Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα πέθανε χτες από ανακοπή σε ηλικία 60 ετών
Ο Μαραντόνα, που τα τελευταία χρόνια αντιμετώπισε πολλά προβλήματα υγείας, πρόσφατα υποβλήθηκε σε σοβαρή λεπτή επέμβαση στον εγκέφαλο, παίρνοντας όμως εξιτήριο, και τις τελευταίες βδομάδες ανάρρωνε στο σπίτι του. Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, αντιμετώπισε σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα τα οποία φέρονται ως η αιτία που τον οδήγησε στην ανακοπή, παρά την ιατρική βοήθεια που του χορηγήθηκε από τους γιατρούς που έφτασαν στο σπίτι. Την είδηση του θανάτου γνωστοποίησε αρχικά στην ιστοσελίδα της η εφημερίδα «Clarin» της Αργεντινής και σε λίγα λεπτά έκανε το γύρο του κόσμου.
Γεννημένος στις 30/10/1965 στο Μπουένος Αϊρες, ο Ντιέγκο Μαραντόνα, για πολλούς ο καλύτερος παίκτης όλων των εποχών (ιστορική έχει μένει η κόντρα του με τον Πελέ για τον τίτλο αυτό), άφησε το στίγμα του στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο.
Ως βιρτουόζος της μπάλας ο Ντιέγκο Μαραντόνα κατάφερε να διανύσει μια επιτυχημένη καριέρα για τον ίδιο και τις ομάδες όπου αγωνίστηκε.
Το 1986 οδήγησε την Εθνική ομάδα της Αργεντινής στην κατάκτηση του Μουντιάλ του Μεξικού, με νίκη 3-2 επί της Δυτικής Γερμανίας στον τελικό. Θρυλική ήταν η εμφάνισή του στον προημιτελικό με την Αγγλία, όταν έδωσε τη νίκη στην Αργεντινή με 2-1, πετυχαίνοντας δύο γκολ που έμειναν στην Ιστορία για εντελώς διαφορετικούς λόγους: Το πρώτο αντικανονικό, με το χέρι («Το Χέρι του Θεού»), και το δεύτερο με καταπληκτική ατομική ενέργεια, όπου ξεκινώντας από τη μεσαία γραμμή πέρασε όποιον Αγγλο βρήκε μπροστά του, και τον τερματοφύλακα, και σκόραρε («το γκολ του αιώνα»). Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Γκάρι Λίνεκερ, αρχηγού της Εθνικής Αγγλίας, όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφους μετά τον αγώνα: «Είδες ότι έβαλε το γκολ με το χέρι;». «Το άλλο γκολ που έβαλε το είδατε;», απάντησε...
AP1987 |
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, εξωαγωνιστικά ο Μαραντόνα δεν κατάφερε ποτέ να αντιμετωπίσει τους προσωπικούς του «δαίμονες», που τον οδήγησαν σε πολλά μπλεξίματα (ναρκωτικά, αλκοόλ), με αποτέλεσμα να έχει προβλήματα με τις αρχές. Αυτά ουσιαστικά έφεραν και το άδοξο τέλος στην ποδοσφαιρική του καριέρα, όταν πιάστηκε ντοπαρισμένος στο Μουντιάλ του 1994 στις ΗΠΑ, έπειτα από τους αγώνες της Αργεντινής στον όμιλο με Ελλάδα και Νιγηρία.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του δεν ήταν λίγες οι στιγμές που έδειξε να μη συμβιβάζεται με τα πρότυπα που όριζε το οικοδόμημα του εμπορευματοποιημένου ποδοσφαίρου. Καταφερόταν συχνά εναντίον των παγκόσμιων οργανισμών του ποδοσφαίρου (FIFA, UEFA), ενώ παράλληλα έπαιρνε ανοιχτά θέση για πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα.
