ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 6 Μάρτη 2024
Σελ. /28
Συζητώντας με τους μαθητές μας με αφορμή την «Τιμή και το Χρήμα» του Θεοτόκη

Θέματα που αναδεικνύονται για το γυναικείο ζήτημα στον 21ο αιώνα...

Τα λογοτεχνικά σχολικά κείμενα μπορούν να αξιοποιηθούν μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία ως ένας παράλληλος καθρέφτης, ένας δίαυλος επικοινωνίας με τις αντιστοιχίες και τις αναλογίες του παρόντος.

«Η Τιμή και το Χρήμα» του Κ. Θεοτόκη, ως μια κοινωνική νουβέλα που διδάσκεται στην Β/βάθμια Εκπαίδευση στη Β' Λυκείου, αποτυπώνει την κοινωνία της Κέρκυρας στις αρχές του 20ού αιώνα, την άνοδο της αστικής τάξης και την πλήρη αποσύνθεση του φεουδαρχικού συστήματος.

Παρακολουθεί τη νεοεμφανιζόμενη εργατική τάξη, την ηρωίδα, εργαζόμενη κυρα-Επιστήμη που μετρά τις σφυρίδες, τα μισθά της δηλαδή, μια γυναίκα αυτεξούσια, στοιχείο που ενισχύεται σκόπιμα από τον συγγραφέα με τον ρόλο του ανήμπορου μεθύστακα άνδρα της.

Αφουγκράζεται τη γυναίκα εργάτρια πρωταγωνίστρια - κάτι πρωτόγνωρο για την εποχή του έργου - την Ρήνη, την κόρη της κυρα-Επιστήμης, που πάει κόντρα στους θεούς και δαίμονες των κοινωνικών προκαταλήψεων και των ταξικών της δεσμών. Είναι το πρόσωπο - σύμβολο, κτίστης μιας νέας κοσμοθεωρίας, μιας νέας κοινωνίας την οποία υπερασπίζεται ο Θεοτόκης.

Επιβεβαιώνεται η ουσία του ανθρώπου που πραγματώνεται μέσα στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων

Ο Θεοτόκης, συναρπάζοντας τους μαθητές, κτίζει γραμμικά το λογοτεχνικό συμβάν - δίχως εμβόλιμες παρατηρήσεις - μέσα από τη δυναμική εξέλιξη των χαρακτήρων που ραγίζουν τον καθρέφτη των αξιών της αστικής κοινωνίας.

Η διήγηση προσφέρεται για παραλληλισμούς που αναδεικνύουν μια σειρά από εκμεταλλευτικές και εξουσιαστικές δομές, στερεοτυπικές αντιλήψεις και μοτίβα τα οποία συναντάμε και στη σύγχρονη εποχή πίσω από αναρίθμητα περιστατικά κακοποιητικών συμπεριφορών, ενδοοικογενειακής βίας και γενικότερα της ανισότιμης θέσης της γυναίκας.

Τα πρόσωπα της ιστορίας είναι παλλόμενοι και εξελισσόμενοι οργανισμοί σε έναν κόσμο που η αγάπη είναι αγοραπωλησία, το «αυτεξούσιο και το υπεύθυνο των πράξεών μας» χάνεται μέσα σε de facto καταναγκαστικά πλέγματα που εξαχρειώνουν τον άνθρωπο.

Οι μαθητές οδηγούνται μέσα στο σπίτι των πρωταγωνιστών για να ανακαλύψουν τις καθημερινές ανάγκες που οδηγούν την κυρα-Επιστήμη να συναλλάσσεται με τους λαθρέμπορους, να ανέχεται την απραγία και το μεθύσι του άντρα της, να δουλεύει από το πρωί μέχρι το βράδυ για να προικίσει και τις τρεις κόρες της.

Συλλογίζονται τα λόγια του μπάρμπα του Αντρέα για τα τάλαρα που είναι «ο θεός επί της γης», για τα τάλαρα που «ούτε ο έρωτας δεν μπορεί να τα κάνει πέρα», για τα τάλαρα που αν οι άνθρωποι δεν τους υποταχτούνε «ψοφάνε τσι πείνας»...

Στο λαθρεμπόριο του Μαντουκίου, στις πολιτικές κουβέντες του καφενείου και στα άγρυπνα μάτια και κουτσομπολιά των γυναικών στα στενά κερκυραϊκά σοκάκια, στα μετρήματα και τους υπολογισμούς της κυρα-Επιστήμης επιβεβαιώνεται η ουσία του ανθρώπου που πραγματώνεται μέσα στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων.

