Από τους Γιώργο Μαργαρίτη, καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας, και Χάρις Λαμπαδά, παιδίατρο - λοιμωξιολόγο, επιμελήτρια Β' ΕΣΥ του Ιπποκράτειου Θεσσαλονίκης
Στην ενότητα «Υγειονομικές υπηρεσίες στην Κατοχή, στον εμφύλιο πόλεμο και στον κυπριακό αγώνα», ο Γ. Μαργαρίτης μίλησε για τη Στρατιωτική Ιατρική και την υγειονομική υποστήριξη του ΕΛΑΣ. Αντίστοιχα, η Χ. Λαμπαδά αναφέρθηκε στις υγειονομικές υπηρεσίες του ΔΣΕ.
Ανέπτυξαν τη μεγάλη σημασία που έδιναν το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και ο ΔΣΕ στη λειτουργία των υγειονομικών δομών μέσα στις δύσκολες πολεμικές συνθήκες, και ανέδειξαν ότι στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας όχι μόνο σώθηκαν χιλιάδες αγωνιστές, αλλά μπήκαν και οι κατευθυντήριες ιδέες ενός συστήματος Υγείας που κριτήριο έχει την ανύψωση της σωματικής - ψυχικής υγείας του εργαζόμενου λαού, καλύπτοντας τις ανάγκες του στην υγεία από την πρόληψη μέχρι την αποκατάσταση.
Τη συζήτηση παρακολούθησαν μεταξύ άλλων φοιτητές σχολών, υγειονομικοί και εκ μέρους του ΚΚΕ ο βουλευτής Λεωνίδας Στολτίδης και ο Θεοδόσης Κωνσταντινίδης, στέλεχος του Κόμματος και μέλος της Επιτροπής Μνημείων και Μουσείων της ΚΕ.
«Για να αντιληφθούμε τα προβλήματα των ιατρικών υπηρεσιών του ΕΛΑΣ είναι αναγκαία η παραπομπή στα αριθμητικά μεγέθη», είπε ξεκινώντας την ομιλία του ο Γ. Μαργαρίτης.
Η παρατακτή δύναμη του ΕΛΑΣ μεταβαλλόταν διαρκώς, κυρίως λόγω προβλημάτων επιμελητείας και εφοδιασμού. Από την άνοιξη του 1943 κυμάνθηκε ανάμεσα σε 10.000 και 40.000 μαχητές στις μόνιμες μονάδες του. Μόνο σε μικρά χρονικά διαστήματα ξεπέρασε το φράγμα των 35.000 μαχητών - ως εκ τούτου μπορούμε να το ορίσουμε ως όριο μεγέθους. Πίσω από τις μόνιμες μονάδες υπήρχαν τμήματα του εφεδρικού ΕΛΑΣ που επιστρατεύονταν ευκαιριακά, και ως εκ τούτου δεν επιβάρυναν τον εφοδιασμό».
Συνεχίζοντας ανέφερε ότι «στην πρώτη φάση του αγώνα του ο ΕΛΑΣ δεν είχε οργανωμένη ενδοχώρα, ελεύθερες δηλαδή περιοχές. Εξυπακούεται ότι δεν διέθετε και κρατικές δομές - μηχανισμούς οι οποίοι θα μπορούσαν να τον στηρίξουν. Οι οργανώσεις του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου κάλυπταν μερικώς ετούτο το κενό.
Στην ουσία, όφειλε να οικοδομήσει ο ίδιος τις απαραίτητες κρατικές δομές. Η περίθαλψη και η υγεία ήταν - σε καιρό πολέμου - μέσα στις πρώτες προτεραιότητες. Από το καλοκαίρι του 1943 και ειδικά μετά την ιταλική συνθηκολόγηση ο ΕΛΑΣ απέκτησε ενδοχώρα, την Ελεύθερη Ελλάδα, οπότε και μπόρεσε να αναπτύξει τις δομές Περίθαλψης και Υγείας σε πιο σταθερή βάση.
