Με αυτούς τους δραματικούς τόνους η πρόσφατη έκθεση Ντράγκι «συμπύκνωνε» τα «υπαρξιακά» προβλήματα της ιμπεριαλιστικής ένωσης και έδινε σήμα για την ολομέτωπη επίθεση στους λαούς της ΕΕ και την αποφασιστική στροφή στην πολεμική οικονομία, ως προσωρινή - διέξοδο - για το κεφάλαιο από την καπιταλιστική κρίση και ενόψει της παραπέρα όξυνσης των ανταγωνισμών.
Αυτή την έκθεση, όπως και τις υποδείξεις της αντίστοιχης έκθεσης Λέττα, δηλώνουν αποφασισμένοι να «βάλουν στη ζωή» οι ηγέτες της ΕΕ, όπως στη Σύνοδο Κορυφής της περασμένης βδομάδας στη σκιά της εκλογής Τραμπ, με την κυβέρνηση της ΝΔ να σπεύδει ως «πρωτεργάτης» και στα νέα αυτά σχέδια με τη συναίνεση και όλων των υπόλοιπων αστικών κομμάτων. Σχέδια που παρουσιάζονται και ως μονόδρομος, αλλά και ως ικανά περίπου να εξασφαλίσουν τις «ισορροπίες» και ακόμη περισσότερο την ευημερία των λαών.
Σε όποιον τομέα όμως κι αν κοιτάξει κανείς, μπορεί να διακρίνει τα ακριβώς αντίθετα:Πρώτον ότι οι εξελίξεις στην οικονομία έχουν τη δική τους δυναμική, είναι αποτέλεσμα των «σιδερένιων νόμων» της καπιταλιστικής οικονομίας. Τα αδιέξοδα που αυτή προκαλεί και που φορτώνονται στους λαούς όχι μόνο δεν λύνονται με τα διάφορα γιατροσόφια των κυβερνήσεων και των ιμπεριαλιστικών οργανισμών, αλλά στην πραγματικότητα πολλαπλασιάζονται, βγαίνουν πιο ορμητικά στην επιφάνεια.
Δεύτερον ότι η «πολυφωνία» της ΕΕ για την οποία μιλάνε όλο θλίψη τα αστικά επιτελεία, όχι μόνο δεν πρόκειται να μειωθεί από τους όποιους επιμέρους συμβιβασμούς που προωθούνται για τα κοινά συμφέροντα των επιχειρηματικών της ομίλων, αλλά αντίθετα «ένα ράβουν και δυο ξηλώνουν» από τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της, που θα οξύνονται στο έδαφος της ανισόμετρης ανάπτυξης αλλά και της «μεγάλης σύγκρουσης» ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα.
Τρίτο και βασικότερο, ότι σε κανένα «μήκος και πλάτος» τα λαϊκά συμφέροντα δεν μπορούν να συναντηθούν με τα συμφέροντα των αστικών τάξεων και των επιχειρηματικών ομίλων: Το ακριβώς αντίθετο, αφού όλα τα σχέδια της ΕΕ για το πώς θα μπορεί να σταθεί στον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ και την Κίνα προϋποθέτουν το παραπέρα τσάκισμα των λαών.
Ορισμένα από αυτά τα στοιχεία που αφορούν τη λεγόμενη «ψηφιακή» και «πράσινη» οικονομία και τα ζητήματα της Ενέργειας παρουσιάζουμε παρακάτω, ενώ θα επανέλθουμε σε επόμενο φύλλο με στοιχεία για τις εμπορικές σχέσεις, τη νομισματική πολιτική και τους εξοπλισμούς.
Τα ευρωενωσιακά επιτελεία δίνουν έτσι σήμα για έναν ακόμη γύρο γενικευμένης επίθεσης στην εργατική τάξη, με στόχο να μειωθεί παραπέρα το (πραγματικό) «κόστος εργασίας ανά ώρα», μέσα από μειώσεις μισθών, περικοπές «έμμεσων» δαπανών για το κεφάλαιο και το κράτος του όπως οι ασφαλιστικές εισφορές, εκατοντάδες χιλιάδες απολύσεις και αύξηση της ανεργίας σε μια σειρά κλάδους (με επανακατάρτιση και «τοποθέτηση» της εργατικής δύναμης σε άλλους κλάδους), αλλά και παραπέρα εντατικοποίηση αξιοποιώντας και τη χρήση νέων τεχνολογιών.