Αναδεικνύεται πόσο ισχυρές παραμένουν οι αναλογίες για τον χαρακτήρα των κυρίαρχων αξιών

Ποια είναι τα σπίτια, τα περιβάλλοντα των ανθρώπων που εμπλέκονται σήμερα σε εκατοντάδες περιστατικά ακραίων συμπεριφορών, ενδοοικογενειακής και έμφυλης βίας, όπως μαθαίνουν οι μαθητές μέσα από τα ΜΜΕ; Η εξαθλίωση, η υποτίμηση, η επιθετικότητα ενάντια σε γυναίκες που τις οδηγεί έως και να ανέχονται την εκπόρνευση των παιδιών τους διακρίνονται στα σημερινά σκοτεινά, φτωχικά δωμάτια, όπως αυτά της Τρινκούλενας;

Η προσφώνηση «ανάθεμα τα ταλάρα» πυροδοτεί καίρια ερωτήματα: Γιατί άραγε πέρασαν σχεδόν 70 χρόνια από την εποχή του έργου μέχρι να καταργηθεί η προίκα στο ελληνικό δίκαιο; Γιατί η συζήτηση του Αντρέα με τον «Μπάρμπα» για «τα χίλια τάλαρα της Σάββαινας» ήταν κυρίαρχο ιδεολογικό στοιχείο μέσα στον πολιτισμό, στις ταινίες, στα κριτήρια της ηθικής και των αξιών της πρέπουσας οικογενειακής ζωής;

Ο καθηγητής, διαλεγόμενος με τους μαθητές, μπορεί να αναδείξει πόσο ισχυρές παραμένουν οι αναλογίες για τον χαρακτήρα των κυρίαρχων αξιών. Αν και η ένταξη της γυναίκας στην παραγωγική διαδικασία δημιούργησε το έδαφος για τη χειραφέτησή της, εντούτοις οι ανθρώπινες σχέσεις, ο έρωτας, η επιλογή του/της συντρόφου κάθε άλλο παρά έχουν πλήρως αποδεσμευτεί από το στοιχείο της ανάγκης, από το πλαίσιο των περιορισμών που ορίζει η ταξικότητα της κοινωνίας μας.

Σήμερα, που δεν είναι τόσο έντονος ο κοινωνικός έλεγχος και η καταπίεση του κουτσομπολιού της κερκυραϊκής γειτονιάς, ποια είναι η πρόνοια ώστε μια γυναίκα εργαζόμενη να μπορεί να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της ζωής αν θελήσει να απαλλαγεί από ένα βίαιο και καταπιεστικό περιβάλλον;

Αρκεί να παραθέσουμε στους μαθητές το στοιχείο ότι για τους 332 δήμους στην Ελλάδα, κοιτώνες για γυναίκες - θύματα βίας υπάρχουν μόλις σε 18, τη στιγμή που ο ετήσιος αριθμός γυναικών θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, για το 2021 π.χ., είναι 7.375. Στην Ευρώπη, σήμερα, το 40% - 50% των εργαζόμενων γυναικών ανέφεραν σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία τους, ενώ 13 εκατομμύρια γυναίκες στην ΕΕ δέχθηκαν σωματική βία μέσα σ' έναν χρόνο. Να ανοίξουμε μια πιο ειλικρινή και επιστημονική συζήτηση μέσα στην τάξη, μακριά από τις κραυγές των ΜΜΕ για τη μάνα - τέρας, για τη γυναίκα που δεν έχει το ψυχικό σθένος να αντισταθεί στις πιέσεις...

Ο συγγραφέας, χρωματίζοντας με το πινέλο του τη βαρβαρότητα της ανέχειας και της υποδούλωσης των ηρώων, υποδόρια οδηγεί τη σκέψη μας στον σημερινό καταναγκασμό, στην πίεση του κοινωνικού περίγυρου, στην έλλειψη επιλογών. Ολα αυτά δηλαδή που γεννούν και ξαναγεννούν την ανισοτιμία της σύγχρονης γυναίκας εργαζόμενης.

Ο μεθυσμένος Τρίνκουλος είναι ο άντρας που χιλιάδες γυναίκες τον ανέχονται και σήμερα, η «θυγατέρα» που παρατά το σχολείο, μας οδηγεί στη σημερινή σχολική διαρροή. Αναρωτιόμαστε: Ποιο είναι το μέτρο της ελευθερίας και της ανάγκης στις σημερινές ανθρώπινες σχέσεις; Ποιες άτυπες συμφωνίες και σιωπηροί εκβιασμοί καθιστούν τις γυναίκες ανήμπορες απέναντι στη βία και την υποτίμηση, στην «απάθεια απέναντι στις ευθύνες» ή ακόμα και στην απόλυτη εξαχρείωση;

«Φάε αγάπη μωρέ; Η αγάπη δεν χορταίνει», ξεφωνίζει ο μπάρμπας στον Αντρέα... Τα χρήματα πάνω από όλα και όχι η ελεύθερη επιλογή, η συντροφικότητα, το ταίριασμα, η επικοινωνία... Μήπως και σήμερα η λατρεία του χρήματος, του εύκολου πλουτισμού, του συμφεροντολογισμού δεν προβάλλεται στα τραγούδια της μαζικής κατανάλωσης που πολύ καλά γνωρίζει η σημερινή νεολαία;

«Αστραψε φως και γνώρισε ο νιος τον εαυτό του»

