ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 31 Αυγούστου 2024 - Κυριακή 1 Σεπτέμβρη 2024
Σελ. /40
Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος

Μέρος 15ο και τελευταίο

Το ξέσπασμα της δεύτερης «Ιντιφάντα»

2.

Associated Press

2.
Η συσσωρευμένη οργή και αγανάκτηση των Παλαιστινίων έναντι των εγκλημάτων που συνέχιζαν να διαπράττονται σε βάρος τους από το κατοχικό κράτος του Ισραήλ, αλλά και έναντι των σαθρών αποτελεσμάτων της λεγόμενης ειρηνευτικής διαδικασίας (ιδιαίτερα μετά και το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθε με την αποτυχία της Συνόδου του Καμπ Ντέιβιντ), οδήγησαν τον Σεπτέμβρη του 2000 σε έναν δεύτερο γενικευμένο ξεσηκωμό («Ιντιφάντα»).

Αφορμή αποτέλεσε η προεκλογική επίσκεψη του τότε ηγέτη της ισραηλινής αντιπολίτευσης - και κατοπινού πρωθυπουργού - Α. Σαρόν στο «Ορος του Ναού» στην Ιερουσαλήμ (28 Σεπτέμβρη). Η επίσκεψη αυτή του Σαρόν, που πραγματοποιήθηκε συνοδεία ενόπλων φρουρών, σε έναν χώρο που αποτελεί ιερό τόπο τόσο για τους Εβραίους όσο και για τους Μουσουλμάνους (καθώς εκεί βρίσκεται επίσης το τέμενος του Αλ Ακσα), πυροδότησε σειρά αντιδράσεων και διαδηλώσεων την επόμενη μέρα. Για μια ακόμη φορά οι ισραηλινές δυνάμεις καταστολής έκαναν χρήση όπλων, δολοφονώντας 6 Παλαιστίνιους και τραυματίζοντας 220 (μόνο στην Ιερουσαλήμ, μόνο την πρώτη μέρα).1

Αυτό όμως δεν ήταν παρά μόνο η αρχή. Καθώς οι διαδηλώσεις και οι διαμαρτυρίες γενικεύτηκαν, η βία των κατοχικών αρχών ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Μόνο τις πρώτες μέρες της «Ιντιφάντα» η αστυνομία έριξε σχεδόν 1,3 εκατομμύρια σφαίρες, δολοφονώντας πάνω από 100 διαδηλωτές (μεταξύ των οποίων και 27 παιδιά) - αριθμός που πολλαπλασιάστηκε τους αμέσως επόμενους μήνες. «Η συντριπτική πλειοψηφία εξ αυτών», υπογράμμιζε η Διεθνής Αμνηστία, «δολοφονήθηκε από τις ισραηλινές δυνάμεις ασφαλείας (...) δίχως να συντρέχει κάποιος κίνδυνος για τη ζωή κάποιου».2 Μια τέτοια περίπτωση υπήρξε η εν ψυχρώ δολοφονία ενός 12χρονου Παλαιστίνιου αγοριού, του Τζαμάλ αλ-Ντούρα, στη Γάζα κατά τη δεύτερη μέρα της «Ιντιφάντα». Το παιδί δολοφονήθηκε στην αγκαλιά του πατέρα του, παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες του τελευταίου να τον προστατέψει με το σώμα του απέναντι σε μια βροχή από σφαίρες. Το γεγονός καταγράφηκε από φακό τηλεοπτικού συνεργείου, προκαλώντας την παγκόσμια κατακραυγή.3

1.

Associated Press

1.
Παρά την ευρύτατη αυτή χρήση δολοφονικής βίας, το Ισραήλ δεν μπόρεσε να αποτρέψει τη γρήγορη εξάπλωση της «Ιντιφάντα» από την Ιερουσαλήμ σε όλες τις κατεχόμενες περιοχές, αλλά και στο εσωτερικό της ισραηλινής επικράτειας. Η κινητοποίηση των Παλαιστίνιων πολιτών του Ισραήλ τον Οκτώβρη του 2000 με απεργίες, ογκώδεις διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις κ.ο.κ. υπήρξε πράγματι πρωτόγνωρη, τόσο σε μαζικότητα όσο και σε μαχητικότητα. Βεβαίως ούτε εκείνοι εξαιρέθηκαν από τη δολοφονική μανία των ισραηλινών αρχών, που δεν δίστασαν να ανοίξουν πυρ «σκοτώνοντας 13 άοπλους Παλαιστινίους (...). Οι σκοτωμοί προκάλεσαν μεγάλο σοκ σε εκείνους που πίστευαν ότι η ισραηλινή υπηκοότητα θα τους προστάτευε από τη χρήση δολοφονικής βίας». Ταυτόχρονα, χιλιάδες Ισραηλινοί προχώρησαν σε βίαιες διαδηλώσεις και επιθέσεις εναντίον Παλαιστίνιων πολιτών του Ισραήλ, καταστρέφοντας καταστήματα, πυρπολώντας σπίτια και φωνάζοντας συνθήματα όπως «Θάνατος στους Αραβες» κ.ά.4

Τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν τη διενέργεια ειδικής έρευνας (Επιτροπή «Ορ»), στο πόρισμα της οποίας για πρώτη φορά έγινε λόγος από επίσημα χείλη περί καθεστώτος «διακρίσεων» και «ανισοτιμίας» σε βάρος του «αραβικού (σ.σ. παλαιστινιακού) πληθυσμού» του Ισραήλ (προϊόν των οποίων υπήρξαν και οι «υπερβολές» στη χρήση βίας).5 Ωστόσο, οι πρωτόγνωρες αυτές διαπιστώσεις (για τα δεδομένα του Ισραήλ) δεν παρήγαν τα ανάλογα αποτελέσματα: «Το Πόρισμα της Επιτροπής Ορ δεν έφερε καμιά βελτίωση στις συνθήκες ζωής των Παλαιστινίων εντός της πράσινης γραμμής (σ.σ. των διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων του Ισραήλ). Απεναντίας, οι ισραηλινές κυβερνήσεις που ακολούθησαν, κεντροαριστερές και κεντροδεξιές, υιοθέτησαν νόμους που έκαναν το καθεστώς των διακρίσεων κατά των Παλαιστίνιων πολιτών ακόμα χειρότερο». Αυτό με τη σειρά του οδήγησε στην ενίσχυση της παλαιστινιακής τους ταυτότητας και στην ενεργότερη καλλιέργεια των στοιχείων που τη συνέθεταν (ήθη και έθιμα, πολιτισμός, ιστορική μνήμη, επέτειοι όπως η «Νάκμπα» και η «Μέρα της Γης» κ.λπ.). Οι προσπάθειες του ισραηλινού κράτους να καταπιέσει αυτήν την τάση (π.χ. απαγορεύοντας με νόμο κάθε εκδήλωση μνήμης για τη «Νάκμπα») δεν μπόρεσαν να την ακυρώσουν.6

Η εξέλιξη της «Ιντιφάντα»

3. Εργασίες για το «τείχος ασφαλείας» του Ισραήλ, 2002

Associated Press

3. Εργασίες για το «τείχος ασφαλείας» του Ισραήλ, 2002
Σε σχέση με την πρώτη «Ιντιφάντα», η δεύτερη δεν βασίστηκε τόσο στη μαζική λαϊκή κινητοποίηση όσο στις ένοπλες επιθέσεις εναντίον ισραηλινών στόχων (που βεβαίως είχαν τη στήριξη της λαϊκής πλειοψηφίας). Επιπλέον, οι επιθέσεις αυτές δεν περιορίστηκαν - όπως πριν - σε στρατιωτικούς κυρίως στόχους στη Δυτική Οχθη και στη Γάζα, αλλά επεκτάθηκαν και σε μη στρατιωτικούς, εντός και εκτός του Ισραήλ.

