Γεννήθηκε το 1924 στην Οδησσό της Σοβιετικής Ενωσης. Θυμάται να ακούει από τους γονείς του ιστορίες για την Επανάσταση και την έλευση του Θωρηκτού Ποτέμκιν στο λιμάνι της Οδησσού το 1905. Η οικογένεια το 1934 αποφασίζει να εγκατασταθεί στο Ντεπώ της Θεσσαλονίκης.
Από μικρή ηλικία ήρθε σε επαφή με τις αξίες και τα ιδανικά του ΚΚΕ. Στη διάρκεια της Κατοχής κάνει διάφορες δουλειές για να βοηθήσει την οικογένειά του και καταλήγει εργάτης στον μύλο «Αλλατίνη», οργανωμένος ήδη στην ΕΠΟΝ. Φιλοτεχνεί αντιφασιστικές γελοιογραφίες. Την άνοιξη του 1943 εντάσσεται στην ΕΠΟΝίτικη Υποδειγματική Διμοιρία του «Τάγματος Χορτιάτη» στο 2/31 Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Στο ημερολόγιό του κρατά και τα σκίτσα που δημιουργεί. Σε μάχη κατά των Βουλγάρων τραυματίζεται στο κεφάλι και τρέχοντας χάνει το σακίδιό του, όπου ήταν και τα σκίτσα του. Τα σκίτσα αυτά θα παραδοθούν δεκαετίες αργότερα στην Οργάνωση Πολιτικών Προσφύγων στη ΛΔ Βουλγαρίας και θα δημοσιευτούν στον «Ριζοσπάστη», με την παράκληση να βρεθεί ο άγνωστος ΕΛΑΣίτης ζωγράφος. Δύο μέρες μετά, στα γραφεία της εφημερίδας θα εμφανιστεί ο Γιώργης Φαρσακίδης...
Τον Σεπτέμβρη του 1944, σε μάχη εναντίον γερμανικού στρατοπέδου στη Χαλκιδική, οπλοπολυβόλο τσακίζει και τα δυο χέρια του Γιώργη. Το Σεπτέμβρη του 1946 εντάσσεται στη «Στενή Αυτοάμυνα» και συμμετείχε σε ένοπλες ενέργειες κατά των αστικών δυνάμεων καταστολής. Στα τέλη του ίδιου χρόνου συλλαμβάνεται και βασανίζεται στην Ειδική Ασφάλεια Θεσσαλονίκης. Για το πώς άντεξε τα βασανιστήρια, απαντούσε με μια φράση του πατέρα του: «Είναι θαυμάσιο να μπορείς να αγαπάς στη ζωή σου κάτι πιο πολύ κι από τη ζωή σου ακόμα».
Το 1956 ο Γιώργης Φαρσακίδης, ως αδειούχος εξόριστος, έλαβε εντολή από το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ να ανασυγκροτήσει και να καθοδηγήσει την παράνομη ΚΟΘ, καθήκον στο οποίο δόθηκε με ζήλο. Αν και τα αποτελέσματα ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, αναγκάστηκε να πειθαρχήσει στις Αποφάσεις της 8ης Ολομέλειας του 1958 για τη διάλυση των Κομματικών Οργανώσεων. Οντας εξόριστος συμπαρατάχθηκε σταθερά με τις Αποφάσεις της 12ης Ολομέλειας το 1968.
Μετά τη χούντα ο Φαρσακίδης τυπώνει τα έργα του, συμμετέχει σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Εκδίδει πολλά βιβλία και λευκώματα τα οποία αποτυπώνουν πλευρές της πολυτάραχης ζωής του. Το έργο του περνά τα σύνορα της πατρίδας μας. Του απονέμεται το ανώτατο Χρυσό Μετάλλιο της Σοβιετικής Επιτροπής Ειρήνης στα 30 χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη.