Συναρπάζει τους μαθητές ότι το κείμενο του Θεοτόκη δεν μένει μόνο στην καταγραφή μιας κατάστασης, οι ήρωές του μέσα από τα βιώματά τους εξελίσσονται, μεστώνουν, διαμορφώνουν μια πιο ολοκληρωμένη συνείδηση. Συμβαίνει αυτό που γράφει ο Σολωμός: «Αστραψε φως και γνώρισε ο νιος τον εαυτό του». Μέσα από τα αριστοτεχνικά ξεσπάσματα του Θεοτόκη, τη διαλεκτική εξέλιξη της πλοκής, ο άνθρωπος του μόχθου απαγκιστρώνεται από τις παλιές συνήθειες και αντιλήψεις, αντικρίζει κατάματα την αλήθεια της θέσης του, παλεύει να αντικρούσει τη θέση του ως αντικειμένου αγοραπωλησίας, να σταθεί στα πόδια του. Είναι η ίδια η αστική κοινωνία που βάζοντας τη γυναίκα μέσα στην παραγωγή, της θέτει το ερώτημα: «Ποιον έχουμε ανάγκη;». «Δουλευτάδες και οι δυο», λέει δειλά στον Αντρέα, «ποιον έχουμε ανάγκη;».

Σε αντίθεση με την παρασιτική τάξη του Αντρέα που νιώθει τη δουλειά ως ντροπή... αλλά πονηρά κάνει πως δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία της αποκατάστασης της τιμής της γυναίκας... Ο Θεοτόκης τον αποκαλύπτει, αλλά δεν τον στιγματίζει: «Ηταν κουναρημένος σε ιδέες νοικοκυρίσσιες, δεν ήταν φυσικιά η κακοσύνη μέσα στο στήθι του, οι περιστάσες, οι δυστυχίες τον είχαν αλλάξει».

Προς το τέλος του έργου οι μαθητές αντλούν αξίες, πρότυπα μέσα από τον πιο ώριμο πλέον χαρακτήρα της Ρήνης, που για χάρη του έρωτά της αψηφά την πίεση της οικογένειας, του κοινωνικού περίγυρου. «Θα πατούσε τα παλιά συνήθεια, περήφανη γιατί τα χέρια της εμπορούσαν να την ζήσουν». Προβάλλεται η στάση του ανθρώπου του μόχθου που δεν αντιμετωπίζει τη ζωή με μοιρολατρία και συμβιβασμό αλλά με την αισιοδοξία αυτού που αγωνίζεται όχι μόνο για τη ζωή του αλλά και για την αξιοπρέπειά του.

Η δράση κορυφώνεται με τη στάση της ηρωίδας που ενώ βλέπει να γίνεται αυτό που λαχταρά πολύ καιρό, να δώσει «η μάνα της τα χίλια για προίκα», τα γκρεμίζει όλα μονομιάς, επιλέγοντας έναν δρόμο πιο δύσκολο, κόντρα σε όλα τα πρέπει, ακόμα και των ανθρώπων της τάξης της που θα θεωρούσαν τον γάμο λύτρωση για μια μωρομάνα...

Είναι το σημείο που μέσα στην τάξη ο διδάσκων συζητά για την αξία της ελεύθερης βούλησης, για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια που εδράζεται στην ταξική συνειδητοποίηση του ανθρώπου. Ποια ήταν τα ηφαίστεια, τα δράματα, τα διλήμματα και οι συγκρούσεις που μπορεί να περάσει ένας άνθρωπος για να σπάσει την κόκκινη κλωστή που τον έδεναν με τα παλιά και τα σκουριασμένα;

Οι μαθητές αντιλαμβάνονται τη ρήξη της Ρήνης σαν μια πράξη που - έναν αιώνα μετά - φαντάζει ακόμα ριζοσπαστική, αν σκεφτούμε περιπτώσεις σημερινών γυναικών που αδυνατούν να σπάσουν τα καταπιεστικά δεσμά τους και βιώνουν εξευτελισμό και κακοποίηση. Δεν είναι προϊόν τυφλού ηρωισμού και απελπισίας, αλλά μια συνειδητή απόφαση που βασίζεται στην αποφασιστικότητά της, στη δύναμή της μέσα στη νέα αστικοποιημένη κοινωνία που της δίνει το δικαίωμα στη δουλειά.

Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία λοιπόν! Με το τέλος του έργου του, ο Θεοτόκης δίνει το έναυσμα να αναλογιστούμε τους αγώνες του χτες και του σήμερα ενάντια στην ανισοτιμία της εργαζόμενης γυναίκας, τη συλλογική δράση που απαιτείται για να αρθούν οι συνθήκες αυτές που οδηγούν στις «τραγικές οικογενειακές ιστορίες».

Το δεν πάει άλλο, της Ρήνης, η κραυγή που βγήκε από τα βάθη της συνείδησής της γίνεται λοιπόν μια κραυγή κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα που πλασάρουν στη νεολαία να κλειστεί στο καβούκι της, να κοιτά τον εαυτό της αποχαυνωμένη με τεχνητούς παραδείσους. Είναι το κάλεσμα ότι μπορεί να ονειρεύεται έναν καλύτερο κόσμο.


Νίκος ΔΑΡΔΑΛΗΣ
Εκπαιδευτικός



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