Ξεκίνησε την Παρασκευή η συζήτηση στην Ολομέλεια και θα ολοκληρωθεί την Κυριακή με ονομαστική ψηφοφορία
Eurokinissi |
«Η κυβέρνηση έχει αποτύχει στρατηγικά σε κάθε πεδίο που κλήθηκε να διαχειριστεί», είπαν μεταξύ άλλων, καταλογίζοντάς της «ιδεοληψίες» και «αποτυχία ιδεών».
Από την πλευρά του, ο εισηγητής της ΝΔ Ι. Μπούγας απάντησε ότι η πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι «κίνηση πανικού και απελπισίας», με στόχο να αντιμετωπίσει εσωκομματικά του προβλήματα και να κρατήσει τα σκήπτρα της εγχώριας σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στο ΚΙΝΑΛ.
Επιβεβαιώνοντας δε τη βολική για την κυβέρνηση συζήτηση περί των «καταλληλότερων» να εφαρμόσουν την αντιλαϊκή πολιτική, αναφέρθηκε στα «επιτεύγματα» της ΝΔ για το κεφάλαιο σε αντιπαραβολή με αυτά του ΣΥΡΙΖΑ, παρέπεμψε στους διεθνείς οίκους αξιολόγησης και στους ξένους επενδυτές, ενώ τα ίδια είπε με θράσος και για την πανδημία.
Τέλος, αναφερόμενος στην Πολιτική Προστασία, εστίασε στα πεπραγμένα του προηγούμενης κυβέρνησης και είπε ...από την ανάποδη ακριβώς τα ίδια που λέει τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ για την κυβέρνηση της ΝΔ, περί «επικοινωνιακής διαχείρισης», για να κρύβουν εναλλάξ την κοινή «ρίζα», την πολιτική που θωρακίζει την κερδοφορία του κεφαλαίου και γι' αυτό ούτε μπορεί ούτε θέλει να προστατεύσει τον λαό.
Στο ίδιο πνεύμα, ο υπουργός Εσωτερικών Τ. Θεοδωρικάκος καταλόγισε στον ΣΥΡΙΖΑ εκλογικές σκοπιμότητες με την πρόταση μομφής και άδραξε την ευκαιρία για να διαφημίσει κι αυτός την κυβερνητική αντίδραση στην κακοκαιρία, ειδικά στο θέμα της Αττικής Οδού, όπου ισχυρίστηκε ότι η κυβέρνηση είχε πάρει διαβεβαιώσεις τις οποίες τελικά η διαχειρίστρια εταιρεία δεν εκπλήρωσε. Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι το κράτος δεν μπορούσε να κλείσει με δική του απόφαση τον δρόμο, για να μην παρεμποδίσει την οικονομική δραστηριότητα!
Πάνω σ' αυτό το βολικό έδαφος της αντιπαράθεσης που βοηθάει να κρύβονται οι ευθύνες του αντιλαϊκού - ταξικού κράτους στην ολομέτωπη επίθεση που εξαπολύεται σε βάρος των δικαιωμάτων και των αναγκών του λαού, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησαν να παρουσιάσουν το κόμμα τους ως το πιο ικανό στη διαχείριση, με το βλέμμα στραμμένο στην κυβερνητική εναλλαγή και στην ενσωμάτωση της λαϊκής δυσαρέσκειας, που μεγαλώνει με φόντο την πανδημία, την ακρίβεια και τώρα τη διαχείριση της κακοκαιρίας.
Ηταν μάλιστα εμφανής η αγωνία τους στην αίθουσα να ερμηνευτεί αυτή η αγανάκτηση ως «απαίτηση για εκλογές», επιφυλάσσοντας στον λαό ρόλο χειροκροτητή της εγκληματικής πολιτικής που ξεδιπλώνεται σε βάρος του και ζητώντας να κρεμάσει τις ελπίδες του στην κυβερνητική εναλλαγή. Οπως ειπώθηκε με θράσος, «ο λαός σώζει, δεν σώζεται» και «μόνο αυτός μπορεί να δώσει διέξοδο», με μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Ο βουλευτής του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ Κ. Σκανδαλίδης, από την πλευρά του, εμφάνισε το κόμμα του ως «υπεύθυνη αντιπολίτευση», διεκδικώντας ξανά πίσω τον τίτλο του γνήσιου εκφραστή της σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα, και εστίασε στην «απρογραμμάτιστη και επικίνδυνη κυβέρνηση».
