Οπως τόνισε εισηγητικά η γραμματέας της Ενωσης, Κατερίνα Μιχαλιού,«ως Ενωση Γονέων με την εκδήλωση αυτή επιχειρούμε να συμβάλουμε στην ευαισθητοποίηση όλων, στον προβληματισμό και φυσικά στην οργάνωση της συλλογικής δράσης. Να πάρουμε πρωτοβουλίες και να διαμορφώσουμε αιτήματα για όλα τα παιδιά με αναπηρία ή και ειδικές μαθησιακές ανάγκες και τις οικογένειές τους. Να γίνει το θέμα αυτό θέμα που θα απασχολήσει και θα συζητηθεί από κάθε σύλλογο γονέων, καταγράφοντας οξυμένα προβλήματα, δυσκολίες, θετική και αρνητική πείρα ώστε να οργανωθεί η συλλογική διεκδίκηση μαζί με την Ενωση Γονέων».
Επειτα τον λόγο πήρε ο Γιάννης Σταύρου, εκπαιδευτικός Ειδικής Αγωγής και προϊστάμενος του ΚΕΔΑΣΥ Ιωαννίνων, ο οποίος αναφέρθηκε στις δραματικές ελλείψεις σε δομές και προσωπικό Ειδικής Αγωγής (Ειδικά Σχολεία, Τάξεις Ενταξης, Παράλληλη Στήριξη). Οπως σημείωσε, «σήμερα απαιτούνται ενίσχυση κι επέκταση όλων των πλαισίων Ειδικής Αγωγής, η εκπαίδευση και η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, η επέκταση των ΕΔΥ σε κάθε σχολείο, η ενίσχυση του ΚΕΔΑΣΥ με προσωπικό, η ίδρυση φορέων υποστήριξης γονέων, με στόχο ένα σχολείο που θα λειτουργεί με μοναδικό κριτήριο τις ανάγκες και τις δυνατότητες των μαθητών και θα τις υπηρετεί πιστά».
Στην ουσιαστική ανυπαρξία δημόσιων υποδομών στάθηκε μεταξύ άλλων ο πρόεδρος της Ενωσης Γονέων δήμου Ιωαννιτών, Τάσος Τόκας, εκπαιδευτικός Ειδικής Αγωγής, περιγράφοντας εκ μέρους των διοργανωτών τον «Γολγοθά» που ανεβαίνουν οι οικογένειες ως εξής:
Και είναι αυτή η πολιτική διαχείρισης που προωθεί με κάθε τρόπο τα ιδεολογήματα ότι η αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων δεν αποτελεί κρατική υποχρέωση, αλλά υπόθεση συμπόνιας... Οτι πρέπει να συμμορφωθούμε με την αντικατάσταση του κράτους πρόνοιας από την "ελεημοσύνη" των εχόντων και κατεχόντων. Οτι η συνειδητή άρνηση της πολιτείας και των κυβερνήσεων να ανταποκριθούν στις ευθύνες τους είναι... "φυσική ανικανότητα", γιατί είναι μοιραίο να αυξάνονται όσοι ζουν στα προβλήματα και στην ανέχεια.
Ακολούθως ο Τ. Τόκας αναφέρθηκε στα κτιριακά προβλήματα και τις ελλείψεις των δομών στα Γιάννενα, που είναι αντίστοιχα με αυτά των Ειδικών Σχολείων σε όλη τη χώρα και στάθηκε σε κάποιες ακόμα πλευρές. Για το θέμα των μεταφορών είπε ότι «έχει γενικευτεί το μοντέλο, ένα ιδιωτικό λεωφορείο να μαζεύει παιδιά, περνώντας από αρκετές γειτονιές μέχρι να γεμίσει και να φτάσει στο Ειδικό Σχολείο σε μία, μιάμιση, ακόμη και δύο ώρες». Μίλησε για τις ελλείψεις προσωπικού και για την πρόσληψή τους μέσω ΕΣΠΑ σε άλλο σχολείο κάθε χρόνο, με αποτέλεσμα για τα παιδιά αυτή η συνεχής εναλλαγή προσώπων να μη βοηθά ούτε στη συναισθηματική τους ισορροπία ούτε σε σταθερά αποτελέσματα στη μάθηση, στην αγωγή και την κοινωνικοποίηση. Ενώ θύμισε και την απάνθρωπη επέκταση της Τράπεζας Θεμάτων στις εξετάσεις της Γ' και της Δ' Λυκείου των ΕΝΕΕΓΥΛ.