Πρωταγωνιστικό όσο και ηγετικό ρόλο στον ένοπλο αγώνα είχαν ο στρατιωτικός βραχίωνας της Φατάχ, «Τανζίμ» («Οργάνωση»), και οι καθοδηγούμενες από τη Φατάχ «Ταξιαρχίες του Αλ Ακσα», ενώ σημαντική ένοπλη δράση ανέπτυξε επίσης το Λαϊκό Μέτωπο. Η Χαμάς και η «Ισλαμική Τζιχάντ», παρότι ανέλαβαν ένοπλη δράση με μια ορισμένη καθυστέρηση, σύντομα ξεπέρασαν τις υπόλοιπες οργανώσεις ως προς τον όγκο των επιθέσεων.7 Στη σταδιακή υποχώρηση της μαχητικής ικανότητας - και κατ' επέκταση της γενικότερης επιρροής - της Φατάχ όσον αφορά την εξέλιξη της «Ιντιφάντα» συνέβαλαν αναμφίβολα οι ενδοαστικές αντιθέσεις στην ηγεσία της, οι οποίες το επόμενο διάστημα οξύνθηκαν (με επίκεντρο τη συνέχιση ή μη της ένοπλης πάλης και υπό τις πιέσεις των ΗΠΑ - Ισραήλ).

Στις 29 Μάρτη 2002 το Ισραήλ εξαπέλυσε μια γιγαντιαία στρατιωτική επιχείρηση στα παλαιστινιακά εδάφη (επιχείρηση «Αμυντική Ασπίδα»), με σκοπό τη «σύλληψη των τρομοκρατών», την «καταστροφή των υποδομών τους» και τη γενικότερη «κατάρριψη του ηθικού των Παλαιστινίων, προκειμένου να κάνουν αποδεκτούς τους όρους διαπραγμάτευσης του Ισραήλ». Ο ισραηλινός στρατός εισχώρησε βαθιά στις περιοχές υπό τον έλεγχο της Παλαιστινιακής Αρχής, ανακαταλαμβάνοντας δεκάδες πόλεις και χωριά.8

4. Παλαιστίνιοι προσπαθούν να περάσουν από το ισραηλινό τείχος στη Δυτική Οχθη
4. Παλαιστίνιοι προσπαθούν να περάσουν από το ισραηλινό τείχος στη Δυτική Οχθη
Παράλληλα οι ΗΠΑ ενέτειναν τις πιέσεις τους έναντι της Παλαιστινιακής Αρχής, καλώντας τον Γ. Αραφάτ να αποκηρύξει την «τρομοκρατία» (δηλαδή την ένοπλη πάλη) και υποδεικνύοντας την «αναγκαιότητα» μιας «άλλης ηγεσίας», που θα «έβαζε τέλος στον τρόμο», καθιστώντας το παλαιστινιακό κράτος «έναν αληθινό συνεργάτη του Ισραήλ για την ειρήνη».9 Την ίδια στιγμή ο Γ. Αραφάτ, από το αρχηγείο του, που βρισκόταν περικυκλωμένο και βαλλόταν από τις ισραηλινές δυνάμεις, δήλωνε σε διάγγελμά του προς τον Παλαιστινιακό λαό ότι προτιμούσε να γίνει «μάρτυρας» παρά «όμηρος ή κρατούμενος» του Ισραήλ.10

Στις 28 Μάρτη 2002 ο Αραβικός Σύνδεσμος, με πρωτοβουλία της Σαουδικής Αραβίας, πρόταξε ένα σχέδιο («Ειρηνευτική Πρωτοβουλία») με το οποίο προσέφερε στο Ισραήλ τον τελειωτικό τερματισμό της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης (με μια συνολική υπογραφή ειρήνης, την αναγνώριση του Ισραήλ, την κατοχύρωση της ασφάλειας των συνόρων του κ.λπ.) έναντι της συγκρότησης ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους με βάση τις αποφάσεις του ΟΗΕ (με μικρές αμοιβαίες παραχωρήσεις εκατέρωθεν) και με συμβιβασμό («δίκαιη λύση») στο ζήτημα των προσφύγων. Η Παλαιστινιακή Αρχή αποδέχτηκε την πρωτοβουλία, ωστόσο το Ισραήλ την απέρριψε άμεσα και κατηγορηματικά.11

6. Βομβαρδισμοί του Ισραήλ στη Γάζα τον Ιούλιο 2014
6. Βομβαρδισμοί του Ισραήλ στη Γάζα τον Ιούλιο 2014
Στις 14 Απρίλη 2002 η ισραηλινή κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρόθεσή της να προχωρήσει στον διαχωρισμό της επικράτειάς της από τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη, ορθώνοντας ένα «τείχος ασφαλείας» ανάμεσά τους (πρόταση που υπήρχε στο τραπέζι εδώ και μια δεκαετία περίπου). To «τείχος του απαρτχάιντ», όπως αναφέρεται συχνά από τους Παλαιστινίους, άρχισε να κατασκευάζεται δύο μήνες αργότερα. Το μήκος του θα ξεπερνούσε τελικά τα 700 χλμ., «καταπίνοντας» χιλιάδες επιπλέον στρέμματα παλαιστινιακής γης, καθώς σε πολλά σημεία εκτεινόταν πέρα από τα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα του Ισραήλ (του 1967). Κατ' αυτόν τον τρόπο το Ισραήλ επιχείρησε ουσιαστικά μια ντε φάκτο προσάρτηση άνω του 10% της Δυτικής Οχθης (πέραν της Ιερουσαλήμ), αποκόπτοντας ταυτόχρονα δεκάδες οικισμούς (και τους δεκάδες χιλιάδες κατοίκους τους) από την υπόλοιπη Παλαιστίνη. Πολλοί βρέθηκαν εγκλωβισμένοι σε περιφραγμένες νησίδες, αποκομμένοι από τους συγγενείς, τις δουλειές τους, τα χωράφια τους κ.ο.κ., ενώ για ορισμένους ακόμα και η παραμονή στα σπίτια τους (εφόσον ήταν σε «ειδικές ζώνες») απαιτούσε άδεια, η οποία υπόκειτο σε διαρκή - ετήσια - θεώρηση. Εκατοντάδες σπίτια κατεδαφίστηκαν προκειμένου να «ανοίξει ο δρόμος» για το τείχος και να δημιουργηθεί ο «απαραίτητος χώρος» για τις «ζώνες ασφαλείας» πέριξ αυτού.12

7.
7.
Το Διεθνές Δικαστήριο, με «γνωμοδοτική», «μη δεσμευτική» απόφασή του, έκρινε το όλο εγχείρημα ως αντίθετο προς το Διεθνές Δίκαιο, κάτι που βέβαια δεν πτόησε το κράτος του Ισραήλ.13

Ο παράλληλος οικονομικός πόλεμος του Ισραήλ κατά του Παλαιστινιακού λαού και οι πολλαπλές συνέπειές του

Λίγες μέρες μετά το ξέσπασμα των πρώτων διαδηλώσεων και συγκεκριμένα στις 8 Οκτώβρη 2000, το Ισραήλ επέβαλε καθεστώς πλήρους και ολικού αποκλεισμού στη Δυτική Οχθη και στη Γάζα. Το καθολικό αυτό lockdown κράτησε για μήνες, ενώ όταν τελικά άρθηκε το διαδέχτηκαν μια σειρά αλλεπάλληλοι μερικότεροι ή γενικότεροι αποκλεισμοί. Στη διάρκεια της δεύτερης «Ιντιφάντα» επιβλήθηκαν και άλλα καθολικά lockdowns (ολιγοήμερα ή πολυήμερα), με μεγαλύτερο εκείνο του 2005, το οποίο κράτησε 132 μέρες.14

