ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 29 Ιούνη 2024 - Κυριακή 30 Ιούνη 2024
Σελ. /40
Οταν ο Βιττόριο Γκάσμαν παραδέχθηκε πως ήταν... «το κέντρο του κόσμου»

Θα μπορούσα να πω ότι είμαι πολύ τυχερή. Εζησα στο ίδιο τετραγωνικό μέτρο με μυθικά πλάσματα. Μιλήσαμε, γελάσαμε, συγκινηθήκαμε. Με κάποιους, μάλιστα, γίναμε φίλοι.

  • Βρεθήκαμε με τον Χατζιδάκι στο Σούνιο και στη Ρηγίλλης, τον Μίκη στην Ιπποκράτους και στην Πραιτώρια, την Ελλη Αλεξίου στην Αλεξάνδρας, τον Κουν στο υπόγειο, την Ειρήνη Παπά στον Λυκαβηττό, τον Φελίνι στην Τσινετσιτά.
  • Κουβέντιασα με τον Τσιτσάνη στην Καισαριανή, τον Χορν στη Βασιλέως Γεωργίου, τον Τσαρούχη στο Μαρούσι, τον Ρίτσο στο σπίτι της οδού Μιχαήλ Κόρακα, τον Νίκο Καρούζο στα Εξάρχεια, τον Νικηφόρο Βρεττάκο στον Ταΰγετο, τον Μιχάλη Κατσαρό στην Ομόνοια, τον Μάνο Ελευθερίου στη Μητροπόλεως, τον Ζαμπέτα στο Αιγάλεω...
  • Ηχογράφησα συνομιλίες με τον Ρόμπιν Γουίλιαμς στο Λος Αντζελες, την Αλέιδα και τον Καμίλο Γκεβάρα στην Αβάνα, τον Ούγκο Τονιάτσι, την Λίνα Βερτμίλερ, τον Αλμπέρτο Σόρντι, τον Αντρέ Σεγκόβια και τον Βιττόριο Γκάσμαν στη Ρώμη και άλλους πολλούς, αυτού του διαμετρήματος.

Ξεχωριστούς ανθρώπους, με σεβασμό στον συνομιλητή τους (όσο νέος κι αν ήταν αυτός), αληθινά ευγενείς. Πολλές απ' αυτές τις συνεντεύξεις ήταν δύσκολες, χρειάστηκαν αγώνας, υπομονή και επιμονή για να πραγματοποιηθούν.

Μία, όμως, ήταν η πιο απροσδόκητα ...εύκολη συνέντευξη. Ηταν εκείνη που ενώ δε φανταζόμουν ποτέ πως θα γίνει, τελικά χρειάστηκε λιγότερο από ένα λεπτό για να αποσπάσω το πολυπόθητο «Ναι, θα σας μιλήσω».

Το «μέσον» ήταν τα νιάτα

Ρώμη. Ενα κρύο πρωινό του 1980, περπατάω, σχεδόν τρέχοντας από το Στατσιόνε Τέρμινι στη Βία ντε λα Μερσέντε, όπου βρίσκονται τα γραφεία της Ενωσης Ξένων Ανταποκριτών, της Stampa Estera. Ανήκω σ' αυτήν και βιάζομαι, γιατί έπρεπε ήδη να έχω δώσει στην εφημερίδα μια ανταπόκριση - που μου είχε ζητηθεί από τον Γιώργο Γεννηματά - για ένα πρόγραμμα συνεχούς εκπαίδευσης των Ιταλών εργατών.


Πιο πολύ όμως βιάζομαι, γιατί ο συνάδελφός μου Γιάννης Τσένης - ανταποκριτής των «Νέων» τότε - μου έχει υποσχεθεί ότι θα μου δώσει, επιτέλους, το πολύτιμο απόρρητο τηλέφωνο του Βιττόριο Γκάσμαν.

