ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 22 Ιούλη 2001
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η παγίδα της αναμονής

Η δυνατότητα της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ να διαχειρίζεται και να αμβλύνει την κοινωνική διαμαρτυρία, να προωθεί την πολιτική της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης χωρίς μετωπικές συγκρούσεις με το εργατικό κίνημα, υπήρξε για αρκετά χρόνια ο βασικός λόγος της προνομιακής στήριξής της από το μονοπωλιακό κεφάλαιο έναντι της ΝΔ.

Το τελευταίο διάστημα φαίνεται όμως ότι τα περιθώρια υλοποίησης παραπλανητικών ελιγμών στενεύουν απελπιστικά για την κυβέρνηση του κ. Σημίτη. Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ βρίσκεται αντιμέτωπη με τις εσωτερικές αντιφάσεις της πολιτικής του μονόδρομου της ΟΝΕ, αλλά και τις συνέπειες από τη γενικότερη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας.

Το γεγονός αυτό μειώνει, όπως θα δούμε, τις δυνατότητές της να ακολουθήσει μια ευέλικτη τακτική που θα συνδυάζει τη σταδιακή κατεδάφιση σημαντικών εργατικών κατακτήσεων, με κάποιες προσωρινές παροχές συγκράτησης της απόλυτης εξαθλίωσης, για ορισμένα τμήματα των εργαζομένων (π.χ. χρηματοδότηση του δικτύου αντιμετώπισης του κοινωνικού αποκλεισμού). Η τακτική αυτή θα βοηθούσε την κυβέρνηση να αντιμετωπίσει από καλύτερες θέσεις και σε βάθος χρόνου την άνοδο του εργατικού κινήματος, που εκφράστηκε ιδιαίτερα με τις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις για το ζήτημα της Κοινωνικής Ασφάλισης.


Ωστόσο, η πολιτική της κατεύθυνση που υπηρετεί τις στρατηγικές ανάγκες του μονοπωλιακού κεφαλαίου και αποτυπώνεται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, οριοθετεί το αυστηρό και αντιφατικό πλαίσιο μέσα στο οποίο προσπαθεί να κινηθεί.

Στη δίνη των αντιφάσεων

Ετσι, από τη μια επιχειρεί να αυξήσει τα κρατικά έσοδα και να συγκρατήσει τις δαπάνες, για να πετύχει το δεσμευτικό γι' αυτήν στόχο της μείωσης του υψηλού δημόσιου χρέους.

Σύμφωνα με την εκτίμηση του ΥΠΕΘΟ το δημόσιο χρέος έχει αυξηθεί σε όγκο κατά 2.600 δισ. δρχ. από το 1999 παρότι μειώθηκε σαν ποσοστό του ΑΕΠ κατά 0,7% (γεγονός που οφείλεται στον υψηλό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ). Ταυτόχρονα αναμένεται να εμφανιστούν μειωμένα τα κρατικά έσοδα από τη φορολογία των χρηματιστηριακών συναλλαγών κατά 250 δισ. δρχ. σε σχέση με τις φετινές προβλέψεις. Μειωμένες κατά 200 δισ. δρχ. σε σχέση με τα περσινά έσοδα αναμένονται να είναι και οι εισπράξεις φόρων εισοδήματος συγκεκριμένων κλάδων, όπως οι χρηματιστηριακές εταιρίες, οι τράπεζες και οι τηλεπικοινωνίες.

Από την άλλη όμως η κυβέρνηση δεν μπορεί με ευκολία να καταφύγει στη λύση της αύξησης της φορολογίας. Η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης κύρια των εργαζομένων (η οποία οδήγησε στη δεκαετία του '90 σε αύξηση των κρατικών εσόδων κατά 3 τρισ. δρχ.) αντιτίθεται πλέον στις ανάγκες διευρυμένης αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου. Αντίθετα, η χρηματιστική ολιγαρχία απαιτεί μείωση της φορολογίας των κερδών των επιχειρήσεων, αλλά και των υψηλόμισθων εργαζομένων για να δοθεί ώθηση στην κατανάλωση, στους ρυθμούς ανάπτυξης και βιομηχανικής παραγωγής και φυσικά στην κερδοφορία της.