Τα όσα συμβαίνουν στη Γερμανία με το κλείσιμο μεγάλων μονάδων της VW για πρώτη φορά στην Ιστορία και την επαναδιαπραγμάτευση ΣΣΕ σε άλλες (βλέπε και σχετικό άρθρο), στη Γαλλία με το κλείσιμο μεγάλων αλυσίδων που συνδέονται με την αυτοκινητοβιομηχανία, σούπερ μάρκετ κ.ο.κ., αποτελούν μια «πρόγευση». Ακριβώς γι' αυτό η ΕΕ «θωρακίζει» παραπέρα το αντεργατικό οπλοστάσιο με οδηγίες όπως αυτές για τον κατώτατο μισθό που φέρνει η κυβέρνηση τις μέρες αυτές στη Βουλή νομιμοποιώντας την κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, επεκτείνοντας τις «ευέλικτες» μορφές εργασίας και τον εργάσιμο χρόνο αλλά και επεκτείνοντας τα όρια ηλικίας, προχωρώντας σε συμφωνίες για «οργανωμένα» σκλαβοπάζαρα φτηνού εργατικού δυναμικού από χώρες εκτός ΕΕ με βάση το νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης κ.ο.κ.Εξάλλου ενδεικτικό είναι ότι η ΕΕ βάζει ως στόχο να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ, που, όπως γράφαμε σε προηγούμενο άρθρο, προβλέπεται να μειώνουν συνεχώς το «εργατικό κόστος» έως το 2028, προκειμένου - έως έναν βαθμό - και μέσα από αυτόν τον δρόμο να ανταγωνιστούν την Κίνα.
Στην πραγματικότητα, μέτρα όπως τα παραπάνω επιστρατεύονται για να αντιμετωπίσουν ένα ακόμα βαθύτερο πρόβλημα με το οποίο είναι αντιμέτωπη η οικονομία της ΕΕ και το οποίο βρίσκεται «στο DNA» του καπιταλισμού: Αυτό δεν είναι άλλο από την τάση πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους, σε μια εποχή που επιταχύνεται η αλλαγή της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (η σχέση ανάμεσα στο μεταβλητό και στο σταθερό κεφάλαιο) με την έκρηξη των νέων τεχνολογιών όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη, τα Big Data κ.ο.κ.
Αυτήν τη δυσκολία αποτυπώνει και η έκθεση Ντράγκι, όταν διατυμπανίζει την ανάγκη να στηριχτούν για να «μεγεθυνθούν» οι «καινοτόμοι» επιχειρηματικοί όμιλοι, δηλαδή τα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια που φέρνουν κοντά τη νέα καπιταλιστική κρίση να βρουν διεξόδους σε κλάδους με υψηλότερα ποσοστά κέρδους, βάζοντας στην εξίσωση και τη σύγκριση με τις ΗΠΑ: «Η Ευρώπη έχει κολλήσει σε μια στατική βιομηχανική δομή, με λίγες νέες εταιρείες να αναδύονται για να διαταράξουν τις υπάρχουσες βιομηχανίες ή να αναπτύξουν νέες κινητήριες δυνάμεις ανάπτυξης. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καμία εταιρεία της ΕΕ με κεφαλαιοποίηση άνω των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ που να έχει συσταθεί από το μηδέν τα τελευταία πενήντα χρόνια, ενώ και οι έξι εταιρείες των ΗΠΑ με αποτίμηση άνω του 1 τρισεκατομμυρίου ευρώ δημιουργήθηκαν κατά την ίδια περίοδο.Αυτή η έλλειψη δυναμισμού είναι "αυτοεκπληρούμενη". Καθώς οι εταιρείες της ΕΕ ειδικεύονται σε ώριμες τεχνολογίες όπου οι δυνατότητες για καινοτομίες είναι περιορισμένες, δαπανούν λιγότερα για έρευνα και καινοτομία (Ε&Κ) - 270 δισεκατομμύρια ευρώ λιγότερα από τις αντίστοιχες εταιρείες των ΗΠΑ το 2021. (...) αποτυγχάνουμε να μεταφράσουμε την καινοτομία σε εμπορική εκμετάλλευση και οι καινοτόμες εταιρείες που θέλουν να επεκταθούν στην Ευρώπη εμποδίζονται σε κάθε στάδιο από ασυνεπείς και περιοριστικούς κανονισμούς».
