ΜΕΡΟΣ 3ο
(τελευταίο)
Οι σχέσεις αυτές ανάμεσα σε μια τεράστια δύναμη (Βρετανία) και σε μια δύναμη ασθενή και περιορισμένων δυνατοτήτων αλλά δυσαναλόγως εκτεταμένων φιλοδοξιών (Ιταλία) βρίσκονται, στην περίοδο αυτή, σε πολύπλοκη κατάσταση.
Σήμερα, δεν μπορεί να υπάρχει σοβαρή και έντιμη αμφιβολία για το ότι το μουσολινικό καθεστώς υπήρξε, σε αποφασιστικό βαθμό, βρετανικό δημιούργημα, καρπός μιας παρέμβασης με προφανή στόχο τη δημιουργία ενός αντεπαναστατικού προμαχώνα. Η εκ διαμέτρου αντίθετη στάση του Ουίνστον Τσόρτσιλ απέναντι στον Μπενίτο Μουσολίνι και τον Αδόλφο Χίτλερ είναι εντελώς χαρακτηριστική. Αλλωστε, χωρίς τη μεγάλη βρετανική και αμερικανική βοήθεια, το μουσολινικό καθεστώς δε θα μπορούσε να κρατήσει ως το 1930.
Μετά το 1930, με τις αναδιατάξεις που επέρχονται, η Βρετανία, χωρίς να εγκαταλείπει κάθε ρόλο στην Ιταλία, δε βλέπει λόγους για συστηματικές παραχωρήσεις προς αυτή - αφού υπάρχει η Γερμανία. Πολύ περισσότερο που υπάρχει και η Γαλλία, όπου εμφανίζεται ένα ρεύμα ενδοτικό προς τη Γερμανία, αλλά αδιάλλακτο προς την Ιταλία. Η προσπάθεια άσκησης διαφορετικής πολιτικής προς το Βερολίνο και διαφορετικής προς τη Ρώμη δε στηρίζεται μόνο στη νηφάλια εκτίμηση του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των δύο δυνάμεων - έχει στόχο και την αποφυγή συμμαχίας των δύο μέσα στα πλαίσια ενός αναθεωρητικού συνασπισμού. Το τελευταίο δε θα αποφευχθεί, τελικά, η πολιτική αυτή, όμως, θα δημιουργήσει όχι λίγες γερμανοϊταλικές αντιθέσεις και προστριβές, των οποίων η έκταση και το βάθος δεν πρέπει να υποτιμώνται και, πιθανότατα, οι οποίες εξηγούν και φαινόμενα όπως η καθυστέρηση της Ιταλίας να βγει στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι βρετανικοί φόβοι δεν ήταν αβάσιμοι ούτε αδικαιολόγητοι. Το 1935, εμφανίζεται ένα φαινόμενο ιδιαίτερα ανησυχητικό - η εμφάνιση ιταλικών πολεμικών στα ελληνικά λιμάνια χωρίς προηγούμενη άδεια. Μέχρι σήμερα, το γεγονός παραμένει ανεξήγητο - αλλά γιατί αποκλείεται η Ιταλία, που δείχνει απροκάλυπτο ενδιαφέρον για την Αλβανία, να σκέπτεται την κατάληψη της Ελλάδας;
Η σκιά του «ιταλικού παράγοντος» στις ελληνικές εξελίξεις της εποχής είναι πασιφανής. Χαρακτηριστικό είναι το επεισόδιο με τον Γ. Κονδύλη. Ο τελευταίος, νικητής και τροπαιούχος μετά την καταστολή του κινήματος της 1.3.1935, επισκέπτεται, τον Ιούλη του 1935, επίσημα την Ιταλία. Εκεί, με λόγους γεμάτους πάθος, εξυμνεί το μουσολινικό καθεστώς, λέει ανοιχτά ότι το καθεστώς αυτό είναι η απάντηση του μονοπωλιακού κεφαλαίου στην Οχτωβριανή Επανάσταση και εκφράζει τη χαρά του γιατί το καθεστώς αυτό έχει πρόσφατα βρει μιμητές και στη Γερμανία. Ωστόσο, αυτός ο ίδιος, ο Κονδύλης, στις μυστικές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία για το Βαλκανικό Σύμφωνο, υπογραμμίζει τις ανησυχίες των Τούρκων για τις ιταλικές ενέργειες και εισηγείται «αποφασιστικήν προσχώρησιν εις τον γαλλικόν συνασπισμόν».