Μετά από έναν μήνα προσπαθειών να εξασφαλίσω μια συνέντευξή του, η ελπίδα αρχίζει να αχνοφαίνεται. Σκεφτόμουν πως μπορεί και να τον κατάφερνα να μου πει δύο κουβέντες (θα του έλεγε, υποτίθεται, και μια καλή κουβέντα για μένα ο Τσένης).

Φτάνω επιτέλους στα γραφεία. Η στιγμή παράδοσης - παραλαβής του μαγικού αριθμού είναι συγκινητική κι επισφραγίζεται μ' ένα αυθόρμητο φιλί στο μάγουλο του ευεργέτη.

Μπαίνω σ' ένα άδειο γραφείο. Σχηματίζω το νούμερο. Το σηκώνει μια κυρία. Τον ζητάω. «Ποια είστε;» με ρωτάει. Δεν λέω δημοσιογράφος, λέω μόνο - με υπηρεσιακό ύφος - ότι

«τηλεφωνώ από τη Stampa Estera, για κάτι σοβαρό».

Ψαρώνει. Ενα λεπτό μετά, μου τον δίνει. Ακούω τον ίδιο τον Γκάσμαν να λέει «Pronto». Λέει «Pronto», σε εμένα. Ο Γκάσμαν!

Ειλικρινά δε θυμάμαι τις πρώτες κουβέντες μου (θυμάμαι μόνο πως το κεφάλι μου, ξαφνικά, είχε πλημμυρίσει από μουσικές του Νίνο Ρότα).

Καταφέρνω όμως να του πω ότι είμαι φοιτήτρια και στέλνω στην εφημερίδα μου στην Ελλάδα συνεντεύξεις με σπουδαίους ανθρώπους που θαυμάζω και ότι με αυτή τη δουλειά... χρηματοδοτώ τις σπουδές μου.

Με ρωτάει πόσων χρόνων είμαι. Του λέω 22 και πάω να συνεχίσω τις εξηγήσεις. Με διακόπτει:

«Καλά, καλά... Φτάνει και μόνο η ηλικία σου για να συναντηθούμε το απόγευμα»!

-- «Δηλαδή θα μου μιλήσετε, κ. Γκάσμαν;»

-- «Ναι, θα σας μιλήσω».

Ο Νίνο Ρότα αποσύρεται από το κεφάλι μου και δίνει τη θέση του σ' έναν αφηνιασμένο Τζέιμς Μπράουν που ουρλιάζει: «I feel good!!»

Με Ελληνες σταρ της εποχής στο promo του «Φανφαρόνου» το 1963
Με Ελληνες σταρ της εποχής στο promo του «Φανφαρόνου» το 1963
Τον έχω!

Ραντεβού με τον «Φανφαρόνο», τον «Καζανόβα» και τον «Μπρακαλεόνε»

Με το κλείσιμο του τηλεφώνου αρχίζει ο πανικός της αντίστροφης μέτρησης. Ολα έγιναν τόσο γρήγορα. Εχω μόνο λίγες ώρες μπροστά μου.

  • Πότε θα ετοιμάσω ερωτήσεις;
  • Πώς θα καταφέρω να φτάσω μέχρι το σπίτι του; (για ταξί ούτε λόγος)
  • Κι αν, τελικά, δεν μου ανοίξει την πόρτα;
  • Το μαγνητοφωνάκι έχει μπαταρίες;
  • Πότε θα προλάβω να τον μελετήσω;
  • Τι θα φορέσω;

Βγαίνω στο δρόμο να πάρω αέρα.

Στρίβω δεξιά στη Βία ντελ Κόρσο, κι ύστερα στο μπαρ της Βία Φρατίνα για ν' αγοράσω ένα πανίνο κι έναν καφέ.