Επιπλέον των lockdowns το Ισραήλ προχώρησε συστηματικά και σε απαγορεύσεις κυκλοφορίας, θέτοντας ουσιαστικά δεκάδες χιλιάδες Παλαιστινίους σε καθεστώς «κατ' οίκον περιορισμού» για μέρες (ανά διαστήματα ακόμα και 900.000 Παλαιστίνιοι ταυτόχρονα μπορεί να βρίσκονταν υποχρεωτικά κλεισμένοι στα σπίτια τους).15

Συχνά οι απαγορεύσεις κυκλοφορίας αίρονταν και επαναλαμβάνονταν αυθαίρετα, χωρίς προειδοποίηση, με αποτέλεσμα πολλοί Παλαιστίνιοι που αναζητούσαν τροφή, ένα μεροκάματο κ.ά. να βρίσκονται εκτεθειμένοι απέναντι στη βία των δυνάμεων κατοχής. Το ίδιο και όσοι αναγκάζονταν να παραβιάσουν συνειδητά την απαγόρευση κυκλοφορίας προκειμένου να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Ο Ρ. Καπλάν (αξιωματικός του ισραηλινού στρατού, τότε υπηρετούσε στη Γάζα) αναφέρει σχετικά: «Μέρα παρά μέρα εντοπίζαμε άτομα που είχαν εισέλθει παράνομα στον τομέα μας. Αυτοί που πιάναμε ήταν πάντοτε αξιοθρήνητοι, φυσικά δεν οπλοφορούσαν, ενώ όταν τους ανακρίναμε διαπιστώναμε πως δεν ήταν τρομοκράτες αλλά εργάτες, που παραβίαζαν την απαγόρευση κυκλοφορίας για να βγάλουν ένα μεροκάματο». Παρ' όλα αυτά, οι άνωθεν εντολές ήταν να πυροβολούν στο ψαχνό, «γιατί μόνο έτσι - και αυτή ήταν η αιτιολόγηση που δόθηκε - θα σταματούσαν, ενώ θα γίνονταν παράδειγμα και για τους υπόλοιπους. (...) Το μόνο τους έγκλημα ήταν (...) πως ήταν έτοιμοι να διακινδυνεύσουν ακόμα και τη ζωή τους για ένα μεροκάματο».16

5. Κηδεία του Αραφάτ, Νοέμβριος 2004
5. Κηδεία του Αραφάτ, Νοέμβριος 2004
Η περιοδική παύση του εμπορίου (καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των εισαγωγών και των εξαγωγών γινόταν με το Ισραήλ ή μέσω αυτού) οδήγησε σε παράλυση της οικονομικής δραστηριότητας και σε τρομακτικές ελλείψεις βασικών αγαθών. Μέσα σε τέσσερις μόλις μήνες από την έναρξη της δεύτερης «Ιντιφάντα», το ΑΕΠ των κατεχόμενων εδαφών μειώθηκε κατά 20%.17 Στον οικονομικό στραγγαλισμό της Δυτικής Οχθης και της Γάζας συνέβαλε επιπρόσθετα η παρακράτηση, από την ισραηλινή κυβέρνηση, των εσόδων από τους φόρους και τους δασμούς που συνέλεγε και όφειλε στην Παλαιστινιακή Αρχή και τα οποία αντιστοιχούσαν στα 2/3 των συνολικών εσόδων της για τα έτη 1999 και 2000.18

Ολα τα παραπάνω οδήγησαν σε ακόμα μεγαλύτερη φτωχοποίηση του Παλαιστινιακού λαού. Δύο μόλις μήνες μετά την εφαρμογή του πρώτου καθολικού αποκλεισμού, κάπου 200.000 άνθρωποι είχαν περιέλθει σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης, κατά την Παλαιστινιακή Αρχή. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το 2004 οι Παλαιστίνιοι περνούσαν «τη χειρότερη οικονομική ύφεση στη σύγχρονη ιστορία» τους, με τα 2/3 εξ αυτών (67%) να διαβιούν στα όρια της φτώχειας.19

Η κατάρρευση της παλαιστινιακής οικονομίας και η γενικότερη αδυναμία της Παλαιστινιακής Αρχής να ανταποκριθεί στις απαιτητικές αυτές εξελίξεις έδωσαν τη δυνατότητα στη Χαμάς (που συνέχιζε να χρηματοδοτείται αδρά από το εξωτερικό) να ενισχύσει ακόμα περισσότερο τις θέσεις της μεταξύ των δοκιμαζόμενων πληθυσμών. «Ξοδεύουν πολλά χρήματα», θα σχολιάσει σχετικά ένας αξιωματούχος της Παλαιστινιακής Αρχής. «Και πληρώνουν περισσότερα απ' ό,τι ο Αραφάτ. Γι' αυτό και η δύναμή τους αυξάνεται. Ο κόσμος βλέπει ότι η Χαμάς έχει περισσότερα χρήματα και επομένως στρέφονται σε αυτή για βοήθεια». Σύμφωνα με μια εκτίμηση, το 60% όσων λάμβαναν κάποιο επίδομα έκτακτης ή τακτικής ενίσχυσης στη Δυτική Οχθη και στη Γάζα, την περίοδο της δεύτερης «Ιντιφάντα», το χορηγούνταν από κάποια ισλαμική ΜΚΟ ή φιλανθρωπική οργάνωση (που συνδεόταν με τη Χαμάς), το 34% το χορηγούνταν από τις σχετικές υπηρεσίες και δομές του ΟΗΕ, ενώ μόλις το 6% το χορηγούνταν από την Παλαιστινιακή Αρχή.20

Ο «οδικός χάρτης προς την ειρήνη» και οι εξελίξεις μέχρι τον θάνατο του Αραφάτ

Κατά το δεύτερο μισό του 2002 οι ΗΠΑ, επιδιώκοντας το «κλείσιμο» αυτής της ανοιχτής πολεμικής εστίας στη Μέση Ανατολή ενόψει της επικείμενης εισβολής τους στο Ιράκ, άρχισαν να επεξεργάζονται μαζί με την ΕΕ, τη Ρωσία και τον ΟΗΕ έναν «οδικό χάρτη προς την ειρήνη». Το γενικό πλαίσιο του σχεδίου περιλάμβανε: Τον άμεσο «τερματισμό της βίας» (ουσιαστικά δηλαδή τον τερματισμό της ένοπλης πάλης από τη μεριά των Παλαιστινίων), την «αναμόρφωση των παλαιστινιακών θεσμών» (ουσιαστικά τη μείωση των εξουσιών του Προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής, Γ. Αραφάτ), το σταμάτημα των εποικισμών και τη συγκρότηση ενός «βιώσιμου, κυρίαρχου παλαιστινιακού κράτους». Η παλαιστινιακή πλευρά, παρότι εξέφρασε κάποιες επιφυλάξεις, αποδέχτηκε το σχέδιο ως βάση συζήτησης, καθώς τουλάχιστον είχε σαφή αναφορά «στον τερματισμό της κατοχής θέτοντας ως στόχο τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους». Η ισραηλινή κυβέρνηση, από την άλλη, έθεσε τους εξής όρους για την έναρξη της όποιας συζήτησης επί του θέματος: Τον περιορισμό του μελλοντικού παλαιστινιακού κράτους στο 42% των εδαφών της Δυτικής Οχθης και στο 70% της Γάζας, την πλήρη αποστρατιωτικοποίησή του (διατηρώντας μόνο μια ελαφρά οπλισμένη αστυνομία), την απομάκρυνση του Αραφάτ από τη θέση του Προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής (και από επικεφαλής στις όποιες μελλοντικές διαπραγματεύσεις) κ.ά. Στις διαβουλεύσεις που συνεχίστηκαν (κυρίως με τις ΗΠΑ) το επόμενο διάστημα, το Ισραήλ θα κατέθετε συνολικά πάνω από 100 αλλαγές επί του σχεδίου.21

