Συζητάμε με τους Γιώργο Τσαγκαράκη και Δημήτρη Κουφαλάκο, συντελεστές της παράστασης «Trio Lumpen - Η Φράουλα»
Τρία λούμπεν στοιχεία, διασκεδάζοντας το τέλμα της ζωής τους, «συνθέτουν» μια σκληρή πολιτική κωμωδία με γκροτέσκα στοιχεία, που διαπραγματεύεται τη φύση του συστήματος, τον χαρακτήρα του πολέμου και την αέναη τάση της ανθρωπότητας προς τα μπρος.
Ο λόγος για την παράσταση «Trio Lumpen - Η Φράουλα» που λόγω της επιτυχίας που γνώρισε παρατείνεται και τον Μάη. Κάθε Τρίτη του Μάη στις 9 το βράδυ, στο θέατρο «Βαφείο», μας υποδέχονται τρεις νέοι, ταλαντούχοι καλλιτέχνες, ο Γιώργος Τσαγκαράκης, ο Δημήτρης Κουφαλάκος και ο Φώτης Λαζάρου.
Εμείς είχαμε τη χαρά να συζητήσουμε με τον Γ. Τσαγκαράκη και τον Δ. Κουφαλάκο για το έργο, το περιεχόμενό του, την ανάγκη δημιουργίας πρωτότυπου έργου τέχνης στη σημερινή εποχή με συγκεκριμένο πρόσημο και άλλα ενδιαφέροντα θέματα.
Ο Γιώργος Τσαγκαράκης πέρα από το ότι παίζει και σκηνοθετεί είναι και ο συγγραφέας του έργου. Ποια ήταν η ανάγκη που τον οδήγησε να γράψει το συγκεκριμένο έργο και, μάλιστα, με θέματα αντλημένα από το σήμερα;
«Πριν από κάποια χρόνια ξεκίνησε να με προβληματίζει πολύ έντονα πώς θα δημιουργηθεί σημερινό πολιτικό, προοδευτικό, στρατευμένο αν θες, έργο. Σίγουρα, οι νέοι δημιουργοί επηρεάζονται από το πισωγύρισμα της Ιστορίας, την υποχώρηση του κινήματος, αλλά είναι και ζήτημα απόφασης. Αυτή η απόφαση ήταν που με παρακίνησε, ουσιαστικά, να ασχοληθώ με τη συγγραφή νέου, πρωτότυπου έργου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κόσμος που έχει παρακολουθήσει την παράσταση, μας λέει ότι ελκύστηκε να έρθει να δει την παράσταση ακριβώς για τη θεματολογία της.
Και αν θες η απουσία τέτοιου έργου λειτουργεί ανασταλτικά και σε κάποιον που έχει επιθυμία να γράψει τέτοιο έργο. Λείπουν η αλληλεπίδραση, η συνδιαλλαγή ανάμεσα στους δημιουργούς, η γνώση τού πώς λειτουργεί αυτό το είδος της τέχνης στο σήμερα. Χρειάστηκε να ανατρέξω σε έργα και δημιουργούς προηγούμενων περιόδων».
Δηλαδή, προϋπήρξε μια περίοδος μελέτης.«Πράγματι», μας λέει, «δεν γινόταν διαφορετικά. Υπήρξε μια αρχική ιδέα να έχουμε τρία λούμπεν στοιχεία. Ηταν ένα σχήμα βολικό και όσον αφορά τον αριθμό, αλλά κυρίως εξυπηρετούσε δραματουργικά. Επειδή ακριβώς βρίσκονται "εκτός" κοινωνίας, μπορούν να μιλήσουν πιο "άνετα" δημιουργώντας, παράλληλα, και την απαραίτητη απόσταση από το κοινό.
Είναι ένα σχήμα κλοουνίστικων χαρακτήρων που το χρησιμοποιεί και ο Μπέκετ, το χρησιμοποιεί κι ο Τσάρλι Τσάπλιν στον Σαρλό και οι αδερφοί Μαρξ επίσης. Αρα, ανέτρεξα εκεί. Επρεπε να διαβάσω, επίσης, ξανά αρκετά έργα του Μπρεχτ και ιδιαίτερα την "Οπερα της πεντάρας", τη "Μάνα Κουράγιο" και την "Αγία Ιωάννα των Σφαγείων". Μελέτησα και ελληνικά έργα, όπως το "Ω τι κόσμος μπαμπά!" του Κώστα Μουρσελά, αλλά και έργα του Ιάκωβου Καμπανέλλη και κυρίως "Το μεγάλο μας τσίρκο", που έχει σαν ήρωες τον Ρωμιό και το Ρωμιάκι με βαθιές βουτιές στην Ιστορία...
