάλους τους.

«Αυτά τα θέματα από μόνα τους είναι πολύ φιλόδοξα», σχολίασε η Μέρκελ, πρόσθεσε πάντως ότι η κατάσταση περιπλέκεται από τη στάση της Κίνας «σε ζητήματα ελευθερίας, κράτους δικαίου κ.λπ.», θίγοντας χειρισμούς της κινεζικής κυβέρνησης σε τομείς που ουσιαστικά αφορούν τους όρους δραστηριοποίησης και συνεργασίας ξένων εταιρειών με κινεζικά κεφάλαια και την κινεζική αγορά. Σε αυτό το φόντο «ένας κρίσιμος εποικοδομητικός διάλογος» με την Κίνα «είναι πιο σημαντικός από ποτέ», επέμεινε. Σε άλλο σημείο της παρέμβασής της η καγκελάριος ανέφερε ότι σήμερα «η συνεργασία με τις ΗΠΑ είναι πολύ πιο δύσκολη από ό,τι θα θέλαμε» αλλά και ότι οι ΗΠΑ είναι «βασικό στήριγμα της εξωτερικής πολιτικής μας και της πολιτικής μας στην ασφάλεια», για να εξηγήσει πάντως ότι η ΕΕ δεν αναζητεί απλά ρόλο συνοδοιπόρου των ΗΠΑ, αλλά θα χρησιμοποιήσει κάθε μέσο για να επιβάλει και δικούς της όρους στη σχέση τους. «Η Ευρώπη δεν είναι ουδέτερη, η Ευρώπη αποτελεί μέρος της πολιτικής Δύσης», υπογράμμισε.

Αλλά και ο Γερμανός ΥΠΕΞ, Χάικο Μάας, μιλώντας στο «Funke» είπε ότι η ΕΕ στοχεύει να πάρει μια δέσμευση από το Πεκίνο για «φιλόδοξους κλιματικούς στόχους και θεμιτό παγκόσμιο ανταγωνισμό».


Α. Μ.


Το κινεζικό ενδιαφέρον για μια «πιο αδύναμη ΕΕ»

Δεν είναι τυχαίο ότι η γερμανική προεδρία ξεχωρίζει την κοινή δράση («Μαζί δυναμώνουμε την Ευρώπη») που χρειάζεται για την αναμέτρηση της Ευρωένωσης με τις παγκόσμιες αναδιατάξεις. Οι αντιθέσεις που δυνάμωναν εδώ και καιρό στο εσωτερικό της ΕΕ, τώρα οξύνονται με νέα ορμή, με φόντο τις επιπτώσεις της πανδημίας (στην οικονομία καταρχήν), όλη την αντιπαράθεση για την αντιμετώπισή τους. Ο υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Γερμανίας Μάικλ Ροθ ζήτησε κι αυτός σε πρόσφατες δηλώσεις του η Ευρώπη να «μιλά στην Κίνα με ενιαία φωνή», γιατί το Πεκίνο «ενδιαφέρεται για μια πιο αδύναμη ΕΕ».

Για παράδειγμα, στην Ιταλία, η πανδημία αναζωπύρωσε τη συζήτηση για τους όρους παραμονής στην Ενωση αλλά και τους όρους νέας προσέγγισης με την Κίνα, τη Ρωσία κ.τ.λ. Μαζί με τους τόνους ιατροτεχνικού εξοπλισμού, μέσων προστασίας κ.τ.λ. που έστελνε το τελευταίο τρίμηνο το Πεκίνο στη Ρώμη και αλλού, εμπλουτιζόταν μια αρθρογραφία για τις προσπάθειες του Πεκίνου να «διαιρέσει την ΕΕ».

Σημειωτέον ότι η Ιταλία είναι η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα - μέλος του G7 που υπέγραψε (πέρυσι) με την Κίνα Σύμφωνο ένταξης στην πρωτοβουλία «Μια Ζώνη, Ενας Δρόμος» (ΟBOR, οι σύγχρονοι «δρόμοι του μεταξιού»), προωθώντας μεγάλες κινεζικές επενδύσεις σε Γένοβα και Τεργέστη, προκαλώντας την έντονη «ενόχληση» της Γερμανίας και όχι μόνο. Μάλιστα, η «Ντόιτσε Βέλε» σχολίαζε εκείνη την περίοδο ότι «αν είχε τον τρόπο, ο Πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ θα προτιμούσε να διαπραγματευτεί με κάθε ευρωπαϊκή κυβέρνηση χωριστά, να πάρει μια καλύτερη συμφωνία για τη δική του χώρα», ενώ μιλώντας για την «αφέλεια» που χαρακτήριζε τη στάση των Ευρωπαίων απέναντι στην Κίνα «για χρόνια», έφερε ως παράδειγμα το ότι η Γερμανία επέτρεπε «στο Πεκίνο να περιορίζει την ευρωπαϊκή πρόσβαση στις κινεζικές αγορές, εξακολουθώντας όμως να κρατά ανοιχτή την πόρτα στο εμπόριο της Κίνας με την ΕΕ...». Κατέληγε ότι «το ζήτημα δεν είναι να διαρραγούν οι γέφυρες και να απορριφθεί η κινεζική "Μια Ζώνη, Ενας Δρόμος", αλλά να διασφαλιστούν δίκαιες συνθήκες επιχειρηματικής δράσης και ισότιμη πρόσβαση στην αγορά...».

Η Γερμανία ξεχωρίζει τη σημασία «ενότητας» απέναντι στην Κίνα, γιατί έτσι μπορεί να παζαρέψει περισσότερα ανταλλάγματα, με το «βάρος» μιας διακρατικής λυκοσυμμαχίας (δες και αναλυτικά για τα ιδιαίτερα συμφέροντα του γερμανικού κεφαλαίου στην Κίνα στη σελ. 20). Από την άλλη πλευρά, η ανάγκη να διασφαλιστεί αυτή η ενότητα απέναντι στην Κίνα ανατροφοδοτεί διεργασίες στο εσωτερικό της ΕΕ, «επιβάλλοντας» σε ένα βαθμό περιθώρια για συμβιβασμούς, που βέβαια δεν εξαλείφουν σημαντικές αντιθέσεις που «σιγοκαίνε» μεταξύ των Ευρωπαίων.


A. M.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