ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 2 Μάρτη 2024 - Κυριακή 3 Μάρτη 2024
Σελ. /40
Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος

(Μέρος 6ο)

Ο Γ. Αραφάτ με Παλαιστίνιους μαχητές

Associated Press

Ο Γ. Αραφάτ με Παλαιστίνιους μαχητές
Στο μέρος αυτό του αφιερώματός μας θα καταπιαστούμε με ορισμένους βασικούς παράγοντες που επέδρασαν στην πορεία διαμόρφωσης, τον τρόπο οργάνωσης και το ιδεολογικοπολιτικό περιεχόμενο - προσανατολισμό των πρώτων εκδηλώσεων αντίστασης και αγώνα στις γραμμές των Παλαιστινίων Αράβων. Πρόκειται για μια φάση στην ανάπτυξη της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης του Παλαιστινιακού λαού που οριοθετείται χρονικά από τον ξεριζωμό τους το 1949 έως και τον Πόλεμο των Εξι Ημερών το 1967.

Κατά την περίοδο αυτή, κεντρικό όσο και καθοριστικό ρόλο ως προς τα παραπάνω είχαν τα ρεύματα του «παναραβισμού» και του «αραβικού σοσιαλισμού».

«Παναραβισμός»

Ο παναραβισμός, δηλαδή η γενική «ιδέα πως οι Αραβες συνδέονταν αναμεταξύ τους με ιδιαίτερους θρησκευτικούς, ιστορικούς και γλωσσικούς δεσμούς [άρα] και η πολιτική (σ.σ. κρατική) τους συγκρότηση έπρεπε να αντικατοπτρίζει αυτή την πραγματικότητα κατά κάποιο τρόπο»1, είχε τις ρίζες του δεκαετίες προτού αναδειχθεί στο επίκεντρο των γεωπολιτικών εξελίξεων στη Μέση Ανατολή, κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960.

Παράλληλα, η ενότητα στη δράση των εργατικών - λαϊκών μαζών της Μέσης Ανατολής με στόχο την από κοινού αποτίναξη της ντόπιας και ξένης ταξικής εκμετάλλευσης υπήρξε συστατικό στοιχείο των Προγραμμάτων όλων των Κομμουνιστικών Κομμάτων της περιοχής κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Το πρόγραμμα του ΚΚ της Αιγύπτου π.χ. καλούσε το 1931 «για την επίτευξη της πλήρους αραβικής ενότητας, με όλους τους ελεύθερους Αραβες».2Βεβαίως, επρόκειτο για μια ενότητα με ταξικό πρόσημο και περιεχόμενο, με αφετηρία και τελικό σκοπό που ορίζονταν από τη σκοπιά των εργατικών - λαϊκών συμφερόντων.

Καταυλισμός προσφύγων στη Γάζα το 1955
Καταυλισμός προσφύγων στη Γάζα το 1955
Η αραβική ενότητα από τη σκοπιά των συμφερόντων της αστικής τάξης είχε διαμετρικά διαφορετική αφετηρία, περιεχόμενο και σκοπό. Το 1950 ο Αιγύπτιος ΓΓ του Αραβικού Συνδέσμου Α. Αζάμ (1945-1952) θα τονίσει σχετικά:

«Το μέλλον μας θα είναι επιτυχές εφόσον γίνουμε ένας βιομηχανικός λαός. Η ύπαρξή μας θα είναι σχεδόν αδύνατη (...) αν δεν πραγματοποιήσουμε μια βαθιά βιομηχανική επανάσταση. Μια τέτοια επανάσταση απαιτεί από εμάς να διαθέτουμε ζωτικό χώρο. Ο ζωτικός αυτός χώρος αποτελείται από τα αδέρφια μας, που μας καταλαβαίνουν και που μας προσφέρουν ένα πλεονέκτημα σε σχέση με άλλους. Σε οικονομικό επίπεδο έχουμε ανάγκη τα αραβικά κράτη, τα οποία, όπως έχει αποδειχθεί, διαθέτουν τις πιο άφθονες πλουτοπαραγωγικές πηγές και πρώτες ύλες για τη μελλοντική μας βιομηχανία, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν μια μοναδική αγορά ανοικτή για τη μελλοντική μας ζωή. (...) Ζούμε στην εποχή των καρτέλ και των τραστ. Πιστεύουν οι Ιρακινοί ή οι Σύριοι ή οι Αιγύπτιοι πως μπορούν να πετύχουν μια αξιοπρεπή ζωή χωρίς ενότητα;».3

Ο παναραβισμός, λοιπόν, ως στοιχείο της στρατηγικής των αστικών τάξεων (ή τμημάτων αυτών) των αραβικών κρατών εδραζόταν στην επιδίωξη συγκρότησης ενός ισχυρού καπιταλιστικού κράτους (ή διακρατικής ένωσης π.χ. ομοσπονδιακού τύπου) επί μίας σχετικά μεγάλης αγοράς, με τους ανάλογους πόρους και το αντίστοιχο εργατικό δυναμικό, πάνω στα οποία θα ήταν οικονομικά και πολιτικά κυρίαρχες.

Συγκρότηση της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας, 1958
Συγκρότηση της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας, 1958
Η στρατηγική αυτή προϋπέθετε - και στον έναν ή τον άλλο βαθμό περιελάμβανε - την επαναδιαπραγμάτευση των όρων που διέτρεχαν τις σχέσεις και τις συμμαχίες τους με τα πιο ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, καθώς και την επαναδιαπραγμάτευση των κατά κανόνα αποικιακού τύπου όρων εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών τους πόρων (κάτι που εκφράστηκε είτε με αναθεωρήσεις υπαρχουσών συμβάσεων προς το ευνοϊκότερο - όπως π.χ. στο Ιράκ, στην Ιορδανία και τη Σαουδική Αραβία - είτε με κρατικοποιήσεις επιχειρήσεων ξένων συμφερόντων - όπως π.χ. στην Αίγυπτο και τη Συρία).

Ο παναραβισμός κατείχε κεντρικό ρόλο στη στρατηγική της αστικής τάξης της Αιγύπτου, που τις δεκαετίες του 1950-1960 επιδίωξε - και είχε - πρωταγωνιστικό ρόλο στα τεκταινόμενα στη Μέση Ανατολή. Το γεγονός δεν ήταν τυχαίο, καθώς η Αίγυπτος ήταν τότε το ισχυρότερο καπιταλιστικό κράτος της περιοχής και ο παναραβισμός της προσέφερε το ανάλογο στρατηγικό - ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο για την επιδιωκόμενη συνένωση των αραβικών κρατών υπό την ηγεσία της.

Ο στόχος αυτός βεβαίως δεν ήταν καθόλου απλός, καθώς προσέκρουε τόσο στην ύπαρξη σημαντικότατων οικονομικών και γεωστρατηγικών συμφερόντων μιας σειράς ισχυρών καπιταλιστικών κρατών (κύρια της Βρετανίας και των ΗΠΑ, αλλά και της Γαλλίας κ.ά.), όσο και στις ιδιαίτερες επιδιώξεις, συμφέροντα και διεθνείς συμμαχίες των αστικών τάξεων των άλλων αραβικών κρατών.

