ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 27 Μάρτη 2021 - Κυριακή 28 Μάρτη 2021
Σελ. /48
ΔΙΕΘΝΗ
ΗΠΑ - ΕΕ
Αναζήτηση «αναθέρμανσης» και συμβιβασμών ενώ παραμένουν οι μεγάλες αντιθέσεις

Στο επίκεντρο η στάση τους απέναντι στη ραγδαία άνοδο της Κίνας

Από τη συνάντηση Μπλίνκεν - Μπορέλ στις Βρυξέλλες

Copyright 2021 The Associated

Από τη συνάντηση Μπλίνκεν - Μπορέλ στις Βρυξέλλες
Με την κυβερνητική εναλλαγή στις ΗΠΑ και την ανάδειξη της κυβέρνησης Μπάιντεν, καταγράφονται μια σειρά από κινήσεις για την «αναθέρμανση» των σχέσεων ΗΠΑ - ΕΕ και κατ' επέκταση των σχέσεων ΗΠΑ - Γερμανίας. Χαρακτηριστικά πρόσφατα παραδείγματα είναι η συμμετοχή, την περασμένη Πέμπτη, του Αμερικανού Προέδρου στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ που πραγματοποιήθηκε με τηλεδιάσκεψη, όπως και το μπαράζ επαφών που πραγματοποίησε στις Βρυξέλλες ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, Αντ. Μπλίνκεν, με Ευρωπαίους ομολόγους του και τους κορυφαίους Ευρωενωσιακούς αξιωματούχους.

Στο φόντο και δηλώσεων όπως αυτή του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σ. Μισέλ, ότι «είναι ώρα να ξαναχτίσουμε τη διατλαντική συμμαχία μας», διάφορες αποπροσανατολιστικές αναλύσεις κάνουν λόγο για «επιστροφή των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή» και άλλα παρόμοια.

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η μέχρι τώρα διαφοροποιημένη τακτική της κυβέρνησης Μπάιντεν για τις σχέσεις ΗΠΑ - ΕΕ δεν αλλάζει την ουσία: Σε συνθήκες ραγδαίων αλλαγών στον ενδοϊμπεριαλιστικό συσχετισμό δυνάμεων, αυτό που σταθερά επιδιώκουν οι ΗΠΑ και αναζητούν τον καλύτερο τρόπο για να το πετύχουν είναι το πώς θα ενισχύσουν τη θέση τους, καθώς εντείνεται ο ανταγωνισμός τους με την Κίνα για την πρωτοκαθεδρία στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Η δε επιλογή για κινήσεις «αναθέρμανσης» του ευρωατλαντικού άξονα δεν αναιρεί τις μεγάλες αντιθέσεις στο εσωτερικό του, οι οποίες αναδείχθηκαν ακόμα πιο εμφατικά την περίοδο της διακυβέρνησης Τραμπ, στα πιο κρίσιμα ζητήματα, όπως στο Εμπόριο, στην Ενέργεια, στην ίδια τη στάση απέναντι στη ραγδαία άνοδο της Κίνας κ.ά.

Εξάλλου, δεν είναι λίγες οι φορές που Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, ανάμεσά τους η Γερμανίδα καγκελάριος, έχουν τονίσει πως οι αλλαγές είναι «κοσμογονικές» και άρα με οποιαδήποτε αμερικανική κυβέρνηση οι σχέσεις ΕΕ - ΗΠΑ δεν θα είναι ποτέ ξανά οι ίδιες και χρειάζεται ανασκόπησή τους.

Ετσι, από τη μια, καταγράφονται βήματα «καλής θέλησης», σε μια προσπάθεια ΕΕ και ΗΠΑ να εστιάσουν στα κοινά συμφέροντα και να βρεθούν συμβιβασμοί, όπου είναι εφικτό, με το βλέμμα στον ανταγωνισμό με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Από την άλλη, οι αντιθέσεις οξύνονται, οι συμβιβασμοί όλο και πιο δύσκολα επιτυγχάνονται, οι προτεραιότητες των αστικών τάξεων διαφέρουν ή ακόμη και συγκρούονται.