Οι οξυνόμενες ενδοαστικές αντιθέσεις στην ηγεσία της Παλαιστινιακής Αρχής και οι αυξανόμενες πιέσεις των ΗΠΑ οδήγησαν τον Αραφάτ (στις 19 Μάρτη 2003) να ορίσει τον Μ. Αμπάς (που ήταν υπέρ του τερματισμού της ένοπλης πάλης και της επαναπροσέγγισης με ΗΠΑ και Ισραήλ) στη νεοσυσταθείσα θέση του πρωθυπουργού. Λίγο αργότερα, στις 30 Απρίλη, ανακοινώθηκε και επίσημα πλέον από τις ΗΠΑ ο «οδικός χάρτης», ο οποίος έγινε άμεσα αποδεκτός από τους Παλαιστίνιους (στις 3 Μάη), όχι όμως και από το Ισραήλ. Επειτα από πρόσθετες διμερείς επαφές ανάμεσα σε αξιωματούχους των ΗΠΑ και του Ισραήλ, συμφωνήθηκαν μια σειρά προσαρμογές στο αρχικό σχέδιο (που δήθεν «διατηρούσαν το πνεύμα του οδικού χάρτη αλλά άλλαζαν το περιεχόμενό του»). Μεταξύ αυτών ήταν: α) Η διάλυση όλων των οργανώσεων που το Ισραήλ θεωρούσε «τρομοκρατικές» (Χαμάς, «Ισλαμική Τζιχάντ», Λαϊκό Μέτωπο, Δημοκρατικό Μέτωπο, Ταξιαρχίες του Αλ Ακσα κ.ά.). β) Η ριζική αναμόρφωση των παλαιστινιακών σωμάτων ασφαλείας. γ) Η ανάδειξη «νέας και διαφορετικής ηγεσίας» στην Παλαιστινιακή Αρχή και η γενικότερη αναμόρφωση των θεσμών διοίκησης υπό αμερικανική εποπτεία. δ) Ο καθορισμός του «χαρακτήρα του προσωρινού παλαιστινιακού κράτους» να γίνει μέσα από διμερείς διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο Ισραήλ και στην Παλαιστινιακή Αρχή, κ.ά. Μετά από αυτές τις αλλαγές, το υπουργικό συμβούλιο του Ισραήλ έκανε τελικά αποδεκτό τον «οδικό χάρτη» (με 12 ψήφους υπέρ, 7 κατά και 4 αποχές).22

Η εκατέρωθεν αποδοχή του, βεβαίως, δεν αποσόβησε τις ενδοαστικές αντιθέσεις, ούτε στη μία ούτε στην άλλη πλευρά. Η μερίδα της ισραηλινής αστικής τάξης που ήταν αντίθετη σε κάθε συμβιβασμό (και εκπροσωπούνταν πολιτικά στον κυβερνητικό συνασπισμό) ενέτεινε την πολεμική της το επόμενο διάστημα, χαρακτηρίζοντας μάλιστα τον «οδικό χάρτη προς την ειρήνη» «οδικό χάρτη προς το Αουσβιτς»! Αντίστοιχα, οι ενδοαστικές αντιθέσεις οξύνθηκαν και στους κόλπους της Παλαιστινιακής Αρχής, με τον Αμπάς να παραιτείται λίγους μήνες αφότου ανέλαβε (στις 6 Σεπτέμβρη 2003), με αιχμή τον έλεγχο των σωμάτων ασφαλείας.23

Ο θάνατος του Αραφάτ στις 11 Νοέμβρη 2004 δρομολόγησε την αλλαγή στην ηγεσία - και στον προσανατολισμό - της Παλαιστινιακής Αρχής, επιταχύνοντας τις διεργασίες προς τον τερματισμό της «Ιντιφάντα» και την επίτευξη συμβιβασμού με το Ισραήλ.

Οι προεδρικές εκλογές του 2005

Υπό αυτές τις συνθήκες, στις 9 Γενάρη 2005 διενεργήθηκαν οι δεύτερες εκλογές για την ανάδειξη Προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής (9 χρόνια μετά τις πρώτες). Οι παρατηρητές που έστειλε η ΕΕ διαπίστωσαν πως «ο κόσμος άσκησε το δημοκρατικό του δικαίωμα με ενθουσιασμό. Ωστόσο η κατοχή, η συνεχιζόμενη βία και οι περιορισμοί στην ελευθερία μετακίνησης σήμαιναν πως δεν θα ήταν ποτέ εφικτό να γίνουν πραγματικά ελεύθερες εκλογές».24

Ανάμεσα στα πολλά προσκόμματα και τις παρεμβάσεις των ισραηλινών αρχών επί της εκλογικής διαδικασίας συγκαταλέγονταν: Η παρεμπόδιση πολλών ψηφοφόρων από το να εγγραφούν στους εκλογικούς καταλόγους (με τη διενέργεια «συχνών επιδρομών στα κέντρα καταγραφής»), καθώς και από το να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα (μέσω της επιβολής απαγορεύσεων κυκλοφορίας κατά τόπους κ.ά.), η παρεμπόδιση της προεκλογικής εκστρατείας, κυρίως υποψηφίων της αντιπολίτευσης (με την καθυστερημένη, περιορισμένη ή και μη χορήγηση αδειών για μετάβαση σε εκλογικές περιφέρειες όπου η πρόσβαση απαιτούσε τη διέλευση μέσα από σημεία ελέγχου), η σύλληψη και κράτηση υποψηφίων, όπως του Μ. Μπαργκούτι (πρώην στελέχους της Φατάχ, ο οποίος κατέβαινε ως «ανεξάρτητος», υποστηριζόμενος και από το Λαϊκό Μέτωπο) και του Μπ. Σαλχί (υποψηφίου του Κόμματος του Λαού της Παλαιστίνης), κ.ά.25

Οσον αφορά τα αποτελέσματα, Πρόεδρος εξελέγη ο υποψήφιος της Φατάχ, Μ. Αμπάς, με το 62,52% των ψήφων. Ο Μ. Μπαργκούτι έλαβε το 19,48% των ψήφων, ο Τ. Χαλίντ (του Δημοκρατικού Μετώπου) το 2,76%, ο Μπ. Σαλχί το 2,67% και το υπόλοιπο μοιράστηκε μεταξύ τριών άλλων, «ανεξάρτητων» υποψηφίων. Η Χαμάς και η «Ισλαμική Τζιχάντ» απείχαν των εκλογών. Το ποσοστό της συμμετοχής εκτιμήθηκε στο 54%.26

Λίγο αργότερα, κατά τη Σύνοδο του Σαρμ ελ-Σέιχ στις 8 Φλεβάρη 2005, ο νέος Πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής, Μ. Αμπάς, και ο ισραηλινός πρωθυπουργός, Α. Σαρόν, συμφώνησαν σε αμοιβαία κατάπαυση των εχθροπραξιών (γεγονός που σηματοδότησε και το τέλος της δεύτερης «Ιντιφάντα»). Ο Σαρόν έκανε λόγο για «επώδυνες θυσίες του Ισραήλ έναντι των Παλαιστινίων», που περιλάμβαναν τη σταδιακή - και υπό προϋποθέσεις - απόσυρση των στρατευμάτων κατοχής από 5 πόλεις, την απελευθέρωση ενός περιορισμένου αριθμού κρατουμένων (500 - σε πρώτη φάση - από τους συνολικά 8.000 περίπου) κ.ά. Ο Αμπάς από τη μεριά του έκανε λόγο για «μια νέα εποχή ειρήνης και ελπίδας», υποσχόμενος «τον τερματισμό κάθε βίαιης δράσης». Αρχικά η Χαμάς τοποθετήθηκε αρνητικά, δηλώνοντας πως δεν δεσμευόταν από τη συμφωνηθείσα ανακωχή. Επειτα από διαβουλεύσεις με την Παλαιστινιακή Αρχή στις 13 Φλεβάρη, ωστόσο, συναίνεσε στην κατάπαυση του πυρός (το ίδιο και η «Ισλαμική Τζιχάντ»).27