Γκ. Αμ. Νάσερ, Πρόεδρος της Αιγύπτου την περίοδο 1956 - 1970
Γκ. Αμ. Νάσερ, Πρόεδρος της Αιγύπτου την περίοδο 1956 - 1970
Απότοκος της στρατηγικής του παναραβισμού υπήρξε η ένωση της Αιγύπτου με τη Συρία και η συγκρότηση της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας (ΗΑΔ) το 1958-1961. Με την ΗΑΔ ενώθηκε επίσης την ίδια περίοδο - ως ομόσπονδο μέλος - και η Βόρεια Υεμένη, συγκροτώντας τα Ηνωμένα Αραβικά Κράτη. Αμεσα συναρτόμενη με τις εξελίξεις αυτές (αλλά όχι ταυτόσημη) υπήρξε η συγκρότηση της Αραβικής Ομοσπονδίας (1958) από το Ιράκ και την Ιορδανία. Η τελευταία δημιουργήθηκε περισσότερο ως «αντίβαρο» στην επιχειρούμενη αιγυπτιακή ηγεμονία στη Μέση Ανατολή (με τη στήριξη και της Βρετανίας). Διαλύθηκε δε σχεδόν άμεσα, καθώς η ανατροπή της φιλοβρετανικής κυβέρνησης του Ιράκ τον Ιούλη του 1958 άλλαξε τα δεδομένα. Το 1963 Αίγυπτος, Συρία και Ιράκ ξεκίνησαν διαβουλεύσεις για την ανασύσταση της ΗΑΔ με την ένωση των τριών κρατών, δίχως ωστόσο αποτέλεσμα.

Βασικός λόγος για τη μη ευόδωση του εγχειρήματος της ΗΑΔ υπήρξαν οι αντιθέσεις ανάμεσα στις εθνικές αστικές τάξεις των εμπλεκόμενων κρατών. Αντιθέσεις που, μεταξύ άλλων, εκπορεύονταν ή ανατροφοδοτούνταν σε μεγάλο βαθμό και από τις ηγεμονικές επιδιώξεις της αιγυπτιακής αστικής τάξης. Το δόγμα «πρώτα η Αίγυπτος» που βρισκόταν στον πυρήνα της στρατηγικής της αστικής τάξης της Αιγύπτου4 (όπως αντίστοιχα και σε άλλα αραβικά κράτη) υπονόμευε θεμελιακά τα όποια εγχειρήματα «αραβικής ενότητας» στη δοσμένη περίοδο. Αυτό που εν τέλει υπερίσχυσε, ήταν τα ιδιαίτερα κρατικά συμφέροντα κάθε αστικής τάξης.

Η κοσμικότητα του παναραβισμού

Το κόμμα Μπάαθ έρχεται στην εξουσία στο Ιράκ και στη Συρία
Το κόμμα Μπάαθ έρχεται στην εξουσία στο Ιράκ και στη Συρία
Ο παναραβισμός, παρότι ενσωμάτωνε ορισμένα στοιχεία από το Ισλάμ (κυρίως για λόγους χειραγώγησης των λαϊκών μαζών, ιδιαίτερα των αγροτικών), είχε αστικό πολιτικό περιεχόμενο και ανάλογες στοχεύσεις. Για τον παναραβισμό το καταλυτικό ενοποιητικό στοιχείο του αραβικού κόσμου δεν ήταν η θρησκεία (άλλωστε οι Αραβες ακολουθούσαν διάφορα θρησκευτικά δόγματα: Αλλοι το σιιτικό και το σουνιτικό Ισλάμ, άλλοι τον χριστιανισμό κ.ο.κ.). Κεντρική θέση κατείχε η ενότητα του πολιτισμού (ιδιαίτερα η γλώσσα) και βεβαίως αυτό που προσδιοριζόταν ως κοινό παρελθόν και ως κοινό συμφέρον για το μέλλον (τα οποία και τα δύο ορίζονταν με πολιτικούς και οικονομικούς όρους).5

Αλλωστε οι θρησκευτικές ηγεσίες των αραβικών κρατών ταυτίζονταν συχνά με τις παλιές - αναχρονιστικές / νομαδικές - φυλετικές κοινωνικοοικονομικές δομές εξουσίας, τις οποίες ο παναραβισμός, ως αστικό ρεύμα, επιδίωκε να εξαλείψει.

Η γενικευμένη καταστολή της ισλαμιστικής οργάνωσης των Αδερφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο το 1954 αποτελεί ίσως μια από τις πιο χαρακτηριστικές εκδηλώσεις της κοσμικότητας του παναραβισμού. Οπως χαρακτηριστική υπήρξε επίσης η παρουσία, καθώς και ο ρόλος, των Χριστιανών Αράβων (ιδιαίτερα όσων ανήκαν στα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα) στα διάφορα παναραβικά κινήματα.6

Ο «αραβικός σοσιαλισμός»

Ισραηλινοί αστυνομικοί πάνω από πτώματα μαχητών «φενταγίν»
Ισραηλινοί αστυνομικοί πάνω από πτώματα μαχητών «φενταγίν»
Αλλο σημαντικό στοιχείο του παναραβισμού υπήρξε ο συνδυασμός (ή ακόμα και αμαγαλμάτωσή του) με τον αναδυόμενο τότε λεγόμενο «αραβικό σοσιαλισμό».

Βασικοί - αν και διαφορετικοί - πολιτικοί φορείς του «αραβικού σοσιαλισμού» υπήρξαν τα κόμματα «Μπα'αθ» της Συρίας (1947) και του Ιράκ (1951), καθώς και η Αραβική Σοσιαλιστική Ενωση της Αιγύπτου (1962).

Ο «αραβικός σοσιαλισμός» υπήρξε ουσιαστικά ένα σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα που διαμορφώθηκε πολύ αργότερα απ' ό,τι στην Ευρώπη, όπου είχε ήδη αστικοποιηθεί. Ετσι, από την αρχή, αποτελούσε πολιτική έκφραση των αναγκών της καπιταλιστικής ανάπτυξης των αραβικών κρατών, δίνοντας έμφαση: α) Στην ισχυροποίηση της εθνικής αστικής τάξης μέσα από τη δραστική μείωση της έως τότε σημαντικής επιρροής διαφόρων ξένων καπιταλιστικών κρατών στην οικονομία, την πολιτική διακυβέρνηση και τις διεθνείς συμμαχίες των αραβικών χωρών, και β) στον κεντρικό ρόλο του κράτους ως μοχλού καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και εκσυγχρονισμών αλλά και συνολικότερης αναβάθμισης του εργατικού δυναμικού (προκειμένου να υπηρετήσει τις ανάγκες της επιδιωκόμενης καπιταλιστικής ανάπτυξης) μέσα από τη δημιουργία διευρυμένων δομών Παιδείας, Υγείας, Πρόνοιας κ.ά.

