Οι υποψήφιοι διδάκτορες αποτελούν το νέο επιστημονικό δυναμικό της χώρας. Στο διάστημα πραγματοποίησης του διδακτορικού τους, κάνουν τα πρώτα τους βήματα στη διαδικασία παραγωγής νέας γνώσης, στην τριβή με την επιστημονική μεθοδολογία, στην ανάπτυξη και τον σχεδιασμό μιας ερευνητικής εργασίας με σκοπό τη μελλοντική στελέχωση των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων και σημαντικών θέσεων σε όλους τους οικονομικούς κλάδους. Ετσι θα περίμενε κανείς οι κυβερνήσεις να εξασφαλίζουν ολόπλευρη στήριξη της προσπάθειάς τους...
Αντιθέτως είναι γνωστό ότι η πολιτική της ΕΕ και όλων των κυβερνήσεων στην Παιδεία και την Ερευνα διαμόρφωσαν ένα δύσκολο και ανταγωνιστικό πεδίο εργασίας και για τους νέους ερευνητές. Η μείωση της κρατικής χρηματοδότησης, η πολιτική της περισσότερης «αυτονομίας» και «επιχειρηματικότητας» των ερευνητικών ιδρυμάτων επέδρασε και στις συνθήκες εργασίας των νέων ερευνητών, οι οποίοι εξαναγκάζονται σε ένα διαρκές κυνήγι προκηρύξεων προγραμμάτων με τεράστια αβεβαιότητα και ανασφάλεια για την επιτυχή ολοκλήρωση της εργασίας τους.
Ως αποτέλεσμα αυτών σήμερα οι υποψήφιοι διδάκτορες δεν έχουν εξασφαλισμένη οικονομική στήριξη για τα χρόνια της διατριβής τους. Η κατηγοριοποίησή τους ως ο τρίτος κύκλος σπουδών, σε συνδυασμό με το χτύπημα της μόνιμης εργασίας στα πανεπιστήμια και της φοιτητικής μέριμνας, σταδιακά έδωσε τη δυνατότητα στο κράτος να παραιτείται από την υποχρέωση κάλυψης των εξόδων της έρευνας και διαβίωσης των υποψήφιων διδακτόρων. Ετσι η επέκταση των σπουδών έγινε ατομική ευθύνη όποιου «βαστάει η τσέπη του».
Είναι χαρακτηριστικό επίσης για αυτή την κατάσταση ότι πολλοί απόφοιτοι, νέοι επιστήμονες, αναγκάζονται να καθυστερήσουν μετά την απόκτηση του μεταπτυχιακού τους την έναρξη της διδακτορικής τους διατριβής, ακριβώς επειδή δεν μπορούν να εξασφαλίσουν υποτροφία και χρηματοδότηση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για επιστήμονες που βρίσκονται στα πλέον δημιουργικά τους χρόνια. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται και για γυναίκες επιστήμονες, που στις αντίστοιχες ηλικίες σκέφτονται παράλληλα και τη μητρότητα.
Στην πράξη σήμερα ένας αριθμός υποψηφίων διδακτόρων καταφέρνει να εξασφαλίσει μισθοδοσία μέσω ερευνητικών προγραμμάτων, υπογράφοντας συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή συμβάσεις έργου με τους ΕΛΚΕ των Πανεπιστημίων ή λαμβάνοντας υποτροφίες κυρίως μέσω κρατικών φορέων όπως το ΙΚΥ και το ΕΛΙΔΕΚ, ευρωπαϊκών φορέων αριστείας. Αλλοι μπορεί να παραμένουν απλήρωτοι ακόμα και καθ' όλη τη διάρκεια της εργασίας τους (περίπου το 58% σύμφωνα με στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Τεκμηρίωσης για το 2019), φαινόμενο πολύ συχνό ιδιαίτερα στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών. Ομως ακόμα και το υπόλοιπο 42%, που εξασφαλίζει με κάποιο τρόπο χρηματοδότηση, δεν καλύπτει τις πραγματικές του ανάγκες, αφού το ύψος της μισθοδοσίας αντιστοιχεί στην καλύτερη των περιπτώσεων σε 900 ευρώ μηνιαίως. Με το «τυράκι» του αφορολόγητου οι υποψήφιοι διδάκτορες εξαναγκάζονται σε ανασφάλιστη εργασία, χωρίς ένσημα, χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, με χαμηλό σχετικά εισόδημα, χωρίς καν να αναγνωρίζεται αυτή ως προϋπηρεσία.
