ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 3 Σεπτέμβρη 2022 - Κυριακή 4 Σεπτέμβρη 2022
Σελ. /40
«Ο ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ»
Η Τέχνη η δική μας είναι η υπεροχή μας

«Στις 21 Αυγούστου πιάστηκα, στο Χαϊδάρι. Στο τέταρτο πάτωμα στην οδό Μπουμπουλίνας, στο κελί αριθμός 4, περίμενα το μαρτύριο και τον θάνατο.

Στις 4 Σεπτέμβρη μου έφεραν χαρτί και μολύβι. Τότε έγραψα τριάντα δύο ποιήματα» (Μ. Θεοδωράκης, «Το Χρέος», τόμος Γ', Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).

Μέρος αυτών των ποιημάτων μελοποιήθηκαν την ίδια περίοδο και ηχογραφήθηκαν στο έργο «Ο Ηλιος και ο Χρόνος», ένα από τα σπουδαία έργα του Μίκη Θεοδωράκη, το οποίο αποτυπώνει την πάλη του λαού - και του ίδιου - ενάντια στη δικτατορία, στις μάχες αντοχής και επιβίωσης των αγωνιστών στις φυλακές και την εξορία. Ενα έργο που γράφτηκε σχεδόν μονορούφι από τον Μίκη στην απομόνωση της Γενικής Ασφάλειας τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβρη του 1967. Ενα έργο που στους στίχους του ίδιου του Θεοδωράκη δείχνει την αγωνία, τη βαθιά δύναμη της πίστης και της ελπίδας των φυλακισμένων και εξόριστων. Η μουσική αποπνέει αισιοδοξία, ξεσηκώνει. Δεν έχει θλίψη ή παραίτηση, αλλά ανάταση, αποτυπώνοντας την ανάγκη σε βασανιστικές, απάνθρωπες συνθήκες να κερδίσουν το δίκιο και η ελπίδα.

«Τα κελιά ανασαίνουν, τα κελιά που βρίσκονται ψηλά, τα κελιά που βρίσκονται χαμηλά.

Η βροχή μάς ενώνει, ο ήλιος ντράπηκε να φανεί, Νίκο, Γιώργο, κρατιέμαι από ένα λουλούδι»

***

Μεταφέροντας τις συνθήκες στις οποίες γράφτηκε το έργο, ο Μίκης λέει: «Τις προηγούμενες νύχτες τις πέρασα άγρυπνος, με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να με πάρουν για το μαρτύριο ή για την εκτέλεση. Ολη μου η ύπαρξη σημαδεύτηκε από την αναμονή του βέβαιου θανάτου.

Καθώς ο χρόνος κυλούσε επίμονα και βασανιστικά, έβλεπα με το νου μου καθαρά την εικόνα της τελευταίας στιγμής. Ο πρωινός ουρανός είχε ένα χρώμα βαθιά γαλάζιο. Η ατμόσφαιρα διάφανη με κρυσταλλένια καθαρότητα. Τι θα φώναζα αυτήν τη στιγμή του τέλους; Αυτή η σκέψη μου έγινε τυραννική» (ό.π.).

«Ο χρόνος διαλύεται μέσα στη στιγμή, το ελάχιστο γίνεται ο μέγιστος τύραννος»

«Ποτέ, ποτέ, ποτέ δεν θα μπορέσω ν' αγγίξω όλες τις καρδιές, όλες τις θάλασσες να ταξιδέψω»

«Δεν είμαι ποιητής, όμως όταν οι στίχοι άρχισαν να σφυροκοπούν το μυαλό μου, ένιωσα πόσο οι λέξεις μπορεί να ντυθούν στο αίμα. Πόσο μπορεί να με λυτρώσουν. Είμαι δημιουργός. Νικώ τον χρόνο και τον θάνατο... Είμαι ο χρόνος. Να γιατί ο Ηλιος και ο Χρόνος έγιναν ο κύκλος της Ζωής και του Θανάτου. Τελικά έγιναν ο νικητήριος κύκλος. Νίκη πικρή, γιατί η ψυχή του ποιητή πονά για όλους τους ανθρώπους. Ακόμα και γι' αυτούς που τον μισούν και τον βασανίζουν» (ό.π.).

