ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 20 Μάη 2001
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η τραπεζική τοκογλυφία «ζει και βασιλεύει»

Η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ και τη ζώνη του ευρώ, εκτός από τη σχετική βελτίωση των όρων χορήγησης δανείων, οδήγησε επίσης στην ένταση της τοκογλυφίας, όπως βεβαιώνουν μια σειρά επίσημα στοιχεία

Σε βάρος των μικροαποταμιευτών, παραμένουν το τελευταίο 6μηνο τα επιτόκια λαϊκών αποταμιεύσεων, τα οποία δίνουν οι εμπορικές τράπεζες (κρατικές- ημικρατικές ή ιδιωτικές) που λειτουργούν στην Ελλάδα. Διαψεύδοντας όλους εκείνους, που υποστήριζαν πως η «απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος» θα ενισχύσει τον ανταγωνισμό, προς όφελος των μικροκαταθετών και των οικονομικά αδυνάτων, που τα φέρνουν βόλτα με τραπεζικό δανεισμό, οι τραπεζίτες αξιοποίησαν την «απελευθέρωση» για την αύξηση της κερδοφορίας και με την ένταση της τοκογλυφίας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα ονομαστικά επιτόκια καταθέσεων ταμιευτηρίου, με κάθε μείωσή τους, γίνονται όλο και μικρότερα από τον επίσημο πληθωρισμό. Οπως επίσης δεν είναι τυχαίο, το γεγονός ότι μήνα με το μήνα μεγαλώνει η «ψαλίδα» ανάμεσα στα επιτόκια καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων, που βαρύνουν υπέρμετρα τους εργαζόμενους και γενικά τους οικονομικά αδύνατους.

Τα παραπάνω - και πολλά άλλα- προκύπτουν από τη σύγκριση των επίσημων στοιχείων που καταγράφουν τις εξελίξεις στα επιτόκια καταθέσεων ταμιευτηρίου, τα επιτόκια χορηγήσεων (καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων), των τραπεζικών κερδών και του πληθωρισμού. Πρόκειται για στοιχεία που περιλαμβάνονται σε εκθέσεις και ειδικά δελτία της Τράπεζας της Ελλάδας, των εμπορικών τραπεζών και της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας (ΕΣΥΕ).

Από μια πρώτη ανάγνωση αυτών των στοιχείων, που επεξεργάστηκε και δημοσιεύει σήμερα ο «Ρ», είναι ολοφάνερο, ότι οι εμπορικές τράπεζες (ελληνικές και ξένες) συνεχίζουν να επιδίδονται με μαεστρία- με τις ευλογίες της κυβέρνησης- στο «ευγενές σπορ της τοκογλυφίας»...

Η ληστεία των μικροκαταθετών

Οπως προκύπτει και από τον πίνακα που επεξεργάστηκε και δημοσιεύει σήμερα ο «Ρ», από το Δεκέμβρη του 2000 (δηλαδή λίγες μέρες πριν την επίσημη ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ και τη ζώνη του ευρώ), τα επιτόκια καταθέσεων ταμιευτηρίου, διαμορφώθηκαν από τους τραπεζίτες- μετά από πολλά χρόνια- αρνητικά, όχι μόνο σε πραγματικές, αλλά και σε ονομαστικές τιμές. Ενώ δηλαδή μέχρι το Νοέμβρη του 2000 τα ονομαστικά επιτόκια καταθέσεων ήταν θετικά, (αρνητικά γινόταν μετά τη φορολογία των τόκων καταθέσεων με συντελεστή 15%) από το Δεκέμβρη του 2000 έγιναν αρνητικά και σε πραγματικές τιμές, αφού το ονομαστικό επιτόκιο ήταν μικρότερο ακόμη και από τον επίσημο πληθωρισμό.