Χαρακτηριστικές υπήρξαν π.χ. οι εκτεταμένες εθνικοποιήσεις - κρατικοποιήσεις υποδομών και επιχειρήσεων ξένων συμφερόντων στην Αίγυπτο επί κυβέρνησης Νάσερ, δίπλα σε μια γενικότερη ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας (της οποίας η παραγωγή αυξήθηκε κατά 47% στο διάστημα 1952 - 1957). Οπως χαρακτηριστικά υπήρξαν και τα εκτεταμένα «κοινωνικά μέτρα» που λήφθηκαν την ίδια περίοδο και περιελάμβαναν από την επέκταση των δημόσιων δομών Υγείας και Παιδείας έως την επιδότηση τροφίμων, ρουχισμού και στέγης για τις εργατικές - λαϊκές μάζες κ.ά. Τα μέτρα αυτά στόχευαν στη δημιουργία ενός ικανότερου εργατικού δυναμικού (πιο υγιούς, πιο μορφωμένου κ.ο.κ.), στην άμβλυνση των συνεπειών της εκβιομηχάνισης, αλλά και στην ενσωμάτωση των εργατικών - λαϊκών μαζών στην αστική εξουσία. Μαζί με το «καρότο», βεβαίως, πήγαινε και το «μαστίγιο» - δηλαδή η άγρια καταστολή του εργατικού - κομμουνιστικού κινήματος (βίαια καταστολή απεργιών, απαγόρευση του ΚΚ, μαζικές συλλήψεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια κ.ο.κ.).7

Οι οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές που εφάρμοσε η κυβέρνηση Νάσερ πέτυχαν «την "αραβοποίηση" της αιγυπτιακής οικονομίας, βάζοντας τέλος στην οικονομική και φυσική παρουσία των "ξένων"».8

Αντίστοιχα, όταν το Μπάαθ ανήλθε στην εξουσία στο Ιράκ το 1963, παρά τους όποιους «φόβους» είχαν δημιουργηθεί - σε ντόπιους και διεθνείς κεφαλαιοκρατικούς κύκλους - από τη ρητορική του περί «σοσιαλισμού», εν τέλει «όχι μόνο δεν έκανε κάποια κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά έδωσε και μια σειρά διαβεβαιώσεις προς την εμπορική κοινότητα - μια τάξη που σύμφωνα με τη θεωρία του Μπάαθ αποτελούσε "φυσικό εχθρό της επανάστασης"».9

Βεβαίως, ο παναραβισμός και ο «αραβικός σοσιαλισμός» «πατούσαν» σε ένα υπαρκτό ρεύμα ριζοσπαστικοποίησης - μαχητικοποίησης αναμεταξύ των αραβικών λαών (το οποίο η αστική τάξη προσπάθησε - και εν πολλοίς κατάφερε - να το ενσωματώσει και να το κινητοποιήσει στους σκοπούς της). Στις συνειδήσεις μεγάλης μερίδας των εργατικών - λαϊκών μαζών εκείνη την περίοδο η πάλη για ενότητα ανάμεσα στους αραβικούς λαούς ήταν σχεδόν ταυτόσημη με την πάλη κατά του βρετανικού και αμερικανικού ιμπεριαλισμού, αλλά και την πάλη για μια καλύτερη ζωή. Οπως χαρακτηριστικά σημειωνόταν σε σχετικό άρθρο αιγυπτιακού περιοδικού εκείνη την περίοδο: «Αν δεν αποτελούμε ένα ενιαίο φυλετικό σύνολο, δεμένο με μια κοινή καταγωγή, μία γλώσσα και μία ιστορία, διαθέτουμε ωστόσο μια τρομερή συναισθηματική ενότητα, πηγή της οποίας είναι η στέρηση όλων των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων μας. Γλώσσα της οποίας είναι το αναπόφευκτο μίσος μας απέναντι στους τυράννους που μας εξουσιάζουν, ενώ η ιστορία της είναι τα σκάνδαλα και οι τραγωδίες που υπέστησαν οι χώρες μας από τους συμμάχους του αποικιακού στρατοπέδου».10

Ωστόσο, παρά την όποια ριζοσπαστική - αντιιμπεριαλιστική του ρητορική (που πολύ συχνά προσομοίαζε τις θέσεις και διακηρύξεις των Κομμουνιστικών Κομμάτων), ο «αραβικός σοσιαλισμός» δεν είχε κοινό τόπο με το περιεχόμενο και τους στόχους πάλης του επαναστατικού εργατικού κινήματος. Ηταν ένα ξεκάθαρα αστικό ρεύμα, με βαθύτατα ταξικό περιεχόμενο και σκοπούς.

«Πατώντας» στις λεγόμενες ιδιαιτερότητες του αραβικού κόσμου (το χαμηλό επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης, το εύρος της «ξένης εξάρτησης» κ.λπ.), οι θεωρητικοί του «αραβικού σοσιαλισμού» (όπως ο Σύριος Μ. Αφλακ) ή πολιτικοί του εκπρόσωποι (όπως ο Α. Γκ. Νάσερ), έκαναν λόγο για σοσιαλισμό, αλλά χωρίς ταξικές αντιθέσεις, χωρίς ταξική πάλη και χωρίς σοσιαλιστική επανάσταση. Για εκείνους, η πρωταρχική αντίθεση στον αραβικό κόσμο δεν ήταν ανάμεσα σε αντίπαλες τάξεις (εκμεταλλευομένων και εκμεταλλευτών - ντόπιων και ξένων) αλλά ανάμεσα σε σύσσωμο το έθνος από τη μία μεριά απέναντι στην ξένη καπιταλιστική κυριαρχία από την άλλη. Η βελτίωση της θέσης των εργατικών - λαϊκών μαζών συνδεόταν με τη νίκη της εκάστοτε εθνικής αστικής τάξης.11

Τα προβλήματα στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος (ειδικά μετά την οπορτουνιστική στροφή που σηματοδότησε το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956), είχαν ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας «πολιτικής συμμαχιών και με δυνάμεις της αστικής τάξης (...) που χαρακτηρίστηκαν ως "εθνικώς σκεπτόμενες", σε διάκριση από τις λεγόμενες "ξενόδουλες"»,12γεγονός που, όσον αφορά τα ΚΚ των αραβικών κρατών, εκφράστηκε σε στήριξη του παναραβισμού (στην Αίγυπτο, στη Συρία, στο Ιράκ κ.α.) παρά τον βαθύτατο αντικομμουνισμό αλλά και την καταστολή που υπέστησαν. Η εναλλαγή από τη νομιμότητα στην παρανομία υπήρξε συχνή ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες ή στοχεύσεις (εσωτερικές και διεθνείς) των αστικών ηγεσιών των εν λόγω κινημάτων (όπως έγινε π.χ. στην Αίγυπτο, στη Συρία και στο Ιράκ).13 Το 1965 τα δύο ΚΚ της Αιγύπτου αυτοδιαλύθηκαν και ενσωματώθηκαν στην Αραβική Σοσιαλιστική Ενωση του Νάσερ.

Η ΕΣΣΔ στήριξε τα διάφορα αντιαποικιακά κινήματα που αναπτύχθηκαν την εν λόγω περίοδο στην περιοχή και γενικότερα, καθώς και τα νεαρά αστικά κράτη που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της αποδόμησης του αποικιοκρατικού συστήματος μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, θεωρώντας, μεταξύ άλλων, πως κατ' αυτόν τον τρόπο αποδυναμώνονταν οι ηγετικές δυνάμεις του ιμπεριαλισμού.

