Copyright 2021 The Associated |
Το διαφορετικό προήλθε από την εξόφθαλμη ενδοαστική σύγκρουση που έφτασε μέχρι την εισβολή, στις 6 Γενάρη, οπαδών του απελθόντος Προέδρου, Ντ. Τραμπ, στη Βουλή, με παρότρυνση του ίδιου, που αμφισβητούσαν το αποτέλεσμα των εκλογών του Νοέμβρη.
Προς αποφυγή επανάληψης τέτοιων επεισοδίων, η Ουάσιγκτον μετατράπηκε σε «εμπόλεμη ζώνη» με χιλιάδες στρατιώτες. Ταυτόχρονα, η καταστροφική διαχείριση της πανδημίας του κορονοϊού (με πάνω από 420.000 νεκρούς) απέτρεψε φιέστα με παρουσία κόσμου τον οποίο ...αντικατέστησαν χιλιάδες σημαίες.
Παρά τις διαφορές, οι παραδοσιακές παρόλες περί «νίκης της δημοκρατίας», περί «ΗΠΑ πρωτοπόρων της ειρήνης και της ευημερίας», περί «ηγεσίας με τη δύναμη του παραδείγματος» ήταν πανομοιότυπες με προηγούμενες τελετές ορκωμοσίας Προέδρων, είτε Ρεπουμπλικανών είτε Δημοκρατικών.
Στην τελετή ήταν παρόντες και συμμετείχαν οι πρώην Πρόεδροι Μπους, Κλίντον και Ομπάμα, για να συμβολίσουν την «ενότητα» που επικαλέστηκε άπειρες φορές στην ομιλία του ο νέος Πρόεδρος. Πέρα όμως από τα παχιά λόγια του Μπάιντεν για «επούλωση των πληγών στο εσωτερικό», το ρήγμα στην αμερικανική αστική τάξη είναι βαθύ και τίποτα δεν προμηνύει την επούλωσή του.
Το διακύβευμα του με ποια οικονομική πολιτική και με ποιες αναπροσαρμογές στις διεθνείς συμμαχίες θα καταφέρουν οι ΗΠΑ να διατηρήσουν την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία τους που απειλείται ολοένα και περισσότερο από την Κίνα, είναι αυτό που βαθαίνει την ενδοαστική αντιπαράθεση, με ένα ισχυρό τμήμα της αμερικάνικης αστικής τάξης να συνδέει τα συμφέροντά του με την πολιτική που εξέφρασε η προηγούμενη κυβέρνηση Τραμπ.
Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που ο απερχόμενος Πρόεδρος προειδοποίησε ότι «θα είμαστε εδώ με τον έναν ή τον άλλο τρόπο», ενώ προανήγγειλε και την ίδρυση νέου «πατριωτικού κόμματος», αξιοποιώντας τη «δεξαμενή» των 75 εκατ. ψηφοφόρων του.
Το στίγμα της συνέχειας στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ έδωσε ο Μπάιντεν στην ομιλία του, με τη χαρακτηριστική φράση «ο θεός να ευλογεί τα στρατεύματά μας». Την εξειδίκευση αυτής της πολιτικής έκανε ο προτεινόμενος ΥΠΕΞ, Αντονι Μπλίνκεν, με θητεία σε προηγούμενες κυβερνήσεις του Κλίντον και του Ομπάμα, ο οποίος, στην ακρόασή του στη Γερουσία, επιβεβαίωσε ότι Κίνα και Ρωσία παραμένουν κλειδωμένες στο στόχαστρο.
Με το «καλημέρα», η νέα διοίκηση έδωσε το μήνυμά της στην κινεζική πλευρά, προσκαλώντας στην τελετή ορκωμοσίας την εκπρόσωπο της Ταϊβάν στις ΗΠΑ, κάτι που προκάλεσε την άμεση αντίδραση της κινεζικής κυβέρνησης. Αντίδραση υπήρξε και στο μπλοκάρισμα, από το Twitter, του λογαριασμού της κινεζικής πρεσβείας στις ΗΠΑ, όταν απέρριψε τις κατηγορίες τόσο της διοίκησης Τραμπ όσο και του Μπάιντεν για «γενοκτονία της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων στην Κίνα».