Συγκεκριμένα, το Δεκέμβρη του 2000, που ο πληθωρισμός αυξανόταν με ετήσιο ρυθμό 3,9%, το ονομαστικό επιτόκιο κατάθεσης ταμιευτηρίου (μέσος όρος για όλες τις τράπεζες) είχε πέσει στο 3% και το πραγματικό στο 2,55%. Δηλαδή ονομαστικό επιτόκιο ήταν 0,9 ποσοστιαίες μονάδες μικρότερο του πληθωρισμού ενώ το πραγματικό (2,55%) ήταν 1,35 μονάδες μικρότερο από τον πληθωρισμό.

Οπως φαίνεται και από το σχετικό πίνακα που δημοσιεύουμε, η «ψαλίδα» ανάμεσα στα επιτόκια καταθέσεων και τον πληθωρισμό μεγάλωσε περισσότερο με τη μείωση των επιτοκίων το Μάρτη του 2001 και ακόμη περισσότερο, μετά την πρόσφατη μείωση επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) το Μάη του 2001, που την ακολούθησαν και οι ελληνικές εμπορικές τράπεζες. Οι μεγάλες εμπορικές τράπεζες, που δίνουν και τον τόνο στην τραπεζική αγορά, μείωσαν στα μέσα Μάη τα ονομαστικά επιτόκια καταθέσεων σε συμβολικά-για την ακρίβεια προκλητικά- ποσοστά. Στις στήλες 5, 6 και 7 του πίνακα, φαίνεται η εξέλιξη του χάσματος ανάμεσα στον πληθωρισμό και το μέσο επιτόκιο καταθέσεων (στήλη 5), στον πληθωρισμό και το μέσο επιτόκιο καταναλωτικών δανείων (στήλη 6) και στον πληθωρισμό και το μέσο επιτόκιο στεγαστικών δανείων (στήλη 7). Η σχέση αυτή, δηλαδή χειροτέρευσε για τους μικροαποταμιευτές ακόμη περισσότερο το μήνα Μάη του 2001, καθώς ενώ ο πληθωρισμός είχε σκαρφαλώσει σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από το Μάρτη, οι τραπεζίτες προχώρησαν σε νέα μείωση των επιτοκίων.

Συγκεκριμένα, το Μάη, που ο πληθωρισμός αυξανόταν -σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις αρμοδίων- με ετήσιο ρυθμό γύρω και πάνω από 3,5%...

  • η Εθνική όρισε σε 0% το ονομαστικό επιτόκιο για ποσά κατάθεσης ταμιευτηρίου μέχρι και 170.000 δραχμές και σε 2% για μεγαλύτερα ποσά και μέχρι 1.000.000 δραχμές) με μέγιστο επιτόκιο κατάθεσης ταμιευτηρίου 3,75% (για ποσά κατάθεσης άνω των 50 εκατομμυρίων δραχμών).
  • η ιδιωτική τράπεζα ALPHA BANK, ακολουθώντας το «καλό παράδειγμα» της ελεγχόμενης από το κράτος και την κυβέρνηση Εθνικής Τράπεζας, μείωσε από 1% σε 0,75% το ονομαστικό επιτόκιο για ποσά καταθέσεων ταμιευτηρίου μέχρι και 340.750 δραχμές (μέγιστο ονομαστικό επιτόκιο 2,75% για καταθέσεις ταμιευτηρίου άνω των 10 εκατομμυρίων δραχμών).
  • η Εμπορική, διατήρησε αμετάβλητο στο 2,75% το επιτόκιο καταθέσεων ταμιευτηρίου
  • η Αγροτική Τράπεζα, τέλος, μείωσε στο 2,20% το επιτόκιο καταθέσεων ταμιευτηρίου (για ποσά μέχρι και 1.000.000 δραχμές) με μέγιστο επιτόκιο ταμιευτηρίου 3,05% (για ποσά πάνω από 4 εκατ. δραχμές).