Το Παλαιστινιακό ζήτημα ως συστατικό στοιχείο της πολιτικής των αστικών τάξεων των αραβικών κρατών

Το Παλαιστινιακό ζήτημα κατείχε κεντρική θέση στον παναραβισμό / «αραβικό σοσιαλισμό», καθώς τα όσα είχαν συμβεί - και συνέχιζαν να συμβαίνουν - στην Παλαιστίνη θεωρούνταν ως το πιο ζωντανό και κατηγορηματικό παράδειγμα των συνεπειών της ξένης καπιταλιστικής παρουσίας / παρεμβατικότητας επί του αραβικού κόσμου. Το δε κράτος του Ισραήλ αποτελούσε την πιο τρανταχτή ενσάρκωση των δεινών του ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή. «Οι ιμπεριαλιστικές χώρες», τόνιζε ο βασικός ιδεολόγος του Συριακού Μπά'αθ Μ. Αφλάκ, «συγκρότησαν το Ισραήλ για να εμποδίσουν την αναγέννηση των Αράβων και να υπονομεύσουν την ενότητά τους».14 Ακολούθως, η απελευθέρωση της Παλαιστίνης θεωρούταν απαραίτητο συστατικό στοιχείο στην όλη διαδικασία εκτόπισης της ξένης καπιταλιστικής παρουσίας στην περιοχή και ενοποίησης του αραβικού κόσμου. Η Παλαιστίνη έγινε λίγο - πολύ συνώνυμη με την πάλη κατά του ιμπεριαλισμού (με το διαφορετικό φυσικά νόημα και περιεχόμενο που είχε αυτό για τις αστικές ηγεσίες και τους λαούς των κρατών της Μέσης Ανατολής).

Βεβαίως, το Παλαιστινιακό ζήτημα μπορεί να αποτελούσε βασικό σημείο αναφοράς του παναραβισμού, ωστόσο, όπως είδαμε ήδη, η πολιτική των αραβικών αστικών τάξεων υπαγορευόταν πρώτα και κύρια από τα ιδιαίτερα συμφέροντα του κράτους τους. Το γεγονός αυτό είχε αρνητικό αντίκτυπο και στην ανάπτυξη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος των Παλαιστινίων.

Ακολούθως, η ενθάρρυνση ή ο περιορισμός της δράσης Παλαιστινίων ενόπλων («φενταγίν») εξαρτιόταν κάθε φορά σε μεγάλο βαθμό από τις εκάστοτε συγκυριακές επιδιώξεις του κάθε αραβικού κράτους. Ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια μετά τον Α' Αραβοϊσραηλινό Πόλεμο η επιτήρηση των συνόρων (και των προσφυγικών καταυλισμών κατά μήκος τους) ήταν ιδιαίτερα σφικτή προς αποτροπή επιθετικών ενεργειών κατά του Ισραήλ. Η πλειοψηφία των επιθέσεων έως και το 1954 προερχόταν από τη μεριά της Ιορδανίας και την κατεχόμενη απ' αυτή Δυτική Οχθη (λόγω και των συνοριακών διαφορών της Ιορδανίας με το Ισραήλ). Από το 1954 και μετά η σκυτάλη πέρασε στην κατεχόμενη από την Αίγυπτο Λωρίδα της Γάζας λόγω της όξυνσης στις σχέσεις Αιγύπτου - Ισραήλ.15

Οπου ή όποτε η εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση και δράση των Παλαιστινίων δεν ήταν επιθυμητή, προβαλλόταν το «επιχείρημα»: «Το μόνο που χρειάζεται να κάνετε εσείς είναι να τρώτε και να κοιμάστε (...) οι αραβικοί στρατοί θα πάρουν πίσω τη χώρα σας για εσάς».16

Το Παλαιστινιακό ζήτημα αξιοποιήθηκε επίσης ανά περιόδους από τις αστικές τάξεις των αραβικών κρατών ως εργαλείο αποπροσανατολισμού των εργατικών - λαϊκών μαζών απέναντι στην εκμετάλλευση και την καταπίεση που βίωναν από τις ίδιες. «Οι αραβικές κυβερνήσεις», αναφέρουν οι A. Orr & M. Machover, «είχαν ιδιαίτερο συμφέρον στην εκτροπή της οργής των μαζών απέναντί τους και το έκαναν διοχετεύοντας την προς τους Εβραίους». Σε αυτό, κατά τους ίδιους, συνηγόρησαν επίσης οι Βρετανοί, καθώς και εκείνοι «είχαν συμφέρον στην εκτροπή της λαϊκής οργής (...) από τους ίδιους (...) προς κάποιον άλλο στόχο».17

Σε κάθε περίπτωση, με την πάροδο του χρόνου, όλο και περισσότεροι Παλαιστίνιοι άρχισαν να αμφισβητούν τις πραγματικές προθέσεις των ηγετών των αραβικών κρατών πίσω από τις ηχηρές τους διακηρύξεις για την Παλαιστίνη: «Μιλούν για την Παλαιστίνη, αλλά [στην πραγματικότητα] μιλούν για τον εαυτό τους»!18

Μία από τις σημαντικότερες συνέπειες των παραπάνω υπήρξε η σταδιακή αποσύνδεση των τεκταινομένων στη Μέση Ανατολή από τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και τις αντιθέσεις, αφήνοντας εν τέλει ως κατακάθι στις συνειδήσεις των εργατικών - λαϊκών μαζών μονάχα την οργή προς το Ισραήλ. Σε αυτό συνέδραμε βεβαίως και η φθίνουσα πορεία του ίδιου του παναραβισμού, κατά την οποία απώλεσε τις όποιες ριζοσπαστικές (ή ριζοσπαστικοφανείς) αναφορές του στον ιμπεριαλισμό.

Οι πρώτες ζυμώσεις και αγωνιστικές εκδηλώσεις μεταξύ των Παλαιστινίων

Η πρώιμη πολιτική - συνδικαλιστική ζύμωση και δραστηριότητα στις γραμμές των Παλαιστίνιων προσφύγων ήταν αξιοσημείωτη. Μαζική όσο και πρωταγωνιστική υπήρξε η συμμετοχή των Παλαιστίνιων εργατών στις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις που σημειώθηκαν το 1953 - 1956 στις βιομηχανίες πετρελαίου του Κουβέιτ, του Μπαχρέιν και της Σαουδικής Αραβίας (στις οποίες είχαν προσληφθεί κατά χιλιάδες μετά την προσφυγοποίησή τους το 1948 - 1949). Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1954 - 1955 πάνω από 260 Παλαιστίνιοι εργάτες απελάθηκαν από τη Σαουδική Αραβία για διενέργεια «παράνομης πολιτικής δραστηριότητας» στον αμερικανοαραβικό πετρελαϊκό μονοπωλιακό κολοσσό της ARAMCO. Στο Κουβέιτ, σημαντική συνδικαλιστική οργάνωση και δράση σημειώθηκε επίσης στις βιομηχανίες αυτοκινήτων (π.χ. «Ford», «Mercedes», FIAT), Τροφίμων και Ποτών (π.χ. «Pepsi Cola»), στις κατασκευές και αλλού.19

Εστίες αγώνα αναπτύχθηκαν επίσης στους προσφυγικούς καταυλισμούς, τόσο απέναντι στην εποπτεύουσα αρχή του ΟΗΕ όσο και απέναντι στις αρχές του εκάστοτε κράτους φιλοξενίας: Για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, για το δικαίωμα στη μόρφωση, στην Υγεία, στην πολιτική - συνδικαλιστική οργάνωση και δράση κ.α. «Οι υπηρεσίες που παρέχονται από τη διοίκηση (σ.σ. του καταυλισμού) μας», έγραφε χαρακτηριστικά μια προκήρυξη νέων προσφύγων στον Λίβανο, «αποτελούν δικαίωμά μας, όχι προϊόν χάρης ή ελεημοσύνης εκ μέρους της».20

Οι προσφυγικοί καταυλισμοί λειτούργησαν επιπλέον ως χώροι διατήρησης και περαιτέρω καλλιέργειας της εθνικής συνείδησης μεταξύ των Παλαιστίνιων Αράβων. «Καθώς μεγαλώναμε (σ.σ. στους καταυλισμούς) ζούσαμε την Παλαιστίνη κάθε μέρα», αναφέρει χαρακτηριστικά ένας πρόσφυγας στη μαρτυρία του. «Μιλούσαμε για την Παλαιστίνη κάθε μέρα. Πράγματι, δεν την είχαμε αφήσει το 1948. Απλά την είχαμε πάρει μαζί μας».21 Η μη διάχυση των Παλαιστινίων στις χώρες υποδοχής τούς επέτρεψε να διατηρήσουν τη συνέχειά τους ως λαός σε ιδιαίτερες κοινότητες, ενισχύοντας τα κοινά ιστορικά - πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά, αλλά και τη διαφοροποίησή τους από τους γειτονικούς αραβικούς λαούς. Καταλυτικό γεγονός ταυτοτικής αναφοράς αναμεταξύ τους υπήρξε αναμφίβολα η κοινή, βαθιά τραυματική εμπειρία του ξεριζωμού.

Οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες αντιστάθηκαν πεισματικά στις διάφορες προσπάθειες εθνικής τους ενσωμάτωσης - αφομοίωσης. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι όταν η ιορδανική κυβέρνηση το 1959 τους προσέφερε την ντόπια υπηκοότητα (συνοδευόμενη από την πλήρη και ισότιμη ένταξή τους στην οικονομία και στην κοινωνία της χώρας), μόλις 8.000 πρόσφυγες - από τους εκατοντάδες χιλιάδες - ανταποκρίθηκαν θετικά. Οι Παλαιστίνιοι αρνήθηκαν μαζικά να ανταλλάξουν την ταυτότητα του Παλαιστίνιου πρόσφυγα, που τους είχε χορηγήσει ο ΟΗΕ, τόσο γιατί αποτελούσε έγγραφη απόδειξη της καταγωγής τους όσο και γιατί αποτελούσε το «διαβατήριο» μιας μελλοντικής επιστροφής στην πατρίδα τους.22

Εχοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι κατά την ανάπτυξη του παλαιστινιακού ένοπλου εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος (ειδικά από το 1967 και μετά) οι προσφυγικοί καταυλισμοί αποτέλεσαν τους κυριότερους χώρους στρατολόγησης εθελοντών μαχητών («φενταγίν»).23

Οργάνωση και προσανατολισμός της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης των Παλαιστινίων

Η στάση της παλιάς (προ του 1948) «παραδοσιακής» αστικής πολιτικής ηγεσίας των Παλαιστίνιων Αράβων κατά τα κρίσιμα χρόνια της προσφυγοποίησής τους (1948 - 1949) είχε ως αποτέλεσμα την απαξίωσή της στη συνείδηση μεγάλης μερίδας του Παλαιστινιακού λαού, ιδιαίτερα ως προς τη δυνατότητά της να ηγηθεί ενός μελλοντικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Επιπλέον, είχε απολέσει τα δοσμένα δίκτυα αναπαραγωγής της εξουσίας της, ενώ σε πολλές περιπτώσεις δεν διέθετε καν πια γεωγραφική ενότητα, επομένως και άμεση επαφή με τη λαϊκή πλειοψηφία των προσφύγων, με την εξαίρεση της Δυτικής Οχθης, όπου η παλιά πολιτική, οικονομική και θρησκευτική ηγεσία των Παλαιστίνιων Αράβων εν πολλοίς διατηρήθηκε, με τις ευλογίες - και υπό την αιγίδα πάντοτε - της ιορδανικής κυριαρχίας. Ολα τα παραπάνω προσέφεραν το γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη νέων μορφών πολιτικής οργάνωσης και δράσης, που αντλούσαν από τα κυρίαρχα ρεύματα της εποχής.

Ακολούθως, κατά τις δεκαετίες του '50 και του '60 η πορεία του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος των Παλαιστίνιων Αράβων υπήρξε στενά συνυφασμένη με τον παναραβισμό και την εξέλιξή του. Πράγματι, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του '60 (όταν ο παναραβισμός ήταν σε άνοδο) η κυρίαρχη άποψη μεταξύ των Παλαιστινίων και γενικότερα των Αράβων ήταν ότι το Παλαιστινιακό ζήτημα αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του γενικότερου προβλήματος της αραβικής ενότητας, και ότι η λύση του πρώτου θα ερχόταν μέσω της επίτευξης του δεύτερου και ως αποτέλεσμά της.

Βασικός οργανωμένος εκφραστής αυτής της πολιτικής μεταξύ των Παλαιστινίων υπήρξε το Κίνημα Αράβων Εθνικιστών (ΚΑΕ). Το ΚΑΕ αναδείχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του '50 μέσα από τις γραμμές των Παλαιστίνιων φοιτητών στη Βηρυτό του Λιβάνου, όμως γρήγορα εξαπλώθηκε στην Ιορδανία, στο Κουβέιτ, στην Αίγυπτο, στη Συρία, στο Ιράκ κ.α. «Οι ιδρυτές και οι ηγέτες του (...) προέρχονταν κυρίως από τη μεσαία και την ανώτερη μεσαία τάξη (...) Η οργανωμένη του δύναμη, ωστόσο, περιέκλειε όλες τις τάξεις», ενώ «υψηλό» ήταν επίσης το «ποσοστό των Χριστιανών» Αράβων στις γραμμές του.24

Οι στόχοι του ΚΑΕ, αντλώντας σε μεγάλο βαθμό από τα ρεύματα του παναραβισμού και του αραβικού σοσιαλισμού, προσέβλεπαν «στη δημιουργία ενός ενωμένου "προοδευτικού" αραβικού έθνους - κράτους, το οποίο σήμαινε εκσυγχρονισμό, εκβιομηχάνιση, διαχωρισμό κράτους και θρησκείας, με τον πολιτισμό και την επιστήμη να αποτελούν βασικά θεμελιακά στοιχεία του κράτους». Η καπιταλιστική ανάπτυξη θεωρούταν απαραίτητη προϋπόθεση για την ευόδωση των «εθνικών» στόχων, καθώς υπήρχε η εκτίμηση ότι ο ξεριζωμός των Παλαιστινίων και η ήττα των Αράβων κατά τον Α' Αραβοϊσραηλινό Πόλεμο ήταν το ευθύ αποτέλεσμα της καθυστέρησής τους έναντι του πιο προηγμένου καπιταλιστικά Ισραήλ και αντίστοιχα των ισχυρών διεθνών συμμάχων του.25

Για το ΚΑΕ «ο στόχος της απελευθέρωσης της Παλαιστίνης δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν οι αραβικές χώρες δεν απελευθερώνονταν από τον αποικιακό έλεγχο της Δύσης, προκειμένου να καταστεί δυνατό να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους κατά του Ισραήλ». 'Η, όπως το διατύπωσε ο Γ. Χαντάντ (ιδρυτικό στέλεχος του ΚΑΕ), «ο δρόμος για το Τελ Αβίβ περνά μέσα από τη Δαμασκό, τη Βαγδάτη, το Αμμάν και το Κάιρο».26

Αν και το ΚΑΕ υπήρξε ο κυριότερος οργανωμένος πολιτικός φορέας των Παλαιστίνιων Αράβων καθ' όλη τη δεκαετία του '50 και κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του '60, δεν απέκτησε ποτέ τη μαζικότητα που είχε αργότερα η οργάνωση της Φατάχ.27

Η Φατάχ (συντομευμένη ονομασία του Παλαιστινιακού Εθνικοαπελευθερωτικού Κινήματος), από την ίδρυσή της το 1959 και για λίγα χρόνια ακόμα (μέχρι και το 1967), υπήρξε μικρή σχετικά οργάνωση. Ο ηγετικός - ιδρυτικός της πυρήνας και η αρχική κοινωνική της βάση αντλούσαν βασικά από τα μικροαστικά στρώματα των πόλεων, τους φοιτητές, το πιο εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό κ.ο.κ., ενώ το δίκτυο των οργανώσεών της έφτασε να εκτείνεται σε όλα σχεδόν τα κράτη του αραβικού κόσμου.28Επικεφαλής της Φατάχ ήταν ο Γ. Αραφάτ.