Μίλησε όμως και για τμήμα εκείνο των παιδιών που εντάσσεται στα γενικά σχολεία, πάλι με τεράστιες ελλείψεις σε Τμήματα Ενταξης και Παράλληλη Στήριξη, ενώ εντόπισε και το πρόβλημα στην εργασιακή προοπτική των παιδιών, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Ολη η προσπάθεια που γίνεται στο σχολείο από τους εκπαιδευτικούς πάει στράφι, αφού η πλειοψηφία των παιδιών αυτών όταν αποφοιτήσει, δεν έχει καμιά επαγγελματική διέξοδο, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει τη ζωή με αυτάρκεια και αυτοδυναμία.
Ας αναρωτηθούμε: Πόσες βιομηχανίες, πόσες επιχειρήσεις, ακόμη και δημοτικές ή κρατικές υπηρεσίες θα προσλάβουν ΑμεΑ που εκ των πραγμάτων δεν θα είναι παραγωγικοί όσο οι υπόλοιποι εργαζόμενοι, αρκετές μέρες του χρόνου απουσιάζουν με αναρρωτικές άδειες, μπορεί ακόμη και να δημιουργήσουν προβλήματα στην παραγωγική διαδικασία;
Ετσι το μέλλον των περισσότερων παιδιών με σοβαρές ειδικές μαθησιακές ανάγκες ή και αναπηρίες είναι προδιαγεγραμμένο και μετά την αποφοίτησή τους επιστρέφουν στην οικογένεια, που αναλαμβάνει αβοήθητη την επιμέλειά τους στο σπίτι ή σε κάποιο ίδρυμα, ιδιωτικό κατά κύριο λόγο και εφόσον υπάρχει η δυνατότητα. Κι εδώ ο μεγαλύτερος εφιάλτης των γονέων είναι "τι θα γίνει το παιδί τους" όταν αυτοί πλέον δεν θα είναι βιολογικά ικανοί να το υποστηρίξουν και δεν έχουν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν την περίθαλψή του σε ένα πανάκριβο ιδιωτικό ή ένα αξιοπρεπές δημόσιο ίδρυμα»...
Κλείνοντας συνόψισε: «Τα παιδιά με μέτριες και σοβαρές ειδικές μαθησιακές ανάγκες, επειδή ξεκινούν από άνιση βάση σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά, χρειάζονται από το εκπαιδευτικό σύστημα "ανισότιμη" - δηλαδή προνομιακή - μεταχείριση, για να μπορέσουν να κατακτήσουν την ισοτιμία τους». Τέλος, κάλεσε τους γονείς να μη σκύψουν το κεφάλι αποδεχόμενοι τη σημερινή κατάσταση αλλά να αγωνιστούν για Ειδική Αγωγή που ταιριάζει στις σύγχρονες ανάγκες της εποχής μας και τις δυνατότητες της επιστήμης.
Ακολούθησε ένας ζωντανός διάλογος για τα προβλήματα του χώρου της Ειδικής Αγωγής, όπου καταγράφηκαν η απαίτηση, η πλούσια συζήτηση και ο προβληματισμός να μη μείνουν στην εκδήλωση και μεταξύ των συμμετεχόντων, αλλά να υπάρχει διάχυση σε κάθε Σύλλογο Γονέων, ώστε να συζητηθούν και να καταγραφούν τα προβλήματα σε συνεργασία και με τους Συλλόγους Διδασκόντων. Να πολλαπλασιαστούν οι ενημερωτικές συζητήσεις, δράσεις, παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες, να γίνουν τα προβλήματα αυτά αντικείμενο διεκδίκησης για την επίλυση και κάλυψή τους. Για ένα σχολείο που θα υπηρετεί όλες τις ανάγκες των μαθητών με αναπηρία.