Σε «λούπα» λοιπόν έπαιξαν τα συνθήματα περί «ισχυρής Ελλάδας σε μια ισχυρή ΕΕ» και «εκσυγχρονισμού», τα συνθήματα δηλαδή με τα οποία προπαγανδίστηκαν οι «εθνικοί» στόχοι του κεφαλαίου εκείνη την περίοδο, έτσι όπως αυτοί οριοθετούνταν από τις αντεπαναστατικές ανατροπές στις σοσιαλιστικές χώρες και την εφόρμηση στις νέες αγορές, ιδιαίτερα των Βαλκανίων, από την πορεία ακόμη πιο σφιχτής σύνδεσης της εγχώριας καπιταλιστικής οικονομίας με την ιμπεριαλιστική ένωση της ΕΕ, με την ένταξη στην ΟΝΕ. Αυτό ήταν το «τρένο» που, όπως γράφτηκε τις μέρες αυτές, έπιασε η τότε διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και αυτό έδωσε τον τόνο στην πολιτική που υλοποίησε με συνέπεια και ο πρώην πρωθυπουργός.
Πολιτική που παρά τη «μεταρρυθμιστική χρυσόσκονη» που πέφτει τώρα, σηματοδότησε την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων με την εισαγωγή των «ευέλικτων» εργασιακών σχέσεων, όπως π.χ. στους δήμους, το ξήλωμα μιας σειράς εργατικών κατακτήσεων, ανάμεσά τους και με τα χτυπήματα στην Κοινωνική Ασφάλιση όπως τον περιβόητο νόμο Γιαννίτση, την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και της «απελευθέρωσης» σε μια σειρά τομείς όπως π.χ. στις μεταφορές και την Ενέργεια, με τα σημερινά τραγικά αποτελέσματα, την υλοποίηση της ΚΑΠ που ξεκλήρισε δεκάδες χιλιάδες αγρότες και υπέσκαψε τις μεγάλες παραγωγικές δυνατότητες και σε αυτόν τον τομέα, και βέβαια με τις «μεταρρυθμίσεις Αρσένη» για ένα ακόμη πιο ταξικό σχολείο και αυτές της «Μπολόνια» για τη μεγαλύτερη προσαρμογή του πανεπιστημίου και της Ερευνας στις ανάγκες του κεφαλαίου. Τις ανάγκες αυτές για «Ελλάδα κόμβο εμπορίου» υπηρέτησαν και τα «μεγάλα έργα», όπως π.χ. οι αυτοκινητόδρομοι, το νέο αεροδρόμιο της Αθήνας, τα Ολυμπιακά έργα που ακριβοπλήρωσε ο λαός με δισ. αλλά και με πάνω από 100 νεκρούς εργάτες.
Το «νήμα» αυτό έπιασαν και όλες οι μετέπειτα κυβερνήσεις έως και σήμερα, παρά τα όσα ακούστηκαν τις μέρες αυτές παρουσιάζοντας ως «ασυνέπεια» τα όσα ακολούθησαν. Το ακριβώς αντίθετο: Είτε με το «μπλοκάκι» και τη «μεθοδικότητα» του Σημίτη, είτε με τα «προαπαιτούμενα» των μνημονίων και των κυβερνήσεων ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΣΥΡΙΖΑ και λοιπών που τα υλοποίησαν, είτε με τους σημερινούς «μπλε φακέλους» για την εφαρμογή των όσων προβλέπει το υπερμνημόνιο του Ταμείου Ανάκαμψης, το κράτος του κεφαλαίου αποδείχτηκε ότι έχει συνέχεια, «πρόγραμμα» και το ίδιο «όραμα» που είναι η αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, η ισχυροποίηση της θέσης του ελληνικού καπιταλισμού στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Στόχοι που με όλους τους τρόπους περνάνε μέσα από το τσάκισμα των λαϊκών αναγκών.
Σε αντίθεση λοιπόν με όσα λέγονται τις μέρες αυτές, σήμερα υπάρχει πολύ μεγαλύτερη πείρα που επιβεβαιώνει τα ακριβώς αντίθετα: Πως είτε «σύγχρονο» είτε «παλιό», «μεταρρυθμισμένο» ή λιγότερο, το αστικό κράτος είναι κράτος εχθρικό στον λαό και τις ανάγκες του, πως «μόνο ο λαός μπορεί να σώσει τον λαό». Πως τα συμφέροντα των καπιταλιστών, των επιχειρηματικών ομίλων δεν συναντιούνται πουθενά με αυτά του λαού, των εργαζομένων. Τα περί «καπιταλιστικής ανάπτυξης για όλους», «σύγκλισης με την ΕΕ» ως προϋποθέσεις ευημερίας του λαού, που τότε επιστρατεύτηκαν ως «τυρί» στη φάκα και επιστρατεύονται σε νέα εκδοχή ξανά σήμερα, χρεοκόπησαν πανηγυρικά και μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
Αυτό επιχειρούν να βγάλουν από το κάδρο και όσοι «αποθέωσαν» τη «μεταρρυθμιστική κοσμογονία» επί Σημίτη που «έμεινε στη μέση» και που «θα πρέπει να βρει συνέχεια στο σήμερα» και εκείνοι που έκαναν μια υποτιθέμενη κριτική περί «καλών προθέσεων» που όμως λερώθηκαν από τα σκάνδαλα και τη διαφθορά, επαναφέροντας έτσι τα παραμύθια περί καλύτερων και πιο «τίμιων» διαχειριστών του καπιταλιστικού συστήματος και του αστικού κράτους, αλλά και αυτοί που επικρίνοντας τον Σημίτη και την τότε διακυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, επιχειρούν να «βγάλουν λάδι» συνολικά το καπιταλιστικό σύστημα.
