Πολλαπλασιάζονται οι κίνδυνοι ευρύτερης περιφερειακής διαμάχης
2021 The Associated Press. All |
Στις 27 Γενάρη ένοπλοι της οργάνωσης Μ23, η οποία συνεργάζεται στενά με την ηγεσία της Ρουάντας υπό τον Πρόεδρο Πολ Καγκάμε, κατέλαβαν (όπως είχαν κάνει και το 2012) την Γκόμα, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της ΛΔ Κονγκό, η οποία είναι η πιο μεγάλη πόλη του ανατολικού τμήματος της χώρας και βρίσκεται στα σύνορα με τη Ρουάντα.
Οι συγκρούσεις με τον κονγκολέζικο στρατό προκάλεσαν τον θάνατο 2.900 ανθρώπων και πάνω από 2.800 τραυματίες, ανακοίνωσε ο ΟΗΕ, ενώ ο πραγματικός απολογισμός μπορεί τελικά να είναι ακόμα μεγαλύτερος.
Από το 2012 που ξεκίνησαν η ένοπλη δράση της Μ23 και οι συγκρούσεις με τον κονγκολέζικο στρατό, οι άμαχοι πληρώνουν βαρύτατο φόρο αίματος, με σφαγές και επιθέσεις, καθώς και συνθήκες δουλείας σε παράνομα ή νόμιμα ορυχεία που εκμεταλλεύονται εταιρείες άλλων χωρών, όπως η Κίνα, η Ελβετία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Παράλληλα, χαρακτηριστικός της εξελισσόμενης σύγκρουσης είναι ο κίνδυνος για περιφερειακή ανάφλεξη.
Οι τελευταίες συγκρούσεις στην επαρχία Βόρειου Κίβου και ο θάνατος 13 Νοτιοαφρικανών στρατιωτών (που συμμετείχαν σε περιφερειακή ειρηνευτική αποστολή) από πυρά της Μ23 αύξησαν τις εντάσεις μεταξύ Ρουάντας και Νότιας Αφρικής.
Ο Π. Καγκάμε, ο οποίος συνομίλησε με τον Πρόεδρο της Νότιας Αφρικής, Σ. Ραμαφόσα, διέψευσε ότι τον προειδοποίησε πως τυχόν νέες συγκρούσεις στην περιοχή θα θεωρούνταν «κήρυξη πολέμου», όπως μετέδωσαν πολλά μέσα ενημέρωσης. Ωστόσο, προειδοποίησε: «Αν η Νότια Αφρική προτιμά τη σύγκρουση, η Ρουάντα θα αντιμετωπίσει το ζήτημα σε αυτό το πλαίσιο ανά πάσα στιγμή».
Την ίδια ώρα, στρατεύματα από το γειτονικό Μπουρούντι, που έχει εχθρικές σχέσεις με τη Ρουάντα, στηρίζουν τον στρατό της ΛΔ Κονγκό στο Νότιο Κίβου.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τίποτα δεν αποκλείει τη διεύρυνση του νέου γύρου συγκρούσεων ευρύτερα στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών.
Αυτός ο πόλεμος διαρκείας έχει βαθιές ρίζες. Ο τεράστιος πλούτος της περιοχής σε πολύτιμα μέταλλα και ορυκτά που είναι απαραίτητα για μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους (κυρίως για ομίλους τεχνολογιών αιχμής) λειτουργεί ως «μαγνήτης» για ξένες δυνάμεις και συμφέροντα που μέσα στην αντάρα του πολέμου βρίσκουν περιθώρια για μπίζνες.
Παρά τις διάφορες «ειρηνευτικές» συμφωνίες που έχουν υπογραφεί στην περιοχή, όπως αυτές του 1999 στη Λουσάκα και του 2002 στη Λουάντα και τη συμφωνία εκεχειρίας τον Αύγουστο του 2024, οι συγκρούσεις συνεχίζονται μέχρι σήμερα με σφοδρή κλιμάκωση ανά διαστήματα.
Η ανάπτυξη κυανόκρανων του ΟΗΕ στο ανατολικό τμήμα της ΛΔ Κονγκό στο πλαίσιο της αποστολής MONUSCO (Αποστολή του ΟΗΕ για τη Σταθεροποίηση της ΛΔ Κονγκό) ήδη από το 1999 και μετέπειτα στρατιωτών της περιφερειακής Νοτιοαφρικανικής Αναπτυξιακής Κοινότητας (SADC) τον Μάρτη του 2013, όπως και της ένοπλης νοτιοαφρικανικής στρατιωτικής αποστολής SAMIDRC στο τέλος του 2023 δεν εμπόδισε τα διαδοχικά αιματοκυλίσματα σε βάρος των αμάχων του Βόρειου Κίβου.
Η ανάφλεξη των συγκρούσεων έχει μία βασική αιτία: Τους σφοδρούς ανταγωνισμούς ντόπιων και κυρίως ξένων δυνάμεων και πολυεθνικών με στόχο τον τεράστιο ορυκτό πλούτο της περιοχής.