Μέχρι τον Σεπτέμβρη του 2005 το Ισραήλ είχε αποσύρει πλήρως τα στρατεύματά του από τη Λωρίδα της Γάζας (διατηρώντας ωστόσο τον έλεγχο των χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων της, καθώς και τον εναέριο χώρο της). Μαζί με τον στρατό το Ισραήλ απέσυρε επίσης τους περίπου 8.500 εποίκους του στη Γάζα. Αυτοί όμως δεν αποτελούσαν παρά το 2% του συνόλου των εποίκων στα κατεχόμενα. Η συντριπτική πλειοψηφία των εποίκων ήταν συγκεντρωμένη στη Δυτική Οχθη και όχι μόνο δεν μειώθηκαν αλλά αυξήθηκαν κιόλας, φτάνοντας τους 445.000.28

Ο ξεσηκωμός των Παλαιστινίων το 2000 - 2005 και η βίαιη καταστολή του από το Ισραήλ είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 2.859 - 3.659 Παλαιστινίων (ενόπλων και αμάχων) και τον τραυματισμό έως και 53.000. Κάπου 2.500 - 3.530 ήταν εκείνοι που έμειναν μόνιμα ανάπηροι. Πλέον των νεκρών, κατά τις συγκρούσεις υπήρχαν ακόμα άλλοι 238 - 385 που δολοφονήθηκαν στοχευμένα από το Ισραήλ (ουσιαστικά εκτελέστηκαν), μεταξύ των οποίων και ο ΓΓ του Λαϊκού Μετώπου, Α. Αλί Μουσταφά. Οι «παράπλευρες απώλειες» των «στοχευμένων» αυτών εκτελέσεων ήταν σχεδόν άλλες τόσες. Οι απώλειες των Ισραηλινών ήταν 885 - 1.008 νεκροί (ένοπλοι και άμαχοι) και 5.961 - 6.008 τραυματίες.29

Μεταξύ των δολοφονημένων από το Ισραήλ κατά τη δεύτερη «Ιντιφάντα» ήταν και η Αμερικανίδα ακτιβίστρια του φιλειρηνικού κινήματος, Ρ. Κόρι, που στις 16 Μάρτη 2003 συντρίφτηκε από θωρακισμένη μπουλντόζα του ισραηλινού στρατού ενώ προσπαθούσε να προστατεύσει το σπίτι μιας παλαιστινιακής οικογένειας από την τιμωρητική κατεδάφισή του στη Ράφα.

Οι βουλευτικές εκλογές του 2006

Στις 25 Γενάρη 2006 διενεργήθηκαν εκλογές για την εκλογή των μελών του Παλαιστινιακού Νομοθετικού Συμβουλίου. Για μια ακόμα φορά οι συνθήκες της ισραηλινής κατοχής έθεσαν μια σειρά προσκόμματα στην προεκλογική και εκλογική διαδικασία. Χαρακτηριστικό ήταν π.χ. το γεγονός ότι από τους συνολικά 120.000 Παλαιστίνιους με δικαίωμα ψήφου στην Ανατολική Ιερουσαλήμ κατάφεραν τελικά να ψηφίσουν μόλις οι 6.300. Οσον αφορά το αποτέλεσμα, νικητής των εκλογών αναδείχθηκε η Χαμάς (που έλαβε μέρος για πρώτη φορά), καταλαμβάνοντας την πλειοψηφία των εδρών (74 στις 132). Δεύτερη σε έδρες ήρθε η Φατάχ (45), ενώ 3 βουλευτές εξέλεξε το Λαϊκό Μέτωπο, 2 ο συνασπισμός όπου μετείχε το Κόμμα του Λαού της Παλαιστίνης, 2 το Κόμμα του Τρίτου Δρόμου (διάσπαση της Φατάχ) και 2 το Κόμμα της Ανεξάρτητης Παλαιστίνης (επίσης διάσπαση της Φατάχ). Εξελέγησαν επίσης 4 «ανεξάρτητοι». Οπως και στις εκλογές του 1996, το αποτέλεσμα των εδρών ήταν περισσότερο το προϊόν του συγκεκριμένου - μεικτού - εκλογικού συστήματος και λιγότερο της λαϊκής ψήφου. Στο κομμάτι των εκλογών που αφορούσε την αναλογική ψήφο στα κόμματα (και όχι την πλειοψηφική ανά εκλογική περιφέρεια), τα αποτελέσματα είχαν ως εξής: Χαμάς 44,4%, Φατάχ 41,4%, Λαϊκό Μέτωπο 4,2%, ο συνασπισμός που μετείχε το Κόμμα του Λαού της Παλαιστίνης 2,9% κ.ο.κ.30

«Το εκλογικό αποτέλεσμα στην Παλαιστίνη», εκτιμούσε σχετικά η ΚΕ του ΚΚΕ, «εκφράζει ως ένα βαθμό την ανησυχία του παλαιστινιακού λαού ότι η λεγόμενη ειρηνική διευθέτηση του παλαιστινιακού προβλήματος και η συγκρότηση ενός νέου παλαιστινιακού κράτους θα ήταν πολύ μακριά από τα δικαιώματα και τις προσδοκίες του. Εχει την εμπειρία τόσο του Οσλο όσο και του "Οδικού Χάρτη". Η Χαμάς κατάφερε τη συγκεκριμένη στιγμή να εκφράσει αυτή τη διάθεση του λαού για κάποια ουσιαστική πίεση. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως η Χαμάς μπορεί να εγγυηθεί μια πραγματική αντίσταση στις ιμπεριαλιστικές πιέσεις. (...) Ουσιαστικά η ψήφος της 25ης Γενάρη αποτελεί περισσότερο ψήφο διαμαρτυρίας κατά της Φατάχ, παρά ψήφο έγκρισης του συνόλου των πολιτικών θέσεων της Χαμάς (...) Τέλος, με αφορμή και τις τελευταίες εξελίξεις, για άλλη μια φορά προκύπτει η ανάγκη να αναδειχθούν στο παλαιστινιακό πολιτικό προσκήνιο δυνάμεις που θα ηγηθούν ενός λαϊκού επαναστατικού κινήματος για να προωθήσουν μια πραγματικά συνολική εναλλακτική πρόταση και κατά της ισραηλινής κατοχής και της στυγνής ιμπεριαλιστικής επέμβασης, και κατά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης».31

Οι εξελίξεις την επαύριο των εκλογών του 2006

Αμέσως μετά τη νίκη της στις εκλογές, η Χαμάς απηύθυνε κάλεσμα στη Φατάχ για συγκρότηση κυβέρνησης συνασπισμού. Η Φατάχ αρνήθηκε και έτσι, στις 29 Μάρτη, η Χαμάς σχημάτισε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ι. Χανίγια. Το επόμενο διάστημα οι ενδοαστικές αντιθέσεις οξύνθηκαν, λαμβάνοντας συχνά τη μορφή βίαιων συγκρούσεων μεταξύ δυνάμεων της Χαμάς, της Φατάχ κ.ά. οργανώσεων.

