Eurokinissi |
Για την ακρίβεια, η κυβέρνηση λέει ότι δεν αυξάνονται οι φόροι... αλλά τα φορολογικά έσοδα, ότι δεν είναι δηλαδή Γιάννης αλλά Γιαννάκης, με το υπουργείο Οικονομικών να πανηγυρίζει ότι «στον προϋπολογισμό του 2023 έγινε κατορθωτό να υπάρχει σημαντική αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 9,1% σε σχέση με το 2022 χωρίς να αυξηθούν οι φόροι, εξέλιξη που συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας».
Τι εννοούν; Οτι δεν άλλαξαν οι φορολογικοί συντελεστές, αλλά εξαιτίας της εκτίναξης των τιμών το αστικό κράτος μάζεψε ακόμη περισσότερους έμμεσους φόρους από τον λαό με τον ΦΠΑ και τους λοιπούς ειδικούς φόρους που η κυβέρνηση αρνείται να καταργήσει για να γεμίζουν τα ταμεία του αστικού κράτους και κατ' επέκταση των επιχειρηματικών ομίλων, την ώρα που ο λαός στέναζε σε σούπερ μάρκετ, πρατήρια και ανοίγοντας λογαριασμούς.
Σε αυτήν ακριβώς τη γραμμή συνεχίζει και ο νέος προϋπολογισμός, που κρατάει αναλλοίωτη την «αναλογία» των πλέον άδικων έμμεσων φόρων που φορτώνονται στο λαϊκό εισόδημα, την ίδια ώρα που φοραπαλλάσσει τους ομίλους.
Οι συνολικοί φόροι των επιχειρήσεων αντιστοιχούν μόλις στο 2,9% του ΑΕΠ - σχεδόν το μισό από τους οποίους είναι όσα αναλογούν στο μεγάλο κεφάλαιο - με τον ΦΠΑ να υπερβαίνει το 10% και τη φορολογία του εισοδήματος μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων το 5,5%, με τη διάρθρωση αυτή να παραμένει πρακτικά ίδια όλη τη 10ετία.
Ακόμα και όσα η κυβέρνηση παρουσιάζει ως δήθεν φοροαπαλλαγές είναι στη λογική «σου δίνω ένα και σου παίρνω δέκα». Ετσι, την ίδια ώρα, για παράδειγμα, που ετοιμάζεται να αρπάξει 6,2 δισ. παραπάνω φόρους, διαφημίζει ξανά και ξανά την υποτιθέμενη αύξηση του αφορολόγητου κατά 1.000 ευρώ για οικογένειες με παιδιά, με το «κέρδος» για τις λαϊκές οικογένειες να είναι περίπου 9 ευρώ τον μήνα (!) με «δημοσιονομικό κόστος» 135 εκατ. ευρώ. `Η, για παράδειγμα, διαφημίζει τη «μείωση» του ΕΝΦΙΑ κατά 10%, αλλά μόνο για τα σπίτια που... θα τα δώσουν στις ασφαλιστικές εταιρείες.
Πρόκειται για χοντροκομμένο ψέμα. Η κυβέρνηση προσπαθεί να κρύψει τη μεγάλη εικόνα της άγριας αντιλαϊκής επίθεσης πίσω από τα «παχιά λόγια» για όσα περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό για την υποτιθέμενη «ενίσχυση» των εισοδημάτων, με τα μέτρα που έχει ήδη ψηφίσει από το καλοκαίρι:
Το πραγματικό «μέρισμα» της καπιταλιστικής ανάπτυξης αποτυπώνεται εξάλλου (κι αυτό εν μέρει) στα στοιχεία του ΕΦΚΑ που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα:
Αυτά μάλιστα την ώρα που η καπιταλιστική ανάπτυξη «κάλπαζε» με ρυθμούς 5,9%, πόσο μάλλον φέτος που οι ρυθμοί υποχωρούν στις «αισιόδοξες» προβλέψεις στο 3%. Και πώς αλλιώς αφού η ένταση της εκμετάλλευσης είναι το «προαπαιτούμενο» των κερδών, με τους επιχειρηματικούς ομίλους να έχουν κέρδη 10 δισ., και τους μετόχους μόνο για πέρυσι να μοιράζουν μερίσματα 2,6 δισ.!
Η «αρχή του τέλους», για την οποία μιλάει η κυβέρνηση, προβλέπει «εναρμονισμένο πληθωρισμό» 4%, στην πραγματικότητα δηλαδή πολύ παραπάνω. Η κυβέρνηση μάλιστα παρουσιάζει τον «μειωμένο» πληθωρισμό περίπου σαν μείωση των τιμών, ενώ η πραγματικότητα είναι ότι μιλάμε για αυξήσεις 4%, πάνω στις ήδη αυξημένες τιμές που θα παραμείνουν σε απλησίαστα ύψη για το λαϊκό εισόδημα.