Επιπλέον στις περισσότερες περιπτώσεις η χρηματοδότηση που «κερδίζουν» δεν αντιστοιχεί καν στο σύνολο των ετών εκπόνησης της διατριβής, αναγκάζοντας τον υποψήφιο διδάκτορα να αναζητήσει νέα πηγή χρηματοδότησης μετά τη λήξη κάθε προγράμματος. Ετσι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, οι υποψήφιοι διδάκτορες μετατρέπονται σε εργαζόμενους - «ομήρους» για πολλά χρόνια.
Αυτή η κατάσταση είναι πλέον γνωστή. Πώς άραγε όμως απαντάει ο νέος νόμος - πλαίσιο σε αυτά; Απλά διαιωνίζει και εντείνει τα αδιέξοδα, παγιώνοντας την ατομική ευθύνη του νέου ερευνητή και την απουσία του κράτους. Στα άρθρα 90 - 95 για παράδειγμα, ο κανονισμός εκπόνησης των διδακτορικών σπουδών δεν αντιμετωπίζει κανένα από τα ουσιαστικά προβλήματα των υπ. διδακτόρων. Πίσω από την ταμπέλα του τρίτου κύκλου σπουδών παγιώνεται η απουσία του κράτους από την παροχή των απαραίτητων μέτρων για κάθε διδακτορική διατριβή, ώστε αυτή να είναι εξασφαλισμένη από την αρχή έως το τέλος μισθολογικά, αλλά και με την παροχή των απαραίτητων υποδομών για την επιτυχή εκπλήρωση των στόχων της μελέτης. Αντί για την εξασφάλιση κρατικών υποτροφιών και ασφάλισης για κάθε υπ. διδάκτορα, το άρθρο 93 συγκεκριμένα παροτρύνει τους νέους ερευνητές να καλύψουν τα έξοδα επιβίωσης και εργασίας τους, αναζητώντας χρηματοδότηση από τρίτους (ιδρύματα υποτροφιών, συγχρηματοδοτούμενα, ιδιώτες), ενώ παράλληλα διατηρείται η υποχρέωση παροχής αμισθί επικουρικού έργου.
Οσο για τα πολυδιαφημισμένα βιομηχανικά διδακτορικά στο άρθρο 96 φαίνεται ότι δεσμεύει τη θεματολογία, τη μεθοδολογία και την ανάπτυξη της ερευνητικής εργασίας στις επιδιώξεις των συνεργαζόμενων βιομηχανιών, που αποτελούν κερδοσκοπικούς οργανισμούς. Με ευκολία υποδεικνύεται η συμμετοχή ανθρώπων της επιχείρησης στις συμβουλευτικές επιτροπές. Ενώ με μαθηματική ακρίβεια φαίνεται ότι οι υπ. διδάκτορες θα βρεθούν αντιμέτωποι με ρήτρες, δεσμεύσεις και καθυστερήσεις αν διακυβεύονται τα συμφέροντα της επιχείρησης, κατά συνέπεια ενδέχεται να υπάρξουν εμπόδια στην ουσιαστική ανάπτυξη νέας γνώσης. Παράλληλα είναι το μοναδικό άρθρο που προβλέπεται ασφάλιση των υπ. διδακτόρων με ευθύνη της επιχείρησης, ενώ θα έπρεπε να είναι καθολική ευθύνη του ιδρύματος. Τέλος, τα βιομηχανικά διδακτορικά χρηματοδοτούνται μεν από το Ταμείο Ανάκαμψης, παραμένει όμως ασαφές κατά πόσο η βιομηχανία υποχρεούται να χρηματοδοτεί τον υπ. διδάκτορα.
Απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι η πάλη ενάντια σε αυτόν τον νόμο που παγιώνει και διευρύνει όλη τη μέχρι τώρα αντιδραστική νομοθεσία για την Ανώτατη Εκπαίδευση. Απάντηση είναι η διεκδίκηση για συμβάσεις εργασίας για όλους, με πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, στο ύψος των σύγχρονων αναγκών, η διεκδίκηση για σταθερή αμοιβή για όλο το διάστημα εκπόνησης της διατριβής, για πλήρη ασφαλιστική κάλυψη με δαπάνες που θα καταβάλλει ο φορέας υλοποίησης του εκάστοτε προγράμματος και φυσικά για να προσμετράται ως προϋπηρεσία το συνολικό διάστημα εκπόνησης της διατριβής. Παράλληλα με αυτά είναι αναγκαία η εξασφάλιση ώστε οι υπ. διδάκτορες να μην εξαναγκάζονται σε καμία παράπλευρη απασχόληση εντός ή εκτός των ιδρυμάτων, πέραν των απαιτούμενων για την ευόδωση της διδακτορικής τους έρευνας και την εκπαίδευση στην επιστημονική - ερευνητική εργασία. Εκπαιδευτικό και εργαστηριακό έργο να προσφέρουν μόνο στο πλαίσιο της διατριβής και σε συνάφεια με το αντικείμενό της, με ειδικά προβλεπόμενη γι' αυτό πρόσθετη αμοιβή.
Μ' άλλα λόγια, απάντηση είναι ο αγώνας για γενναία αύξηση της χρηματοδότησης, ικανής να καλύπτει τις σύγχρονες ανάγκες, αλλά και για το αντίστοιχο θεσμικό πλαίσιο για αυτά τα τμήματα των επιστημόνων που έχουν τόσα να προσφέρουν.
Μέσα στο κατακαλόκαιρο ενημερώνονται γονείς στη Β' Αθήνας που έχουν προσκομίσει γνωμάτευση γιατρού από δημόσιο νοσοκομείο και αιτούνται για το παιδί τους σχολικό νοσηλευτή, ότι η αίτησή τους απορρίφθηκε από την Περιφέρεια επειδή ο γιατρός αναφέρει ότι «Χορηγείται για σχολικό νοσηλευτή» και όχι «Απαιτείται σχολικός νοσηλευτής». Τη σοβαρή αυτή καταγγελία κάνει ο Σύλλογος Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης «Γ. Σεφέρης», προσθέτοντας ότι σύμφωνα με την παραπάνω λογική στη Διεύθυνση Β' Αθήνας έχουν απορριφθεί 5 από τις 130 αιτήσεις!
«Αν και οι γονείς έχουν προσκομίσει τα απαραίτητα έγγραφα από γιατρούς και νοσοκομεία, το αυτονόητο δικαίωμα ενός παιδιού, για το οποίο επιβάλλεται η εξατομικευμένη επιστημονική παρέμβαση από ειδικό επιστήμονα, όπως ορίζει ο νόμος, καθώς η ζωή του είναι σε κίνδυνο, μπαίνει σε "γραφειοκρατική τιμωρία" για το τυπικό των λέξεων!», σχολιάζει ο Σύλλογος «Γ. Σεφέρης», προσθέτοντας ότι την ίδια στιγμή που εκατοντάδες μαθητές μένουν αβοήθητοι στο κανονικό ωράριο του σχολείου χωρίς ειδικό εκπαιδευτικό προσωπικό για την αντιμετώπιση μαθησιακών δυσκολιών, ψυχολογικών προβλημάτων και διαφόρων θεμάτων υγείας, στο υπουργείο Παιδείας κομπάζουν προκλητικά για την επιμήκυνση του ωραρίου ως τις 5.30 μ.μ. καθώς και για την «ευαισθησία» της κυβέρνησης στα θέματα μαθητών με αναπηρίες και ειδικές ανάγκες! Παράλληλα ο Σύλλογος αναφέρεται και στον κόπο, τον χρόνο και τη γραφειοκρατική κόλαση που αντιμετωπίζουν οι γονείς για να εγκριθεί ένα αίτημα για σχολικό νοσηλευτή από τις Διευθύνσεις(!), το οποίο ήδη έχει εγκριθεί από γιατρό.
