Μετά την έκθεση Ντράγκι, άλλο ένα «συμβουλευτικό κείμενο» (έκθεση Νιινίστο) ανοίγει τον δρόμο για εκτόξευση των στρατιωτικών δαπανών, θέτοντας σε πολεμική ετοιμότητα και τους μηχανισμούς της Πολιτικής Προστασίας
Το απόσπασμα αυτό προέρχεται από τη συμβουλευτική έκθεση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που συνέταξε ο Σάουλι Νιινίστο, πρώην πρόεδρος της Φινλανδίας, με τίτλο: «Ασφαλέστερα Μαζί - Ενίσχυση της Πολιτικής και Στρατιωτικής Ετοιμότητας και Ετοιμότητας της Ευρώπης».
Αν και προκλητικά ανιστόρητο, αφού παραλληλίζει τη σημερινή καπιταλιστική Ρωσία με την επαναστατημένη Ρωσία του Λένιν στις αρχές του 20ού αιώνα, το απόσπασμα και συνολικά η έκθεση αντανακλούν τις ανησυχίες της ηγεσίας της ΕΕ, σε συνθήκες όξυνσης της ιμπεριαλιστικής διαπάλης παγκόσμια και κλιμάκωσης του πολέμου ΝΑΤΟ - Ρωσίας στην Ουκρανία.
Στον πυρήνα της έκθεσης βρίσκεται η ανάγκη να προετοιμαστεί η ΕΕ για «ενδεχόμενες απειλές», σημειώνοντας ότι «η ετοιμότητα για σοκ, διαταραχές και κρίσεις ενωσιακής κλίμακας και μεγάλου αντίκτυπου απαιτεί υψηλότερο επίπεδο μακροπρόθεσμων επενδύσεων στο πλαίσιο της ΕΕ».
Αν και προκρίνει τις στρατιωτικές απειλές (π.χ. υβριδικές εκστρατείες, ανταγωνισμός για τις πρώτες ύλες κ.τ.λ.), προσθέτει τον κίνδυνο από «ακραία καιρικά φαινόμενα, πανδημία και μετανάστευση», συνδέοντας ακόμα πιο στενά την Πολιτική Προστασία με τους σκοπούς και τις επιδιώξεις της πολεμοκάπηλης ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Για την αντιμετώπιση όλων των παραπάνω, η έκθεση προτείνει την «ανάπτυξη ενός κεντρικού επιχειρησιακού "κόμβου" κρίσης εντός της Επιτροπής για τη διευκόλυνση του διατομεακού συντονισμού και της επίγνωσης της κατάστασης». Οπώς σημειώνει, μάλιστα, «ο κόμβος θα πρέπει να βασίζεται σταθερά στο υφιστάμενο Κέντρο Συντονισμού Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών (ERCC), λειτουργώντας ως πλατφόρμα σύνδεσης με τις σχετικές τομεακές ρυθμίσεις».
Κι επειδή η πολεμική οικονομία της ΕΕ «δουλεύει» σε «φουλ» ρυθμούς, ο Νιινίστο - μετά τον Ντράγκι - ζητάει κι αυτός κατακόρυφη αύξηση των πολεμικών δαπανών, τουλάχιστον στο 20% του συνολικού προϋπολογισμού της ΕΕ, ώστε αυτός «να συμβάλει στην ετοιμότητα της ΕΕ για την ασφάλεια και την αντιμετώπιση κρίσεων».
Μια νέα φάση αιματηρών θυσιών (ακόμα και της ίδιας τους της ζωής) και τεράστιων κινδύνων ανοίγεται μπροστά στους λαούς...
Ενα από τα βασικά ζητήματα που πραγματεύεται η έκθεση, είναι η προετοιμασία του λαού για τις επερχόμενες κρίσεις, αφήνοντας ξεκάθαρα να φανεί ότι μιλάει για πολεμική προετοιμασία.
Δεν περιορίζεται μάλιστα στην «παθητική» ενημέρωση ή στην «ψυχολογική» προετοιμασία του λαού, αλλά προτείνει μέτρα ενεργητικής συστράτευσης, με τη συμμετοχή σωματείων, φορέων, εθελοντικών οργανώσεων, που θα συμβάλλουν στην κινητοποίηση λαϊκών δυνάμεων την ώρα της κρίσης, κάτω από τα «λάβαρα» της αστικής τάξης και του κράτους της.
Αναφέρει συγκεκριμένα η έκθεση για την «ατομική ετοιμότητα»: «Με βάση τις τρέχουσες εργασίες στο πλαίσιο του προγράμματος "PreparEU", η ΕΕ θα πρέπει να επιδιώξει να διασφαλίσει ότι τα νοικοκυριά σε ολόκληρη την ΕΕ είναι προετοιμασμένα για ελάχιστη 72ωρη βασική αυτάρκεια σε διάφορους τύπους έκτακτης ανάγκης και λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές διαφορές (π.χ. παρέχοντας κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη δημιουργία αποθεμάτων, τις εκκενώσεις, την πρόσβαση σε ιατρικές υπηρεσίες ή τη σχολική εκπαίδευση σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης κ.λπ.)».