Μέσα σε συνθήκες πολεμικής προετοιμασίας και στροφής στην πολεμική οικονομία, ιμπεριαλιστικών πολέμων να καίνε από την Ουκρανία μέχρι τη Μέση Ανατολή με την άμεση εμπλοκή και της Ελλάδας στα ευρωατλαντικά σχέδια, δεν θα μπορούσαν φυσικά να λείπουν και οι ύμνοι στην «κληρονομιά» των τότε κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ στην εξωτερική πολιτική. Ενώ άλλοι όπως διάφορες εθνικιστικές δυνάμεις κάνουν δήθεν κριτική στην «υποχωρητικότητα» των τότε κυβερνήσεων, αλλά με χαρακτηριστική αφωνία για εκείνο που σημάδεψε την πολιτική τους: Την εμπλοκή στα σχέδια ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ, και μάλιστα σε πρωτόγνωρο έως τότε βαθμό, μετά από μια περίοδο όπου εξαιτίας και του ρόλου που είχαν παίξει όλοι αυτοί στην 7χρονη δικτατορία και στην τουρκική κατοχή στην Κύπρο, οι κυβερνήσεις προωθούσαν την εμπλοκή μέσα από ελιγμούς και διάφορους «φερετζέδες», περί των «βάσεων που έφευγαν» μένοντας.
Από αυτή την άποψη, η διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ 1996 - 2004 ήταν όντως μια «τομή εμπλοκής»: Συμμετέχοντας με τα μπούνια στην επέμβαση των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ (με μπροστάρισσα την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία) στη Γιουγκοσλαβία, αλλά και στις επεμβάσεις σε Αφγανιστάν και Ιράκ. Διαθέτοντας το έδαφος της χώρας για τους ΑμερικανοΝΑΤΟικούς, στέλνοντας στρατεύματα εκτός συνόρων, αναλαμβάνοντας ακόμη πιο ενεργούς ρόλους για να «τρέξει» ο ευρωατλαντικός σχεδιασμός, ιδιαίτερα στα Βαλκάνια, για την ένταξη όλων ουσιαστικά των χωρών σε ΕΕ και ΝΑΤΟ. Διεκδικώντας έτσι «επιθετικά» και ένα γενναίο κομμάτι από την πίτα των κερδών για τους επιχειρηματικούς ομίλους, τους μεγαλοκατασκευαστές, τις τράπεζες, τους εφοπλιστές που βρήκαν όντως ένα «νέο Ελντοράντο» πάνω στα ερείπια. Σε αυτό το φαγοπότι πάνω στο αίμα των λαών το ελληνικό κεφάλαιο «μπορούσε να κοιτάει στα μάτια τους υπόλοιπους Ευρωπαίους», όπως γράφεται τις μέρες αυτές.
Στην άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, ο λαός το μόνο που είδε να «αναβαθμίζεται» είναι η χώρα του ως «θύτης» άλλων λαών και η μετατροπή της σε αμερικανοΝΑΤΟικό ορμητήριο - που σήμερα αποτελεί παράγοντα κινδύνων για τον ίδιο. Είδε τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας να «γκριζάρονται» στα Ιμια και τη Μαδρίτη, για τη διασφάλιση της ΝΑΤΟικής συνοχής και της ευρωενωσιακής «ολοκλήρωσης», είδε την παράδοση του Οτσαλάν στην Τουρκία, όπως βέβαια είδε και τους μύθους περί ώθησης για τη «δίκαιη επίλυση του Κυπριακού» που συνόδευαν την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, να γίνονται σχέδια για οριστική αναγνώριση της κατοχής και διχοτόμηση με την υπογραφή και της ΕΕ.
Ολα αυτά αποτελούν όντως πολύτιμη παρακαταθήκη για τον λαό, αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο απ' ό,τι του λένε τα αστικά επιτελεία: Επιβεβαιώνουν πως επείγει η ένταση της πάλης του απέναντι στους επικίνδυνους σχεδιασμούς που τον βάζουν όλο παραμέσα στη «μαύρη τρύπα» των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Οχι τυχαία στους απολογισμούς των αστικών επιτελείων ξεχώρισαν και τα περί «ανοσίας» και «σύγκρουσης του Σημίτη με τον λαϊκισμό», όπου «λαϊκισμός» βέβαια βαφτίζονται επί της ουσίας τα αιτήματα των εργαζομένων και του λαού εκείνη την περίοδο.