Τα παραπάνω μεταφράζονται πέρα από τα νέα αντεργατικά μέτρα και στις συστάσεις, για να «γκρεμιστούν» κι άλλα εμπόδια σε ό,τι αφορά τη νομισματική και τραπεζική ένωση αλλά και την παραπέρα «απελευθέρωση» αγορών, όπως π.χ. αυτή της αγοράς Ενέργειας με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα για τα λαϊκά στρώματα. Παράλληλα, δεύτερος βασικός «μοχλός» αυτής της προσπάθειας είναι οι παχυλές επιδοτήσεις στους επιχειρηματικούς ομίλους και συνολικά μέτρα που να στηρίζουν την παραπέρα γιγάντωση των ομίλων, ώστε να μπορούν να σταθούν στον παγκόσμιο ανταγωνισμό που οξύνεται. «Ανάγκες» που σηματοδοτούν και έναν νέο γύρο δανεισμού που φορτώνεται στις πλάτες των λαών, ενώ οξύνουν και παραπέρα τους ανταγωνισμούς στο εσωτερικό της ΕΕ, αφού όπως σημειώνει η έκθεση Λέττα: «Ενώ η ΕΕ έχει θέσει με τόλμη μια σειρά φιλόδοξων στόχων, μια κρίσιμη πρόκληση παραμένει άλυτη: Η χρηματοδότηση αυτών των φιλοδοξιών. Η πορεία προς μια πράσινη, ψηφιακή και δίκαιη μετάβαση ανακόπτεται πολύ περισσότερο από ανησυχίες σχετικά με το κόστος της - και ποιος θα το αναλάβει - παρά από ιδεολογικά ζητήματα. (...) Η επίλυση αυτής της πρόκλησης έγκειται σε μια στρατηγική προσέγγιση που αξιοποιεί το δυναμικό της ενιαίας αγοράς για την αποτελεσματικότερη κινητοποίηση τόσο των ιδιωτικών όσο και των δημόσιων πόρων».Παράλληλα και σε ό,τι αφορά τους κλάδους της λεγόμενης «ψηφιακής οικονομίας», όπου κατά την έκθεση Ντράγκι «μόνο τέσσερις από τις 50 κορυφαίες εταιρείες τεχνολογίας παγκοσμίως είναι ευρωπαϊκές», και εδώ άλλη μια βασική παράμετρος έχει να κάνει με το πώς οι επιχειρηματικοί όμιλοι της ΕΕ βρίσκονται «μεταξύ σφύρας και άκμονος» στην αντιπαράθεση ΗΠΑ - Κίνας. Δεν έχει για παράδειγμα παρά να θυμηθεί κανείς τις αμερικανικές πιέσεις και απειλές στην πρώτη θητεία Τραμπ (που σε μεγάλο βαθμό έπιασαν «τόπο»), για τον αποκλεισμό των κινέζικων επιχειρηματικών ομίλων όπως της «Huawei» από την εγκατάσταση των δικτύων 5G σε όλη την ΕΕ.
Ενώ και στη δεύτερη θητεία του ο Τραμπ έχει προαναγγείλει ότι θα δώσει «αγώνα» απέναντι στους περιορισμούς και τα πρόστιμα που επιβάλλει η Κομισιόν στους τεχνολογικούς κολοσσούς των ΗΠΑ, με πιο πρόσφατο παράδειγμα το πρόστιμο 800 εκατομμυρίων ευρώ της περασμένης βδομάδας στη «Meta» («Facebook»), ως μια προσπάθεια να στηρίξει τους δικούς της επιχειρηματικούς ομίλους.
Την ίδια ώρα βέβαια η ΕΕ καταγράφει μια σειρά από «συμβιβασμούς» τους οποίους πρέπει να κάνει, «ιεραρχώντας» αναγκαστικά και τους τομείς με προοπτικές για τα κέρδη των δικών της ομίλων, ενδεικτικό κι αυτό για το πώς το κέρδος και όχι οι λαϊκές ανάγκες καθορίζουν και την ανάπτυξη των τεχνολογιών.