Και συνεχίζει: «Συμμετοχή οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, συνδικάτων και εργοδοτών για την ενίσχυση της ετοιμότητας σε διάφορα κοινωνικά στρώματα. Αυτοί οι φορείς θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να χρησιμοποιήσουν τα δίκτυά τους για να βοηθήσουν τους ανθρώπους να λάβουν επαληθευμένες και αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με την ετοιμότητα και να μάθουν τις απαραίτητες δεξιότητες για να βελτιώσουν το δικό τους επίπεδο ετοιμότητας σε διάφορα πλαίσια, συμπεριλαμβανομένων των χώρων εργασίας.
(...) Η ενεργός συμμετοχή των πολιτών στην ετοιμότητα για την αντιμετώπιση κρίσεων ξεκινά με την αύξηση της ευαισθητοποίησής τους όσον αφορά τους κινδύνους και τις απειλές. Αυτό πρέπει να συνοδεύεται από προσοχή στην ψυχολογική ανθεκτικότητα των πολιτών, την ψυχική ευημερία και τη μακροπρόθεσμη ικανότητά τους να αντιμετωπίσουν ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από αυξημένο κίνδυνο και αστάθεια».
Στην πανστρατιά που κηρύσσει η έκθεση, κάνει ξεχωριστή αναφορά στη νεολαία και στον ρόλο του «εθελοντισμού», επιβεβαιώνοντας ότι τα αστικά επιτελεία ρίχνουν μεγάλο βάρος στη χειραγώγηση των νεανικών συνειδήσεων για τη συστράτευσή τους στους εγκληματικούς σκοπούς της ιμπεριαλιστικής ΕΕ, με τον μανδύα μάλιστα της «εθελοντικής προσφοράς» στη διαχείριση φυσικών καταστροφών.
Αναφέρεται σχετικά: «Για να αντιμετωπιστούν οι υπάρχουσες ελλείψεις στον εθελοντικό τομέα και για να συνεχίσουν να εμπλέκουν τους πολίτες σε ενεργό εθελοντισμό από νεαρή ηλικία, οι εθελοντικές οργανώσεις χρειάζονται επίσης πόρους. Ειδικότερα, υπάρχει η ευκαιρία να συνδεθούν οι ανησυχίες των νέων για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής με θετική δράση για την ευρύτερη κοινωνική ανθεκτικότητα.
Για τον σκοπό αυτό, η ΕΕ θα πρέπει να διερευνήσει πρόσθετες ευκαιρίες εθελοντισμού για την ετοιμότητα σε περίπτωση κρίσης μέσω των υφιστάμενων προγραμμάτων της ΕΕ, όπως το Ευρωπαϊκό Σώμα Αλληλεγγύης, και να εντείνει την εξειδικευμένη δέσμευση με καθιερωμένα κινήματα νεολαίας για την ετοιμότητα σε περίπτωση κρίσης - για παράδειγμα, στο πλαίσιο του επερχόμενου συμβουλευτικού συμβουλίου νεολαίας που ανακοινώθηκε στις πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές (2024-2029)».
Τέλος, στοιχείο της εντατικής πολεμικής προετοιμασίας είναι και η αναφορά στην ανάγκη να γίνει επανεκτίμηση του εθελοντικού χαρακτήρα της στρατιωτικής θητείας από τα κράτη - μέλη, με την υποσημείωση ότι «αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη περισσότερες συγκρούσεις στον κόσμο από οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το 1945».
Η έκθεση επαναλαμβάνει τις καθυστερήσεις στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής πολεμικής βιομηχανίας σε σχέση με τους ανταγωνιστές της και τονίζει τη σημασία της πολιτικο-στρατιωτικής συνεργασίας ανάμεσα στα κράτη - μέλη για να καλυφθεί το κενό, με έμφαση στην παραγωγή «διπλής χρήσης», πολιτικού και στρατιωτικού χαρακτήρα.
Σ' αυτήν την κατεύθυνση, προτείνει «χαρτογράφηση των ικανοτήτων» των εργαζομένων στην ΕΕ, ώστε σε περιόδους κρίσης να μπορούν τα αστικά επιτελεία να ανακατευθύνουν γρήγορα την παραγωγή προς τις πολεμικές ανάγκες. Για παράδειγμα, αναφέρει ότι χρειάζεται «περαιτέρω επιτάχυνση της διασυνοριακής αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων, ιδίως σε καταστάσεις κρίσης, ως μέσο διευκόλυνσης της κινητικότητας των επαγγελματιών, μεταξύ άλλων προς τις περιοχές που πλήττονται περισσότερο από την έλλειψη εργατικού δυναμικού».
Αλλά και «θέσπιση αποτελεσματικότερων διαδικασιών για την απόσπαση εργαζομένων, για παράδειγμα μέσω μιας "ηλεκτρονικής δήλωσης" σε επίπεδο ΕΕ, η οποία θα μπορούσε να διευκολύνει την ταχεία αποστολή ή ανάπτυξη προσωπικού/μηχανικών συντήρησης για κρίσιμες υποδομές σε περίπτωση κρίσης».