Σημειωτέον, ο Μπλίνκεν καταδίκασε την επιβολή κυρώσεων της Κίνας σε βάρος 28 πρώην αξιωματούχων της κυβέρνησης Τραμπ, μεταξύ των οποίων ο Μάικ Πομπέο, ο Πίτερ Ναβάρο, η Κέλι Κραφ κ.ά., για εμπλοκή στις εσωτερικές της υποθέσεις. Συνεχίζοντας είπε ότι η νέα κυβέρνηση θα επιδιώξει μια παράταση της συμφωνίας «New START» με τη Ρωσία για τον έλεγχο των εξοπλισμών, αλλά δεν έχει ακόμη αποφασίσει για τη χρονική διάρκεια της παράτασης που θα επιδιώξει.
Ταυτόχρονα, υπογράμμισε ότι η νέα κυβέρνηση θα επιστρατεύσει κάθε «μοχλό πίεσης» για την αποτροπή λειτουργίας του νέου ρωσικού αγωγού φυσικού αερίου προς τη Γερμανία, «Nord Stream 2». Για τις σχέσεις με το Ιράν, ο Μπλίνκεν είπε ότι οι ΗΠΑ θα επιστρέψουν στη συμφωνία για το πυρηνικό του πρόγραμμα και θα επιδιώξουν επαναδιαπραγμάτευσή της, με την προϋπόθεση ότι η Τεχεράνη θα τηρήσει πρώτη τις δεσμεύσεις της.
Σε ό,τι αφορά την Τουρκία, στο πλαίσιο της πάγιας θέσης «της συνοχής της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ», τη χαρακτήρισε «στρατηγικό σύμμαχο», προσθέτοντας ότι «δεν είναι αποδεκτό» η Αγκυρα «να ευθυγραμμίζεται με έναν από τους κυριότερους στρατηγικούς ανταγωνιστές μας, τη Ρωσία». Πρόσθεσε ότι η νέα κυβέρνηση θα μελετήσει αν απαιτείται η επιβολή περαιτέρω κυρώσεων σε βάρος της Αγκυρας για τους «S-400».
Ακόμα έσπευσε να δεσμευτεί ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα συνεχίσει να αναγνωρίζει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του κράτους του Ισραήλ και θα διατηρήσει εκεί την πρεσβεία της χώρας. Από τα πρώτα διατάγματα που υπέγραψε ο Μπάιντεν, ήταν αυτό για την επαναφορά των ΗΠΑ στη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, ώστε να συμβαδίσει με την πολιτική υπέρ των ομίλων που θέλουν να επενδύσουν συσσωρευμένα κεφάλαια στις «πράσινες» μπίζνες, διεκδικώντας μερίδια από την παγκόσμια αγορά.
Οσον αφορά τα ζητήματα των ευρω-αμερικανικών σχέσεων, είναι χαρακτηριστικά τα λεγόμενα του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ: «Η Αμερική έχει αλλάξει, όπως και ο τρόπος που γίνεται πλέον αντιληπτή από την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο». Και συμπλήρωσε: «ΗΠΑ και ΕΕ έχουν τις διαφορές τους. Τα προβλήματα μεταξύ τους δεν μπορούν να λυθούν ως διά μαγείας».
Στο εσωτερικό των ΗΠΑ, η νέα κυβέρνηση εξαγγέλλει μέτρα μεγαλύτερης κρατικής παρέμβασης και επεκτατικής πολιτικής (επιδόματα, δημοσιονομική χαλάρωση, ανοχή στην εξόφληση δανείων κ.ά.) για τη διαχείριση της κρίσης, εμφανίζοντας ορισμένα έκτακτα μέτρα άμβλυνσης και αναδιανομής της φτώχειας, ως «ανακούφιση» για τον λαό, ενώ κατευθύνει ασύλληπτα ποσά προς τους μονοπωλιακούς ομίλους, κυρίως αυτούς που έχουν σχέση με τη λεγόμενη «πράσινη οικονομία».
Η εντολή εξάλλου για τον τερματισμό εργασιών στο τείχος, στα σύνορα με το Μεξικό, και 100ήμερο μορατόριουμ στις απελάσεις παράτυπων μεταναστών που εξήγγειλε, ή η ενδεχόμενη νομιμοποίηση πολλών άλλων, έχουν στόχο να ενσωματώσουν τις μεγάλες αντιδράσεις που προκάλεσε η έξαρση της ρατσιστικής βίας τα προηγούμενα χρόνια, με αποκορύφωνα τη δολοφονία Φλόιντ και τις μαζικές κινητοποιήσεις που ακολούθησαν με τη συμμετοχή χιλιάδων Αφροαμερικανών.