Στο επίκεντρο η γερμανική οικονομία, η πιο εξαρτημένη από το ρωσικό φυσικό αέριο
Copyright 2022 The Associated |
Από τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ τον περασμένο Ιούλη |
Το ενδεχόμενο να αντιμετωπίσει η ευρωπαϊκή και ειδικά η γερμανική οικονομία το φάσμα της κρίσης, αν δεν συγκεντρωθούν ικανά ενεργειακά αποθέματα για τον ερχόμενο χειμώνα, γίνεται ακόμα πιο ισχυρό όσο μειώνονται οι παραδόσεις φυσικού αερίου από τη Ρωσία και δεν αποκαθίσταται η ροή από τον «Nord Stream 1», ο οποίος βρίσκεται στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης Γερμανίας - Ρωσίας το τελευταίο διάστημα.
Σύμφωνα με το «Politico», «οι ενδείξεις οικονομικής επιβράδυνσης είναι ήδη εμφανείς» στην ΕΕ και «η οικονομική ανάπτυξη της Ευρωζώνης δείχνει σημάδια παραπαίουσας».
Θυμίζουμε ότι η ΕΕ εισήγαγε 155 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου από τη Ρωσία πέρυσι, περίπου το 40% των συνολικών εισαγωγών φυσικού αερίου. Το φυσικό αέριο αποτελεί το 1/4 του ενεργειακού μείγματος της ΕΕ και είναι κυρίαρχο στη θέρμανση των σπιτιών.
Μέχρι σήμερα, η Ρωσία έχει διακόψει την τροφοδοσία με φυσικό αέριο σε 12 χώρες της ΕΕ, υποχρεώνοντας τα κράτη - μέλη της Ευρωένωσης να αναζητήσουν άλλους προμηθευτές φυσικού αερίου, αλλά και τρόπους εξοικονόμησης, όπως με τη συμφωνία στη Σύνοδο Κορυφής του περασμένου Ιούλη για περικοπή κατά 15% τουλάχιστον της κατανάλωσης.
Το Γερμανικό Πρακτορείο, βασιζόμενο σε δεδομένα της Κομισιόν, μετέδωσε ότι η Γερμανία, περισσότερο από τις άλλες χώρες της ΕΕ, θα χρειαστεί να μειώσει την κατανάλωση φυσικού αερίου, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος, ενώ θα πρέπει να βρει και άλλα μέσα για να εξοικονομήσει 10 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου έως τον Μάρτη του 2023.
Η κυβέρνηση Σολτς έχει ήδη ψηφίσει νομοθεσία έκτακτης ανάγκης και οι συνέπειες γίνονται ορατές στην καθημερινότητα του γερμανικού λαού.
Στην Κολωνία οι πελάτες ενός από τους μεγαλύτερους παρόχους Ενέργειας θα κληθούν από την 1η Οκτώβρη να πληρώσουν το φυσικό αέριο σε διπλάσια έως τριπλάσια τιμή. Η εταιρεία «Rhein Energie» ανακοίνωσε το νέο τιμολόγιο, με την κιλοβατώρα να κοστίζει πλέον 18,30 σεντς, έναντι 7,87 που κόστιζε πέρυσι. Σύμφωνα με υπολογισμό της «Bild», ένα μέσο νοικοκυριό που πλήρωσε πέρυσι 960 ευρώ, θα κληθεί να πληρώσει 2.002 ευρώ.
Η ανησυχία των λαϊκών στρωμάτων για τον επερχόμενο χειμώνα συναντιέται με τη δυσαρέσκεια για τη μεγάλη ακρίβεια και ειδικά τις ανατιμήσεις στο ρεύμα. Σε έρευνα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, διαπιστώθηκε ότι σχεδόν το 60% των πολιτών της ΕΕ δεν είναι διατεθειμένοι να αντιμετωπίσουν άλλες αυξήσεις στο κόστος των τροφίμων ή της Ενέργειας.
Αυτό φανερώνει ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να διαχειριστούν τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Παρουσιάζοντας στα τέλη Ιούλη το σχέδιο περικοπών στην κατανάλωση, η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, κατηγόρησε ευθέως τη Ρωσία ότι «εκβιάζει» και ότι «χρησιμοποιεί την Ενέργεια ως όπλο». Αλλά και ο επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς, Τιερί Μπρετόν, δήλωσε με την ίδια αφορμή ότι «ο Πούτιν χρησιμοποιεί την Ενέργεια ως όπλο και θα προσπαθήσει να μας διχάσει».
Συναφής είναι και η διαπίστωση της «δεξαμενής σκέψης» «Carnegie» πως «η ελπίδα (της Ρωσίας) είναι ότι θα υπάρξουν περισσότερες πολιτικές διαμαρτυρίες και τότε η ενότητα γύρω από την υποστήριξη για την Ουκρανία θα διαλυθεί».