Να για παράδειγμα πώς περιγράφει η έκθεση Ντράγκι το ζήτημα των τεχνολογιών «υπολογιστικού νέφους» (cloud): «Είναι πολύ αργά για την ΕΕ να προσπαθήσει να αναπτύξει συστηματικούς αμφισβητίες των μεγάλων αμερικανικών παρόχων cloud: Οι σχετικές επενδυτικές ανάγκες είναι πολύ μεγάλες και θα αποσπούσαν πόρους από τομείς και εταιρείες όπου οι καινοτόμες προοπτικές της ΕΕ είναι καλύτερες. Ωστόσο, για λόγους ευρωπαϊκής κυριαρχίας, η ΕΕ θα πρέπει να διασφαλίσει ότι διαθέτει μια ανταγωνιστική εγχώρια βιομηχανία που μπορεί να ανταποκριθεί στη ζήτηση για λύσεις "νέφους (εθνικής) κυριαρχίας"».
Ολα αυτά μάλιστα σε συνθήκες που τα δεδομένα καταγράφουν (βλ. γράφ. 2) ότι «η Κίνα έχει χτίσει τα θεμέλια για να τοποθετηθεί ως η κορυφαία επιστημονική και τεχνολογική υπερδύναμη στον κόσμο» (Australian Strategic Policy Institute), με πρωτοκαθεδρία σε «κρίσιμες» τεχνολογίες.
Εξ ου και μια σειρά από αστικά επιτελεία και στις ΗΠΑ, όπως π.χ. το Atlantic Council καλούν («Transantlantic Horizons, A collaborative US - EU policy agenda for 2025 and beyond») πιο επιτακτικά να προχωρήσει η συνεργασία ή τέλος πάντων ένα modus operandi ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΕΕ απέναντι στην Κίνα σε ζητήματα όπως αυτά της Τεχνητής Νοημοσύνης, δεδομένης και της σημασίας των κρίσιμων αυτών τεχνολογιών στον πόλεμο.
Αντίστοιχη είναι η κατάσταση και με τον «επαναπροσδιορισμό» των πολιτικών για τη λεγόμενη «πράσινη μετάβαση», με δεδομένο πως αυτές δεν μπόρεσαν τα προηγούμενα χρόνια να δώσουν διέξοδο στα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια, ενώ την ίδια ώρα «ταΐζουν» και τα κινέζικα μονοπώλια, όπως αποτυπώνει και το διπλανό διάγραμμα με την κυριαρχία της Κίνας σε όλους τους σχετικούς τομείς.
Οπως λέει και η έκθεση Ντράγκι: «Η παγκόσμια προσπάθεια απαλλαγής από τις εκπομπές άνθρακα αποτελεί ευκαιρία ανάπτυξης για τη βιομηχανία της ΕΕ. (...) Ωστόσο (...) Ο κινεζικός ανταγωνισμός γίνεται οξύς σε βιομηχανίες όπως στην καθαρή τεχνολογία και τα ηλεκτρικά οχήματα, που καθοδηγείται από έναν ισχυρό συνδυασμό μαζικής βιομηχανικής πολιτικής και επιδοτήσεων, ταχείας καινοτομίας, ελέγχου των πρώτων υλών και ικανότητας παραγωγής σε κλίμακα ολόκληρης της ηπείρου».
Την ίδια ώρα η - εν μέρει - εγκατάλειψη της πολιτικής της «πράσινης μετάβασης» από τις ΗΠΑ που προαναγγέλλει ο Τραμπ για τους ίδιους λόγους (με ερωτηματικό π.χ. για το τι θα γίνει σε μια σειρά από τομείς όπως π.χ. αυτός των μπαταριών και των ηλεκτρικών αυτοκινήτων, δεδομένης π.χ. και της στήριξης ομίλων όπως η «Tesla»), φέρνει και «από την άλλη μεριά» επιπλέον προβλήματα κι ένα νέο πισωγύρισμα σε μια σειρά στοιχεία στα οποία προσέβλεπαν τα μονοπώλια της ΕΕ: Για παράδειγμα χωρίς τη στήριξη των ΗΠΑ δεν περνάνε οι αλλαγές στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα, που θα «ξεκλείδωναν» τις χρηματοδοτήσεις για μια σειρά πράσινα πρότζεκτ (ώστε να είναι «εγγυημένα» κερδοφόρες). Δεν είναι τυχαίο πως ακριβώς η «έλλειψη επαρκών χρηματοδοτήσεων» αποτέλεσε και το βασικό θέμα στη Σύνοδο του Μπακού για το Κλίμα μέσα στη βδομάδα. Την ίδια ώρα η προσπάθεια της ΕΕ να επιβάλει στις αμερικανικές εταιρείες να συμμετέχουν στο σύστημα των περιβαλλοντικών «παγκόσμιων προτύπων» (που όπως όλα τα αντίστοιχα «πρότυπα» ο ορισμός τους δίνει προβάδισμα στα μονοπώλια της μιας ή της άλλης δύναμης), που ήδη η προεδρία Μπάιντεν «τρέναρε», τώρα πλέον οδεύει προς οριστικό ενταφιασμό.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα δηλαδή για την ΕΕ, με τη μόνη «σταθερά» να αποτελεί το φόρτωμα των λαών με δεκάδες δισ. «πράσινων» φόρων και χαρατσιών για να στηρίζουν την εγγυημένη κερδοφορία των «πράσινων» πρότζεκτ (βλέπε και σχετικό γράφημα).