Το κείμενο άρχισε να γράφεται πιο έντονα μέσα στην πανδημία και η πρώτη του μορφή ολοκληρώθηκε στην περίοδο όξυνσης των σχέσεων της Ελλάδας με την Τουρκία, γι' αυτό και το ζήτημα του πολέμου είναι αρκετά έντονο μέσα στο κείμενο. Δεν ξέραμε, βέβαια, ότι όταν θα ανεβάζαμε το έργο, θα ήταν δυστυχώς τόσο επίκαιρο. Προσπαθώντας, όμως, να εξηγήσω το ζήτημα του πολέμου, κατάλαβα ότι έπρεπε να δείξω την κίνηση της καπιταλιστικής οικονομίας, που γεννά και τον πόλεμο. Αρα, χρειαζόταν να μελετήσω και έργα των κλασικών, αλλά και πιο σύγχρονα θεωρητικά κείμενα.
Και βέβαια απαραίτητη είναι και η συμμετοχή στα κοινά. Μόνο τότε μπορεί να αντιληφθεί κανείς και να προσλάβει τον παλμό του κόσμου».
Και πότε προέκυψε η συνεργασία με την υπόλοιπη ομάδα;«Με τον Δημήτρη ξεκίνησε από την αρχή. Ηταν παρών σε όλες τις φάσεις δημιουργίας του έργου. Συζητούσαμε πολύ...».
Παρεμβαίνοντας στη συζήτησή μας ο Δ. Κουφαλάκος ανατρέχει στην περίοδο που επέστρεψε ο Γ. Τσαγκαράκης στην Αθήνα, μετά την περίοδο των μεγάλων απεργιών του ΚΘΒΕ όπου συμμετείχε, χωρίς δουλειά. «Υπήρχε το αγωνιώδες ερώτημα. Πώς θα ζήσω; Αλλά και τι μπορώ να κάνω με τη δουλειά μου, με αυτό που αγαπάω. Καταλήξαμε ότι δεν μπορούμε να αποδεχτούμε, ούτε προσωπικά ούτε κοινωνικά, ότι αυτό που ζούμε είναι ένα αδιέξοδο.
Είδαμε ότι υπάρχει ένα ταίριασμα και στις σκέψεις μας και ο Γιώργος ξεκίνησε να γράφει το έργο. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία ο Γιώργος με καθοδήγησε ως προς το ύφος και την αισθητική του έργου βοηθώντας με ουσιαστικά να γράψω τη μουσική για το έργο. Η μουσική γραφόταν παράλληλα. Επάνω στη διαδικασία της δημιουργίας και καταλήγοντας στο ύφος ερχόντουσαν ιδέες για τις μελωδίες, την επιλογή των οργάνων... Και βέβαια, για να καταλήξουμε, αναγκαστικά έπρεπε να φτάσουμε έως τις τελευταίες πρόβες, καθώς η μουσική εκτελεί τα χρέη ενός ρόλου. Είναι αναπόσπαστο στοιχείο της παράστασης».
«Για να υλοποιηθεί το έργο σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες», προσθέτει ο Γ. Τσαγκαράκης, «βοήθησαν καθοριστικά και στην τελική διαμόρφωση της παράστασης όλοι οι συντελεστές, που δούλεψαν με μεγάλη όρεξη, ακούραστα και με αυτοθυσία. Πρώτα απ' όλους ο σπουδαίος ηθοποιός και αγαπημένος φίλος Φώτης Λαζάρου, που μαζί με τον Δημήτρη αποτέλεσαν τον αρχικό πυρήνα. Μάλιστα, το έργο γράφτηκε εξαρχής πάνω σε εμάς τους τρεις. Επίσης, σημαντική, από τα πρώτα στάδια, ήταν η συμβολή της Σοφίας Καρακάση στα σκηνικά και τα κοστούμια και μετέπειτα της Βαγγελιώς Κυριαζίδου στην κίνηση, του Γιώργου Ζιώγαλα στον σχεδιασμό φωτισμού και ως βοηθού σκηνοθέτη και του Γιώργου Θεοφάνους στον σχεδιασμό του ήχου. Αντίστοιχα και όλοι οι υπόλοιποι συντελεστές καθώς και το ίδιο το θέατρο με το οποίο έχουμε μία άριστη και ιδιαίτερα υποστηρικτική συνεργασία».