Στην πραγματικότητα, οι «αντικυρώσεις» της Ρωσίας με το «υπερόπλο» της Ενέργειας αξιοποιούν τις ήδη υπάρχουσες αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ, ανάμεσα σε οικονομίες με ανταγωνιστικά συμφέροντα, τις οποίες επιχειρεί να οξύνει, για να δημιουργήσει ζήτημα συνοχής και ενιαίας έκφρασης τόσο στο εσωτερικό της ΕΕ όσο και μέσα στην ευρωατλαντική συμμαχία.
Ετσι, δεν είναι μόνο η Ουγγαρία που τάσσεται υπέρ του να σταματήσουν οι κυρώσεις σε βάρος της, αλλά και μεγάλα τμήματα της αστικής τάξης στις οικονομικά ισχυρότερες χώρες, που βλέπουν ότι οι συνέπειες των «αντικυρώσεων» και της συνέχισης του πολέμου στις οικονομίες τους και στη συνοχή της ΕΕ είναι δυσανάλογες με τη ζημιά που προκαλούν στη ρωσική οικονομία.
Σε αυτό ακριβώς το πνεύμα, το CNBC παρατηρεί ότι «η δυτική ενότητα για τον πόλεμο στην Ουκρανία γίνεται όλο και πιο ευάλωτη καθώς η σύγκρουση συνεχίζεται (...) Οι εκλεγμένοι σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης είναι "βαμμένοι" λόγω της υψηλής ανεργίας, της εκτίναξης του κόστους των τροφίμων και της Ενέργειας. Τα εκατομμύρια των οικογενειών που ξεπερνούν τα όρια, μπορούν εν δυνάμει να υπονομεύσουν την υποστήριξη για κυρώσεις κατά της Ρωσίας και τη δυτική αλληλεγγύη προς την Ουκρανία».
Το δίκτυο παρατηρεί ότι «οι διογκούμενες τιμές της Ενέργειας τροφοδοτούν ήδη πληθωρισμό ρεκόρ - επί του παρόντος κοντά στο 9 % και αυξάνεται στην ΕΕ - συμπιέζοντας την αγοραστική δύναμη των ανθρώπων, βυθίζοντας χιλιάδες στη φτώχεια και επιβαρύνοντας σημαντικά τη βιομηχανία», την ίδια ώρα που στη Γερμανία, «το 16% των βιομηχανικών εταιρειών έχουν μειώσει την παραγωγή ή έχουν σταματήσει εν μέρει τις δραστηριότητές τους λόγω των αυξανόμενων τιμών της Ενέργειας»...
Την ανησυχία τους για τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία που κλιμακώνεται, ενώ προστίθενται και νέες εστίες σε άλλα σημεία του πλανήτη, εκφράζουν εκ νέου ο Λεωνίδας Χρυσανθόπουλος, πρέσβης ε.τ., ο Νικόλαος Κανέλλος, τ. πρέσβης, και ο Αλέξανδρος Κατράνης, τ. πρέσβης, με νέα δήλωσή τους, με την οποία επαναλαμβάνουν τη θέση τους «υπέρ της διπλωματίας και της προσέγγισης των λαών».
Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώνουν ότι «ο πόλεμος (στην Ουκρανία) κλιμακώνεται και λαμβάνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις - το κυρίαρχο έδαφος ενός κράτους έχει ήδη συρρικνωθεί», ενώ παράλληλα, «νέες εστίες κρίσεων εμφανίζονται που ξεπερνούν τη γηραιά μας ήπειρο».
«Το διεθνές σύστημα δεν διαθέτει την αναγκαία ευλυγισία και λειτουργικότητα, ώστε να εξασφαλίσει ή να διευκολύνει την επίλυση των διεθνών προβλημάτων», αναφέρουν στη συνέχεια και επισημαίνουν ότι «μεγαλώνει ο κίνδυνος ενός "θερμού χειμώνα" και όλος ο κόσμος καταλαβαίνει ότι τίποτε πια δεν θα είναι όπως το ξέραμε».
«Οι κυρώσεις ουδένα συνετίζουν, αντίθετα οδηγούν την Ευρώπη σε μια άνευ προηγουμένου ενεργειακή και οικονομική κρίση, την οποία θα πληρώσουν μόνο οι πολίτες. Φοβόμαστε ότι η ανθρωπότητα θα σταθεί και πάλι μπροστά στο αίμα, την πείνα, την ανέχεια, ενώ, παράλληλα, μεγαλώνει ο κίνδυνος ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος», σημειώνουν οι τρεις πρέσβεις, και η δήλωση καταλήγει:
«Επαναλαμβάνουμε τη θέση μας υπέρ της διπλωματίας και της προσέγγισης των λαών. Μόνο μέσω μιας έξυπνης πολυμερούς διαπραγμάτευσης είναι δυνατόν να λύσουμε τα προβλήματά μας. Η βία και ο δογματισμός δεν έχουν θέση στον σύγχρονο μετα-ηγεμονικό κόσμο».