Με εμπνευσμένο τρόπο αξιοποιεί την κληρονομιά του βυζαντινού μέλους, της δημοτικής μουσικής και του λαϊκού τραγουδιού - αποφαίνεται πρώιμα ο μουσικολόγος Φοίβος Ανωγειανάκης
Ο Μίκης Θεοδωράκης τόλμησε να συγχωνεύσει τη γραμματική του ωδείου με την «αγραμματοσύνη» της λαϊκής μουσικής. Αυτήν τη γενναία επιλογή του δεν την κράτησε σε συνθήκες θεωρητικού λογισμού. Τη μετουσίωσε σε πράξη, σε δομημένο έργο, με αρχή, μέση και τέλος.
Ετσι, σήμερα έχουμε την «πολυτέλεια» να μη συζητάμε για προθέσεις. Μετά από έξι δεκαετίες, συζητάμε για ΤΗΝ ΤΟΜΗ στο ελληνικό τραγούδι, που πέρασε στο στόμα του λαού. Αυτός και μόνο αυτός δικαίωσε την απόφαση του συνθέτη να δώσει το όνομα έντεχνη λαϊκή μουσική στην καινοφανή πρότασή του.
Εκανε τη μεγάλη ποίηση τραγούδι στο στόμα του λαού
Αλλά πώς οδηγηθήκαμε στη σύνθεση του λαϊκού ορατόριου «Το άξιον εστί»; Μετά τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου, σύνθεση του 1959, ο δημιουργός αναζητά κι άλλα ποιητικά κείμενα, τα οποία να τα κατεβάσει στη μαστιζόμενη από βάσανα λαϊκή βάση.
Αισθάνεται ότι πλημμυρίζει από μουσικές συλλήψεις, γι' αυτό έχει ξεχάσει την οικονομία του ελάχιστου. Καθώς συνθέτει, έχει ταυτιστεί με τα αιτήματα του λαού και έχει συνείδηση ότι βρίσκεται στην καλύτερη δημιουργική ώρα του.
Εχει πέσει με τα μούτρα για να βάλει μουσική σε στίχους των ποιητών Γιώργου Σεφέρη, Οδυσσέα Ελύτη, Τάσου Λειβαδίτη, Δημήτρη Χριστοδούλου, του στιχουργού Κώστα Βίρβου, του αδερφού του, Γιάννη Θεοδωράκη, αλλά και σε δικούς του. Το αποτέλεσμα, ευρύ σε ποσότητα και ποιότητα, αποτυπώνεται στους κύκλους τραγουδιών «Αρχιπέλαγος», «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», «Λιποτάκτες», «Επιφάνια».
Σ' αυτήν την προσέγγιση, μία από τις πρώτες και διεισδυτικότερες, προτρέπει τον αναγνώστη - ακροατή να στραφεί στα πρώτα παιδικά και εφηβικά ακούσματα του συνθέτη, τα οποία προαναγγέλλουν τη στροφή του, που παίρνει σάρκα και οστά στο «Αξιον εστί». Η «πρώτη μουσική τροφή» είναι η βυζαντινή μελωδία και το δημοτικό τραγούδι «στις πιο αυστηρές τους μορφές».
Παιδί ακόμα - φιλοτεχνεί τη σύντομη μουσική προετοιμασία του Μίκη Θεοδωράκη ο Φοίβος Ανωγειανάκης - ακούει την γιαγιά του από το σόι της μητέρας του να ψέλνει και τον πατέρα να άδει ριζίτικα. Αργότερα θα ενδυθεί ο μελλοντικός δημιουργός τον μανδύα του ψάλτη, σε εκκλησία της Κεφαλονιάς, όπου ακούγεται σε τετράφωνο κόρο ή κρατά το ίσο σε αυστηρά μονόφωνη βυζαντινή χορωδία.
Στις αρχές του πολέμου, ο δεκαπεντάχρονος με το πρώιμο μουσικό ταλέντο βρίσκεται στην Τρίπολη, όπου σχηματίζει χορωδία με την οποία τραγουδά τακτικά στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας και σε συγκεντρώσεις, χάριν της ερασιτεχνίας, εκτελεί κλασικές μελωδίες μεταγραμμένες υπέρ της πολυφωνίας.