Παρενθετικά να σημειώσουμε πως με την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, η Τράπεζα της Ελλάδας δεν καθορίζει πλέον αυτόνομα τα επιτόκια, αφού- σαν ένα απλό υποκατάστημα της ΕΚΤ- εφαρμόζει τη νομισματοπιστωτική πολιτική που χαράσσει το διευθυντήριο των ευρωτραπεζιτών. Συνέπεια των παραπάνω εξελίξεων στα επιτόκια καταθέσεων ήταν, σε κάθε περίπτωση, οι μικροκαταθέτες, που φροντίζουν να εξασφαλίσουν ένα μικρό κομπόδεμα για τις δύσκολες στιγμές και το καταθέτουν σε λογαριασμό ταμιευτηρίου της τράπεζας με την οποία συναλλάσσονται, να ζημιώνονται σταθερά προς όφελος των τραπεζών. Και ζημιώνονται, αφού το αρχικό ποσό κατάθεσης, όχι μόνο δεν αυξάνεται, αλλά- αν αφαιρεθεί η επίσημη φορολογία (φόρος 15% επί των τόκων) και ο πληθωρισμός (είναι η ύπουλη φορολογία)- σε πραγματικές τιμές έχουμε μείωση του αρχικού κεφαλαίου κατάθεσης.

Τα σπασμένα, της τοκογλυφικής πολιτικής των τραπεζών, τα πληρώνουν εκτός από τους διάφορους μικροκαταθέτες και όλοι οι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι του δημοσίου, που εισπράττουν τους μισθούς και συντάξεις τους μέσω του λογαριασμού (κατά παράδοση ταμιευτηρίου) που έπρεπε να ανοίξουν σε μια εμπορική τράπεζα της επιλογής τους. Με δεδομένο, μάλιστα ότι η Εθνική Τράπεζα- δεν είναι η μόνη- δίνει ΜΗΔΕΝΙΚΟ (0%) επιτόκιο για ποσά κατάθεσης μέχρι 170.000 δραχμές, είναι φανερό ότι οι τραπεζίτες κερδοσκοπούν ασύστολα σε βάρος των μισθωτών και συνταξιούχων του δημοσίου για όσες μέρες καθυστερούν να κάνουν ανάληψη του 15νθήμερου (μισθού ή σύνταξης).

... και των οικονομικά αδύνατων δανειοληπτών

Σταθερά, τοκογλυφικά παραμένουν και τα επιτόκια των δανείων που χορηγούν οι εμπορικές τράπεζες, στους εργαζόμενους και γενικά στους οικονομικά αδύνατους, που συχνά αναγκάζονται να προσφύγουν σε τραπεζικό δανεισμό, για να τα φέρουν βόλτα ή πέφτουν θύματα των διαφημίσεων που τάζουν και του πουλιού το γάλα με τα διάφορα τραπεζικά δάνεια (πιστωτικές κάρτες, εορτοδάνεια, δάνεια για διακοπές, για αγορά αυτοκινήτου κλπ.).

Συγκεκριμένα, τα καταναλωτικά δάνεια εξακολουθούν- και τώρα που η Ελλάδα είναι το 12ο μέλος της ΟΝΕ και ανήκει στη ζώνη του ευρώ- να παραμένουν πανάκριβα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του πίνακα. Ενδεικτικά, αναφέρουμε, ότι παρά το κλείσιμο της «ψαλίδας» επιτοκίων και πληθωρισμού που σημειώθηκε μέσα στο έτος 2000, το Μάη του 2001 τα επιτόκια των καταναλωτικών δανείων (για αγορές με πιστωτικές κάρτες), ήταν πάνω από 15,50% και με τις διάφορες επιβαρύνσεις έφτανε ή και ξεπερνούσε το 16%. Ηταν δηλαδή υπερτετραπλάσια του πληθωρισμού.

Επίσης, τα επιτόκια στεγαστικών δανείων ήταν γύρω και πάνω από 6,5%, ποσοστό που είναι σχεδόν διπλάσιο του πληθωρισμού».