Εχοντας πλέον σχηματίσει κυβέρνηση, η Χαμάς άρχισε να «λειαίνει» ορισμένες από τις μέχρι τότε βασικές θέσεις και διακηρύξεις της. «Το Καταστατικό», άλλωστε, θα τονίσει σχετικά η εφημερίδα της Χαμάς, «Al-Risala», «δεν είναι το Κοράνι, που είναι αναλλοίωτο». Ακολούθως, ο ηγέτης της οργάνωσης, Χ. Μεσάαλ, θα σημειώσει πως «η αντίσταση» πια στο Ισραήλ «μπορούσε να έχει πολιτική και διπλωματική μορφή». Ο δε συνιδρυτής της Χαμάς, Ι. Αμπού Σανάμπ, θα υπογραμμίσει: «Δεν μπορούμε να καταστρέψουμε το Ισραήλ. (Επομένως) η πρακτική λύση είναι για εμάς να αποκτήσουμε ένα κράτος δίπλα στο Ισραήλ».32

Οσον αφορά το ίδιο το Ισραήλ, η εκλογική νίκη της Χαμάς έδωσε το πρόσχημα για να κάνει πίσω σε όποιους συμβιβασμούς είχε συναινέσει το προηγούμενο διάστημα και να παγιώσει τα εδάφη που είχε αρπάξει με το - υπό κατασκευή ακόμα - τείχος του. Πράγματι, την επαύριο των εκλογών ο υπηρεσιακός τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ Ε. Ολμέρτ ξεκαθάρισε πως «μια κυβέρνηση της Χαμάς δεν μπορεί να αποτελεί συνομιλητή» στις διεξαγόμενες ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, ενώ ταυτόχρονα διεμήνυσε πως «το τείχος, που έως τώρα ήταν ένα τείχος ασφαλείας, τώρα θα αποτελέσει τη γραμμή των νέων μας συνόρων».33

Η εκλογική νίκη της Χαμάς όμως είχε και σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις. Από τη μια το Ισραήλ άρχισε και πάλι να παρακρατά τα φορολογικά έσοδα που εισέπραττε από τους Παλαιστίνιους, μη καταβάλλοντάς τα στην Παλαιστινιακή Αρχή. Ταυτόχρονα διακόπηκε και μεγάλο μέρος της διεθνούς χρηματοδότησης (από τις ΗΠΑ, την ΕΕ κ.ά.), που το 2005 συνέβαλε στο 50% του προϋπολογισμού της Παλαιστινιακής Αρχής. Η έκτακτη οικονομική συνδρομή της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ, για την κάλυψη των άμεσων - βραχυπρόθεσμων έστω αναγκών της Αρχής (και την πληρωμή των περίπου 150.000 υπαλλήλων που μισθοδοτούνταν από εκείνη), δεν ήταν δυνατό να προσφέρει κάποια βιώσιμη λύση στο πρόβλημα (υπολογίζεται πως άμεσα ή έμμεσα από την Παλαιστινιακή Αρχή εξαρτιόταν οικονομικά έως και το 1/4 του συνόλου του πληθυσμού της Δυτικής Οχθης και της Γάζας).34

Τον Σεπτέμβρη του 2006 ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ, Τζ. Ντουγκάρντ, έκανε λόγο για «νέα αφόρητα επίπεδα» διαβίωσης στη Γάζα, με τα 3/4 του πληθυσμού της να εξαρτώνται για την επιβίωσή τους από τα τρόφιμα που προσφέρονταν από διεθνείς οργανισμούς. «Ουσιαστικά», τόνισε μεταξύ άλλων, «ο Παλαιστινιακός λαός υποβάλλεται σε οικονομικές κυρώσεις - είναι η πρώτη φορά που ένας λαός υπό κατοχή αντιμετωπίζεται κατ' αυτόν τον τρόπο. (...) Ελπίζω όσα περιέγραψα (...) να προβληματίσουν τις συνειδήσεις εκείνων που έχουν συνηθίσει να κλείνουν τα μάτια και τα αυτιά τους απέναντι στον Παλαιστινιακό λαό που υποφέρει».35

Στις 8 Φλεβάρη 2007 η Χαμάς και η Φατάχ συμφώνησαν στη συγκρότηση «κυβέρνησης εθνικής ενότητας με στόχο τον τερματισμό τόσο της βίας όσο και του εμπάργκο στη διεθνή βοήθεια». Η νέα κυβέρνηση δήλωσε πως «θα σεβόταν τις προηγούμενες συμφωνίες που είχε υπογράψει η PLO», στοχεύοντας στη συγκρότηση ενός παλαιστινιακού κράτους «επί των εδαφών που καταλήφθηκαν το 1967 (από το Ισραήλ) με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ». Ταυτόχρονα, διευκρίνισε πως οι Παλαιστίνιοι διατηρούσαν το δικαίωμα «της αντίστασης με κάθε της μορφή» και της «άμυνας απέναντι σε κάθε συνεχιζόμενη ισραηλινή επιθετικότητα».36

Η κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» δεν διήρκεσε παρά λίγους μήνες. Στις 10 Ιούνη 2007 η σύγκρουση Χαμάς και Φατάχ αναζωπυρώθηκε, με επίκεντρο τη Γάζα. Μέχρι τις 15 του μήνα η Χαμάς επικράτησε στην περιοχή, καταλαμβάνοντας όλα τα κτίρια της Παλαιστινιακής Αρχής και αντικαθιστώντας όλους τους αξιωματούχους της. Ταυτόχρονα, ο Πρόεδρος Μ. Αμπάς διέλυσε την κυβέρνηση, κηρύσσοντας καθεστώς «έκτακτης ανάγκης». Ακολούθως, τα παλαιστινιακά εδάφη χωρίστηκαν (εκτός από γεωγραφικά) και πολιτικά στα δύο: Από τη μία η Δυτική Οχθη υπό τη διοίκηση της Παλαιστινιακής Αρχής και από την άλλη η Λωρίδα της Γάζας υπό τη διοίκηση της Χαμάς. Παρά τις εκάστοτε διαπραγματεύσεις έκτοτε για τη διενέργεια νέων εκλογών (προεδρικών και βουλευτικών), δεν καταλήχτηκε κάποια συμφωνία.

Επιχειρώντας μια «γέφυρα» στο σήμερα

Καθώς το αφιέρωμά μας στο Παλαιστινιακό ζήτημα έφτασε πια σε ένα χρονικό σημείο στην εξέλιξή του όπου η «απόσταση» από τα γεγονότα περιορίζεται σημαντικά, το κομμάτι της ιστορικής του αποτίμησης αντικειμενικά ολοκληρώνεται. Ωστόσο, μια συνοπτική παράθεση ορισμένων βασικών γεγονότων και στοιχείων που χαρακτήρισαν την περίοδο που μεσολάβησε - όχι εν είδει επιλόγου ή συμπερασμάτων, αλλά ως «γέφυρα» μεταξύ του τότε και του σήμερα - θα ήταν τόσο χρήσιμη όσο και απαραίτητη.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι «ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις» γύρω από το Παλαιστινιακό συνεχίστηκαν: Στις 27 Νοέμβρη 2007 πραγματοποιήθηκε η Σύνοδος της Ανάπολης (όπου έγινε προσπάθεια «νεκρανάστασης» του λεγόμενου «οδικού χάρτη»), ενώ το 2010 - 2011 Ισραήλ και Παλαιστινιακή Αρχή προχώρησαν σε μια σειρά διμερείς συνομιλίες υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, και πάλι όμως χωρίς αποτέλεσμα.