Διάσταση συμφερόντων και προτεραιοτήτων

Σε ό,τι αφορά την Κίνα, παρότι ΗΠΑ και ΕΕ θέλουν να αναχαιτίσουν την άνοδό της, παρότι και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ εστιάζουν ανοιχτά πλέον σε αυτό το ζήτημα ως τη μεγαλύτερη πρόκληση για τα επόμενα χρόνια, την ίδια ώρα είναι σαφής η διάσταση συμφερόντων και προτεραιοτήτων.

Η ΕΕ και ιδιαίτερα η Γερμανία επιδιώκουν σε αυτό το ρευστό παγκόσμιο σκηνικό να αναδειχθούν σε πιο ενεργό και ισχυρό «γεωπολιτικό παίκτη», να χαράξουν πιο «ανεξάρτητη» εξωτερική και οικονομική πολιτική, προκειμένου να ενισχύσουν τη θέση τους στον ανταγωνισμό. Οι ΗΠΑ έχουν γεωπολιτικά συμφέροντα και πολύ περισσότερες «δεσμεύσεις ασφαλείας» στην περιοχή Ασίας - Ειρηνικού, όπου η ΕΕ (προς το παρόν) δεν έχει, γεγονός που της επιτρέπει να βλέπει σε μεγαλύτερο βαθμό τη σχέση της με την Κίνα ως εμπορική - οικονομική.

Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η άνοδος της Κίνας δεν απασχολεί την ευρωενωσιακή πλευρά. Χαρακτηριστικά, στην πρόσφατη στρατηγική της Γερμανίας για Ασία - Ειρηνικό αναφέρεται ότι θα επιδιώξει επενδυτικές συμφωνίες και ενίσχυση εμπορικών δεσμών με άλλα ασιατικά κράτη, ως «αντίβαρο». Ταυτόχρονα, η επιβολή κυρώσεων από την ΕΕ σε βάρος Κινέζων αξιωματούχων πριν από λίγες μέρες, για την κατάσταση στην επαρχία Σιντζιάγνκ και τη στάση του Πεκίνου απέναντι στη μουσουλμανική κοινότητα των Ουιγούρων, οδήγησε σε ένα «πινγκ - πονγκ» αντιδράσεων, με «αντι-κυρώσεις» από το Πεκίνο, κλήσεις πρεσβευτών της Κίνας από τα ΥΠΕΞ χωρών της ΕΕ κ.ά.

Την ίδια ώρα, βαραίνει το γεγονός ότι η Κίνα ξεπέρασε τις ΗΠΑ ως κορυφαίος εμπορικός εταίρος της ΕΕ το 2020 και υπέγραψε μαζί της το Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου επενδυτική συμφωνία, την ίδια ώρα που οι δασμοί των ΗΠΑ σε κινεζικά κι ευρωπαϊκά προϊόντα που επιβλήθηκαν επί Τραμπ, παραμένουν και επί Μπάιντεν... Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ευρωπαϊκά και αμερικανικά μονοπώλια ανταγωνίζονται για αγορές και επενδύσεις στην ανερχόμενη περιοχή Ασίας - Ειρηνικού, συμπεριλαμβανομένης και της Κίνας.

Παράλληλα, εκφράζονται διαφοροποιήσεις και στη στάση απέναντι στη Ρωσία. Η αμερικανική κυβέρνηση οξύνει δημόσια την αντιπαράθεση με το Βερολίνο για τον ρωσο-γερμανικό ενεργειακό αγωγό «Nord Stream 2», ο οποίος ενισχύει τη θέση της Γερμανίας στους σφοδρούς ενεργειακούς ανταγωνισμούς και υπονομεύει σχέδια των ΗΠΑ που προωθούν το δικό τους LNG (υγροποιημένο φυσικό αέριο) ως εναλλακτική στο ρωσικό φυσικό αέριο στην Ευρώπη.

Πληροφορίες αναφέρουν ότι με την εκλογή Μπάιντεν άρχισαν μυστικές επαφές μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας παζαρεύοντας συμβιβασμό στο θέμα - με δεδομένο και ότι η κατασκευή του αγωγού βρίσκεται πλέον στη φάση της ολοκλήρωσης - την ίδια ώρα ωστόσο ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών πριν από λίγες μέρες στις Βρυξέλλες επανέλαβε στον Γερμανό ομόλογό του και σε δημόσιες τοποθετήσεις του ότι ο «Nord Stream 2» «είναι μια κακή συμφωνία, στην οποία αντιταχθήκαμε και θα αντιταχθούμε», στέλνοντας ξανά «προειδοποιήσεις» για ενεργοποίηση κυρώσεων σε βάρος εταιρειών που συμμετέχουν στο έργο.