Προτείνει επίσης την «κοινή χρήση» χρημάτων από την ΕΕ με στόχο να συνδυαστούν οι πολεμικοί εξοπλισμοί με την «πολιτική προστασία» και να αναβαθμιστεί το επίπεδο άμεσης συνεργασίας ανάμεσα στους διάφορους μηχανισμούς της ΕΕ, αλλά και των κρατών - μελών.
Συγκεκριμένα προτείνει τη συγκρότηση δυο νέων μηχανισμών: Ο πρώτος, για «Υπεράσπιση της Ευρώπης», «θα πρέπει να περιλαμβάνει συναφή μέσα αμυντικής βιομηχανίας και άλλα μέσα που σχετίζονται με την άμυνα ή διπλής χρήσης».
Ο δεύτερος, για τη «Διασφάλιση της Ευρώπης», «θα πρέπει να συνδυάζει όλα τα μέσα και τα προγράμματα που συνδέονται με την πολιτική ασφάλεια (π.χ. επιβολή του νόμου και διαχείριση των συνόρων), την πολιτική προστασία και άλλες υπηρεσίες αντιμετώπισης εκτάκτων αναγκών, καθώς και τις σχετικές υποδομές ζωτικής σημασίας».
Για τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, η έκθεση βάζει στο επίκεντρο τη Ρωσία, σημειώνοντας ότι συνεχίζει τους πολεμικούς εξοπλισμούς και καταστρώνει σχέδια εναντίον της. Για την Κίνα αναφέρει ότι διεκδικεί κι αυτή να ενισχύσει τη θέση της στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα και επαναφέρει το σενάριο να μετατοπίσουν οι ΗΠΑ τα στρατεύματά τους προς την Ανατολή, κάτι που θα σημαίνει ότι η ΕΕ πρέπει να ενισχύσει τους πολεμικούς εξοπλισμούς της για να μπορεί να υπερασπιστεί μόνη της τα συμφέροντά της.
Είναι χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα: «Η οικονομική και στρατιωτική άνοδος της Κίνας στον Ινδο-Ειρηνικό, η στρατιωτική επιθετικότητα της Ρωσίας στην Ευρώπη και η στρατηγική σύγκλιση μεταξύ αυτών των δύο αυταρχικών δυνάμεων, αναδιαμορφώνει τις διεθνείς σχέσεις σε ολόκληρη την Ευρασία και σε όλο τον κόσμο - ακόμη και αν η πλειοψηφία των χωρών αρνείται να διασκεδάσει μια λογική μπλοκ και εμπλέκεται σε πολυεταιρικές συνεργασίες (...).
Ο δυνητικός οικονομικός αντίκτυπος και ο αντίκτυπος στην ασφάλεια από την κινεζική επίθεση κατά της Ταϊβάν ή στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας θα ήταν συγκλονιστικός για την Ευρώπη και τον κόσμο - ακόμη και σε σενάρια γκρίζας ζώνης στα οποία η Κίνα δεν θα κάνει πόλεμο, αλλά θα κλιμακώσει την επίθεση με τη λήψη αναγκαστικών μέτρων, όπως άλλες μορφές εξαναγκασμού, συμπεριλαμβανομένης της κατάληψης απομακρυσμένων νησιών, επιλεκτικές καραντίνες όπου η Κίνα περιορίζει την κυκλοφορία από και προς την Ταϊβάν (π.χ. "επιθεωρώντας" τα φορτία), ή ακόμη και έναν πλήρη αποκλεισμό».
Σε συνάρτηση με τα παραπάνω, στην έκθεση «προτείνεται ενίσχυση του ρόλου των αποστολών και επιχειρήσεων ΚΠΑΑ της ΕΕ και της συντονισμένης ναυτικής παρουσίας για την ενίσχυση της αμοιβαίας ανθεκτικότητας, μεταξύ άλλων για τη διαφύλαξη των διεθνών ναυτιλιακών οδών και των υποδομών ζωτικής σημασίας».
Επιβεβαιώνει δηλαδή ότι η «στρατηγική αυτονομία» της ΕΕ, που τίθεται ως στόχος, σημαίνει πρώτα απ' όλα μια πιο στρατιωτικοποιημένη ιμπεριαλιστική Ενωση, ικανή να υπερασπίζεται τα συμφέροντα των μονοπωλίων της σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, με επεμβάσεις και πολέμους, που θα βυθίσουν τους λαούς της σε ακόμα μεγαλύτερη φτώχεια και καταστροφή.
Αυτήν τη ζοφερή προοπτική μόνο ο λαός μπορεί να την αποτρέψει, δυναμώνοντας την πάλη του σε κάθε χώρα ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και τους σχεδιασμούς της αστικής τάξης, περνώντας στην αντεπίθεση για την ανατροπή της ίδιας της εξουσίας της.