Είναι χαρακτηριστική η αφήγησή του για το πώς οι στίχοι και οι μελωδίες τον συνόδευαν μέσα στο κελί αριθμός 1, όπου μεταφέρθηκε τον Οκτώβριο του 1967, βγαίνοντας ύστερα από πενήντα μέρες από τη φριχτή απομόνωση. Εκεί, τραγουδούσε μαζί με τον συγκρατούμενό του, «καθισμένοι στο παράθυρο, πίσω από τα κάγκελα, λίγο πριν πλαγιάσουμε»:

«Η πρώτη συνάντηση με τον πατέρα μου στο γραφείο του διευθυντή της Ασφάλειας:

Εκτη Σεπτεμβρίου

ώρα έντεκα πρωινή...

Ο Λάμπρου κυρίαρχος της Μπουμπουλίνας:

Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής...

Η Σύλβα δεν κάνει μπάνιο στη Βουλιαγμένη. Την είδα χτες στο διάδρομο. Ωχρή. Θλιμμένη.

Στο τέταρτο πάτωμα

η μαμά σου κοιμάται, Ελενα.

Ακούω φωνές. Εκατό, χίλιες φωνές. Οργανα ηλεκτρικά. Λυκαβηττός. Εικοσι χιλιάδες ακροατές. Σαράντα χιλιάδες μάτια. Σαράντα χιλιάδες χέρια. Εικοσι χιλιάδες καρδιές, χαμόγελα, όνειρα.

Τραγούδι για σολίστ. Για χορωδία. Απαγγελία ανδρική. Γυναικεία.

Τελική φόρμα του έργου, σύμφωνα με σημειώσεις που έχουν ημερομηνία, Αθήνα, 17.10.1967».

***

Η δύναμη της μουσικής, της ποίησης, της Τέχνης, η μουσική της αλληλεγγύης και του αγώνα, δείχνει το μεγαλείο της. Δίπλα στη βαθιά πίστη για το δίκιο, δίπλα στη ζωντανή φλογερή θέληση για ζωή, δίπλα στην αγάπη για όλους τους ανθρώπους που βρίσκονται «πίσω», γίνεται σανίδα, γίνεται όπλο και επιμονή, δήλωση συνέχισης του αγώνα, μέχρι τη νίκη.

«Ηλιε θα σε κοιτάξω στα μάτια, έως ότου ξεραθεί η όρασή μου»

Γράφει ο ίδιος ο Μίκης για την αξία των τραγουδιών στις φυλακές Αβέρωφ, όπου μεταφέρθηκε αργότερα:

«Στο Παράρτημα αριστερά, όπως μπαίνουμε, είναι το θεραπευτήριο. Δεξιά δυο μεγάλα κελιά. Είμαστε γύρω στους εξήντα. Οι υπόλοιποι μένουν σε μικρά κελιά. Δυο δυο. 'Η μονάχοι.

Το κρεβάτι μου είναι κάτω από ένα μεγάλο παράθυρο που βλέπει στην αυλή. Το περβάζι, πλατύ, είναι το γραφείο μου. Μέρα νύχτα τους τραγουδώ καινούριες συνθέσεις μου.

Γράφουνε τους στίχους. Ερχονται κατά γκρουπ να μάθουν τη μουσική. Διψούν. Γιατί, όπως και γω, γίνονται λεύτεροι!

Η Τέχνη, η δική μας η Τέχνη, είναι η υπεροχή μας! Εχουν τα σίδερα. Εχουμε τα τραγούδια! Εχουμε τους στίχους».


