Οπως και νωρίτερα, με το μπαράζ αντεργατικών μέτρων από το πρώτο κύμα της πανδημίας και την παράλληλη προσπάθεια να εφαρμοστεί ο κατάπτυστος νόμος για το χτύπημα των διαδηλώσεων, επιβεβαιώνεται ότι η ένταση της αντεργατικής πολιτικής πάει χέρι χέρι με την κλιμάκωση του αυταρχισμού.
Ο συνδυασμός αυτός αποτυπώνεται καθαρά, ίσως καθαρότερα από οπουδήποτε αλλού αυτήν την περίοδο, στο νέο νομοσχέδιο - έκτρωμα που έχουν έτοιμο η κυβέρνηση και η μεγαλοεργοδοσία, προωθώντας νέες βάρβαρες ανατροπές τόσο στα εργασιακά όσο και στα συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων.
Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που συμπληρώνοντας τις αντεργατικές ανατροπές των προηγούμενων χρόνων από όλες τις κυβερνήσεις ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ - ΠΑΣΟΚ, έρχεται να νομοθετήσει τη 10ωρη εργάσιμη μέρα αντί του 8ωρου, χωρίς αμοιβή για τις δύο επιπλέον ώρες υποχρεωτικής εργασίας, την απαγόρευση ουσιαστικά της απεργίας σε μεγάλους και κρίσιμους για το κεφάλαιο κλάδους και χώρους δουλειάς, φέρνει συνολικότερο χτύπημα των συνδικάτων που παλεύουν για τα εργατικά συμφέροντα μέσα στους χώρους δουλειάς, πρόσθετα μέτρα που οδηγούν σε παραπέρα μείωση του μέσου μισθού κ.ά.
Στόχος του νομοσχεδίου που παρουσιάστηκε στα τέλη Οκτώβρη στο υπουργικό συμβούλιο από τον υπουργό Εργασίας, Γ. Βρούτση, υπό τον τίτλο «Ρύθμιση θεμάτων της αγοράς εργασίας», είναι να «απογειώσει» το αντεργατικό οπλοστάσιο που έχει ήδη στη διάθεσή του το κεφάλαιο, να ενισχύσει παραπέρα τη μεγαλοεργοδοσία με εργαλεία που θα της επιτρέπουν να ξεζουμίζει τους εργαζόμενους, δίχως κανένα όριο και με τη συνδικαλιστική δράση στο «γύψο».
Προκλητικά η κυβέρνηση μιλά για... «εκσυγχρονισμό», την ώρα που γυρίζει τους εργαζόμενους τουλάχιστον έναν αιώνα πίσω, ικανοποιώντας τις αξιώσεις του ΣΕΒ και των άλλων ενώσεων της μεγαλοεργοδοσίας. Η αλήθεια είναι ότι η καπιταλιστική βαρβαρότητα σήμερα μόνο έτσι μπορεί να «εκσυγχρονίζεται»: Σε πιο αντιδραστική κατεύθυνση. Να εκσυγχρονίζει δηλαδή τις μεθόδους έντασης της εκμετάλλευσης και αντιμετώπισης της ταξικής πάλης.
Η μαζική συμμετοχή στην απεργία την Πέμπτη 26 Νοέμβρη θα δώσει ισχυρή εργατική απάντηση στα βάρβαρα σχέδιά τους.
Σε σχέση με τον εργάσιμο χρόνο:
Δηλαδή, οι εργοδότες θα μπορούν να επιβάλλουν όποτε θέλουν επιπλέον δύο ώρες εργασίας, τις οποίες οι εργαζόμενοι θα υποχρεώνονται να δουλεύουν, χωρίς μάλιστα να αμείβονται γι' αυτές. Η πρόβλεψη για «επιστροφή» των απλήρωτων ωρών υπερωριακής εργασίας με κάποια μείωση ωρών ή κάποια ρεπό κάποια στιγμή μέσα σε ένα ολόκληρο εξάμηνο - αν και εφόσον γίνεται και αυτή - δεν μπορεί να κρύψει το γεγονός της επιμήκυνσης της εργάσιμης μέρας χωρίς κανένα κόστος για τον εργοδότη, της αυξομείωσης του χρόνου εργασίας ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες της εργοδοσίας, οδηγώντας σε αύξηση της εκμετάλλευσης. Η αναπλήρωση της εργατικής δύναμης, η δυνατότητα του εργαζόμενου να αναπληρώνει σωματικά και πνευματικά τις δυνάμεις του από την εργασία, γίνεται στη διάρκεια του ίδιου 24ωρου και όχι της βδομάδας, του μήνα ή του εξάμηνου. Για τον λόγο αυτό, εξάλλου, η ίδια η πρόσθετη υπερωριακή αμοιβή, που τώρα καταργείται και με νόμο μέχρι τις 10 ώρες δουλειάς, ήταν μια μορφή «αποζημίωσης» για τη φθορά που προκαλούν στον εργαζόμενο οι πρόσθετες ώρες δουλειάς πάνω από το 8ωρο... Η εφαρμογή της 10ωρης εργάσιμης μέρας πατάει στο πλούσιο σχετικό νομοθετικό οπλοστάσιο που διασφάλισαν οι κατευθύνσεις της ΕΕ και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις στο κεφάλαιο (όπως π.χ. ο Ν. 3986/2011), ενώ το νέο νομοσχέδιο έρχεται να εξαλείψει δικλίδες που δυσκόλεψαν την εφαρμογή της στην πράξη, όπως η πρόβλεψη να υπάρχει συμφωνία συνδικάτου για την αντεργατική «διευθέτηση» του εργάσιμου χρόνου.