Μία από τις βασικότερες διαφορές μεταξύ της Φατάχ και του ΚΑΕ ήταν ο στρατηγικός τους προσανατολισμός αναφορικά με την υπόθεση της απελευθέρωσης της Παλαιστίνης. Η Φατάχ δεν έβλεπε την απελευθέρωση της Παλαιστίνης ως το προϊόν κάποιου γενικότερου συλλογικού παναραβικού στόχου ή δράσης, αλλά ως το αποτέλεσμα της πάλης - ιδίως της ένοπλης - πρώτα και κύρια των ίδιων των Παλαιστινίων, που θα κατέληγε με τη συγκρότηση ξεχωριστού κράτους.

Η διαφορετική στρατηγική της Φατάχ στηρίχθηκε σε μια σειρά παράγοντες. Καταρχάς, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '60 είχε αρχίσει να διαφαίνεται ότι τα αραβικά κράτη, παρά τις όποιες ηχηρές διακηρύξεις, επί της ουσίας δεν είχαν σκοπό να αγωνιστούν - έμπρακτα και σταθερά - για την υπόθεση της απελευθέρωσης της Παλαιστίνης. Μία από τις πολλές ενδείξεις περί τούτου αποτέλεσαν π.χ. οι σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου του Αραβικού Συνδέσμου στις 29/2/1960, το οποίο απέρριψε την πρόταση συγκρότησης παλαιστινιακού στρατού, καλώντας την ίδια στιγμή για μια «διεθνή λύση» στο Παλαιστινιακό πρόβλημα.29

Ενα άλλο στοιχείο είχε να κάνει με τη γενικότερη δυναμική των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων εκείνη την εποχή (σε Αφρική, Ασία και Νότια Αμερική), που λειτουργούσε συνάμα ως εμπνευστής και καταλύτης για τους πόθους και τις ελπίδες όλων των καταπιεζόμενων λαών. Το όργανο της Φατάχ, «Filastinuna», έγραφε τον Νοέμβρη του 1960: «Οι επαναστάσεις σε όλο τον κόσμο μάς εμπνέουν. Η επανάσταση στην Αλγερία φωτίζει τον δρόμο μας σαν ένας λαμπερός πυρσός ελπίδας. Οταν οι Αλγερινοί ξεκίνησαν την επανάστασή τους το 1954 (σ.σ. απέναντι στους Γάλλους αποικιοκράτες) δεν ήταν παρά λίγες εκατοντάδες Αραβες απέναντι σε 20.000 Γάλλους στρατιώτες και καλά εξοπλισμένους εποίκους. (...) Η επανάσταση στην Αλγερία μάς απέδειξε ότι ένας λαός μπορεί να οργανωθεί και να οικοδομήσει τη στρατιωτική του δύναμη κατά την ίδια τη διαδικασία του αγώνα».30

Την 1η Γενάρη του 1965 η Φατάχ πραγματοποίησε την πρώτη της ένοπλη επιχείρηση εναντίον στόχων εντός του κράτους του Ισραήλ, σηματοδοτώντας την έναρξη του παλαιστινιακού ένοπλου αγώνα για απελευθέρωση. Ο αντίκτυπος της εν λόγω ενέργειας ήταν μεγάλος. «Οι Παλαιστίνιοι στους καταυλισμούς», γράφει η R. Sayigh, «υποδέχτηκαν τα νέα με ενθουσιασμό και μετά απ' αυτό η κατάσταση άλλαξε. Ολοι άρχισαν να μιλάνε γι' αυτό το καινούριο βήμα, για τη θέλησή τους να συμμετάσχουν, ιδιαίτερα οι φοιτητές και οι νέοι εργάτες».31

Σταθμό στην πορεία του παλαιστινιακού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος αποτέλεσε η ίδρυση της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO). Η PLO συγκροτήθηκε στην Ιερουσαλήμ στις 28/5/1964, κατ' εφαρμογή σχετικής απόφασης του Αραβικού Συνδέσμου τον Γενάρη του ίδιου έτους. Οπως αναγραφόταν στην Εθνική Χάρτα της PLO του 1964, σκοπός της οργάνωσης ήταν η απελευθέρωση της Παλαιστίνης και η συγκρότηση ανεξάρτητου παλαιστινιακού αραβικού κράτους στο σύνολο των εδαφών που μέχρι το 1947 συναποτελούσαν τη Βρετανική Εντολή. Με άλλα λόγια, η PLO δεν αναγνώριζε το κράτος του Ισραήλ, ούτε αποδεχόταν την ύπαρξη κάποιου τέτοιου, έστω με άλλα σύνορα. Δικαίωμα παραμονής στην Παλαιστίνη αναγνωριζόταν μόνο στους Εβραίους που ήταν αυτόχθονες (όχι έποικοι).

Υιοθετώντας τις θέσεις του παναραβισμού, η Χάρτα υπογράμμιζε επίσης ότι «η αραβική ενότητα και η απελευθέρωση της Παλαιστίνης αποτελούν δύο αλληλοσυμπληρούμενους στόχους». Ξεκαθάριζε δε ότι όλα τα «ιδεολογικά δόγματα, πολιτικά, κοινωνικά ή οικονομικά» υποτάσσονταν «στο πρωταρχικό καθήκον της εθνικής απελευθέρωσης».32

Πρώτος πρόεδρος της PLO αναδείχθηκε ο Α. Σουκέιρι, ο οποίος είχε διατελέσει αναπληρωτής γενικός γραμματέας του Αραβικού Συνδέσμου το διάστημα 1950 - 1956. Αν και τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της η PLO συνδεόταν στενά με την εξωτερική πολιτική της Αιγύπτου,33 η κατάσταση θα άλλαζε άρδην μετά την έκβαση του Πολέμου των Εξι Ημερών (με αποκορύφωμα την ανάληψη της ηγεσίας της οργάνωσης από τον ηγέτη της Φατάχ, Γ. Αραφάτ, το 1969).

Τέλος, κατά τις δεκαετίες του '50 και του '60 πολλοί Παλαιστίνιοι Αραβες εντάχθηκαν επίσης στο Μπάαθ της Συρίας και σε άλλες οργανώσεις που υιοθετούσαν τον παναραβισμό ή τον αραβικό σοσιαλισμό στα κράτη όπου είχαν καταφύγει ως πρόσφυγες. Ενας αριθμός εντάχθηκε ακόμα στα κατά τόπους Κομμουνιστικά Κόμματα (π.χ. οι Παλαιστίνιοι κομμουνιστές στη Δυτική Οχθη προσχώρησαν στο ΚΚ Ιορδανίας, στη Συρία στο ΚΚ Συρίας κ.ο.κ.).