«Το παλαιστινιακό κράτος δεν δημιουργήθηκε ακόμα», τόνιζε η ΚΕ του ΚΚΕ το 2011. «Η κατοχή των εδαφών που άρπαξε το Ισραήλ στον Πόλεμο των 7 Ημερών το 1967 παραμένει και η κατάσταση γίνεται πιο περίπλοκη, χειροτερεύει. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν, η κατάσταση που διαμορφώθηκε στη Λωρίδα της Γάζας και στη Δυτική Οχθη δημιουργεί μια πολύ δύσκολη κατάσταση για το παλαιστινιακό κίνημα αντίστασης. Οδηγεί σε συνολικό αδυνάτισμα των θέσεών του, βοηθάει αντικειμενικά την πολύμορφη επέμβαση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην Παλαιστίνη, που κύριο σκοπό έχουν να πνίξουν το κίνημα αντίστασης κατά της κατοχής και να ενισχύσουν δυνάμεις που θα συμφωνήσουν σε έναν πλήρη συμβιβασμό και σε αρνητική στάση απέναντι στην πάλη για τη δημιουργία ανεξάρτητου, κυρίαρχου και βιώσιμου κράτους με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ. Οι ΗΠΑ και η ΕΕ μιλούν για δύο κράτη (Ισραήλ και Παλαιστινιακό), αλλά κρύβουν την ουσία. Και η ουσία είναι ότι μιλώντας για παλαιστινιακό κράτος δεν εννοούν κράτος κυρίαρχο, οργανωμένο, για την πορεία του οποίου θα αποφασίζει ο λαός του. Εννοούν κράτος χωρίς σύνορα, χωρίς στρατό, περιορισμένης κυριαρχίας (...)».37

Στην ίδια και χειρότερη λογική κινήθηκαν και οι μετέπειτα «ειρηνευτικές πρωτοβουλίες» του ιμπεριαλισμού στην περιοχή: Με το «Σχέδιο Ειρήνης Τραμπ» (28 Γενάρη 2020), με τις ευρύτερες για τη Μέση Ανατολή «Συμφωνίες του Αβραάμ» (15 Σεπτέμβρη 2020) κ.ο.κ. Τίποτε απ' όλα αυτά δεν είχε κάποιο θετικό αντίκρισμα στην πορεία του Παλαιστινιακού ζητήματος και στη δίκαιη υπόθεση του Παλαιστινιακού λαού.

Οι συνεχιζόμενες και διαρκώς οξυνόμενες τα τελευταία χρόνια ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις γύρω από τον έλεγχο (και εν δυνάμει επαναχάραξη) των εμπορικών και ενεργειακών δρόμων στη Μέση Ανατολή (σε συνάρτηση με τα μεγάλα καπιταλιστικά συμφέροντα, τις επιδιώξεις και τους σχεδιασμούς μιας σειράς καπιταλιστικών κρατών και μονοπωλιακών ομίλων που τέμνονται ανταγωνιστικά στην περιοχή) συνέβαλαν καταλυτικά στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκαν - και στέκονται σήμερα - τα πράγματα.38

Παράλληλα, καθ' όλο αυτό το διάστημα το κράτος του Ισραήλ συνέχισε να εγκληματεί σε βάρος του Παλαιστινιακού λαού, επεκτείνοντας τους εποικισμούς, υφαρπάζοντας τα εδάφη και τους πόρους του, ενισχύοντας το καθεστώς απαρτχάιντ για τα σχεδόν 5 εκατομμύρια Παλαιστινίους των κατεχόμενων περιοχών (αλλά και το καθεστώς «πολίτη δεύτερης κατηγορίας» για τα σχεδόν 2 εκατομμύρια των Παλαιστίνιων πολιτών του Ισραήλ), σφίγγοντας όλο και πιο ασφυκτικά τον κλοιό γύρω τους, φτωχοποιώντας, απαξιώνοντας, καταπιέζοντας, φυλακίζοντας, βασανίζοντας και δολοφονώντας τους σε καθημερινή, συστηματική βάση.

Ενδεικτικά:

Την περίοδο που μεσολάβησε από το τέλος της δεύτερης «Ιντιφάντα» έως και την έναρξη του πολέμου στη Γάζα δολοφονήθηκαν από τον ισραηλινό στρατό ή από εποίκους 7.677 Παλαιστίνιοι, εκ των οποίων οι 2.479 ήταν παιδιά.39 Το Ισραήλ πραγματοποίησε τουλάχιστον 4 μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Παλαιστινίων (το 2008 - 2009, το 2011 και το 2021) και δεκάδες άλλες μικρότερες (περιορισμένους βομβαρδισμούς, «στοχευμένες» εκτελέσεις κ.ο.κ.).

Την ίδια περίοδο τα παλαιστινιακά εδάφη τέθηκαν υπό καθεστώς γενικευμένου lockdown (με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την καθημερινή μάχη επιβίωσης των Παλαιστινίων) επί 646 συνολικά ημέρες.40

Ο αριθμός των Εβραίων εποίκων στη Δυτική Οχθη και στην Ανατολική Ιερουσαλήμ σχεδόν διπλασιάστηκε σε μια δεκαετία, φτάνοντας τους 831.940.41

Ταυτόχρονα, 497.820 Παλαιστίνιοι κάτοικοι της Δυτική Οχθης και της Ανατολικής Ιερουσαλήμ περιήλθαν ουσιαστικά σε καθεστώς «ανοιχτής φυλακής», λόγω της πορείας κατασκευής του «τείχους ασφαλείας» του Ισραήλ.42

Από το 2006 έως το 2023 το Συμβούλιο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του ΟΗΕ εξέδωσε περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις για το Ισραήλ απ' ό,τι για όλα τα υπόλοιπα κράτη του κόσμου μαζί (104 έναντι 99).43

Το 53% όλων των καταδικαστικών αποφάσεων της UNESCO, του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, της Γενικής Συνέλευσης και άλλων οργάνων του ΟΗΕ (πλην του Συμβουλίου Ασφαλείας) για το ίδιο διάστημα αφορούσαν το Ισραήλ.44

Κι όμως... Για τη συντριπτική πλειοψηφία του αστικού πολιτικού κόσμου, των αστικών μέσων μαζικής «ενημέρωσης», των αστών δημοσιολόγων, σχολιαστών κ.ο.κ., τα όσα συνέβησαν από τις 7 Οκτώβρη 2023 και μετά ήταν «κεραυνός εν αιθρία»...

Ωστόσο, όπως διαπιστώσαμε στη διάρκεια του εκτενούς αυτού αφιερώματός μας στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος, το βάθος των γεγονότων είναι πολύ μεγαλύτερο, διατρέχοντας σε μια σειρά παράγοντες σε μια πορεία πολλών δεκαετιών.

Ο πόλεμος του Ισραήλ κατά των Παλαιστινίων στη Γάζα (αλλά και στη Δυτική Οχθη) που εξαπολύθηκε με αφορμή τις επιθέσεις της Χαμάς στις 7 Οκτώβρη 2023 υπήρξε μακράν ο φονικότερος μέχρι σήμερα, έχοντας κοστίσει τη ζωή (μέχρι τις 15 Αυγούστου) σε πάνω από 40.637 ανθρώπους (κυρίως αμάχους, μεταξύ των οποίων και 16.647 παιδιά). Σε πάνω από 97.801 υπολογίζονται οι τραυματίες, ενώ υπάρχουν επίσης πάνω από 10.000 αγνοούμενοι. Οι Παλαιστίνιοι κρατούμενοι σε ισραηλινές φυλακές «για λόγους ασφαλείας» ανέρχονταν (στις αρχές Ιούλη) σε 9.623. Απ' αυτούς το 49,68% βρίσκονταν υπό καθεστώς «διοικητικής κράτησης» (δηλαδή επ' αόριστον και χωρίς να τους έχουν απαγγελθεί κατηγορίες). Τουλάχιστον 60 Παλαιστίνιοι άφησαν την τελευταία τους πνοή στις φυλακές, ως αποτέλεσμα των βασανιστηρίων και των γενικότερων απάνθρωπων συνθηκών κράτησής τους. Στις ισραηλινές φυλακές κρατούνταν επίσης 195 παιδιά 14-18 ετών. Τρομακτική υπήρξε τέλος η διαρκής, μαζική καταστροφή σπιτιών, υποδομών κ.ο.κ. στη Γάζα, ως αποτέλεσμα των ισοπεδωτικών και αδιάκριτων βομβαρδισμών. Ζημιές έχουν υποστεί το 60% των οικιών, το 85% των σχολείων, το 65% του οδικού δικτύου, ενώ μόλις τα 16 από τα 36 συνολικά νοσοκομεία της περιοχής θεωρούνται έστω και μερικώς λειτουργικά.45