Εξάλλου το μόνο σίγουρο είναι πως και την επόμενη χρονιά εδώ θα βρίσκονται όλοι οι παράγοντες που θα τροφοδοτούν την ακρίβεια και συνολικά θα τσακίζουν παραπέρα το λαϊκό εισόδημα, όπως:
Ολα αυτά «εγγυώνται» ότι η ψαλίδα ανάμεσα στις ανάγκες των εργαζομένων και την ικανοποίησή τους θα συνεχίσει να μεγαλώνει διαρκώς και την επόμενη χρονιά κι ενώ ήδη μια σειρά από στοιχεία αποτυπώνουν ραγδαία επιδείνωση, με τα λαϊκά νοικοκυριά να κόβουν ακόμα και από βασικά είδη διατροφής, όπως κρέας, ψάρι, γαλακτοκομικά, 8 στα 10 νοικοκυριά να έχουν περιορίσει τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας, περισσότερο από το 75% τη χρήση θέρμανσης.
Την ίδια ώρα ο λαός θα κληθεί να πληρώσει και με νέα μέτρα τις «αβεβαιότητες» της καπιταλιστικής οικονομίας, για να θωρακιστούν καπιταλιστικά κέρδη και «ανταγωνιστικότητα», την ώρα που τα «σύννεφα» μιας νέας κρίσης μαζεύονται στη διεθνή καπιταλιστική οικονομία.
Οπως σημειώνει το προσχέδιο του προϋπολογισμού: «Ασφαλώς η οικονομική δραστηριότητα εξαρτάται από τις εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον και τις ενδεχόμενες εξωγενείς κρίσεις», δικαιολογώντας με αυτό το πρόσχημα την ανάγκη να «τηρηθούν απαρέγκλιτα οι τιθέμενοι δημοσιονομικοί στόχοι».
Την ίδια ώρα το «διεθνές περιβάλλον» στιγματίζεται από εξελίξεις όπως την απότομη άνοδο του κόστους δανεισμού, εξαιτίας και της αύξησης των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών, που αντικατοπτρίζεται και στις πολύ μεγάλες απώλειες των αμερικανικών (5,5%) και γερμανικών ομολόγων (6,5%), όπως και στα χρηματιστήρια στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, από την εκτόξευση των τιμών του πετρελαίου (+25,5% μόνο το τελευταίο τρίμηνο εξαιτίας της μείωσης της παραγωγής και των εξαγωγών της Σ. Αραβίας και της Ρωσίας), τον «νομισματικό πόλεμο» για την υπονόμευση του δολαρίου ως διεθνούς αποθεματικού από την Κίνα και άλλες χώρες των BRICS, τις αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ και μάλιστα στον «σκληρό πυρήνα» της όπως με την κόντρα Γερμανίας - Γαλλίας για τη μεταρρύθμιση στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας, κι ενώ ήδη η ύφεση έχει χτυπήσει την πόρτα τους.
Κάνοντας τη σούμα, το «Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο» σχολιάζοντας το προσχέδιο του προϋπολογισμού έλεγε πως «στο διεθνές περιβάλλον, η διατήρηση της γεωπολιτικής αβεβαιότητας, της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής και οι εμφανιζόμενες τάσεις εξασθένησης της οικονομικής δραστηριότητας στη Βόρεια Ευρώπη και κυρίως στη Γερμανία, δηλαδή σε χώρες που αποτελούν τους κυριότερους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας, θα επηρέαζαν αρνητικά την εξωτερική ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες. Ετσι, η δυνατότητα χρηματοδότησης ενδεχόμενων πρόσθετων δημοσιονομικών παρεμβάσεων σε περιβάλλον ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (έστω και συρρικνωμένων) και αύξησης του κόστους εξωτερικού δανεισμού του Δημοσίου θα συνιστούσε μια σημαντική πρόκληση της ελληνικής οικονομίας».
Την ίδια ώρα το ΙΟΒΕ στη μηνιαία έκθεσή του για το «οικονομικό κλίμα» κατέγραφε αισθητή εξασθένιση και στον Δείκτη Επιχειρηματικών Προσδοκιών στη Βιομηχανία, με το 27% των επιχειρήσεων να δηλώνουν χαμηλές για την εποχή παραγγελίες, τις προβλέψεις για την εξέλιξη της παραγωγής τους προσεχείς 3 - 4 μήνες να υποχωρούν αισθητά, όπως και οι θετικές προβλέψεις για τις εξαγωγές τους προσεχείς μήνες.