Συνεχίζει την πάλη μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ. «Ορθοστατών και ορθοβαδίζων» μέχρι τέλους. Ηταν μέλος της ΚΟΒ Εικαστικών της ΤΟ Καλλιτεχνών της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ. Οσο του το επέτρεπαν οι δυνάμεις του, συμμετείχε σε δραστηριότητες του ΚΚΕ. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη, έχοντας τη βοήθεια και τη φροντίδα φίλων και συντρόφων.
Στην Κατοχή θα φιλοτεχνήσω γελοιογραφίες με στόχο τους εισβολείς και τους "Ελληνες" συνεργάτες τους. Πολεμώντας στο αντάρτικο θα απεικονίσω συμβάντα της εκεί ζωής μας σε σκίτσα και στο "Σύρμα" της Μακρονήσου τα βασανιστήρια και τους βασανιστές. Μα πάντα με πρόθεση να τους καταγγείλω και να πληροφορήσω τους έξω. Στη δεκαετία του '50, στο στρατόπεδο του Αη Στράτη, με τη συμπαράσταση των πνευματικών μας ανθρώπων, θα ανεβάσουμε το μορφωτικό μας επίπεδο. Θα μάθω πως τον καιρό του Ομήρου, το καλό και το ωφέλιμο ήταν ταυτόσημα του ωραίου και ότι ο ανώνυμος τοιχογράφος της Αλταμίρα ζωγραφίζοντας τα ανεπανάληπτα σε ομορφιά και κίνηση ζώα, δεν αποσκοπούσε παρά να μεταδώσει την πείρα του κυνηγού στους νεώτερους. Διάβασα για το ότι ο Αϊζενστάιν γυρίζοντας τον Αλέξανδρο Νιέφσκι, παραμερίζοντας αισθητικούς πειρασμούς, δάγκανε τις γροθιές του, που δεν ήταν έτοιμη η ταινία, να την "πετάξει σαν χειροβομβίδα ενάντια στον εχθρό".
Και εμείς, δουλεύοντας σε συνθήκες αντίξοες τα σκηνικά του στρατοπεδικού μας θεάτρου, αντλούσαμε κουράγιο από την αίσθηση των στιγμών της χαράς που θα δίναμε στους ταλαιπωρημένους από την πολύχρονη κράτηση συνεξόριστους. Και ένα επιφώνημα θαυμασμού με το άνοιγμα της αυλαίας, η μόνη και ανεκτίμητη ανταμοιβή μας. Ζωγραφίζαμε, χαράζαμε, τυπώναμε κάρτες στον Αη Στράτη και επί χούντας αργότερα στη Γυάρο και Λέρο. Να μάθουν οι έξω ότι ζούμε και κρατάμε άπαρτο το αγωνιστικό μας χαράκωμα. Πρότυπά μας οι μεγάλοι ρεαλιστές που είχαν θέσει την τέχνη τους στην υπηρεσία των λαϊκών συμφερόντων. Θαυμάζαμε τον Μαγιακόφσκι που είχε στρατεύσει την ποίησή του στην καταπολέμηση του αναλφαβητισμού. Τον Ριβιέρα που ζωγραφίζει σκυμμένες πλάτες και γερμένα κεφάλια των αγροτών, Αμερικάνους ληστές πετρελαίων, τραπεζίτες με τη Βίβλο και πόρνες της "υψηλής κοινωνίας", αλλά και την απελευθερωμένη γη, με τους γεωπόνους, τα τρακτέρ και τα λαϊκά πανηγύρια. Χαιρόμασταν την καυστική ειρωνεία του Πικάσο για τους αρνητές του κοινωνικού περιεχομένου στην Τέχνη και τη δήλωσή του στους βολεμένους αστούς για το ότι τα έργα του: "...Δεν είναι πουλάκια να κελαηδάνε, αλλά βόλια που στοχεύουν πάνω τους...".