Μια σειρά δεδομένα έρχονται με τη σειρά τους να απομυθοποιήσουν τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς για την υποτιθέμενη δυναμική της «ισχυρής Ελλάδας» στο πλαίσιο της ευρωζώνης και να αποκαλύψουν την αύξηση της ανταγωνιστικής πίεσης που δέχεται η ελληνική οικονομία στον παράδεισο της ΕΕ.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε από 3,2% του ΑΕΠ το '98 σε 6,9% το 2000 σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, σαν αποτέλεσμα της μεγάλης εισαγωγικής διείσδυσης. Την ίδια στιγμή ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Λ. Παπαδήμος εκτιμά ότι η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται στο 62% του κοινοτικού μέσου όρου. Ο αρμόδιος υπουργός κ. Παπαντωνίου έχει πάψει πλέον να αναφέρεται στην επίσημη πρόβλεψή του για ρυθμούς ανάπτυξης 5%, ενώ ο ΟΟΣΑ εκτιμά φετινό ρυθμό αύξησης 4% (μικρότερο από τον περσινό). Απότομη είναι και η επιβράδυνση της βιομηχανικής παραγωγής από 9% το α` τρίμηνο πέρυσι σε 2% φέτος.

Ταυτόχρονα, η πρόσφατη Εκθεση της Γενικής Διεύθυνσης Ερευνας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αναδεικνύει τη μεγάλη απόσταση η οποία χωρίζει την Ελλάδα από τα ισχυρά κράτη-μέλη της ΕΕ σε θέματα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης, έρχεται να πλήξει με τη σειρά της το μύθο της σύγκλισης με το σκληρό πυρήνα της Κοινότητας.

Με βάση τα παραπάνω δεδομένα στην κυβέρνηση σαν επιλογή τακτικής απομένει βασικά ο δρόμος της έντασης της αντιλαϊκής επίθεσης, της επιτάχυνσης των ιδιωτικοποιήσεων, της συγκράτησης των κρατικών δαπανών, της επίθεσης στις ασφαλιστικές κατακτήσεις. Σύμφωνα με δηλώσεις του αρμόδιου υπουργού κ. Παπαντωνίου (17.7.01) η κυβέρνηση προσδοκά από το νέο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων - μετοχοποιήσεων κρατικά έσοδα πάνω από 1 τρισ. δρχ. Πρόκειται για πρόγραμμα που αυξάνει το ποσοστό μετοχοποίησης και προωθεί την πώληση πακέτου μετοχών σε στρατηγικό εταίρο για 12 μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΤΒΑ, ΕΥΔΑΠ, ΟΠΑΠ κ.λπ.). Παράλληλα, η κυβέρνηση πιέζεται από τους ισχυρούς μονοπωλιακούς ομίλους να επιταχύνει τη διανομή της μεγάλης πίτας του Γ` ΚΠΣ και των Ολυμπιακών Εργων, βρίσκεται δηλαδή στη δίνη του μονοπωλιακού ανταγωνισμού, καθώς ο κάθε όμιλος διεκδικεί για τον εαυτό του τη μερίδα του λέοντος.

Σαν αναγκαίο συμπλήρωμα της αντιλαϊκής επίθεσης, θα συνεχιστεί φυσικά και η προσπάθεια εξαγοράς ορισμένων τμημάτων των εργαζομένων μέσα από επιλεκτικές ρουσφετολογικές μονιμοποιήσεις και αυξήσεις επιδομάτων, ενώ τα πρωτοπαλίκαρα του εκσυγχρονισμού θα συνεχίσουν να βάλλουν κατά του «παλαιοκομματισμού».

Η λαϊκή αγανάκτηση

Ωστόσο, η νέα κυβερνητική επίθεση θα διογκώσει ακόμα περισσότερο τη λαϊκή αγανάκτηση απέναντι στην κυβερνητική πολιτική. Οι αυξημένες αντιστάσεις της τελευταίας περιόδου σε διάφορους κλάδους και χώρους θα δυναμώσουν το επόμενο διάστημα. Αυτό είναι και το πραγματικό πρόβλημα της κυβέρνησης και της χρηματιστικής ολιγαρχίας.

Οι εργαζόμενοι γνωρίζουν ήδη τις αρνητικές επιπτώσεις που θα έχει η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων στην αφαίμαξη του λαϊκού εισοδήματος, στην ανατροπή των εργατικών κατακτήσεων, στη διαμόρφωση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της χώρας. Βιώνουν ήδη, άμεσα, την επιδείνωση των όρων της ζωής τους από την καπιταλιστική αναδιάρθρωση.