Τοκογλυφία και υπερκέρδη

Η ενίσχυση της τοκογλυφίας στην οποία επιδίδονται οι τράπεζες, από το Νοέμβρη του 2000, αποτυπώνεται και στα στοιχεία του πίνακα. Οι 3 τελευταίες στήλες με τη σχέση επιτοκίων και πληθωρισμού, μας πληροφορούν πως ενώ τα επιτόκια καταθέσεων μειώνονται σε όλο και πιο χαμηλά επίπεδα από τον πληθωρισμό, την ίδια στιγμή μεγαλώνει η «ψαλίδα» ανάμεσα στα επιτόκια καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων σε σχέση με τον πληθωρισμό. Οι τοκογλυφικοί όροι χορήγησης των δανείων και συγκέντρωσης των λαϊκών αποταμιεύσεων, δεν είναι καθόλου άσχετοι με τα υπέρογκα κέρδη που μοιράζονται κάθε χρόνο μεταξύ τους οι τραπεζίτες.

Ενδεικτικά αναφέρουμε, ότι με βάση τους ισολογισμούς τους 5 τράπεζες (Εθνική, Εμπορική, Alpha, Eurobank - Εργασίας και Πειραιώς) εμφανίζουν καθαρά κέρδη συνολικού ύψους 715 δισ. δραχμών για το 2000, με την Εθνική να καρπώνεται τη μερίδα του λέοντος (298 δισ. δραχμές) και να κατέχει την 1η θέση.

Αν όμως το 2000, παραμονές ένταξης της Ελλάδας στην ΟΝΕ, αποδείχτηκε ιδιαίτερα αποδοτικό για τα κέρδη των τραπεζιτών, η «μετα-ΟΝΕ» εποχή, αποδεικνύεται ακόμη καλύτερη για τις τράπεζες. Συγκεκριμένα, από τις ανακοινώσεις που έστειλαν στις εφημερίδες οι διοικήσεις των τραπεζών, προκύπτει ότι στο α` τρίμηνο του 2001:

  • η Εθνική Τράπεζα Ελλάδας, εμφανίζει αύξηση των καθαρών, προ φόρων, κερδών κατά 14,5%. Με βάση τον ισολογισμό, τα προ φόρων κέρδη της Εθνικής, ανήλθαν στο ποσό των 86 δισ. δρχ. από 75,1 δισ. στο αντίστοιχο περσινό διάστημα. Το γεγονός ότι η Εθνική Τράπεζα εμφανίζει στο ίδιο τρίμηνο αύξηση 42,3% των καθαρών εσόδων από τόκους (από 55,1 δισ. δραχμές πέρσι σε 78,4 δισ. δρχ. φέτος), αποτελεί τεκμήριο της τοκογλυφίας
  • Ο όμιλος τραπεζών Eurobank - Ergasias (του ομίλου Λάτση), εμφανίζει ότι τα καθαρά κέρδη- προ φόρων και δικαιωμάτων της μειοψηφίας του ομίλου- ανήλθαν στα 40 δισεκατομμύρια δραχμές (είναι αυξημένα κατά 1% συγκριτικά με το περσινό τρίμηνο), ενώ τα καθαρά κέρδη, μετά από φόρους και δικαιώματα μειοψηφίας του ομίλου, ανήλθαν στα 30 δισ. δραχμές (ήταν αυξημένα κατά 23% συγκριτικά με το α` τρίμηνο του 2000).
  • Η Τράπεζα Αττικής ανακοίνωσε αύξηση των καθαρών προ φόρων κερδών της, κατά 16,7%, που ανήλθαν στο ποσό των 3,4 δισ. δραχμών, έναντι 2,9 δισ. δραχμές το περσινό τρίμηνο.
  • Η Γενική Τράπεζα εμφανίζει το μεγαλύτερο ποσοστό αύξησης των κερδών. Τα προ φόρων κέρδη της τράπεζας, αυξήθηκαν στο α` τρίμηνο του 2001, συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2000, κατά 475,8% και ανήλθαν στα 524 εκατ. δραχμές έναντι 91 πέρσι.

Ολα τα παραπάνω στοιχεία, βεβαιώνουν ότι οι τράπεζες συνεχίζουν να θησαυρίζουν τόσο από την τοκογλυφία, στην οποία επιδίδονται, αλλά και λόγω της γενικότερης οικονομικής πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας που εφαρμόζει η κυβέρνηση και αυξάνει την πελατεία τους.


Λάμπρος ΤΟΚΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