«Ανυπομονησία για συνεργασία»... αλλά και διατήρηση κυρώσεων

Σε ένα τέτοιο φόντο, ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, που συναντήθηκε την Τετάρτη με τους προέδρους της Κομισιόν και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, δήλωσε την «ανυπομονησία» των ΗΠΑ για στενές διαβουλεύσεις με την ΕΕ για την Κίνα, προκειμένου να «μοιραστούμε ανησυχίες όπως π.χ. για το εμπόριο, τις επενδύσεις, τα ανθρώπινα δικαιώματα».

Εκφράζοντας έμμεσα τη δυσαρέσκεια των ΗΠΑ για την επενδυτική συμφωνία ΕΕ - Κίνας, είπε πως «όταν ενεργούμε μαζί, είμαστε πολύ πιο δυνατοί και αποτελεσματικοί». Στην αντιμετώπιση ορισμένων πρακτικών της Κίνας στο εμπόριο και τις επενδύσεις, «εάν οι ΗΠΑ αντιδράσουμε μόνοι μας εκπροσωπούμε περίπου το 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ, αλλά σε συνεργασία με τους εταίρους σε Ευρώπη και Ασία έχουμε 40%, 50% ή 60%».

Τα... «αθροίσματα» αυτά ωστόσο δεν αποτελούν μια τόσο εύκολη υπόθεση. Χαρακτηριστικά, στη δική της τοποθέτηση, η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, υπενθύμισε τη διατήρηση των αμερικανικών εμπορικών κυρώσεων σε βάρος της ΕΕ. Οπως επισήμανε, κατά την πρώτη συνομιλία της με τον Αμερικανό Πρόεδρο συμφωνήθηκε η 4μηνη αναστολή όλων των πρόσθετων δασμών που συνδέονται με τη διαμάχη «Airbus» - «Boeing», «ωστόσο παραμένουν ακόμα άλλοι δασμοί, καθώς και ευρύτερα θέματα προς επίλυση, όπως, για παράδειγμα, η μεταρρύθμιση του πολυμερούς συστήματος εμπορίου».

Αναγνωρίζοντας πως δεν είναι εφικτή μια πλήρης ευθυγράμμιση ΕΕ - ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα, ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, μιλώντας στη σύνοδο των ΥΠΕΞ του ΝΑΤΟ, είπε πως η Κίνα αποτελεί απειλή για τη Δύση, αλλά ισχυρίστηκε ότι οι ΗΠΑ δεν θα αναγκάσουν τους συμμάχους να επιλέξουν «ή με εμάς ή με αυτούς» και ότι «τα κράτη μπορούν να συνεργαστούν με την Κίνα, όπου είναι δυνατόν (...) Γνωρίζουμε ότι οι σύμμαχοί μας έχουν πολύπλοκες σχέσεις με την Κίνα που δεν είναι πάντα τέλειες. Αλλά πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτές τις προκλήσεις μαζί. Αυτό σημαίνει συνεργασία με τους συμμάχους μας για να καλύψουμε τα κενά σε τομείς όπως η τεχνολογία και οι υποδομές, τα οποία το Πεκίνο εκμεταλλεύεται για να ασκήσει πίεση. Θα βασιστούμε στην καινοτομία και όχι στα τελεσίγραφα», σημείωσε.

Κατά τη διάρκεια της συνάντησής του με τον επικεφαλής της ευρωενωσιακής διπλωματίας, Ζ. Μπορέλ, οι δύο πλευρές αποφάσισαν να ξεκινήσουν εκ νέου τον διμερή διάλογο για την Κίνα, ως φόρουμ συζήτησης όλου του φάσματος των σχετικών προκλήσεων και ευκαιριών. Οπως ανακοίνωσαν, συμφώνησαν ότι οι σχέσεις με την Κίνα είναι πολύπλευρες, περιλαμβάνουν στοιχεία συνεργασίας, ανταγωνισμού και «συστημικής αντιπαλότητας».