Κι όντως οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ διέπρεψαν και στο «μαστίγιο» και στο «καρότο» απέναντι στο εργατικό - λαϊκό κίνημα:
Χαρακτηριστική άλλωστε για το αστικό κράτος που «έχει συνέχεια» είναι και η εξής λεπτομέρεια: Οι τότε κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ με πολλά από τα στελέχη τους, όπως και τον Κ. Σημίτη να διατυμπανίζουν τον αγώνα ενάντια στη χούντα μέσα από τις γραμμές του ΠΑΚ ως «διαβατήριο» φιλολαϊκότητας, έφτασαν να εφαρμόζουν μέχρι και διατάγματα της χούντας ενάντια στους εργαζόμενους, όπως αυτά για την απαγόρευση διαδηλώσεων και τη δίωξη συνδικαλιστών.
Ενώ τις ανάγκες θωράκισης του αστικού συστήματος υπηρέτησαν και μια σειρά από θεσμοί όπως π.χ. οι διάφορες «ανεξάρτητες αρχές» που εγκαινιάστηκαν εκείνη την περίοδο και αποδείχτηκε όλα αυτά τα χρόνια ότι αποτέλεσαν άλλο ένα «ορμητήριο» για την υλοποίηση της αντιλαϊκής πολιτικής και άλλη μια «γραμμή άμυνας» για το αστικό κράτος απέναντι στον εχθρό - λαό.
Κι αν η «ανοσία» αυτή του αστικού κράτους απέναντι στις εργατικές - λαϊκές διεκδικήσεις, η θωράκιση της δικτατορίας του κεφαλαίου ήταν μια φορά απαραίτητη στις τότε συνθήκες, σήμερα είναι πολύ μεγαλύτερη, με τα αδιέξοδα του σάπιου καπιταλιστικού συστήματος να μεγαλώνουν διαρκώς, έχοντας να προσφέρει στους λαούς μόνο πολέμους, κρίσεις, φτώχεια και προσφυγιά.
Γι' αυτό και δεν κρύβεται η αγωνία όσων μιλάνε τις μέρες αυτές για το «όραμα που λείπει», για τη «νέα μεγάλη εθνική ιδέα» που θα στοιχίσει τον λαό στα «θέλω» του κεφαλαίου. Δεν κρύβεται πιο ειδικά και η αγωνία για την αναστήλωση της σάπιας σοσιαλδημοκρατίας, που τα «έργα και οι ημέρες» της - ανάμεσα στα άλλα και των κυβερνήσεων Σημίτη - έφθειραν τη δυνατότητά της να εγκλωβίζει εργατικές - λαϊκές δυνάμεις. Εξ ου και στους απολογισμούς οι μισοί υπερασπίστηκαν τη σύνδεση επί ημερών Σημίτη του ΠΑΣΟΚ με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία με την «απόρριψη του λαϊκιστικού παρελθόντος» και την καλλιέργεια στον λαό του «μονόδρομου» ΕΕ και κεφαλαίου, και οι υπόλοιποι μισοί είδαν σε όλα αυτά «δεξιά στροφή», για να φέρουν από την πίσω πόρτα το παραμύθι της «καλής και κακής» σοσιαλδημοκρατίας. `Η ακόμα άλλοι που φορτώνουν τα δεινά του λαού μας σε συγκεκριμένους μόνο εκπροσώπους του συστήματος που και οι ίδιοι υπηρετούν. Οπως έφταιγε ο «προδότης Σημίτης», έτσι φταίει σήμερα ο Μητσοτάκης, αύριο κάποιος άλλος, αλλά ποτέ το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, ποτέ οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι που ανεβοκατεβάζουν «Σημίτηδες», «Μητσοτάκηδες», «Τσίπρες» και πάει λέγοντας.
Ακριβώς από την αντίθετη μεριά δηλαδή από την οποία πρέπει να κοιτάξει ο λαός, για να δει προοπτική για τον ίδιο: Οχι σε ένα «ριμέικ» του αδιέξοδου αυτού δρόμου που τον έφερε έως εδώ, αλλά μεγαλώνοντας με τον αγώνα του τις ρωγμές του σάπιου καπιταλιστικού συστήματος, βάζοντας δύσκολα στο κεφάλαιο και τα κόμματά του, γινόμενος ο ίδιος πρωταγωνιστής των εξελίξεων.
Αλλωστε, αν κάτι αξίζει να κρατήσουν οι εργαζόμενοι, οι αγρότες, ο λαός και η νεολαία από την 8ετία 1996 - 2004, είναι όσα δεν γράφτηκαν τις μέρες αυτές στα πολυσέλιδα αφιερώματα: Τις σελίδες των μεγάλων αγώνων που έγραψαν οι ίδιοι, με τις τεράστιες κινητοποιήσεις τους ενάντια στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και τους πολέμους ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ, τις κατακτήσεις του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, όπως την ίδρυση του ΠΑΜΕ, τους μεγάλους αγώνες στα μπλόκα των αγροτών και στις μεγάλες μαθητικές κινητοποιήσεις της εποχής, που επιβεβαίωσαν πως η μόνη ελπίδα βρίσκεται στον δικό τους αγώνα.