Ο Σύλλογος καλεί τις Ενώσεις και τους Συλλόγους Γονέων να ενημερώσουν όσους γονείς αντιμετωπίζουν προβλήματα «για να επικοινωνήσουν και να συντονίσουμε τη δράση μας», απαιτώντας από τη Διεύθυνση Β' Αθήνας να εγκρίνει όλες τις αιτήσεις παρακάμπτοντας τη γραφειοκρατική δυσκαμψία, εφόσον υπάρχουν τα απαραίτητα έγγραφα από τα νοσοκομεία και τους γιατρούς, να εγκριθούν τώρα όλα τα αιτήματα για σχολικούς νοσηλευτές, χωρίς καθυστερήσεις και να γίνουν οι αναγκαίες προσλήψεις σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες.
Την επικαιροποίηση του καταλόγου των παθήσεων που οι ασθενείς τους δικαιούνται εισαγωγή στην Ανώτατη Εκπαίδευση χωρίς εξετάσεις με την κατηγορία του 5%, ζητά με επιστολή του στον υπουργό Υγείας και στα συναρμόδια υπουργεία ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Πασχόντων από Συγγενείς Καρδιοπάθειες.
Οπως σημειώνει στην επιστολή του ο Σύλλογος, είχε εκφράσει αίτημα από την περσινή χρονιά παραθέτοντας τη σχετική επιχειρηματολογία για την τροποποίηση της ΚΥΑ υπ' αριθ. Φ151/17897/Β6/2014, σημειώνοντας ότι «το εν ισχύι νομοθετικό πλαίσιο καλύπτει έναν σχετικά μικρό αριθμό πασχόντων από καρδιαγγειακά νοσήματα αποκλείοντας επιλεκτικά και αναιτιολόγητα πάσχοντες από παθήσεις εξίσου σοβαρές ή ενίοτε και πολύ σοβαρότερες. Το άδικο αλλά και το παράλογο της σχετικής διάταξης είναι πασιφανές αλλά αποδεικνύεται εύκολα ακόμη και με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια».
Προσθέτει παράλληλα ότι «δεν επηρεάζεται ο συνολικός αριθμός των εισακτέων ούτε υφίσταται βεβαίως κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό», ενώ τονίζει ακόμη τον κίνδυνο να χαθεί άλλη μία ακαδημαϊκή χρονιά, για έφηβους με σοβαρές παθήσεις που διεκδικούν διευκόλυνση για την εισαγωγή τους στην Ανώτατη Εκπαίδευση. «Οι διαμαρτυρίες από διάφορες ομάδες συνασθενών μας είναι συχνές, ενώ το ισχύον καθεστώς κρίνεται ως άδικο και ανορθολογικό», τονίζει ο Σύλλογος, προσθέτοντας ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η πρόσφατη πανδημία, η μείωση του αριθμού των εισακτέων, καθώς και η αναμφισβήτητη αύξηση του κόστους ζωής καθιστούν το αίτημά του περισσότερο επίκαιρο και επιτακτικό από ποτέ.
Την επιστολή του Πανελλήνιου Συνδέσμου το ΚΚΕ την κατέθεσε ως Αναφορά στη Βουλή προς τον υπουργό Υγείας.