Κατάσταση Πολιορκίας: Ενα έργο - χείμαρρος

Τον Οκτώβρη του 1967, ο Θεοδωράκης βρίσκεται στο νοσοκομείο των Φυλακών Αβέρωφ «Αγιος Παύλος» σε κακή κατάσταση, λόγω του ότι έκανε απεργία πείνας. Εκεί γνώρισε την ποιήτρια Ρένα Χατζηδάκη, κόρη της Λιλής Ζωγράφου, που κρατούνταν επίσης στις γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ και του μετέφερε τη στήριξη που εξέφραζαν οι συγκρατούμενοί του στο πρόσωπό του, δίνοντάς του ελπίδα και δύναμη.

Με την Ρένα Χατζηδάκη όμως έμελε να συναντηθεί και καλλιτεχνικά...

***

Διηγείται ο ίδιος με αφορμή την έκδοση ενός cd το 2005 στη Γερμανία με τραγούδια που γράφτηκαν μέσα στις φυλακές: «Από τον Μάρτιο ως τον Αύγουστο του 1968 ήμουν "ελεύθερος" και ζούσα ανάμεσα Αθήνα και Βραχάτι συνοδευόμενος από κουστωδία αστυνομικών. Δεν μπορούσα λοιπόν να επισκεφθώ κανέναν φοβούμενος ότι θα τον "κάψω". Ετσι, περιορίστηκα σε πρώην κρατουμένους, που δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα. Μία από αυτούς ήταν και η Σίλβα Ακρίτα, που μόλις βγήκε από τη φυλακή, έσπευσα να την επισκεφθώ στο σπίτι της στη Φιλοθέη. (...)

H Σίλβα και η Ρένα είχαν γίνει φίλες στην Ασφάλεια. Στη συνέχεια βρέθηκαν στο ίδιο κελί και στη φυλακή. Μου λέει λοιπόν, "αυτή η κοπέλα είναι μεγάλη ποιήτρια. Μόνο που μόλις μας διάβαζε ένα της ποίημα, αμέσως μετά το έσκιζε. Να, χθες έγραψε ένα υπέροχο κείμενο που το έχω στο συρτάρι και που φοβάμαι ότι μόλις επιστρέψει, θα το καταστρέψει... Ξέρεις, επειδή είναι μόνη, μένει προσωρινά μαζί μας...". Την παρακάλεσα να με αφήσει να το διαβάσω. (...)

Ειλικρινά σήμερα δεν θυμάμαι αν εκείνη την ώρα αντέγραψα το ποίημα ή αν το πήρα με το έτσι θέλω μαζί μου. Γιατί με το πρώτο διάβασμα γοητεύτηκα τόσο πολύ, που δεν θα αποχωριζόμουν με τίποτε ένα τέτοιο αριστούργημα.

Σε λίγη ώρα οδηγούσα το αυτοκίνητο στη διαδρομή προς Βραχάτι και φαίνεται ότι επειδή είχα ζωντανές τις λέξεις στο μυαλό μου, γινόταν μέσα μου μια μυστική προεργασία. Αλλιώς δεν εξηγείται το ότι μόλις έφτασα στο Βραχάτι κάθησα στο πιάνο και όταν σε λίγο σηκώθηκα, είχα συνθέσει με μια ανάσα την "Κατάσταση Πολιορκίας"».

***

Στην πραγματικότητα, αυτό ήταν το πρώτο από τα τρία μέρη του ποιήματος, που μάλιστα έστειλε ηχογραφημένο στην Ρένα Χατζηδάκη και εκείνη του έδωσε και τα άλλα δύο μέρη που είχε γράψει για να ολοκληρωθεί η σύνθεση. Στο βιβλίο του «Το Χρέος», που κυκλοφόρησε το 1972 στη Ρώμη, περιγράφει την ιστορία της σύνθεσης της «Κατάστασης Πολιορκίας», αναφερόμενος στην Ρένα Χατζηδάκη με το ψευδώνυμο Μαρίνα και η ίδια αργότερα, το 1974, όταν εξέδωσε το ποίημα στην Ελλάδα, το υπογράφει ως Ρένα Χατζηδάκη (Μαρίνα). Ενα ποίημα που αποτυπώνει τα σκληρά χρόνια της χούντας, γίνεται κραυγή καταγγελίας με κάθε στίχο του για τις φυλακές και τις διώξεις, αλλά φωτίζει και την ελπίδα:

«Πώς να μετρήσω τον καιρό εδώ μέσα,/ τις σεληνιακές σου διαλείψεις, τ' αστρικά σου πηδήματα./ Πώς να μετρήσω την πορεία μου τεθλασμένη,/ την απρόβλεπτη τροχιά της απουσίας σου,/ μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο,/ μες στην καρδιά της πόλης

που ήταν κάποτε δική μου/ και τώρα την διαγουμίζουνε τα τανκς;»

«και θα ξανάρθουνε τα χρώματα/ ίσως κάποτε που θ' ανοιχτούν

οι πόρτες των τάφων,/ των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων,/ να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας/ να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια»

«Ομως θαρρώ,

οι μόνοι που -ίσως- καταλάβουν

θα ναι τα παιδιά/ πλούσια απ' την κληρονομιά μας/ πρώτη φορά, τα παιδιά/ σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας,/ θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα/ τ' αδέξια μηνύματα

των προτελευταίων ναυαγών/ διορθώνοντας τα λάθη,/ σβήνοντας τα ψέματα,/ ονοματίζοντας σωστά».

***

Το συνολικό μελοποιημένο έργο φτάνει το 1968 στα χέρια της Μαρίας Φαραντούρη στο Λονδίνο, που το τραγουδά μαζί με τον Αντώνη Καλογιάννη σε ενορχήστρωση Γιάννη Μαρκόπουλου και την επόμενη χρονιά κυκλοφορεί σε δίσκο στη Βρετανία. Στην Ελλάδα παρουσιάζεται το 1977 στον Μουσικό Αύγουστο, στο θέατρο Λυκαβηττού.

Το έργο, δύσκολο και απαιτητικό για τους ερμηνευτές, δεν έχει παρουσιαστεί πολλές φορές ζωντανά από τότε. Το 2012 τολμάει ο Θάνος Μικρούτσικος να το παίξει στο Ηρώδειο, σε δική του ενορχήστρωση (ερμηνευτές Μαρία Φαραντούρη και Κώστας Θωμαΐδης) και δηλώνει τότε για το έργο:

«Το ποιητικό κείμενο της Ρένας Χατζηδάκη είναι μοναδικό, γιατί ενώ η πρόθεση της ποιήτριας, που ήταν κλειδωμένη στην ασφάλεια και μάλιστα σε διπλανό κελί με τον Μίκη, ήταν να γράψει ένα σπάραγμα, μια ερωτική κραυγή με το ποίημα, εντούτοις είναι τόσο καθηλωμένη και τόσο λειτουργεί ως ντοκουμέντο η βαρβαρότητα της χούντας, που γίνεται ερωτικό σπάραγμα και ταυτόχρονα καταγγελία της δικτατορίας. Ενα πράγμα μοναδικό στα χρονικά. Αλλά το κυριότερο είναι ότι έρχεται ο Μίκης Θεοδωράκης και γράφει ένα οριακό, για μένα, έργο όχι μόνο της θεοδωρακικής δημιουργίας, αλλά και της ελληνικής μουσικής, μα και, χωρίς να είμαι υπερβολικός και ιερόσυλος, να πω πως εγώ και στην ευρωπαϊκή μουσική δεν έχω συναντήσει μια τέτοια φόρμα. Γιατί πρόκειται για ένα έργο 32 λεπτών, έναν ποταμό, έναν χείμαρρο που δεν λέει να σταματήσει»...



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