Η ΛΔ Κονγκό διαθέτει ορυκτό πλούτο αξίας 24 τρισ. δολαρίων.
Διαθέτει σημαντικά κοιτάσματα σε πολύτιμα μέταλλα και ορυκτά όπως χρυσός (εκτιμάται ότι κάθε χρόνο εξάγονται λαθραία περίπου 1,1 τόνοι χρυσού), κασσίτερος, κολτάνιο, κοβάλτιο και βολφράμιο (άκρως απαραίτητα στις πολυεθνικές που κατασκευάζουν ηλεκτρονικούς υπολογιστές, smartphones κ.λπ.), διαμάντια (οι επαρχίες Κασάι και Κατάνγκα διαθέτουν το 1/3 των παγκόσμιων κοιτασμάτων διαμαντιών).
Επιπλέον η ΛΔ Κονγκό διαθέτει το 10% των παγκόσμιων κοιτασμάτων χαλκού.
Οι λαθραίες εξορύξεις και το λαθρεμπόριο πολύτιμων μετάλλων και ορυκτών έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας, καθώς στερούν σημαντικά κεφάλαια και φόρους από τα κρατικά ταμεία και λειτουργούν ως πόλος έλξης αλλά και ως «κίνητρο» για τη δημιουργία ένοπλων οργανώσεων που λυμαίνονται μέρος του πλούτου. Η παράνομη διακίνηση ορυκτών και μεταλλευμάτων ενισχύει παράλληλα τη διαφθορά τοπικών αξιωματούχων.
Παρά τις συνθήκες αβεβαιότητας, τις συχνές αναφλέξεις συγκρούσεων και τον εντεινόμενο διεθνή ανταγωνισμό για το ξαναμοίρασμα της πίτας του πλούτου σε χώρες της Αφρικής, στο Βόρειο Κίβου της ΛΔ Κονγκό υπάρχουν αρκετές ξένες εταιρείες που λειτουργούν νόμιμα ορισμένα από τα σημαντικά ορυχεία της περιοχής.
Για παράδειγμα, στοιχεία του «Al Jazeera» που επικαλείται το αυστραλέζικο ινστιτούτο «Australian Strategy Policy Institute», ανέφεραν προ ημερών ότι κινεζικές εταιρείες ελέγχουν 15 από τα 17 ορυχεία κοβαλτίου στην περιοχή. Ο ελβετικός όμιλος «Glencore» κατέχει δύο σημαντικά ορυχεία χαλκού και κοβαλτίου διαθέτοντας τις θυγατρικές «Kamote Copper Group» και «Mutanda Mining Group».
Ειδικά η «Mutanda» λειτουργεί στην επαρχία Λουαλάμπα της νοτιοανατολικής ΛΔ Κονγκό το μεγαλύτερο ανοιχτό ορυχείο χαλκού και κοβαλτίου στον κόσμο, στα λαγούμια του οποίου έχουν χάσει τη ζωή τους πλήθος Κονγκολέζων και άλλων Αφρικανών εργατών.
Η οργάνωση Μ23, που το όνομά της σημαίνει «Κίνημα 23ης Μαρτίου», πήρε την ονομασία από την ημερομηνία υπογραφής της «ειρηνευτικής» συμφωνίας της 23ης Μάρτη του 2009, ανάμεσα στην τότε κυβέρνηση της ΛΔ Κονγκό του Ζόζεφ Καμπιλά (γιος του στρατηγού και πρώην Προέδρου Λοράν Καμπιλά) και στην ένοπλη οργάνωση «Εθνικό Κογκρέσο για την Αμυνα του Λαού» (CNDP). Δρα έκτοτε κυρίως στην επαρχία Βόρειου Κίβου κοντά στα σύνορα με τη Ρουάντα και την Ουγκάντα.
Απαρτίζεται από μερικές χιλιάδες άνδρες, κυρίως μέλη της φυλής των Τούτσι. Αξιοποιείται από την ηγεσία της Ρουάντας ως ένοπλος «μοχλός» πίεσης κατά των Ρουαντέζων Χούτου που κατέφυγαν μετά τη γενοκτονία των Τούτσι στην ανατολική ΛΔ Κονγκό το 1994, ηγετικά στελέχη των οποίων κατηγορεί πως θέλουν να ανατρέψουν την κυβέρνηση.
Στο επίκεντρο ωστόσο βρίσκεται η εκμετάλλευση των σημαντικών κονγκολέζικων πολύτιμων μετάλλων και ορυκτών, σε συνθήκες που οι αρχές της ΛΔ Κονγκό αδυνατούν να ελέγξουν την αχανή χώρα.