Στο ίδιο το Ισραήλ, η οποιαδήποτε εθνικοαπελευθερωτική κίνηση ή οργάνωση απαγορευόταν αυστηρά και διωκόταν συστηματικά. Η μόνη πολιτική δύναμη που διαχρονικά και με συνέπεια στήριζε τα δικαιώματα των Παλαιστίνιων Αράβων ως μειονότητας, που πρόβαλλε το αίτημα για συγκρότηση παλαιστινιακού κράτους κ.ο.κ., ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισραήλ. Η στήριξη των Παλαιστίνιων Αράβων στο ΚΚΙ ήταν αναλογικά πολλαπλάσια των Εβραίων. Οταν π.χ. το 1961 το ΚΚΙ έλαβε σε εθνικό επίπεδο το 4,18% των ψήφων, το ποσοστό του στους Εβραίους ήταν 2,6%, ενώ αντίστοιχα στους Παλαιστινίους Αραβες ήταν 22%. Ενας στους δύο ψηφοφόρους του ΚΚΙ ήταν Παλαιστίνιος Αραβας.34

Ωστόσο, για μια ακόμα φορά (όπως και κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου) το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν κατάφερε να διαφυλάξει ιδεολογικοπολιτικά και οργανωτικά την ταξική - διεθνιστική του ενότητα. Οι διαρκείς αστικές πιέσεις για ευθυγράμμιση με τα συμφέροντα του ισραηλινού καπιταλιστικού κράτους (ιδιαίτερα από τα μέσα της δεκαετίας του '60, όταν η εξάλειψη του Ισραήλ έγινε διακηρυγμένη θέση του παναραβισμού και οργανώσεων όπως η PLO) είχαν σοβαρό αντίκτυπο στον ταξικό - διεθνιστικό προσανατολισμό του ΚΚΙ. Ετσι, π.χ. σταδιακά μετατοπίστηκε από μια θέση συνεπούς διεθνιστικής αντίθεσης στην ισραηλινή στρατιωτική συμμετοχή κατά την Κρίση του Σουέζ, το 1956, στο να διακηρύσσει το 1965 ότι «το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισραήλ θα αποτελέσει την ασπίδα της ύπαρξης του Ισραήλ, της ανεξαρτησίας του Ισραήλ, της ασφάλειας του Ισραήλ, του μέλλοντος του Ισραήλ».35

Την 1η Σεπτέμβρη 1965 το ΚΚΙ διασπάστηκε. Το νέο κόμμα που προέκυψε (η Νέα Κομμουνιστική Λίστα ή «Ρακά») κατηγόρησε την ηγεσία του ΚΚΙ για «διολίσθηση (...) στην κατηφόρα του εθνικισμού», ότι «υπερασπίζεται τις θεμελιώδεις πολιτικές της κυβέρνησης και έχει υιοθετήσει πλήρως τη σιωνιστική ιδεολογία».36 Η Νέα Κομμουνιστική Λίστα, με ΓΓ τον Μ. Βίλνερ, αναγνωρίστηκε από το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα ως ο συνεχιστής του ΚΚΙ. Το νέο κόμμα διατήρησε τη μεγάλη πλειοψηφία της παλαιστινιακής αραβικής υποστήριξης (η οποία και αυξήθηκε τα επόμενα χρόνια), ενώ αποτέλεσε πρόδρομο του σημερινού Κομμουνιστικού Κόμματος Ισραήλ.37

Παράγοντες που συνεπέδρασαν στην αλλαγή προσανατολισμού του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Παλαιστινίων

Οπως αναφέρει η R. Sayigh, θα υπέθετε κανείς πως η καθολική μεταξύ των αραβικών κρατών «υιοθέτηση της αρχής ότι "η Παλαιστίνη αποτελεί πρωταρχική υπόθεση όλων των Αράβων" θα είχε οδηγήσει σε κάποια κοινή πολιτική και στρατιωτική δράση για την ανάκτησή της (...). Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν συνέβη».38 Προς τα μέσα δε της δεκαετίας του '60 είχε αρχίσει πια να διαφαίνεται πιο καθαρά από ποτέ ότι κάτι τέτοιο ήταν μάλλον αδύνατο.

Η σύνδεση του Παλαιστινιακού ζητήματος με τη στρατηγική του παναραβισμού προϋπέθετε πρώτα απ' όλα την ευόδωση του δεύτερου, το οποίο με τη σειρά του προϋπέθετε την υιοθέτησή του από τις αστικές τάξεις όλων των αραβικών κρατών, κάτι που δεν συνέβη. «Δεν μπορούμε να συντονιστούμε στις προσπάθειές μας για την Παλαιστίνη», τόνιζε το 1966 ο Αιγύπτιος Πρόεδρος Νάσερ, εξαιτίας «της αραβικής αντίδρασης (...). Η αραβική αντίδραση συνεργάζεται με τον ιμπεριαλισμό, όπως και ο σιωνισμός. Πώς μπορεί λοιπόν η αραβική αντίδραση να πολεμήσει τον σιωνισμό; (...) Σε καμιά περίπτωση δεν μπορώ να φανταστώ πώς η Σαουδική Αραβία θα μπορούσε να δώσει μάχη για την Παλαιστίνη, όταν έχει στο έδαφός της αμερικανικές και βρετανικές βάσεις. Η Σαουδική Αραβία θα πρέπει πρώτα απ' όλα να καταφέρει να απελευθερωθεί η ίδια από τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς, προτού στραφεί προς την απελευθέρωση της Παλαιστίνης».39

Ομως η στρατηγική του παναραβισμού δεν απέτυχε μόνο επειδή ορισμένες αστικές τάξεις μιας σειράς αραβικών κρατών δεν τον υιοθέτησαν, αλλά επειδή και εκείνες που το έπραξαν τελικά δεν κατάφεραν να τον φέρουν σε πέρας όταν το επιχείρησαν (βλ. το εγχείρημα της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας).

Κρίσιμος παράγοντας υπήρξε επίσης ο κεντρικός ρόλος της Αιγύπτου ως πρωταγωνιστικού - ηγετικού κρατικού φορέα του παναραβισμού, καθώς εν πολλοίς οι επιτυχίες - και αντίστοιχα οι αποτυχίες - του πρώτου αντανακλούσαν στην απήχηση του δεύτερου. Οσο π.χ. η έκβαση της Κρίσης του Σουέζ (1956) υπέρ της Αιγύπτου λειτούργησε ως θετικός καταλύτης για τον παναραβισμό, άλλο τόσο αρνητικά λειτούργησε η ήττα κατά τον Πόλεμο των Εξι Ημερών (1967). Αυτό βεβαίως είχε αντίτυπο και στον αντίστοιχο προσανατολισμό του παλαιστινιακού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Χαρακτηριστικός υπήρξε ο ενθουσιασμός με τον οποίο υποδέχτηκε ο Α. Ιγιάντ (μετέπειτα ιδρυτικό στέλεχος της Φατάχ) την έκβαση της Κρίσης του Σουέζ, σημειώνοντας πως «όλα πλέον είναι δυνατά, ακόμα και η απελευθέρωση της Παλαιστίνης».40 Οπως χαρακτηριστική ήταν και η οργανωτική κατάρρευση του ΚΑΕ αμέσως μετά τον πόλεμο (στη Γάζα π.χ. η δύναμή του έπεσε από τα 1.200 ενεργά μέλη σε μόλις 213).41

Η ιεράρχηση των ιδιαίτερων συμφερόντων των αστικών τάξεων των αραβικών κρατών πάνω από την οποιαδήποτε κοινή στρατηγική συνισταμένη του παναραβισμού, η ουσιαστική υπαγωγή του δεύτερου στα πρώτα, είχε ως αποτέλεσμα την ενσωμάτωση της υπόθεσης των Παλαιστινίων και των εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεών τους στις εκάστοτε εθνικές αστικές επιδιώξεις άλλοτε της Αιγύπτου, άλλοτε της Ιορδανίας κ.ο.κ. Καθώς σε μια πορεία άρχισε να διαφαίνεται ότι όλα τα παραπάνω ούτε εξυπηρετούσαν την υπόθεση των Παλαιστινίων, ούτε οδηγούσαν σε μια επιτυχή λύση της, το κέντρο βάρους της οργάνωσης και κατεύθυνσης του παλαιστινιακού αγώνα μετατοπίστηκε από την ευρύτερη παναραβική δράση στους ίδιους τους Παλαιστινίους.