Ως τομέας στον οποίο αναφέρεται ότι μπορεί να αναπτυχθεί «εποικοδομητική συνεργασία με την Κίνα», επισημαίνεται η κλιματική αλλαγή. Οι ΗΠΑ επέστρεψαν στη Συνθήκη του Παρισιού για το κλίμα, έχοντας τα προηγούμενα χρόνια καταγγείλει ότι ωφελεί την Κίνα. Η δε ΕΕ λέει πως η «πρόκληση της κλιματικής αλλαγής» δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς την Κίνα και έχει βλέψεις για μεγάλες επενδύσεις σε ηλεκτροκίνηση, ΑΠΕ, νέες τεχνολογίες κ.ά. Την ίδια στιγμή, προτείνει τη σύσταση Διατλαντικού Συμβουλίου Εμπορίου και Τεχνολογίας ΕΕ - ΗΠΑ «για την οικοδόμηση της διατλαντικής τεχνολογικής συμμαχίας», με σκοπό την αντιμετώπιση των «προκλήσεων» στην καινοτομία, κυρίως από τη ραγδαία ανερχόμενη Κίνα.

Σε κάθε περίπτωση, το θέμα έχει πολύ «φαΐ» για τα μονοπώλια. Η Κίνα, υπεύθυνη για το 30% περίπου των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα παγκοσμίως, στοχεύει να γίνει «ουδέτερη κλιματικά» έως το 2060. «Αυτός ο στόχος είναι φιλόδοξος αλλά θα μπορούσε να επιτευχθεί ακόμη πιο γρήγορα με τη βοήθεια ευρωπαϊκών εταιρειών και τεχνολογιών. Τι νόημα θα είχε να μποϊκοτάρουμε εδώ την Κίνα;», αναρωτιέται χαρακτηριστικά ο Γερμανός πρώην καγκελάριος (SPD) Γκέρχαρντ Σρέντερ, σε πρόσφατο άρθρο του στην «Handelsblatt».

Η ΕΕ ως «ανεξάρτητος παίκτης»

Το εν λόγω άρθρο για τη στάση που πρέπει να κρατήσουν Γερμανία και ΕΕ απέναντι στο κάλεσμα των ΗΠΑ για «μετωπική σύγκρουση» με την Κίνα, παρότι είναι προσωπικό, του Γκ. Σρέντερ (ο οποίος τα τελευταία χρόνια είναι πρόεδρος της ρωσικής πετρελαϊκής εταιρείας «Rosneft»), απηχεί σε μεγάλο βαθμό επιλογές κυρίαρχες στη γερμανική αστική τάξη, ενώ αντίστοιχες θέσεις έχουν πάρει η καγκελάριος και πολλά στελέχη της γερμανικής κυβέρνησης.

Αφού υπογραμμίζει ότι «οι παγκόσμιες συνθήκες έχουν αλλάξει ριζικά τα τελευταία χρόνια» και «επηρεάζουν τη σχέση μας με το Πεκίνο», αναδεικνύει τη «συνέχεια» της πολιτικής των αμερικανικών κυβερνήσεων απέναντι στην Κίνα και θέτει το ερώτημα: «Ταιριάζει, όμως, στα συμφέροντά μας» το αίτημα των ΗΠΑ «να ενωθούμε με τις αμερικανικές γραμμές και να διαδηλώσουμε εναντίον του Πεκίνου;».

Σημειώνοντας ότι δεν υπάρχουν «ψευδαισθήσεις» για την κινεζική πολιτική, χαρακτηρίζει τα περί θεμελιώδους σύγκρουσης μεταξύ «δημοκρατίας και αυταρχισμού» που αναπαράγει η κυβέρνηση Μπάιντεν μια «ξεπερασμένη ηθικοπλαστική εξωτερική πολιτική». Στην πραγματικότητα, βέβαια, και για την πλευρά των ΗΠΑ, τα παραπάνω είναι το περιτύλιγμα για την πολιτική στήριξης των μονοπωλίων τους.