Την ίδια ώρα οι επιχειρηματικοί όμιλοι της ΕΕ φορτώνουν στους λαούς και το τίμημα της εμπλοκής στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στο έδαφος της Ουκρανίας, εμπλοκή που μαζί και με τα αποτελέσματα της «απελευθέρωσης» της Ενέργειας και της εγκατάλειψης μιας σειράς φτηνών ενεργειακών πηγών όπως του λιγνίτη για να πριμοδοτηθούν οι ΑΠΕ, εκτόξευσε το κόστος της Ενέργειας τα προηγούμενα χρόνια.
«Τα λόγια είναι περιττά» όταν τα στοιχεία μιλάνε (βλέπε γραφ. 5) για το πώς μέσα σε μια τετραετία οι τιμές της Ενέργειας για τη βιομηχανία της ΕΕ εκτοξεύτηκαν κατά +158% στα πάνω από 170 ευρώ/MWh και του φυσικού αερίου κατά 345%, κοντά στα 60 ευρώ/MWh, αυξήσεις που με όλους τους τρόπους μετακυλίστηκαν στη λαϊκή κατανάλωση.
Στοιχείο της εμπλοκής στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο αποτέλεσαν και οι κυρώσεις προς τη Ρωσία που οδήγησαν στην αντικατάσταση του ρωσικού φυσικού αερίου από το πιο ακριβό αμερικανικό LNG, οι εξαγωγές του οποίου μέσα σε περίπου έξι χρόνια αυξήθηκαν κατά... 2.400%, φτάνοντας το 48%, την ώρα που οι ρωσικές εισαγωγές περιορίστηκαν περίπου στο 16% (βλ. και γράφημα 6).
Ο πρωθυπουργός μάλιστα μέσα στη βδομάδα παρουσίαζε το στοιχείο αυτό ως «δυνατότητα στη σχέση ΗΠΑ - Ευρώπης να συνεργαστούμε με τον Πρόεδρο Τραμπ για να βρούμε μια λύση επωφελή για όλους. Για παράδειγμα, η Ευρώπη θα επιδιώξει να εισάγει περισσότερο υγροποιημένο φυσικό αέριο από τις ΗΠΑ (που) (...) σίγουρα θα βοηθήσει όσον αφορά στο εμπορικό μας ισοζύγιο με τις ΗΠΑ».
Πρόκειται για «ελπίδες» που βασίζονται στο γεγονός πως ο Τραμπ έχει διακηρύξει ότι θα επιδιώξει την παραπέρα εκτόξευση της παραγωγής Ενέργειας, ιδιαίτερα φυσικού αερίου και πετρελαίου (με τις ΗΠΑ εδώ και χρόνια να έχουν εξελιχθεί σε εξαγωγέα με μακράν πλέον πρώτο προορισμό την Ευρώπη), την ώρα όμως που η βύθιση της ευρωενωσιακής οικονομίας σε μια νέα ύφεση, όπως και η επιβράδυνση της οικονομίας της Κίνας και άλλων ασιατικών αγορών, «στενεύει» τα περιθώρια εξαγωγών.
