Για δυο πράγματα με παρακαλεί ο σύντροφος αυτός να του φροντίσω: να του στέλνονται ταχτικά βιβλία, και εφημερίδες. Να του σταλή η Μαρξιστική Βιβλιοθήκη, μπροσούρες διάφορες, να τους σταλή η Αστική και Προλεταριακή Ηθική, το Αλφάβητο του Κομμουνισμού. Είναι όχι μονάχα για μένα, μου τονίζει, αυτά να τα διαβάζω περνώντας τις ώρες μου και να συγκρατιέμαι πιο άρτια και πλέρια στη μόρφωσή μου, μα, φαίνεται, σύντροφε, μου κάνει, το περιεχόμενο των βιβλίων απ' αυτό το είδος νοιώθεται από τους γύρω μου χωρικούς που ζητάνε να μάθουν. Πρέπει να προστέσω σχετικά πώς αυτό είνε και δικιά μου διαπίστωση, μα και για την άλλη Κρήτη. Η δεύτερη του η παράκληση: να διαμαρτυρηθή, μου λέει, όποτε μπορέσει ενάντια στην Κυβέρνηση που λογοκρίνονται τα γράμματα του, γράμματα εξορίστων, απ' τις τοπικές αρχές τις βάναυσες και ξετσιπωμένες. Σα... για να μην υπάρχη Σύνταγμα, Χάρτης Συνταγματικός και άρθρο 18, που απαγορεύει την παραβίαση της προσωπικής αλληλογραφίας, που εμποδίζει ν' ανοίγονται τα γράμματα, που στέλνεις και που παίρνεις από τρίτους.
Είν' η στιγμή που θα τον απαρατήσω το σύντροφο, και να μας ο βρακοφορεμένος ο γραμματάς, ο διανομέας του χωριού, μας πλησιάζει κι απλώνει και δίνει του σ. Αναγνώστου ένα γράμμα, φάκελλο λερωμένο. Τον ανοίγουμε. Είνε από κάποιους συντρόφους κει κατά τα χωριά του Ρεθύμνου εξορισμένους και που μας ζωγραφίζουν, ανάμεσα στ' άλλα τα μαρτύρια τους που τραβάν νηστικοί κι απότιστοι, δίχως καμμιά βοήθεια και χωρίς δουλειά.
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί καρπό πρωτοβουλίας ενός αναγνώστη του «Ριζοσπάστη» που στα 1927 πραγματοποίησε ένα οδοιπορικό στα νησιά όπου βρίσκονταν εξόριστοι αγωνιστές.
Το πρώτο «ρεπορτάζ» απ' τα νησιά της εξορίας δημοσιεύτηκε κάτω απ' τον γενικό τίτλο «Μια βόλτα ως τους εξόριστους» στις 13/7/1927, όπου ανάμεσα σ' άλλα ο αναγνώστης - ανταποκριτής σημείωνε ότι ο σκοπός του ταξιδιού του ήταν:
«Να πλησιάσω όλα τα νησιά, ξεμακρυσμένα και κοντινά, ξερονήσια και χλωρονήσια, να σιμώσω τα νησιά που βαστούσαν και βαστάν ακόμη ξορισμένους, άλλη μια φορά, πρωτοπόρους αγωνιστές απ' την εργατική τάξη».
Και πρόσθετε παρακάτω:
«Οσο διαβατικό και γρήγορο κι αν ήταν το πέρασμά μου απ' αυτουνούς (σημ.: τους εξόριστους), θα μεταδώσω, πιστεύω, κάτι από τη ζήση τους, ζήση διπλής σκλαβιάς και καταδίκης. Ετσι θ' ακουστή η φωνή τους ανάμεσά μας, θα μιλήσουμε συναμεταξύ μας όλοι οι ομοϊδεάτες, θα πέσει κάτι για κάμποσο ο τοίχος που μας χωρίζει. Και, νομίζουμε, αυτό δε θάναι μια ασήμαντη προσφορά για τους τωρινούς καιρούς στον εργατικό τον αγώνα».
Οταν δημοσιεύτηκε το οδοιπορικό, είχαν περάσει ήδη αρκετά χρόνια απ' την πρώτη φορά που εξορίστηκαν αγωνιστές σε κάποιο απ' τα νησιά της χώρας μας. Ηταν το 1914, όταν για πρώτη φορά δύο συνδικαλιστές - στελέχη της σοσιαλιστικής οργάνωσης «Φεντερασιόν» εξορίστηκαν στη Νάξο επειδή μετείχαν στην οργάνωση της απεργίας των καπνεργατών. Ακολούθως, το 1919 οι τέσσερις σοσιαλιστές - μέλη της Διοίκησης της ΓΣΕΕ εκτοπίστηκαν στη Φολέγανδρο.
Στη δεκαετία του 1920, οι διώξεις γενικεύτηκαν στη βάση του Νομοθετικού Διατάγματος «Περί συστάσεως εν εκάστω Νομώ Επιτροπών επί της Δημοσίας Ασφάλειας», το οποίο ψηφίστηκε το 1924 από την κυβέρνηση του Αλ. Παπαναστασίου και τροποποιήθηκε το 1926 επί δικτατορίας Θεόδωρου Πάγκαλου για να εφαρμοστεί εναντίον του ΚΚΕ. Το Νομοθετικό Διάταγμα προέβλεπε την εκτόπιση κάθε υπόπτου που θεωρούνταν απειλή «δια το κράτος και την κοινωνίαν», δίχως να έχει προηγηθεί απαραίτητα δικαστική απόφαση ή να έχει διαπραχθεί αναγκαστικά κάποια νομική παράβαση. Η υποψία και μόνο ήταν αρκετή...
Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της καταστολής και των διώξεων εναντίον του ΚΚΕ και του εργατικού - λαϊκού κινήματος με την ψήφιση του «Ιδιώνυμου» (1929) κ.ά.
Ανάμεσα στα νησιά που έγιναν τόποι εξορίας και μαρτυρίου κομμουνιστών, συνδικαλιστών και άλλων αγωνιστών την περίοδο του Μεσοπολέμου ήταν η Αμοργός, η Ανάφη, η Ανδρος, ο Αη Στράτης, ο Ασκυφος Σφακίων, η Γαύδος, η Γυάρος, η Κέα, η Κίμωλος, η Ιθάκη, η Μήλος, οι Παξοί, η Σαντορίνη, η Σέριφος, η Σίκινος, η Σκύρος, η Φολέγανδρος, τα Ψαρά.
Βλ. περισσότερα:
- Αναστάσης Γκίκας, «Ρήξη και Ενσωμάτωση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2010, σελ. 118-125.
- Κυριακή Καμαρινού, «Τα "Πέτρινα" Πανεπιστήμια», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2015, σελ. 79-90.
- Δημήτρης Σέρβος, «Παράνομες χειρόγραφες εφημερίδες απ' τις φυλακές και τις εξορίες», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2003.