Το Υγειονομικό των Ενόπλων Δυνάμεων της Αντίστασης ήταν στοιχειώδες στα πρώτα βήματα του αγώνα, το 1942 έως το καλοκαίρι του 1943. Οι γιατροί, οι φοιτητές Ιατρικής ή οι νοσοκόμοι/-ες τοποθετούνταν εκ των ενόντων στα μάχιμα συγκροτήματα, με την προοπτική να δίνουν τις πρώτες βοήθειες στους τραυματίες. Στοιχειώδη μαθήματα διαχείρισης τραυμάτων γίνονταν κατά καιρούς στους μαχητές.
Οι τραυματίες κατόπιν προωθούνταν σε ασφαλή χωριά, όπου την αποθεραπεία αναλάμβαναν οι πολιτικές οργανώσεις. Η Εθνική Αλληλεγγύη ήταν αρμόδια για την εξεύρεση των αναγκαίων. Οι βαρύτερα τραυματίες μπορούσαν να προωθηθούν σε νοσοκομεία και θεραπευτικά κέντρα στις πόλεις, εκεί όπου οι παράνομοι μηχανισμοί του ΕΑΜ εξασφάλιζαν τη σχετική ασφάλεια.
Σε μια δεύτερη φάση, όταν πλέον δημιουργήθηκε η Ελεύθερη Ελλάδα και απέκτησε δομές και μηχανισμούς κρατικής υφής, η οργάνωση των υγειονομικών υπηρεσιών αναπτύχθηκε, ξεκινώντας πάντα από τον στρατό ή ενσωματώνοντάς τον.
Η οργανωτική δομή των υγειονομικών υπηρεσιών του ΕΛΑΣ ακολουθούσε την αντίστοιχη του Ελληνικού Στρατού στον πόλεμο της Αλβανίας. Κάθε μεγάλη μονάδα, σε μεραρχιακό αρχικά επίπεδο ή αργότερα και σε επίπεδο συντάγματος ή ταξιαρχίας, διέθετε κέντρο διακομιδής συνδεδεμένο με χειρουργείο εκστρατείας.
Δεν αναπτύχθηκαν μεγάλα νοσοκομειακά συγκροτήματα στην ύπαιθρο, εξαιτίας των εναέριων μέσων που διέθετε ο εχθρός, της ύπαρξης κλινικών ή νοσοκομείων στις πόλεις στη ζώνη της Ελεύθερης Ελλάδας και του σχετικά περιορισμένου αριθμού των τραυματιών που χρειάζονταν νοσηλεία. Η ανάρρωση σε χωριά - με τη φροντίδα των πολιτικών οργανώσεων του ΕΑΜ - εξακολούθησε να διατηρείται ως πάγια πρακτική έως το τέλος της Κατοχής.
Ο εφοδιασμός με τα αναγκαία ιατρικά εργαλεία ή φάρμακα ήταν μια επίπονη υπόθεση, που βρισκόταν στην πρώτη σειρά προτεραιότητας των Οργανώσεων του ΕΑΜ. Οργανωμένα δίκτυα προωθούσαν στα ορεινά ιατρικά εφόδια και φάρμακα που είτε αγοράζονταν με εράνους, είτε αφαιρούνταν με ποικίλους τρόπους από αποθήκες ή φαρμακεία. Είναι βέβαιο ότι μέρος του υγειονομικού υλικού που έφερνε ο Ερυθρός Σταυρός έβρισκε τον δρόμο για τα ορεινά και την Ελεύθερη Ελλάδα. Η συμμαχική βοήθεια ελάχιστα συνεισέφερε στην κάλυψη των σχετικών αναγκών».
