MotionTeam |
Είναι σαφές ότι μια τέτοια συζήτηση αποσκοπεί στην αναζωπύρωση ψευδαισθήσεων και αυταπατών για μια «εναλλακτική διαχείριση», αναγκαίων προκειμένου να εξασφαλίζεται η κυβερνητική εναλλαγή. Η λογική αυτή είναι κοινή στις προμετωπίδες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, «διαφωνώντας» για το ποιος «συσχετισμός» στη λεγόμενη «κεντροαριστερά» μπορεί να τον εγγυηθεί.
Οπως χαρακτηριστικά έγραφε μια από τις γνωστές αστικές «πένες» μέσα στη βδομάδα, «ο κόσμος έχει αρχίσει και νοσταλγεί την περίοδο της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (...) Τότε που περνούσε καλά, διότι το κοινωνικό κράτος λειτουργούσε και οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες δεν ήταν τόσο ακραίες».
Τι να πρωτοθυμηθούμε για τα αντιλαϊκά έργα και τις ημέρες τους; Οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις στα τέλη της δεκαετίας του '90 και στις αρχές του 2000 (Ντ' Αλέμα και Πρόντι στην Ιταλία, Ζοσπέν στη Γαλλία, Εργατικοί του Τ. Μπλερ στη Βρετανία, Σρέντερ στη Γερμανία), όπως και στην Ελλάδα οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ την ίδια περίοδο, πρωτοστάτησαν στην εφαρμογή των όσων προέβλεπε η Συνθήκη του Μάαστριχτ, στις αντιλαϊκές «μεταρρυθμίσεις» στην πορεία διαμόρφωσης της ΟΝΕ, αλλά και στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις της περιόδου.
Αλλά και στην πρόσφατη καπιταλιστική κρίση, με τη στήριξη και διαφόρων οπορτουνιστικών δυνάμεων αλλά και ΚΚ ανέλαβαν να «βγάλουν τα κάστανα» του συστήματος από τη φωτιά, εφαρμόζοντας μνημόνια, περικοπές και έναν νέο γύρο αντεργατικών μέτρων: Οι κυβερνήσεις Ολάντ και Ρέντσι σε Γαλλία και Ιταλία, η σοσιαλδημοκρατία στην Ισπανία με τη στήριξη των «αντιμνημονιακών» «Podemos», η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση Κόστα στην Πορτογαλία με τη στήριξη του «Μπλοκ της Αριστεράς» και του Πορτογαλικού ΚΚ, που οι «επιδόσεις» της έφτασαν να παρουσιάζονται ως υπόδειγμα από τον δικό μας ΣΕΒ.
Κανείς βεβαίως δεν περιμένει σήμερα ότι η σοσιαλδημοκρατία θα ανοίξει τον δρόμο σε κάποιο άλλο σύστημα, όπως ίσως ήλπιζαν εργατικές - λαϊκές δυνάμεις πριν 40 ή 50 χρόνια. Παραμένει ωστόσο η προσδοκία μιας κάποιας επιστροφής σε μια πιο φιλολαϊκή διακυβέρνηση στο έδαφος της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Ομως και αυτή η προσδοκία είναι σήμερα το ίδιο αβάσιμη όσο ήταν πριν μερικές δεκαετίες η πεποίθηση ότι μέσα από αστικούς εκσυγχρονισμούς θα φτάσουμε στον σοσιαλισμό!
Η περίοδος (πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, δεκαετίες 1970 - 1980 στην Ελλάδα) που η καπιταλιστική ανάπτυξη και οι αστικοί εκσυγχρονισμοί συνοδεύτηκαν από ορισμένα μέτρα βελτίωσης της ζωής λαϊκών στρωμάτων, ακόμα και από ορισμένα δικαιώματα προς την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα - που βεβαίως δεν χαρίστηκαν αλλά αποσπάστηκαν με αγώνες - έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Επέδρασαν συγκυριακοί παράγοντες, όπως οι ανάγκες της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης, ο διεθνής συσχετισμός δυνάμεων με την ύπαρξη της ΕΣΣΔ και των σοσιαλιστικών κρατών της Ανατολικής Ευρώπης, ορισμένες κρατικές παρεμβάσεις που αποσκοπούσαν στη στήριξη της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Από τη σοσιαλδημοκρατία αυτή η πολιτική βαφτιζόταν «σοσιαλισμός», ενώ βεβαίως η αλήθεια είναι ότι ανάλογα μέτρα υλοποιούσαν και κεντροδεξιές - «συντηρητικές» κυβερνήσεις. Ομως όλα αυτά είναι πια παρελθόν και η επιστροφή σε αυτό το παρελθόν είναι αδύνατη.
Αυτή η πορεία λοιπόν δεν έχει πάτο. Δεν αφορά απλώς την αναίρεση ορισμένων κατακτήσεων προηγούμενων περιόδων, που όπως πολύ καλά γνωρίζουμε ποτέ δεν είναι μόνιμες στον καπιταλισμό. Αφορά την πλήρη προσαρμογή της ζωής και της εργασίας των εργαζομένων στις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες του κεφαλαίου. Είναι προϋπόθεση για την προώθηση στρατηγικών επιλογών όπως αυτές αποτυπώνονται και στο πρόγραμμα του Ταμείου Ανάκαμψης, της ΕΕ.
Γι' αυτό ακόμα και οι «προοδευτικές», «σοσιαλδημοκρατικές» υποσχέσεις εστιάζουν στον τρόπο υλοποίησης αυτών των πολιτικών, ώστε να εξασφαλίζεται η «κοινωνική συνοχή», δηλαδή η λαϊκή συναίνεση και ανοχή, ενώ τα περί «κοινωνικού κράτους» και μείωσης των ανισοτήτων (οι οποίες εμφανίζονται λες και είναι κάποιο φυσικό φαινόμενο...) αφορούν αποκλειστικά μέτρα μοιράσματος της φτώχειας, της ανασφάλειας, της ανεργίας, της διαμόρφωσης ενός χώρου ελεγχόμενης εξαθλίωσης (που κι αυτό με δυσκολία επιτυγχάνεται...). Αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο επιδιώκουν να εμπεδωθεί ως το όριο που καθορίζει το τι μπορεί να προσδοκά ο εργαζόμενος για το βιωτικό του επίπεδο από τη δουλειά του και τη ζωή του. Ενα πλαίσιο μειωμένων απαιτήσεων και προσδοκιών.
Αν κάτι επιβεβαιώνεται, επομένως, είναι ότι όλα αυτά καμία σχέση δεν έχουν με την πρόοδο, ότι η διαχωριστική γραμμή «προοδευτικές» - «συντηρητικές» δυνάμεις είναι αχνή και επίπλαστη.
Η πραγματική πρόοδος είναι αυτή που βάζει στο επίκεντρο τις σύγχρονες εργατικές - λαϊκές ανάγκες και την ικανοποίησή τους με βάση και τις δυνατότητες της εποχής, της επιστήμης, της τεχνολογίας, του τεράστιου πλούτου που παράγουν οι εργαζόμενοι. Μέσα σε αυτόν τον αγώνα, μέσα στην ταξική πάλη σήμερα μπορεί να εμποδίζεται η αντιλαϊκή επίθεση διαρκείας, να υπάρχουν ορισμένες προσωρινές νίκες για τους εργαζόμενους, να υπάρχουν ανάσες που μπορούν να αξιοποιηθούν.
Γιατί η πρόοδος έχει μόνο μία κατεύθυνση, την κατάργηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, του καπιταλιστικού κέρδους, την ανατροπή του σάπιου συστήματος.