Χιλιάδες επίσης «μικροεπενδυτές» του Χρηματιστηρίου αρνούνται να αποδεχτούν ότι ήταν αποκλειστικά δική τους ευθύνη η ληστεία των οικογενειακών αποταμιεύσεων μιας ολόκληρης ζωής από το μεγάλο κεφάλαιο. Θυμούνται ότι η κυβέρνηση τους ενθάρρυνε να στραφούν στο Χρηματιστήριο, μειώνοντας τα επιτόκια αποταμίευσης, διευκολύνοντας την είσοδο των επιχειρήσεων σε αυτό (οι οποίες με τη σειρά τους μοίραζαν μετοχές στους εργαζομένους τους). Δεν ξεχνούν την κυβερνητική προπαγάνδα στη φάση της ανόδου, όταν το Χρηματιστήριο εμφανιζόταν σαν ένας χώρος που μοιράζει χρήματα σε όλους και όχι σαν μηχανισμός συγκέντρωσης κεφαλαίου, όπου το ...μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. Θυμούνται επίσης τις αποπροσανατολιστικές θέσεις της ΝΔ και του ΣΥΝ που δήλωναν πως αυτό που χρειάζεται είναι πρόσθετα μέτρα «ελέγχου και διαφάνειας».

Οι αγώνες και οι διαθέσεις αντίστασης εκδηλώνονται σήμερα σε πολλούς κλάδους των εργαζομένων. Η χρηματιστική ολιγαρχία επιχειρεί, γι' αυτό το σκοπό, να καλλιεργήσει κλίμα αναμονής για να διαχειριστεί αποτελεσματικά την κατάσταση.

Στην καλλιέργεια κλίματος παθητικής αναμονής στους εργαζόμενους συμβάλει ο μύθος των διαφωνούντων στελεχών του ΠΑΣΟΚ τα οποία ζητάνε, τάχα, ριζική αλλαγή πολιτικής καθώς και η τοποθετήσεις του ΣΥΝ, που καλλιεργούν την αυταπάτη της δυνατότητας «αριστερής», φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος. Στο ίδιο μήκος κύματος εμφανίζεται και η ηγεσία της ΠΑΣΚΕ να διαφωνεί τώρα με τις κυβερνητικές επιλογές που στήριξε στην πράξη όλα αυτά τα χρόνια. Ταυτόχρονα, η συγκεκριμένη ηγεσία δηλώνει ότι θα στηρίξει την επανεκλογή του κ. Σημίτη στο ερχόμενο Συνέδριο και αναδεικνύει σε σοβαρό ζήτημα της διαφωνίας το ποσοστό των κρατικών επιχειρήσεων που θα μετοχοποιηθούν.

Οι εργαζόμενοι μπορούν και πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από τους σημαιοφόρους της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης ΠΑΣΟΚ και ΝΔ καθώς και από τις δήθεν «ρεαλιστικές» προτάσεις μιας κάλπικης και άσφαιρης αντιπολίτευσης που υπόσχεται μια «αντινεοφιλελεύθερη» διαχείριση χωρίς αποφασιστική σύγκρουση με το μονοπωλιακό κεφάλαιο (ΣΥΝ, ΚΕΔΑ κ.λπ.).

Η ευκαιρία λαϊκής πολιτικής αντεπίθεσης δεν πρέπει να χαθεί μέσα σ' ένα κλίμα αναμονής που θα διασφαλίσει πολύτιμο πολιτικό χρόνο για την υλοποίηση των σχεδίων της χρηματιστηριακής ολιγαρχίας.

Οι επιμέρους αντιστάσεις στο Ασφαλιστικό, στις ιδιωτικοποιήσεις, σε κλαδικά προβλήματα οι οποίες ήδη δυναμώνουν, μπορούν τώρα με γρήγορο ρυθμό να αναβαθμιστούν σε μια ενιαία λαϊκή αντεπίθεση που θα αμφισβητήσει συνολικά την πολιτική του μονόδρομου της ΟΝΕ.

Το έδαφος για στρατηγική αντιπαράθεση είναι τώρα πιο ευνοϊκό για μας τους κομμουνιστές. Η απαίτηση να πάρει ο λαός την τύχη στα χέρια του, να γίνουν πραγματικά λαϊκή περιουσία τα μέσα παραγωγής, μπορεί να εμπνεύσει ξανά έναν λαϊκό αγώνα με συνέχεια, διάρκεια και προοπτική.


Του
Μάκη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Ο Μάκης Παπδόπουλος είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