Παίρνοντας τον λόγο στο Συνέδριο, η Χάρις Λαμπαδά σημείωσε μεταξύ άλλων ότι «η Υγειονομική Υπηρεσία ενός στρατού δεν θα μπορούσε να είναι ξεκομμένη από τον χαρακτήρα, τους σκοπούς και τα ιδανικά του. Ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν αντιιμπεριαλιστικός και διεθνιστικός. Η πάλη του αποπνέει μόνο δίκιο και ακατάβλητη ηθική, επειδή δίκιο και ηθική αποπνέει ο αγώνας της εργατικής τάξης, ο αγώνας του ΚΚΕ, είτε έφερνε νίκες είτε ήττες».
Επεσήμανε ότι «ο γενικότερος σχεδιασμός ξεκινά όταν στις 28 Οκτώβρη 1946 συγκροτείται το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ, με τις αντίστοιχες μεραρχίες, ταξιαρχίες, τάγματα και λόχους. Η οργάνωση της Υγειονομικής Υπηρεσίας ανατίθεται στον γιατρό Επαμεινώντα Σακελλαρίου, με καταγωγή από τα Κανάλια Καρδίτσας, ο οποίος είχε διοριστεί στο Σανατόριο του Ασβεστοχωρίου Θεσσαλονίκης το 1927.
Ο σχεδιασμός αυτός γίνεται πιο ουσιαστικός όταν με τον σχηματισμό της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, στις 23 Δεκέμβρη 1947, υπουργός Υγιεινής Πρόνοιας τοποθετείται ο γιατρός Πέτρος Κόκκαλης, ενώ στην υπηρεσία του ΓΑ τίθεται και ο επιδημιολόγος γιατρός Χρήστος Δάμκας. Εκτοτε η ανάπτυξη της Υγειονομικής Υπηρεσίας αντιμετωπίζεται ως οργανικό στοιχείο για την ανάπτυξη του ίδιου του ΔΣΕ».
Επικεντρώθηκε κυρίως στις περιοχές Γράμμος και Βίτσι, που είναι οι πιο πυκνοκατοικημένες από την άποψη της συγκέντρωσης υγειονομικών υπηρεσιών. Αυτό είναι φυσιολογικό, τόνισε, «γιατί είναι οι περιοχές που κρατήθηκαν τον περισσότερο χρόνο στην κυριαρχία του ΔΣΕ, παρότι ο Γράμμος εγκαταλείφθηκε με τον ελιγμό στις 21 Αυγούστου 1948, αλλά μεγάλο μέρος του ανακαταλαμβάνεται το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου.
Ο ΔΣΕ κατέβαλε έναν τιτάνιο αγώνα για τη βελτίωση της κατάστασης αναφορικά με την υγειονομική περίθαλψη. Σε σχετικό δημοσίευμα το 1948 σημειώνεται: Τα προβλήματα που έχει να λύσει ο ΔΣΕ στον τομέα αυτόν είναι εξασφάλιση τραυματιοφορέων και του κατάλληλου υγειονομικού προσωπικού, καλή οργάνωση των ορεινών χειρουργείων με τα απαραίτητα τεχνικά μέσα και τους ανθρώπους, ειδική προσοχή στα νοσοκομεία με επαρκές συσσίτιο και μέσα περιποίησης των τραυματιών».
Ανέδειξε ότι «ύστατος σκοπός της τιτάνιας αυτής μάχης ήταν φυσικά να νικήσει η ζωή!». Και πρόσθεσε ότι στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας δεν υπήρξε εγχείρηση που έπρεπε να γίνει και δεν έγινε.