Σημαντικό μέρος στη ζωή του Μαραντόνα κατείχε η σχέση του με την Κούβα και ειδικότερα με τον ηγέτη της, Φιντέλ Κάστρο - που, συμπτωματικά, «έφυγαν» από τη ζωή την ίδια μέρα (25 Νοέμβρη) με τέσσερα χρόνια διαφορά. Ιδια μέρα είχε πεθάνει και ένας άλλος μεγάλος του ποδοσφαίρου, ο Τζορτζ Μπεστ.
Τον Φιντέλ Κάστρο τον είχε χαρακτηρίσει «δεύτερο πατέρα», στις δηλώσεις του για τον θάνατο του Κουβανού ηγέτη. Είχε επισκεφθεί αρκετές φορές την Κούβα, σε κάποιες από τις οποίες υποβλήθηκε σε κλινική θεραπεία προκειμένου να ξεπεράσει τα προβλήματά του με το αλκοόλ, αρχικά με επιτυχία. Στο μπράτσο του είχε τατουάζ με το πρόσωπο του συμπατριώτη του, επαναστάτη κομμουνιστή Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα.
«"Εφυγε" ο Ντιέγκο Μαραντόνα! Ενας λάτρης του ποδοσφαίρου και του δίκιου!».
Το 1982 πέρασε στην Ευρώπη για λογαριασμό της Μπαρτσελόνα, όπου έμεινε μέχρι το 1984 κατακτώντας ένα Κύπελλο Ισπανίας, ένα Σούπερ Καπ και ένα Λιγκ Καπ.
Το 1984 μεταγράφηκε στη Νάπολι περνώντας το πιο σπουδαίο μέρος της ποδοσφαιρικής του καριέρας, μέχρι το 1991.
Ο Μαραντόνα οδήγησε τους «παρτενοπέι» στην κατάκτηση δύο πρωταθλημάτων (1987, 1990), ενός Κυπέλλου Ιταλίας (1987) και ενός Σούπερ Καπ (1990) καθώς και ενός Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ (1990).
Μετά τη Νάπολι ακολούθησαν οι θητείες του σε Σεβίλη, Νιούελς Ολντ Μπόις και Μπόκα Τζούνιορς μέχρι το φινάλε της καριέρας του το 1995.
Υπήρξε διεθνής με την Εθνική Αργεντινής από το 1977 έως το 1991 φθάνοντας μαζί της στην κορυφή του κόσμου το 1996 και έχοντας συνολικά 91 συμμετοχές και 34 γκολ.
Από το 1995 έως το 2020 ήταν προπονητής. Ομοσπονδιακός τεχνικός της Αργεντινής από το 2008 έως το 2010, ενώ κάθισε στον πάγκο αρκετών ομάδων της Αργεντινής και στις Εθνικές Μεξικού και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Η εφημερίδα «Ole» δημοσίευσε τις τελευταίες δηλώσεις του Ντιεγκίτο πριν αρρωστήσει. Είχε πει:
«Είμαι χαρούμενος. Το ποδόσφαιρο μού χάρισε όσα έχω, τα πάντα, περισσότερα από όσα φανταζόμουν. Κι αν δεν είχα τον εθισμό μου, θα μπορούσα να παίξω πολύ περισσότερο. Πλέον όμως είμαι καλά και το μόνο που μου λείπει είναι οι γονείς μου. Πάντα εύχομαι να είχα μια μέρα παραπάνω με τη μητέρα μου, αλλά ξέρω πως με κοιτά από τον παράδεισο και είναι περήφανη για μένα».
Οσο για την ευχή του; «Η ευχή μου είναι να περάσει γρήγορα αυτή η πανδημία. Θέλω όλοι στην Αργεντινή να είναι καλά. Εχουμε μια όμορφη χώρα και έχω εμπιστοσύνη στην κυβέρνησή μας πως θα μας βγάλει από αυτήν τη δύσκολη κατάσταση.
Με θλίβει να βλέπω παιδιά που δεν έχουν να φάνε. Ξέρω πώς είναι να πεινάς για πολλές μέρες και αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει στη χώρα μου. Ευχή μου είναι να βλέπω όλους τους Αργεντινούς χαρούμενους, με δουλειά και να έχουν να φάνε κάθε μέρα».