Οπως κατέγραφε το Reuters πρόσφατα: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν παραμείνει ο μεγαλύτερος εξαγωγέας υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) μέχρι στιγμής το 2024, αλλά η απότομη πτώση των τιμών πώλησης και η απότομη μεταβολή του όγκου των εξαγωγών σε βασικές αγορές είναι πιθανό να δοκιμάσει την όρεξη των εξαγωγέων (...) η πτώση άνω του 25% των μέσων τιμών εξαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024 σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2023 επέφερε βαρύ πλήγμα στα έσοδα από τις εξαγωγές, τα οποία μειώθηκαν κατά 4 δισεκατομμύρια δολάρια από το πρώτο εξάμηνο του 2023 σε 13,2 δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με στοιχεία της αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Ενέργειας (EIA). Αυτό ήταν το χαμηλότερο σύνολο εσόδων εξαμήνου από το πρώτο εξάμηνο του 2021 και σηματοδοτεί πτώση άνω των 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το δεύτερο εξάμηνο του 2022, όταν τα έσοδα των ΗΠΑ από τις εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου κορυφώθηκαν».
Ενώ αξίζει να σημειωθεί πως την Πέμπτη ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας ανακοίνωσε ότι αναμένει πλεόνασμα για την επόμενη χρονιά, καθώς η αύξηση της ζήτησης στην Κίνα επιβραδύνεται, ενώ η παραγωγή διογκώνεται, κι όλα αυτά χωρίς να υπολογίζει κανείς τα σχέδια για αναζωογόνηση της «παγωμένης» παραγωγής που έχει ανακοινώσει ο OPEC+.
Φυσικά εντελώς διαφορετικά απ' όσους - όπως οι ελληνικές κυβερνήσεις - εκφράζουν τους εφοπλιστές και τους ομίλους της Ενέργειας, που αναζητούν νέες ευκαιρίες για κέρδη στη μεταφορά του αμερικανικού LNG, βλέπουν το ζήτημα αυτό όσοι εκφράζουν τους Γερμανούς ή Γάλλους βιομήχανους, που βλέπουν το κόστος της Ενέργειας να βυθίζει παραπέρα τη δική τους «ανταγωνιστικότητα» σε σχέση με τις ΗΠΑ, την ώρα που από την άλλη άκρη του Ατλαντικού δυναμώνουν τα «νεύματα» για την προσέλκυσή τους, μεταξύ άλλων με τις τεράστιες επιδοτήσεις σε ό,τι αφορά την Ενέργεια που θέσπισε η κυβέρνηση Μπάιντεν.
Οπως γραφόταν πρόσφατα στον οικονομικό Τύπο πιέζοντας και για αντίστοιχα μέτρα στην ΕΕ, «οι Γερμανοί βιομηχανικοί διευθυντές παραληρούν για το γεγονός ότι οι πολιτείες των ΗΠΑ τους εγγυώνται τιμές ηλεκτρικής ενέργειας τριών σεντ ανά κιλοβατώρα για 20 χρόνια - ενώ στη Γερμανία, η χρήση του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας και μόνο μπορεί εύκολα να κοστίζει δέκα λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα. Είναι αλήθεια ότι πολλές βιομηχανικές επιχειρήσεις απολαμβάνουν απαλλαγές από τις χρεώσεις του δικτύου. Ωστόσο, αυτές ισχύουν μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα και αντιμετωπίζονται πολύ κριτικά από την Επιτροπή της ΕΕ (...)
Το γεγονός ότι η κατάσταση στη Γερμανία εξακολουθεί να είναι κάπως πιο δύσκολη από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη, είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων. Για παράδειγμα, οι πολιτικοί έχουν συστηματικά μειώσει την προσφορά ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία - με τη σχεδιαζόμενη σταδιακή κατάργηση του άνθρακα, η οποία έχει ήδη οδηγήσει σε κλείσιμο αρκετών μονάδων, και με τη σταδιακή κατάργηση των πυρηνικών σταθμών. Ταυτόχρονα, η επέκταση των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας οδηγεί σε μαζική αύξηση των τελικών τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας για τους καταναλωτές».
Και εδώ λοιπόν τα «διλήμματα» με τα οποία έρχονται αντιμέτωπες οι αστικές τάξεις, τα αναπόφευκτα αδιέξοδα και η ένταση των ανταγωνισμών φορτώνονται στους λαούς, που είτε για την «ενεργειακή μετάβαση» χτες, είτε «για τη στήριξη της ανταγωνιστικότητας» και για την παραμονή στην «ευρωατλαντική πλευρά της Ιστορίας» σήμερα καλούνται με βαριές θυσίες και με εκτόξευση της ενεργειακής φτώχειας και συνολικά του κόστους ζωής να στηρίξουν τους στόχους των αστικών τους τάξεων.