Η στάση του Κονδύλη, που, πάντως, δεν παύει να προωθεί βρετανικές κατευθύνσεις, δεν ξεφεύγει από τα γενικά πλαίσια της αντεπαναστατικής τακτικής της εποχής: Στήριξη του ιταλικού καθεστώτος, ώστε να συμβάλει τον όβολόν του στους κοινούς αντεπαναστατικούς στόχους, αλλά περιορισμός των «υπερβολικών» απαιτήσεών του.
Εκείνο που πρέπει να θεωρείται βέβαιο είναι ότι το μεταξικό καθεστώς σηματοδοτεί την πλήρη και οριστική ήττα των ιταλιζουσών δυνάμεων της κυρίαρχης τάξης, των μόνων που βρίσκονται αντιμέτωπες με στεγανό αποκλεισμό. Θα θέλαμε να τονίσουμε ακριβώς τον όρο «μεταξικό καθεστώς» και όχι «4η Αυγούστου» ακριβώς γιατί ο προσανατολισμός αυτός του Μεταξά φάνηκε πεντακάθαρα και πριν γίνει δικτάτορας. Και φάνηκε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο: Το Βαλκανικό Σύμφωνο.
Το πρόβλημα είναι ότι ο Μεταξάς έκανε, στο Βελιγράδι, ακριβώς το αντίθετο αυτού που είχε συμφωνήσει στην Αθήνα: Οχι μόνο υπέγραψε τα επίσημα ντοκουμέντα χωρίς καμιά επιφύλαξη, αλλά υπέγραψε και το μυστικό πρωτόκολλο, με το οποίο η Ελλάδα δεσμευόταν σε συμμετοχή «εις βρετανογαλλικήν πρωτοβουλίαν». Η αντιιταλική αιχμή ήταν πολύ σαφής και η απότομη στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής την έκανε ακόμη σαφέστερη.
Το γεγονός ότι ο Μεταξάς έκανε τέτοιου είδους ενέργεια χωρίς να συμβεί, ουσιαστικά, τίποτε δείχνει ότι οι διεργασίες μέσα στην κυρίαρχη τάξη έχουν ολοκληρωθεί. Οι ιταλίζουσες δυνάμεις έχουν ολοκληρωτικά χάσει το παιγνίδι. Ισως και να το έχουν εγκαταλείψει μπροστά στην ολοφάνερη βρετανική υπεροχή, αλλά και μπροστά στην άκαμπτη βρετανική επιμονή. Ισως αυτό έδειχνε και η στάση του Ελ. Βενιζέλου κατά τις τελευταίες ημέρες της ζωής του.
Το σύνθετο αποτέλεσμα όλων αυτών των παραγόντων θα είναι ένα ιστορικό παράδοξο: Ενα καθεστώς το οποίο τοποθετείται προφανώς και, οπωσδήποτε, επιδεικτικά στη χορεία των καθεστώτων της «προληπτικής αντεπανάστασης» που έχει δημιουργήσει ο ιμπεριαλισμός σε όλη την Ευρώπη με επίκεντρο τη Γερμανία και την Ιταλία και το οποίο μιμείται την Ιταλία εν παντί, αισθάνεται σαν άμεσο και κύριο εχθρό του την Ιταλία. Δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε άγνωστο το ότι, σε όλη αυτή την περίοδο, οι ελληνοϊταλικές σχέσεις θα παραμείνουν σε εντυπωσιακά ψυχρά επίπεδα και οι αναφορές στον «ιταλικό κίνδυνο» θα είναι, στους επισήμους επιτελικούς κύκλους, συχνές. Αλλωστε, υπάρχει και το αδήριτο ιστορικό γεγονός της εισόδου της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέσω της ιταλικής επίθεσης (Οκτώβρης 1940).
Φυσικά αυτό, με τη σειρά του, δημιούργησε και ένα ερώτημα, που μένει αναπάντητο ως σήμερα και το οποίο θέτουν όχι μόνο αντίπαλοι αλλά και φίλοι, ακόμη και επιτελείς, της 4ης Αυγούστου: Πώς εξηγείται η πλήρης στρατιωτική εγκατάλειψη των συνόρων με την Αλβανία, από όπου μια ιταλική εισβολή θα πρέπει να φαίνεται πολύ πιθανή, σε τόσο εξόφθαλμη αντίθεση με τη συστηματική οχύρωση των ελληνοβουλγαρικών συνόρων; Ενα ερώτημα ανάμεσα στα πολλά που άφησε η 4η Αυγούστου και του οποίου η απάντηση ενδέχεται να αποδειχθεί όχι λιγότερο εντυπωσιακή από των υπολοίπων.