Σύμφωνα με τον Γκ. Σρέντερ, η Κίνα μπορεί να αντέξει αυτήν την ελεγχόμενη επίθεση, καθώς «είναι περιζήτητη παγκοσμίως ως εμπορικός εταίρος, επενδυτής και πάροχος αναπτυξιακής βοήθειας», ενώ σε μια ή δυο δεκαετίες «θα γίνει ανεξάρτητη από τις ξένες τεχνολογίες», καθώς «οι εξελίξεις στις εφαρμογές 5G, στην τεχνητή νοημοσύνη και τη βιοτεχνολογία είναι τεράστιες».

Το 2020, όταν εν μέσω πανδημίας και διεθνούς οικονομικής κρίσης η Κίνα είχε ρυθμό ανάπτυξης 2%, «οι γερμανικές εταιρείες επωφελήθηκαν, μπόρεσαν να αντισταθμίσουν τις απώλειες σε άλλες αγορές εξάγοντας στην Κίνα. Οι Γερμανοί κατασκευαστές αυτοκινήτων πωλούν τώρα το 40% της παραγωγής τους εκεί», τονίζει ο πρώην καγκελάριος.

«Ποιος μπορεί να πιστέψει σοβαρά ότι υπάρχει έστω και μία διεθνής λύση χωρίς την Κίνα και τη Ρωσία που έχουν δικαίωμα βέτο (στον ΟΗΕ) και είναι πυρηνικές δυνάμεις;», συνεχίζει ο Σρέντερ και προτείνει πιο στενή ενσωμάτωση της Κίνας σε διεθνείς δομές και κανονισμούς, ώστε, όπως λέει, να αντιμετωπιστούν οι αθέμιτες συνθήκες αγοράς της Κίνας. Ως τέτοιο παράδειγμα φέρνει την επενδυτική συμφωνία ΕΕ - Κίνας.

Ο ίδιος δίνει έμφαση στην «ευρωπαϊκή κυριαρχία», τόσο απέναντι στην Κίνα όσο και στις ΗΠΑ. «Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ίσες αποστάσεις, καθώς η διατλαντική συμμαχία υπάρχει, ακόμα κι αν πρέπει επειγόντως να μεταρρυθμιστεί», ξεκαθαρίζει.

«Η Ευρώπη θέλει και πρέπει να γίνει ανεξάρτητος παίκτης παράλληλα με τους δύο πόλους της διεθνούς πολιτικής» και αυτό προϋποθέτει «τα κράτη - μέλη της ΕΕ να παραιτηθούν περαιτέρω από δικαιώματα εθνικής κυριαρχίας», καταλήγει, δείχνοντας προς την κατεύθυνση εμβάθυνσης της ενοποίησης της ΕΕ.


Ε.

Οξυνση ανταγωνισμών

Οι εξελίξεις δείχνουν ότι σήμερα ενισχύεται αντικειμενικά η δυνατότητα της Κίνας να απειλήσει την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα τα επόμενα χρόνια (...) Η διαπάλη ΗΠΑ - Κίνας επιδρά και στις σχέσεις συνεργασίας και ανταγωνισμού τους με άλλα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κέντρα, ιδιαίτερα με τη Ρωσία αλλά και κράτη της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

(...) Παράλληλα, ενισχύονται, όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και στην ΕΕ, οι τάσεις προστατευτισμού, με τις σαφείς προτροπές της προέδρου της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν προς τα κράτη - μέλη να προστατεύσουν τους ευρωπαϊκούς ομίλους από προσπάθεια επιθετικών εξαγορών από ξένους ομίλους στη διάρκεια της κρίσης, ιδιαίτερα ομίλους στρατηγικής σημασίας.

Σημειώνεται επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ - Γερμανίας με επιβολή εκατέρωθεν εμπορικών κυρώσεων και ένταση των διαφωνιών σε μεγάλη βεντάλια θεμάτων (γερμανική ενεργειακή συνεργασία με τη Ρωσία, μικρή συμμετοχή της Γερμανίας στις πολεμικές δαπάνες του ΝΑΤΟ, στάση έναντι του Ιράν κ.ά.). Γενικότερα, οξύνεται ο ανταγωνισμός της ΕΕ με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία.

(Θέσεις της ΚΕ για το 21ο Συνέδριο του ΚΚΕ)



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