Παραπομπές:

1. Rashid Khalidi et al, «The origins of Arab nationalism», εκδ. «Columbia University Press», NY, 1991, σελ. 7

2. Ralph M. Coury, «Who invented Egyptian Arab Nationalism», Part 2, στο «International Journal of Middle East Studies», vol. 14, no. 4, November 1982, σελ. 464

3. ό.π., σελ. 467, 476

4. Ewan Stein, «Conceptions of Israel and the formation of Egyptian foreign policy, 1952 - 1981», PhD Thesis, LSE, London, 2007, σελ. 146

5. Adeed Dawisha, «Arab nationalism in the twentieth century», εκδ. «Princeton University Press», Princeton & Oxford, 2003, σελ. 83 - 84, 201 κ.ά.

6. ό.π., σελ. 124 - 125.

7. Robert E. Danielson, «Nasser and Pan-Arabism», Thesis, Naval Postgraduate School, Monterey, 2007, σελ. 30 - 34

8. Ewan Stein, «Conceptions of Israel and the formation of Egyptian foreign policy, 1952 - 1981», PhD Thesis, LSE, London, 2007, σελ. 95

9. CIA, «Special Report: The Baathist Regimes in Syria and Iraq», 23/9/1963, σελ. 4

10. Tareq Ismael & Rifa'at El-Sa'id, «The Communist Movement in Egypt, 1920-1988», εκδ. «Syracuse University Press», ΝΥ, 1990, σελ. 62

11. ό.π., σελ. 108, και Paul Salem, «Bitter legacy: Ideology and politics in the Arab world», εκδ. «Syracuse University Press», ΝΥ, 1994, σελ. 68 - 69

12. http://www.kke.gr/article/Apofasi-toy-18oy-Synedrioy-toy-KKE-gia-to-Sosialismo/

13. Ewan Stein, «Conceptions of Israel and the formation of Egyptian foreign policy, 1952 - 1981», PhD Thesis, LSE, London, 2007, σελ. 81 - 94

14. Michel Aflaq, «Choice of Texts from the Ba'th Party founder's thoughts», εκδ. «Arab Ba'th Socialist Party», 1977, σελ. 104

15. Avi Shlaim, «The iron wall», εκδ. «Gardners Books», 2001, σελ. 84 - 85, και Πρακτικά Κνεσέτ, φάκελος 19/672, στο Akiva Orr & Moshe Machover, «Peace, Peace, When there is no Peace (Israel and the Arabs 1948 - 1961») (διαδικτυακή έκδοση https://www.marxists.org/subject/jewish/peace-peace.pdf), σελ. 167 - 168

16. Anne Elizabeth Irfan, «Internationalizing Palestine», PhD Thesis, LSE, London, 2018, σελ. 114

17. Akiva Orr & Moshe Machover, «Peace, Peace, When there is no Peace (Israel and the Arabs 1948 - 1961)», σελ. 22

18. Rosemary Sayigh, «The Palestinians», εκδ. «Zed Books», London, 2007, σελ. 147

19. John Chalcraft, «Migration and popular protest in the Arabian Peninsula and the Gulf», στο «International Labor and Working Class History», no.79, Spring 2011, σελ. 30 - 31, 40 - 41

20. Anne Elizabeth Irfan, «Internationalizing Palestine», PhD Thesis, LSE, London, 2018, σελ. 96

21. Fawaz Turki, «Soul in exile: Lives of a Palestinian revolutionary», εκδ. «Monthly Review Press», NY, 1988, σελ. 36

22. Najeh Jarrar, «Citizenship and Palestinian refugees», στο «Palestine - Israel Journal of Politics, Economics and Culture», vol. 3, no. 3 - 4, Summer / Autumn 1996, σελ. 66

23. Anne Elizabeth Irfan, «Internationalizing Palestine», PhD Thesis, LSE, London, 2018, σελ. 39.

24. Helga Baumgarten, «The three faces / phases of Palestinian nationalism, 1948 - 2005», στο «Journal of Palestine Studies», vol. 34, no 4, Summer 2055, σελ. 27

25. ό.π., σελ. 27 - 28

26. Yezid Sayigh, «Armed struggle and the search for state: The Palestinian National Movement, 1949 - 1993», εκδ. «Oxford University Press», 2000, σελ.75 και 73

27. Helga Baumgarten, «The three faces / phases of Palestinian nationalism, 1948 - 2005», σελ. 26

28. ό.π., σελ. 32

29. Orna Almog, «Beyond Suez - The Anglo-Israeli relationship, 1956 - 1958», PhD Thesis, LSE, London, 1999, σελ. 346 - 347

30. «Filastinuna», no. 11, November 1960, σελ. 3, στο Helga Baumgarten, «The three faces / phases of Palestinian nationalism, 1948 - 2005», σελ. 33

31. Rosemary Sayigh, «The Palestinians», εκδ. «Zed Books», London, 2007, σελ. 157

32. Palestine National Charter of 1964 (https://web.archive.org/web/20101130144018/http://www.un.int/wcm/content/site/palestine/pid/1236)

33. Helga Baumgarten, «The three faces / phases of Palestinian nationalism, 1948 - 2005», σελ. 157

34. Martin Slann, «Ideology and ethnicity in Israel's two Communist Parties», στο «Studies of Comparative Communism», vol. VII, no. 4, Winter 1974, σελ. 374

35. Maurice Friedberg, «The split in Israel's Communist Party», στο «Midstream», vol. 12, no. 2, February 1966, σελ. 26

36. Meir Vilner, «The development in Israel, political forces and the struggle for a peace front», στο «Information Bulletin, Special no: Pre Congress Material for the XVII Congress of the Communist Party of Israel», σελ. 130

37. Martin Slann, «Ideology and ethnicity in Israel's two Communist Parties», σελ. 371, 374

38. Rosemary Sayigh, «The Palestinians», εκδ. «Zed Books», London, 2007, σελ. 102

39. Ewan Stein, «Conceptions of Israel and the formation of Egyptian foreign policy, 1952 - 1981», σελ. 131

40. Abu Iyad, «My Home, My Land: A narrative of the Palestinian struggle», εκδ. «Times Books», NY, 1981, σελ. 23

41. Jean-Pierre Filiu, «Gaza: A History», εκδ. «Hurst», London, 2015, σελ. 128


Αναστάσης ΓΚΙΚΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