Για «αποτυχία» και «ανικανότητα» κατηγόρησε την κυβέρνηση ο Κ. Χήτας από την Ελ. Λύση, ενώ επέκρινε τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη ότι «δεν ζήτησε ούτε μία συγγνώμη» για την διαχείριση της κακοκαιρίας. Από το ΜέΡΑ25 η Σ. Σακοράφα καταλόγισε με τη σειρά της στην κυβέρνηση «παταγώδη αποτυχία» σε όλα τα επίπεδα, ενώ χαρακτήρισε ατελέσφορες τις προτάσεις δυσπιστίας, λέγοντας ότι «οι ψευτοαντιπαραθέσεις δεν ενδιαφέρουν κανέναν, εκτός από τους νομείς της εξουσίας».
Ο Χαμός δεν είναι μόνο αυτό που έγινε ή γίνεται κάθε φορά που φυσάει, βρέχει, χιονίζει, έχει καύσωνα, παγετό, γενικά θυμωμένη φύση, αλλά και το αποτέλεσμα για το χαμένο κάθε σύγκρουσης του εργαζόμενου ανθρώπου, που παλεύει μόνος κι ανοργάνωτος, για τις ανάγκες του, απέναντι στις προτεραιότητες και τη διασφάλιση του καπιταλιστικού κέρδους. Σ' αυτή τη σύγκρουση και το χαμό ζωής, δικαιωμάτων, υγείας κι αυτού καθαυτού του μέλλοντος, σασμός, κακά τα ψέματα, δε χωράει!
Το ουσιαστικό πρόβλημα είναι το επίπεδο συνείδησης της οθόνης πάνω στην οποία προβάλλεται το... έργο της απαξίωσης του λαού, της περιφρόνησης, της χειραγώγησης και τελικά της αιχμαλωσίας του σ' ένα σύστημα, το οποίο πρέπει να πιστέψει ότι δεν μπορεί να ανατρέψει. Για παράδειγμα, πώς γίνεται να αναρωτηθεί κανείς σήμερα στην Ελλάδα, αν τον αφορούν ή όχι οι εικόνες των χιονισμένων τανκς και των συστοιχιών πυραύλων, που συνωστίζονται λίγο βορειότερα και προετοιμάζονται για το χαμό της ενεργειακής εξουσίας. Μαθαίνει πως τον αφορούν μόνον τα θαμμένα αμάξια στο χιόνι της ιδιωτικής Αττικής Οδού, και όχι να μπορεί να σκεφτεί πώς γίνεται να μη μπορεί να προσεγγίσει ούτε μπακάλικο ούτε νοσοκομείο, αλλά από τη Σούδα και τα νατοϊκά στρατόπεδα στη Λάρισα ή την Αλεξανδρούπολη, μπορούν να μετακινηθούν χιλιάδες άνδρες, βαριά οχήματα και όπλα εύκολα κι απρόσκοπτα ως το μέτωπο που μπορεί να ανοίξει ανά πάσα στιγμή. Σε ποια οθόνη μπορεί ο λαός να ξεχωρίσει την ταχύτητα έγκρισης ξεπουλήματος λιμανιών, τρένων, επιχείρησης ηλεκτρισμού, επικοινωνιών, κ.λπ., κ.λπ., με την ταχύτητα που εγκρίνονται απ' τα πιο απλά μικρά αναγκαία, όπως η προμήθεια αλατιού, ασθενοφόρων, πυροσβεστικών οχημάτων - αεροπλάνων, ως τα πιο μεγάλα, όπως τα έργα αντιπλημμυρικής, αντιπυρικής, αντισεισμικής θωράκισης; Σε ποια οθόνη παίζεται λόγου χάρη το έργο της πράσινης ανάπτυξης, χολιγουντιανή υπερπαραγωγή δισεκατομμυρίων για τους λίγους, χωρίς μισό πλάνο, μια εικόνα έστω βρε αδερφέ, για τα σάπια απαρχαιωμένα δίκτυα ηλεκτρισμού και ύδρευσης; Η ενεργειακή φτώχεια δεν είναι μόνο αυτή που έρχεται κατά πάνω μας, αλλά κι αυτή που οι αστοί φρόντισαν να τη συνηθίσουμε και στο φως, και στο νερό, και στο τηλέφωνο, και στο άθλιο λεωφορείο, και στο επικίνδυνο κι αργό τρένο, και στο φουσκωμένο λογαριασμό, και στην παράδοση κάθε σκόπιμα κακοσυντηρημένης δημόσιας υποδομής σε εργολαβίες της αρπαχτής, με φτηνό εργατικό δυναμικό.