Ταυτόχρονα, με το νομοσχέδιο, υπό διωγμό, ακόμα και ποινικό, τίθεται το απεργιακό δικαίωμα, με την κυβέρνηση να αναφέρει προκλητικά ότι αντιμετωπίζει... «χρόνιες υπερβολές του συνδικαλιστικού κινήματος».
Με έναν συνδυασμό απεργοκτόνων διατάξεων, που συμπληρώνουν προηγούμενες, η κυβέρνηση ουσιαστικά επιχειρεί να καταργήσει την απεργία, ειδικά στο Δημόσιο και σε κρίσιμους για το κεφάλαιο κλάδους, ενώ οι εργαζόμενοι που περιφρουρούν την απεργιακή τους κινητοποίηση... θα «τελούν ποινικώς κολάσιμη πράξη»! Και αυτά τη στιγμή που ήδη 9 στις 10 απεργίες βγαίνουν παράνομες ή καταχρηστικές...
Ειδικότερα προβλέπονται τα εξής:
Δηλαδή, στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ, αλλά και σε κάθε κλάδο και μεγάλη επιχείρηση που θα κρίνονται κρίσιμοι για το κεφάλαιο από το ίδιο και το κράτος του, όπως στις πρώην ΔΕΚΟ, στις μεταφορές, στα λιμάνια κ.ο.κ., στην απεργία θα υποχρεώνονται να δουλεύουν «τουλάχιστον» σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι!
Δηλαδή, αντί για λήψη αποφάσεων μέσα από συλλογικές, ζωντανές διαδικασίες με συμμετοχή των ίδιων των εργαζομένων, οι αποφάσεις συνολικά και ειδικά για τις απεργίες θα λαμβάνονται με τους εργάτες απομονωμένους τον έναν από τον άλλον, να πατούν ένα κουμπί από το σπίτι τους, ίσως και υπό την «επίβλεψη» του διευθυντή της επιχείρησης...
Η παραπάνω διάταξη, μάλιστα, έρχεται να «κουμπώσει» με την απεργοκτόνα διάταξη Αχτσιόγλου που ψήφισε η τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ (νόμος 4512/2018), περί απαρτίας του 50%+1 στις Γενικές Συνελεύσεις.
Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα των νέων μεθοδεύσεων ήταν η ηλεκτρονική ψηφοφορία που επιχείρησε να επιβάλει η κυβέρνηση στους εκπαιδευτικούς για τους εκπροσώπους στα Υπηρεσιακά Συμβούλια. Μετά την απόφαση των εκπαιδευτικών να απαντήσουν με αποχή, στην ψηφοφορία - παρωδία συμμετείχε μόλις το 5% περίπου. Η ίδια κυβέρνηση όμως που απαιτεί το 50%+1 για την προκήρυξη απεργίας, εμφανίστηκε... κατενθουσιασμένη με το 5% και εξήγγειλε ότι θα επεκτείνει σε ολόκληρο το Δημόσιο την ηλεκτρονική ψηφοφορία. Αυτή είναι η δημοκρατία τους και ο «εκσυγχρονισμός» του συνδικαλιστικού νόμου...
Με μια κουβέντα, η περιφρούρηση της απεργίας από τους εργαζόμενους, ένα απεργιακό σύνθημα έξω από μια επιχείρηση μπορεί να βαφτίζονται... «άσκηση ψυχολογικής βίας», καθιστώντας την απεργία παράνομη, με τους εργαζόμενους να διώκονται ποινικά...