«Από τους τραυματίες με κρανιακά τραύματα, που αρκετά είχαν έξοδο εγκεφαλικής ουσίας, όχι μόνο επέζησαν αλλά ύστερα από 1-2 μήνες χρησιμοποιήθηκαν σε ανάλογες υπηρεσίες του ΔΣΕ. Από τις περιπτώσεις καταγμάτων κρανίου που χειρουργήθηκαν στις μάχες Γράμμου - Βίτσι, η θνησιμότητα έφτασε μόνο στο 10%. Η αντίστοιχη θνησιμότητα στον πόλεμο 1914 - 1918 ήταν 80% και στον πόλεμο 1939 - 1944 (από στατιστικές Γερμανών - Αγγλων) έφτανε στο 25% - 45%. Το 22% των τραυματιών γύρισαν στα τμήματά τους σε 15 μέρες, το 55% σε έναν μήνα και μόνο ένα 2% έμειναν μόνιμα ανάπηροι. Είναι μερικά από τα στοιχεία που αποδεικνύουν αυτό που περιγράφτηκε ως το θαύμα και τα παράδοξα του Γράμμου - Βίτσι».
Ενα στοιχείο πραγματικά πρωτοποριακό για την εποχή εκείνη, που μετέφερε η Χ. Λαμπαδά, ήταν ότι «τα χειρουργεία λειτουργούσαν με ηλεκτροφωτισμό, που προερχόταν από την αξιοποίηση ενός μικρού καταρράκτη για την παραγωγή Ενέργειας. Ηταν το πρώτο υδροηλεκτρικό έργο στην Ελλάδα!
Η συμβολή των υγειονομικών υπηρεσιών του Λαϊκού Στρατού, αναλογικά με το μικρό μέγεθός τους και τις τεράστιες ανάγκες που έπρεπε να καλύψουν, αγγίζει τα όρια του ανθρώπινου νου. Οι γιατροί, οι νοσηλευτές και νοσηλεύτριες του ΔΣΕ πάλεψαν μέχρι τέλους και δεν συμβιβάστηκαν με τις δυσκολίες των ελλείψεων, των κακουχιών, του αρνητικού συσχετισμού. Κατόρθωσαν να υλοποιήσουν μια διάρθρωση που προσομοιάζει σε σύστημα Υγείας 3 επιπέδων, πρωτοπορία για την εποχή εκείνη: Πρωτοβάθμια Περίθαλψη στον τόπο της μάχης, Δευτεροβάθμια με ενδιάμεσους υγειονομικούς σταθμούς, Τριτοβάθμια με τη λειτουργία μεγάλων νοσοκομείων.
Αναπτύχθηκε ακόμα και Προληπτική Ιατρική (εμβολιασμοί αντιτυφικοί, αντιτετανικοί, μέτρα πρόληψης και διασποράς της χολέρας, ειδικό έντυπο Πρώτων Βοηθειών, με οδηγίες για προφύλαξη από κρυοπαγήματα, ηλίαση, μέτρα υγιεινής στον καταυλισμό).
Οργανώθηκαν σχολές που τροφοδοτούσαν με βασικές γνώσεις Ανατομίας, Φυσιολογίας, Μικροβιολογίας, Νοσηλευτικής, Επιδημιολογίας και οργάνωσης Υγειονομικής Υπηρεσίας. Είχαμε τις 3μηνες και 5μηνες σχολές. Μέσα στις ασύλληπτες συνθήκες των μαχών εκπονούνταν μέχρι και επιστημονικές μελέτες! Είναι μνημειώδεις και παραμένουν εξαιρετικά επίκαιρες οι δύο εργασίες του χειρουργού Τζαμαλούκα για τα εγκεφαλικά και κοιλιακά τραύματα».
Τέλος, αναφέρθηκε στο υπαίθριο μουσείο του Νοσοκομείου του ΔΣΕ, που βρίσκεται στην περιοχή Λιανοτόπι Γράμμου, 14 χιλιόμετρα δυτικά του Νεστορίου Καστοριάς. Πρόκειται για την αντάρτικη Νοσοκομειούπολη περίπου 1.200 κλινών που στήθηκε σε υψόμετρο 1.400 μέτρων, στην ανατολική πλευρά του υψώματος Σκάλα, και αποτελούνταν από περίπου 40 κτίσματα.