Τον γνώρισα στην ΚΟΒ Εικαστικών το 1976. Για μας τους 20χρονους οι σύντροφοι που είχαν ζήσει φυλακές και εξορίες ήταν θεοί... Σεβασμός, δέος, θαυμασμός... Ο Γιώργος σύντομα διέλυσε τις μεταξύ μας αποστάσεις και έγινε η τακτική μας παρέα στις ταβέρνες που ήταν καθημερινή συνήθεια. Τα ταβερνάκια ήταν η πρόφαση για να γίνονται καθημερινά πολύ σημαντικές συζητήσεις, που ήταν σχολειό, κίνητρο για διάβασμα: Για την υλιστική φιλοσοφία και τα σύγχρονα αστικά και οπορτουνιστικά ρεύματα, για τη σύγχρονη τέχνη, για τη στράτευση των δημιουργών και το αν αυτή περιορίζει την ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης, για τον σοσιαλισμό που οικοδομούνταν, τη γραφειοκρατία, την εργατική εξουσία και την ταξική πάλη. Πάντα, μετά τις κομματικές δουλειές που ήταν πυκνές, καταλήγαμε μεγάλες παρέες στα ταβερνάκια των Εξαρχείων, πάντα με εκλεκτή συντροφιά: Παλιούς του συναγωνιστές και συνεξόριστους, κυρίως λογοτέχνες, ποιητές, φιλοσόφους, καλλιτέχνες και φιλότεχνους... Και εμείς να ακούμε... Αλλοτε να διηγούνται μνήμες, άλλοτε να απαγγέλλουν ποιήματα, άλλοτε να πειράζονται μεταξύ τους, άλλοτε να διαφωνούν, άλλοτε να μας διαβάζει ο Γιώργος μερικές σελίδες από κάποιο καινούργιο του βιβλίο. Και εμείς οι νεότεροι περιμέναμε να ξεδιπλώσουν τις αναμνήσεις για αυτά που περιέγραφαν - πράγματα απίστευτα που δεν μπορούσε να τα χωρέσει το δικό μας μυαλό: Βασανισμούς, εκτελέσεις, παλικαριά, αξιοπρέπεια, συντροφικότητα... Και ο Γιώργος, έτοιμος κάθε στιγμή να κάνει τον «προβοκάτορα» για να προκαλέσει μια ηχηρή συζήτηση με τους ομοτράπεζούς του... Ως το ξημέρωμα... Τον θυμάμαι πάντα στην ιδεολογική συζήτηση να στέκεται με σεβασμό απέναντι στον αντίπαλο συνομιλητή...
Ο Γιώργος αγαπούσε τα ταξίδια. Ταξίδεψε μετά τη χούντα στη Σοβιετική Ενωση, στις ΗΠΑ, στις Ινδίες, σε χώρες της Ανατολής... Μας καλούσε συχνά στο χώρο του, στην οδό Αδμήτου 78, που με απέραντη λιτότητα ζούσε μέσα στο πολύτιμο για το Κόμμα μας αρχείο του, ανάμεσα σε εκατοντάδες συρτάρια με στοιχεία - ντοκουμέντα της φυλακής και της εξορίας. Υπολογιστή έμαθε σε προχωρημένη ηλικία, για να μπορεί ο ίδιος μόνος του να σελιδοποιεί τα βιβλία του και για να γράφει στις συχνές διαδρομές του Αθήνα - Θεσσαλονίκη. Μας διάβαζε κείμενα πριν τα κυκλοφορήσει, άκουγε τη γνώμη μας με ενδιαφέρον. Ηθελε ο κόσμος να μάθει μέσα από τα βιβλία του την αλήθεια...
Ηταν έως το τέλος ένας εραστής της ζωής και της καθημερινότητας: Αγαπούσε πολύ το καλό φαγητό, τα «καναπεδάκια» που έφτιαχνε για να συνοδεύουν το τσάι, αγαπούσε τον παστουρμά, το αυγοτάραχο, τις τηγανητές πανσέτες (ήταν ίσως ο μόνος χειρουργημένος κατ' επανάληψη στην καρδιά που δεν τον πείραζαν όλα αυτά και τα έτρωγε καθημερινά έως το τέλος της ζωής του με απόλαυση)... Αγαπούσε επίσης πολύ τα ζώα... Αγαπούσε... Αγαπούσε πολύ και πολλά.