Οι λαθραίες εξορύξεις στο Βόρειο Κίβου από το στρατό της Ρουάντας ξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ακόμη και αφότου ο Κονγκολέζος στρατηγός Λοράν Καμπιλά ανέτρεψε τον (υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ) πρώην δικτάτορα Μομπούτου Σέσε Σέκο πυροδοτώντας νέα κούρσα για τον έλεγχο ορυχείων διαμαντιών, χρυσού και κολτανίου.
Η λαθραία εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της περιοχής βρίσκεται πίσω από τη «γενναιόδωρη» στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη της Ρουάντας στην οργάνωση Μ23 και την εξαγορά Κονγκολέζων πολιτικών που εντάσσονται σε αυτήν, όπως ο 55χρονος νυν ηγέτης της Μ23, Κορνέιγ Νανγκάα Γιουμπελούο, που τη διοικεί από το 2023 ως αρχηγός της «Συμμαχίας του Ποταμού Κονγκό». Ο Γιουμπελούο μέχρι το 2021 ήταν διευθυντής της Ανεξάρτητης Εθνικής Εκλογικής Επιτροπής της ΛΔ Κονγκό αλλά όταν επιδεινώθηκαν οι σχέσεις του με τον νυν Πρόεδρο της χώρας, Φέλιξ Τσισεκέντι, αποφάσισε να αλλάξει «καριέρα» και να αναλάβει τη διοίκηση της οργάνωσης Μ23.
Συχνά η Μ23 υποστηρίζεται από χιλιάδες Ρουαντέζους στρατιώτες. Σήμερα στο Βόρειο Κίβου της ΛΔ Κονγκό υπολογίζεται πως βρίσκονται (σύμφωνα με στοιχεία και καταγγελίες αξιωματούχων αποστολής του ΟΗΕ) περίπου 4.000 Ρουαντέζοι στρατιώτες, μολονότι ο Πρόεδρος της Ρουάντας, Πολ Καγκάμε, όταν ρωτήθηκε σχετικά δήλωσε «άγνοια».
Δεν είναι όμως μόνο η Ρουάντα που εμπλέκεται στις εξελίξεις και στις συγκρούσεις στο ανατολικό τμήμα της ΛΔ Κονγκό.
Η Ουγκάντα έχει κατηγορηθεί από ειδικούς του ΟΗΕ επίσης για την υποστήριξη της οργάνωσης Μ23, παρέχοντας κατά διαστήματα στρατιωτική βοήθεια και άλλους πόρους. Διατηρεί στρατιωτική παρουσία στην περιοχή, επικαλούμενη την ανάγκη να καταπολεμήσει ένοπλες οργανώσεις που την απειλούν, όπως η οργάνωση ADF (Allied Democratic Forces).
Στην υπόθεση εμπλέκονται εμμέσως και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τα οποία έχουν επενδύσει σε διάφορους τομείς ορυκτού πλούτου της ΛΔ Κονγκό, επιδιώκοντας πρόσβαση σε κοιτάσματα όπως το κοβάλτιο, ο χαλκός και ο χρυσός, στο πλαίσιο του «Οράματος 2030» που προβλέπει την ανάπτυξη εγχώριων πολεμικών βιομηχανιών για την παραγωγή μη επανδρωμένων αεροσκαφών (drones), πυραύλων, ηλεκτρονικών συστημάτων πολέμου, κ.ά.
Τα ΗΑΕ υπέγραψαν συμφωνία αξίας 1,9 δισ. δολαρίων με τη ΛΔ Κονγκό τον Ιούλη του 2023 με στόχο τη δημιουργία 4 μεγάλων ορυχείων στις επαρχίες Νότιου Κίβου και Μανιέμα, που διαθέτουν πλούσια κοιτάσματα χρυσού, κασσίτερου και ταντάλιου, αν και νωρίτερα σημαντικό μέρος του λαθρεμπορίου χρυσού και διαμαντιών κατέληγε στις αγορές του Ντουμπάι.
Στοιχεία της καναδέζικης οργάνωσης impact transform.org στην έκθεση «All that Glitters is Not Gold: Dubai, Congo and the Illicit Trade of Conflict Minerals» αναφέρουν πως μέχρι το 2006 μέρος του κονγκολέζικου χρυσού εξαγόταν κυρίως σε Ελβετία και Νότια Αφρική, αλλά σήμερα στέλνεται αποκλειστικά στα ΗΑΕ μέσω γειτονικών χωρών όπως η Ουγκάντα, το Μπουρούντι, η Τανζανία ή η Κένυα.
Σε έκθεση της οργάνωσης αναφέρεται ότι συχνά οι εξαγωγές πολύτιμων μετάλλων και ορυκτών από τη ΛΔ Κονγκό στα ΗΑΕ γίνεται «υπό αδιαφανείς συνθήκες», δίχως να λείπουν και αλλοδαποί «μεσάζοντες» όπως ο Καναδός Sibtein Alibhai που θεωρείται «δίαυλος - κλειδί» πίσω από τις εξαγωγές χρυσού της ΛΔ Κονγκό και χωρών της περιοχής των Μεγάλων Λιμνών και του Ντουμπάι.