Μάλιστα, δοκιμάζει - γύρω στα 1942 - με το ίδιο χορωδιακό σχήμα να ερμηνεύσει μια δική του σύνθεση, η οποία πατάει γερά στο τροπάριο της Κασσιανής. Εκεί λοιπόν, στην πρωτεύουσα του ορεινού νομού, εκδίδει την σε ελεύθερο στίχο ποιητική συλλογή «Σιάο», με το ψευδώνυμο «Ντίνος Μάης». Εναν χρόνο μετά έρχεται στην Αθήνα, όπου συστηματικά αρχίζει να σπουδάζει με τον μουσικοπαιδαγωγό, βιολιστή και διευθυντή ορχήστρας Φιλοκτήτη Οικονομίδη (1889 - 1957).
«Τις καταβολές αυτές (παιδικά χρόνια: βυζαντινό μέλος, ριζίτικο τραγούδι, εφηβεία: δημιουργία μουσικών ομίλων, ψάλσιμο στην εκκλησία, σύνθεση της ''Κασσιανής'' κ.λπ.) θα τις βρούμε αργότερα, με διαφορετική βέβαια μορφή, στο έργο του συνθέτη, που παρά την περιπλάνησή του στους μαιάνδρους της μεταπολεμικής δυτικής τεχνικής δεν έπαψε ποτέ να κρατά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, λιγότερο ή περισσότερο αδιάφορο, μια επαφή πάντα με ό,τι αποτελούσε ρίζες στον χώρο της νεοελληνικής μουσικής», αποφαίνεται ο προοδευτικός μελετητής της ελληνικής μουσικής.
«Ενας λαϊκός τραγουδιστής, ένας αναγνώστης κι ένας ψάλτης, μεικτή χορωδία και ορχήστρα (κλασική και λαϊκή) μοιράζονται τα σόλι, τα μουσικά ''σχόλια'' και τη συνοδεία.Μια διαρκής εναλλαγή ψαλμωδίας, αφήγησης (από τον αναγνώστη σε "απαγγελτικό" ύφος) και λαϊκής μελωδίας, με ενδιάμεσες φωνητικές ή ενόργανες παρεμβολές, συνθέτουν το "Αξιον εστί"': "Λαϊκή λειτουργία" σε μορφή ορατοριακή.
Θαυμαστές μελωδίες, μοναδικού θα λέγαμε κάλλους, σημαδεύουν την παρτιτούρα, όπως τα τραγούδια "Ενα το χελιδόνι", "Της δικαιοσύνης ήλιε" ή το ασύγκριτο εκείνο ενόργανο σε τρία τέταρτα "Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού", που από βαρύ τσάμικο προχωρεί όλο και σε πιο σφικτούς ρυθμούς, αγκαλιάζοντας ολόκληρο το δεύτερο μέρος ("Τα Πάθη"), για να παρουσιαστεί και πάλι στο "Δοξαστικό", ενώνοντας "Αξιον εστί το χώμα" με το "Νυν και αιέν" στον τελικό δοξαστικό ύμνο, έπειτα από τις ρυθμικές "επευφημίες", μακρινή και αυτή ανάμνηση του βυζαντινού ιππόδρομου στα χρόνια των αυτοκρατόρων».
Ωστόσο, δεν αποδέχεται μόνο με ανυπόκριτο θαυμασμό το νεοπαγές έργο, αλλά διατυπώνει και κάποιες ενστάσεις του:
ΥΓ. Δυο μέρες μετά την Πρωτοχρονιά, «έφυγε» από κοντά μας ο Ελληνοαμερικανός φωτογράφος Κωνσταντίνος Μάνος (1934 - 2025), ο οποίος με τις λήψεις του ανέδειξε την άλλη Ελλάδα, την Ελλάδα του καθημερινού μόχθου και αγώνα. Η φωτογραφία που δημοσιεύουμε είναι ενδεικτική.