Οι πρωταγωνιστές είναι τρεις χαρακτηριστικοί τύποι της εποχής μας. Τι είναι αυτό που θέλει ο Γ. Τσαγκαράκης να καταδείξει μέσα από αυτούς;
«Οι δύο ήρωες είναι αποτυχημένοι μικροαστοί που αποτυπώνουν τη χρεοκοπία της ατομικής λύσης, του "αμερικάνικου ονείρου", του πώς να πιάσω την καλή και να καβαντζωθώ... Λογικές που χρεοκοπούν, κάτι που φάνηκε περίτρανα στην κρίση. Γενικά, ως λούμπεν στοιχεία μπλέκονται με το παρακράτος και τη μαφία. Καθοδηγούνται από ένα φανταστικό αφεντικό, που δεν το βλέπουμε ποτέ, αλλά θα μπορούσε να είναι ο Μακίθ από την "Οπερα της πεντάρας"... Και ο τρίτος μας ήρωας, ο μουγγός, αποτυπώνει τον λαό. Είναι μουγγός κατ' επιλογή. Ενώ μπορεί να μιλήσει, δεν μιλάει. Συμβολικά θέλουμε να δείξουμε ότι ενώ ο λαός μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, δεν προχωρά ακόμα αποφασιστικά στην αλλαγή του».
Παρότι το έργο καταπιάνεται με σοβαρά ζητήματα, θίγονται με πολύ χιούμορ...«Ενώ λέγαμε ότι γράφουμε "μαύρη κωμωδία", εγώ να σου πω την αλήθεια, κατάλαβα ότι τα καταφέραμε στην πρεμιέρα! Οταν το έργο ήρθε σε επαφή με το κοινό. Εκεί κατάλαβα και εγώ όλο το έργο», μας λέει ο Δ. Κουφαλάκος. Ο Γ. Τσαγκαράκης προσθέτει ότι από πλευράς του η χρήση του χιούμορ ήταν συνειδητή επιλογή. «Κοιτώντας την ιστορία του ελληνικού θεάτρου συνειδητοποιεί κανείς ότι τα λαϊκά του είδη, που πολύ συχνά είναι και βαθιά πολιτικά έργα, ήταν συχνά κωμικά. Μας αρέσει να γελάμε με την κατάστασή μας... Η κωμωδία έχει την "ελευθερία" ότι όσο πιο τραγικά πράγματα πει κανείς, τόσο πιο κωμικά βγαίνουν».
Και τελικά ποια είναι η ανταπόκριση που έχουν συναντήσει μέχρι τώρα;«Το πιο ωραίο είναι ότι μετά την παράσταση γίνεται συζήτηση. Και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον. Δεν έχει σημασία εάν αρέσει περισσότερο ή λιγότερο, αλλά ότι ο κόσμος φεύγει με σκέψεις και ερωτήματα. Αλλωστε, δεν κάνουμε την τέχνη για τον εαυτό μας. Ολοκληρώνεται, όταν συναντηθεί με το κοινό. Εκεί απευθύνεται», μας λέει ο Δ. Κουφαλάκος.
«Πράγματι», μας λέει ο Γ. Τσαγκαράκης, «το κοινό στοιχείο όλων είναι ότι θέλουν να συζητήσουν με το έργο. Και όχι τεχνικά. Δεν λέω ότι δεν υπάρχουν αστοχίες, αλλά δεν ακούς τέτοια κριτική. Και οι συνάδελφοι που έχουν έρθει στέκονται στο περιεχόμενο. Αυτό μας χαροποιεί και είναι μια ανταμοιβή! Ενα σχόλιο που άκουσα και μου άρεσε είναι ότι "πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια έφυγα από το θέατρο με ένα πλατύ χαμόγελο και αυτό γιατί γράφετε ένα πολιτικό έργο που μιλάει για όλα αυτά που ζούμε σήμερα". Φαίνεται ότι υπάρχει η δίψα για ένα τέτοιου τύπου θέατρο. Και αυτό είναι και μια συνειδητοποίηση και για εμάς που καμιά φορά σκεφτόμασταν μήπως λέμε πολλά, μήπως βαραίνουμε το έργο; Η ανταπόκριση του κόσμου διαψεύδει τους φόβους μας!».
Ενόψει της Εργατικής Πρωτομαγιάς, την Πέμπτη 28 Απρίλη το ΚΚΕ δέχτηκε μια σημαντική δωρεά από την δημοσιογράφο - συγγραφέα Εύα Νικολαΐδου.
Η προσφορά ήταν μία κασέτα μισής ώρας με ανέκδοτα τραγούδια και μουσική, όπου τραγουδά και παίζει πιάνο ο κορυφαίος συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης. Η Εύα Νικολαΐδου είχε αυτήν την κασέτα στην κατοχή της επί 40 χρόνια, δώρο από τον συνθέτη, ο οποίος επιθυμούσε μετά τον θάνατό του η κασέτα να χαριστεί στο ΚΚΕ.
Το ντοκουμέντο παρέλαβε με ιδιαίτερη συγκίνηση στα γραφεία του ΚΚΕ στον Περισσό ο ΓΓ της ΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας, εκφράζοντας τις ευχαριστίες του στην δημοσιογράφο.