Τι να κάνω; Πώς το οργανώνω;

Να ξεκινήσω τη συνέντευξη ζητώντας του ένα σχόλιο σ' αυτό που είχε πει ο Λόρενς Ολίβιε, ότι «κάποτε υπήρχαν ηθοποιοί που προσπαθούσαν να γίνουν σταρ. Τώρα υπάρχουν σταρ που προσπαθούν να γίνουν ηθοποιοί»;

Μπα, θα του φανεί δήθεν. Σχεδόν εξυπνακίστικο.

Σκέφθηκα, ένας θεός ξέρει, πόσους διαφορετικούς προλόγους για να τον εντυπωσιάσω. Κατέληξα σε δύο - τρεις, αλλά θ' αποφάσιζα τον τελικό επιτόπου.

Οταν τον είδα, ολοζώντανο μπροστά μου, τους ξέχασα όλους. Πάλι δεν θυμάμαι πώς ξεκίνησε η κουβέντα μας. Θυμάμαι, όμως, το πόσο απλά ήταν όλα μαζί του.


Ο «Φανφαρόνος» κι ο «Καζανόβα» κι ο «Μπρακαλεόνε», μαζί με τον Βιττόριο (που παραλίγο να γινόταν μπασκετμπολίστας) ήταν εκεί απέναντί μου.

Ναι, 187 εκατοστά μασίφ γοητείας!

Περνάμε κατευθείαν στο σαλόνι. Εχω απέναντί μου τον θαυματοποιό του ιταλικού θεάτρου και σινεμά, που γεννήθηκε την πρώτη μέρα του φθινοπώρου, τη χρονιά της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Το όνομά του συνδέθηκε με το προοδευτικό αισθητικό κίνημα του νεορεαλισμού, που ήταν αποτέλεσμα ενός δυναμικού λαϊκού κινήματος στον πολιτισμό.

Τον είχα ρωτήσει, πότε και πού ξεκίνησε επαγγελματικά στο θέατρο. «Στα είκοσί μου», είπε, «στο έργο του Νικοντέμι "Nemica", στο Μιλάνο».

-- Κι αμέσως μετά ήρθε το σινεμά;

- Τέσσερα χρόνια μετά, ξεκίνησε ένα σερί έξι ταινιών. Ηταν και σημαντικές και δημοφιλείς. Αλλά το μικρόβιο του θεάτρου ήταν πολύ ισχυρό. Ετσι το 1952 δημιουργήσαμε το Teatro d'Arte Italiano, και ανεβάσαμε από τους «Πέρσες» του Αισχύλου μέχρι τον «Αμλετ» του Σαίξπηρ.

-- Αναρωτιέμαι, κ. Γκάσμαν, τι διαφοροποιεί τον ηθοποιό του θεάτρου από εκείνον του σινεμά;

-- Το θέατρο σου ζητάει να είσαι ένας εξαιρετικός ηθοποιός. Το απαιτεί. Το σινεμά θέλει να είσαι παραγωγικός. Δεν μπορώ να σκεφθώ κάποια μεγάλη κινηματογραφική προσωπικότητα που να υπήρξε κι ένα μεγάλο θεατρικό κεφάλαιο.

-- Τι ακριβώς συμβαίνει στην BOTTEGA THEATRALE που ιδρύσατε και διευθύνετε στη Φλωρεντία;

-- Συμβαίνει αγάπη για το καλό θέατρο.

Επειδή δεν καθόμουν ήσυχος, ίδρυσα αυτή τη Σχολή Θεάτρου στη Φλωρεντία, για την οποία είμαι περήφανος. Πρόκειται για ένα εργαστήριο θεάτρου, όπου τα νέα παιδιά μεταξύ άλλων μαθαίνουν πως χρειαζόμαστε ένα λαϊκό πρωτοποριακό θέατρο και πως μπορούμε και πρέπει να το έχουμε. Από τα πιο αγαπημένα μου μαθήματα που διδάσκω εκεί, είναι η τέχνη της απαγγελίας.

-- Αλήθεια, γιατί σας λένε «Ταυρομάχο»;

-- Είχαμε κάνει μια επιτυχημένη (δικαίως, αδίκως, δεν ξέρω...) τηλεοπτική σειρά, που την έλεγαν «Il Mattatore», κι από τότε δεν σταμάτησαν να με προσφωνούν έτσι.

-- Γιατί δεν συνεργαστήκατε ποτέ με τον Φεντερίκο Φελίνι; Ποιος από τους δυο σας λέτε πως έχασε από αυτήν την παράλειψη;

-- Επιτρέψτε μου να μην απαντήσω σ' αυτήν την τόσο προβοκατόρικη ερώτησή σας.

Σ' αυτό το σημείο, σηκώθηκε (νόμισα πως θα μου δείξει την έξοδο), πήγε σ' έναν μπουφέ, πήρε ένα ποτήρι, έβαλε ουίσκι, ήπιε μια γουλιά και με ρώτησε αν θα ήθελα κι εγώ ένα. Εγώ που μέχρι τότε δεν το είχα δοκιμάσει, είπα - άγνωστο γιατί - «ναι, ευχαριστώ» και τότε εκείνος, μου έδωσε να πιω από ...το δικό του. Ακούμπησα το άγιο δισκοπότηρο στο στόμα μου, έκανα ότι πίνω, χωρίς να πιω κι εκείνη τη στιγμή ήξερα ότι αυτό που συνέβαινε σ' εκείνο το σαλόνι, κάποτε θα το διηγούμαι και δεν θα το πιστεύει κανείς.

Στη συνέντευξη εκείνη μπήκε τίτλος: Βιττόριο Γκάσμαν: «Θέλω να είμαι η καρδιά του κόσμου».

Είπαμε πολλά εκείνο το απόγευμα, κυρίως για θέματα της καλλιτεχνικής επικαιρότητας. Στην τελευταία (αγενέστατη) ερώτησή μου, για το τι θα ήθελε όταν πεθάνει, να γράψουν στον τάφο του, ο πολυβραβευμένος Γενοβέζος, άμεσα και ψύχραιμα, μου απάντησε:

«Ας γράψουν: Εδώ κείται αυτός που νόμιζε ότι ήταν το κέντρο του κόσμου».

Δεν ξέρω αν το πίστευε αλήθεια αυτό, ξέρω όμως πως κατάφερνε ν' αντιμετωπίζει τους άλλους σαν να ήταν αυτοί το κέντρο του κόσμου.

Απαντούσε, δε, σε όλες τις ερωτήσεις με ένα χαμόγελο του τύπου «σήμερα σου χαρίζω ένα απόγευμα, που θα το θυμάσαι σ' όλη τη ζωή σου».

(Αυτήν ακριβώς την αίσθηση που ένιωσα σ' εκείνο το σαλόνι, μόνο μια φορά ακόμη την ξανάνιωσα στη δημοσιογραφική μου ζωή. Σ' ένα άλλο σαλόνι, ακριβώς αντίστοιχης αισθητικής. Σ' αυτό όπου είχα απέναντί μου τον Χορν).

«Μαμά, ήμουν με τον Γκάσμαν...»

Εφυγα σχεδόν παραπατώντας από το σπίτι αυτού του χαμαιλεόντειου ηθοποιού. Ευτυχισμένη! Πήγα κατευθείαν στη Stampa Estera, για να πάρω τηλέφωνο τη μαμά μου στην Ελλάδα.

-- «Ελα, μαμάααα...»

-- «Πού είσαι από χθες, ανησύχησα...»

-- «Εντάξει, μωρέ, με τον Βιττόριο Γκάσμαν ήμουν...»

Δεν ξεχνάω την απόλυτη σιωπή του εγκεφαλικού. Εκείνη τον λάτρευε περισσότερο από μένα. Αυτόν, τον Αμεντέο Νατσάρι και τον Ντομένικο Μοντούνιο.

Είχε πάει μάλιστα, το 1963, και στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, όταν εκείνος είχε έρθει για το promo του «Φανφαρόνου» (από εκεί και η φωτογραφία με τους Ελληνες σταρ, ανάμεσά τους οι Ρίκα Διαλυνά, Δημ. Παπαμιχαήλ, Γιώργος Φούντας, Ξένια Καλογεροπούλου, Κατερίνα Χέλμη κ.ά.)

-- «Να σου πω κάτι μαμά; Μ' αποχαιρέτησε με χειροφίλημα!»

(Για το ουίσκι από το ίδιο ποτήρι δεν έβγαλα κιχ)

Η αυλαία γι' αυτό το θηρίο της υποκριτικής έπεσε ξαφνικά, στην αλλαγή του αιώνα, 29 Ιουνίου του 2000, στο σπίτι που δόθηκε εκείνη η συνέντευξη. Είχε προλάβει να κάνει 4 γάμους, ν' αποκτήσει 4 παιδιά και να μας χαρίσει 124 συμμετοχές σε κινηματογραφικές και θεατρικές παραγωγές, στην Ιταλία και στο Χόλιγουντ. Σκηνοθέτησε και πέντε ταινίες - τα 4 σενάρια των οποίων έγραψε ο ίδιος.

Λέγεται πως αυτό το ιερό τέρας και ο περιζήτητος δάσκαλος της υποκριτικής, τα τελευταία αρκετά χρόνια, δεν άντεχε να είναι εκτός θεάτρου και σινεμά, που αγάπησε τόσο πολύ. Και τα δύο είχαν πια μαραζώσει, μετά από τη σαρωτική επέλαση του αμερικανικού κινηματογράφου. Ιδιαίτερα η ακμάζουσα ιταλική κινηματογραφία είχε διαλυθεί από την καταστροφική κυβερνητική πολιτική, που υποτάχτηκε στην αδηφάγα αμερικανική βιομηχανία του θεάματος - ακροάματος.

Η απραξία έφερε και την κατάθλιψη που τον διέλυσε και λίγο μετά ήρθε και το αλτσχάιμερ.

  • Ετσι στην οθόνη του μυαλού του, σιγά σιγά έσβηναν τα πλάνα από το «Πικρό ρύζι», τον «Πόλεμο και Ειρήνη», από τους «Γενναίους του Μπρανκαλεόνε», από το «Αρωμα γυναίκας».
  • Χάθηκαν οι κόπιες που έγραφαν πάνω «Ο κλέψας του κλέψαντος», «Ο Μεγάλος Πόλεμος», «Τα τέρατα».
  • Ξέχασε τις μουσικές και τα σκηνικά τους.
  • Ξέχασε τους φίλους του, τον Βισκόντι, τον Μονιτσέλι, τον Μαστρογιάνι, τον Σόρντι, την Καρντινάλε, τον Τονιάτσι, την Μάνγκανο, τον Ντε Λαουρέντις, τον Τοτό, την Λόρεν, τον Ρίζι, τον Σκόλα...

Ηταν πια η σκιά του παλιού Βιττόριο. Χωρίς τη λάμψη του μεγάλου πρωταγωνιστή που έπαιζε με θαυμαστή ευφυΐα, πάντα με απόλυτη ισορροπία συναισθημάτων και με υποδειγματικό έλεγχο των εκφραστικών του μέσων.

Ο εντιμότατος κ. Γκάσμαν έμεινε άδειος, χωρίς τον σαρκασμό, τη θλίψη, την πονηριά, την απελπισία, τον σπαραγμό και το χιούμορ των ρόλων του. Χωρίς το δικό του σύμπαν.

Ηταν ένα γυμνό και μόνο παιδί, 78 χρόνων, χαμένο σ' έναν κόσμο, στον οποίο δεν γνώριζε κανέναν και τίποτε.

Ετσι λοιπόν, μια τέτοια μέρα, πριν από 24 χρόνια, αποφάσισε να ταξιδέψει κάπου μακριά.


Της
Σεμίνας ΔΙΓΕΝΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