Τα εγκλήματα κατά του Παλαιστινιακού λαού είναι διαρκή. Οπως διαρκής, όμως, είναι και η δίψα του για λευτεριά. Πράγματι, η ανθεκτικότητα του Παλαιστινιακού λαού απέναντι στη βαρβαρότητα, η επιμονή του στη διεκδίκηση των δικαίων του, του τόπου του, είναι αξιοθαύμαστες. Απέναντί του ο Παλαιστινιακός λαός δεν έχει βεβαίως μόνο το κράτος του Ισραήλ, αλλά και τους διεθνείς συμμάχους του (τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, την ΕΕ κ.ά.), καθώς και ένα ολόκληρο καπιταλιστικό σύστημα διεθνών σχέσεων που «κόβει και ράβει» τα πάντα στην προκρούστεια κλίνη του κόστους και του κέρδους των λίγων και ισχυρών του πλούτου - ακόμα κι αν αυτό εξαργυρώνεται με το αίμα ολόκληρων λαών. Η ανοχή απέναντι σε τέτοια εγκλήματα δεν μπορεί να λογίζεται ως «ουδετερότητα»: Αποτελεί συνενοχή. Κύριο και μοναδικό αντίβαρο σε όλα αυτά; Η διαρκής, επίμονη και μαχητική αλληλεγγύη των εργαζόμενων λαών όλου του κόσμου, που καθ' όλο αυτό το διάστημα δεν έπαψαν να βγαίνουν στους δρόμους κατά εκατομμύρια βροντοφωνάζοντας πως «η Ιστορία έχει μια σωστή πλευρά: Με την Παλαιστίνη ως τη λευτεριά»!

Παραπομπές:

1. Institute for Palestine Studies (https://chronology.palestine-studies.org/chronology/2000-sep-29).

2. βλ. Amnesty International, «Israel and the Occupied Territories: Excessive use of lethal force»,18/10/2000, «Israel and the Occupied Territories: Broken lives - a year of Intifada», 13/11/2001, και «Haaretz», 4/12/2008.

3. https://www.youtube.com/watch?v=4NNz_FHCaBg

4. «Haaretz», 19/11/2001, και Leila Farshakh (επ), «Rethinking statehood in Palestine», εκδ. «University of California Press», CA, 2021, σελ. 265.

5. «Israeli Arabs: The official summation of the Or Commission Report», 2/9/2003 (https://www.jewishvirtuallibrary.org/the-official-summation-of-the-or-commission-report-september-2003).

6. Leila Farshakh (επ), ό.π., σελ. 265 - 266.

7. Michele Esposito, «The Al-Aqsa Intifada: Military operations, suicide attacks, assassinations and losses in the first four years», στο «Journal of Palestine Studies», vol. 34, no. 2, 2005, σελ. 105 - 111.

8. Michele Esposito, ό.π., σελ. 91.

9. βλ. δηλώσεις του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Κ. Πάουελ και του Αμερικανού Προέδρου Τζ. Μπους στις 30/3/2002 (στο https://2001-2009.state.gov/secretary/former/powell/remarks/2003/19174.htm και https://www.pbs.org/newshour/politics/middle_east-jan-june02-mideast_03-30 αντίστοιχα).

10. «Los Angeles Times», 30/3/2002.

11. Arab Peace Initiative (https://www.un.org/unispal/document/auto-insert-181223/).

12. βλ. ειδική έκδοση του UN Office for the Coordination of Humanitarian Affairs - occupied Palestinian territory, «Barrier Update», East Jerusalem, 2011.

13. ICJ, «Legal Consequences of the Construction of a Wall in the Occupied Palestinian Territory» (https://www.icj-cij.org/case/131).

14. B' Tselem, «Crossing the Line», Jerusalem, March 2007, σελ. 18.

15. Pia Therese Jansen, «The consequences of Israel's counter terrorism policy», PhD thesis, University of St. Andrews, 2008, σελ. 243.

16. «Haaretz», 27/4/2001.

17. UNSCO, Press Release, 13/2/2001.

18. IMF, «West Bank and Gaza: Economic Performance and Reform under Conflict Conditions», 2003, σελ. 71.

19. World Bank, «Palestinian economy and the prospects for its recovery», December 2005, στο Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 246, 249 και 252.

20. Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 255 και 278.

21. «Special documents: The Road Map», στο «Journal of Palestine Studies», vol. 32, no. 4, Summer 2003, σελ. 83 - 88, και «The Guardian», 6/12/2002.

22. «Special documents: The Road Map», ό.π., σελ. 88 - 98.

23. «Special documents: The Road Map», ό.π., σελ. 99, και «The Guardian», 6/9/2003.

24. EU Election Observation Mission, «Final Report on the West Bank and Gaza Presidential Elections», 9/1/2005, σελ. 2.

25. EU Election Observation Mission, ό.π., σελ. 19 - 28.

26. EU Election Observation Mission, ό.π., σελ. 12 και 43.

27. BBC News, «Middle East leaders announce truce», 8/2/2005 (http://news.bbc.co.uk/2/hi/middle_east/4245353.stm), και IMRA, «Hamas, Jihad Commit to Truce Provided Israel Reciprocates», 13/2/2005 (http://www.imra.org.il/story.php?id=24111).

28. Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 304.

29. Οι εκτιμήσεις διαφέρουν ανάλογα με την πηγή (στο Michele Esposito, ό.π., σελ. 99).

30. NDI, «Final Report on the Palestinian Legislative Elections», 25/1/2006, εκδ. «National Democratic Institute for International Affairs», Washington, 2006, σελ. 12, 25, 52.

31. Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ, «Για τη διεθνή κατάσταση με αιχμή τη Μέση Ανατολή και το Ιράν. H θέση της Ελλάδας στην περιοχή. Η απάντηση του ΚΚΕ», στην ΚΟΜΕΠ τ.3, 2006, σελ. 30 - 33.

32. Aaron Pina, «CRS Report for Congress: Palestinian Elections», εκδ. «Congressional Research Service», 2006, σελ. 15, και Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 306 - 307.

33. «Haaretz», 27/1/2006 και 9/3/2006.

34. Aaron Pina, ό.π., σελ. 3 - 4.

35. BBC, «UN says Gaza crisis "intolerable"», 26/9/2006 (http://news.bbc.co.uk/2/hi/middle_east/5382976.stm).

36. Paul Moro, «CRS Report for Congress: International reaction to Palestinian unity government», εκδ. «Congressional Research Service», 2007, σελ. 2 - 3.

37. Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ, «Οι θέσεις του ΚΚΕ για τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου», στην ΚΟΜΕΠ τ.3, 2011, σελ. 29 - 30.

38. Τμήμα Διεθνών Σχέσεων της ΚΕ του ΚΚΕ, «Για τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή», στην ΚΟΜΕΠ τ.3, 2024, σελ. 47 - 81.

39. https://statistics.btselem.org/en/intro/fatalities

40. https://www.btselem.org/freedom_of_movement/siege_figures

41. https://www.btselem.org/settlements/statistics

42. https://www.btselem.org/separation_barrier/statistics

43. https://www.ohchr.org/en/countries/israel

44. https://www.shomrim.news/eng/we-hereby-condemn

45. https://www.aljazeera.com/news/longform/2023/10/9/israel-hamas-war-in-maps-and-charts-live-tracker (τα στοιχεία αντλήθηκαν στις 15/8/2024, ενώ ανανεώνονται συνεχώς), https://www.btselem.org/statistics/detainees_and_prisoners, https://www.btselem.org/statistics/minors_in_custody, και B' Tselem, «Welcome to hell. The Israeli prison system as a network of torture camps», εκδ. «B' Tselem», August 2024, σελ. 6 και 9.


Αναστάσης ΓΚΙΚΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