Γιατί στις Θέσεις λέγεται ότι η όξυνση του ανταγωνισμού των ιμπεριαλιστικών κέντρων στη διεθνή καπιταλιστική αγορά θέτει αντικειμενικούς περιορισμούς στην επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που ακολουθείται σήμερα στην ΕΕ και την Ελλάδα;
Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική αντικειμενικά «αποτυγχάνει» να πετύχει το σκοπό της, δηλαδή να εμποδίσει την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης. Η κρίση είναι κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, δηλαδή συσσώρευσης κεφαλαίου που δεν βρίσκει κερδοφόρα διέξοδο. Η επεκτατική πολιτική όμως δεν λύνει αλλά αντίθετα οδηγεί στην όξυνση αυτού του προβλήματος. Ο εξωτερικός δανεισμός με τον οποίο συχνά χρηματοδοτούνται επεκτατικά μέτρα, ουσιαστικά προσθέτει νέα κεφάλαια στα ήδη συσσωρευμένα. Προσωρινά μόνο κρύβει το πρόβλημα της χαμηλής κερδοφορίας κάτω απ' το χαλί, με αντίτιμο τη διόγκωση του κεφαλαίου που πρέπει τελικά να «καταστραφεί» όταν έρθει η ώρα. Τελικά η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική μπορεί μόνο - και όχι πάντα - να «καθυστερήσει» την εκδήλωση της κρίσης, οδηγώντας όμως σε βαθύτερη κρίση όταν αυτή εκδηλωθεί.
Επίσης, η εφαρμογή επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής αντικειμενικά αυξάνει το κρατικό χρέος, το οποίο πρέπει να αποπληρωθεί σε επόμενη φάση. Τα βάρη της δημοσιονομικής διαχείρισης προφανώς πέφτουν πάντα στις πλάτες του λαού και των εργαζομένων. Ομως, η ανάγκη αποπληρωμής του χρέους περιορίζει την ευελιξία της αστικής κυβέρνησης στη στήριξη του κεφαλαίου στο μέλλον. Ενα κομμάτι των φόρων που συλλέγει απ' τους εργαζόμενους και τις λαϊκές δυνάμεις θα κατευθυνθεί για την εξυπηρέτηση του χρέους. Το είδος, λοιπόν, της διαχείρισης αντικειμενικά επιδρά με διαφορετικό τρόπο στα διάφορα επιμέρους τμήματα του κεφαλαίου, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.
Οι πλευρές αυτές μπορούν να εξηγήσουν γιατί εκτός από όρια στην εφαρμογή της επεκτατικής διαχείρισης, υπάρχει και έντονη διαπάλη ανάμεσα στις μερίδες του κεφαλαίου σχετικά με την έκτασή της.
Η επεκτατική διαχείριση έρχεται λοιπόν να «κουμπώσει» με την όξυνση των ανταγωνισμών στον ιμπεριαλισμό. Το κάθε ιμπεριαλιστικό κέντρο χρησιμοποιεί οικονομικά μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει μεγαλύτερη κερδοφορία έναντι των υπόλοιπων. Ετσι, τα όρια της επεκτατικής διαχείρισης σχετίζονται με τον ανταγωνισμό, επιδρώντας στις δυνατότητες των ομίλων που εδρεύουν σ' αυτό να διασφαλίζουν την κερδοφορία τους.
Η επεκτατική πολιτική στην Ελλάδα είναι δεμένη με την επεκτατική πολιτική της ΕΕ και της ΕΚΤ. Τα όρια της επεκτατικής πολιτικής στην ΕΕ εξαρτώνται απ' την ανισόμετρη ανάπτυξη στο εσωτερικό της ΕΕ. Αλλα κράτη επιθυμούν περισσότερο επεκτατική πολιτική (π.χ. Ιταλία) και άλλα λιγότερο επεκτατική (π.χ. Γερμανία), ανάλογα με την κατάσταση της εγχώριας οικονομίας τους. Η διαπάλη για τους κανόνες της ΕΕ (Σύμφωνο Σταθερότητας και αναθεώρησή του) αποτυπώνει αυτήν τη συζήτηση. Ενα άλλο ζήτημα διαπάλης είναι το πώς θα «μοιραστεί» σε ολόκληρη την ΕΕ ένα κομμάτι των προβλημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή επεκτατικής διαχείρισης.
Ετσι, η ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού στην ΕΕ και ο χαρακτήρας της ως διακρατικής ιμπεριαλιστικής ένωσης θέτουν ακόμα μεγαλύτερους αντικειμενικούς περιορισμούς στην άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής.
Απ' τη μία, το επεκτατικό πακέτο δεν αλλάζει ούτε τη φύση του καπιταλισμού, την ανάγκη του για μεγαλύτερα κέρδη και για όξυνση του βαθμού εκμετάλλευσης. Δεν αναιρεί την αντικειμενική εκδήλωση της κρίσης όπως και το ποιος θα την πληρώσει. Δεν αναιρεί το ότι τα βάρη του επεκτατικού πακέτου θα πέσουν πάνω στις πλάτες του λαού, ίσως με λίγο διαφορετικό τρόπο.
Απ' την άλλη, συγκαλύπτει πως οι οξυμένες αντιθέσεις στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο και η όξυνση των αντιθέσεων στο εσωτερικό της ΕΕ θέτουν αντικειμενικά περαιτέρω όρια σε αυτήν τη διαχείριση, της δίνουν αντικειμενικά περιορισμένο χαρακτήρα.
Τελικά, η συζήτηση πως μια περισσότερο επεκτατική διαχείριση στην ΕΕ είναι θετική για τους εργαζόμενους είναι η γνωστή «ξαναζεσταμένη σούπα» μιας πιο ανθρώπινης ΕΕ, και ενός καπιταλισμού που «δεν θα κοιτάει μόνο τα κέρδη».
Η συζήτηση αυτή δεν συγκαλύπτει μόνο πως η ΕΕ είναι απ' τη φύση της αντιδραστική και τα όριά της βρίσκονται στα συμφέροντα των καπιταλιστικών κρατών και των ομίλων τους. Συγκαλύπτει κυρίως ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να είναι πάνω απ' τα κέρδη για δύο λόγους: Τα κέρδη, η καπιταλιστική ιδιοκτησία έχουν ως απαραίτητη προϋπόθεση να «φαγώνεται» ο εργαζόμενος άνθρωπος. Το ένα και το άλλο βρίσκονται σε αγεφύρωτη αντίθεση. Συγχρόνως, τα κέρδη είναι ο αυτοσκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής, ελέγχουν και εξουσιάζουν την κοινωνία. Ετσι, μονόδρομος για να «ανθρωπέψει ο άνθρωπος» είναι τα κέρδη - η καπιταλιστική ιδιοκτησία - να μπουν στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας.