Πάνω από 1,5 εκατομμύριο στην Ελλάδα δηλώνουν ότι δεν μπορούν να ζεσταθούν!
Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία της Eurostat που επεξεργάστηκε η «correctiv», περίπου 47 εκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρη την ΕΕ, την Ελβετία και τη Νορβηγία δεν μπόρεσαν να θερμάνουν επαρκώς τα σπίτια τους τον περασμένο χειμώνα, που αντιστοιχεί στο 10,2% του πληθυσμού. Ο αριθμός αυτός έχει αυξηθεί δραματικά από το 2021, οπότε και ήταν περίπου 31 εκατομμύρια. Τα ποσοστά είναι ιδιαίτερα υψηλά σε χώρες όπως η Ισπανία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Βουλγαρία και η Ιταλία, όπως και η Λιθουανία. Σε όλες σχεδόν τις χώρες της ΕΕ, ο αριθμός των ατόμων που πλήττονται έχει αυξηθεί από το 2021.
Στην Ελλάδα, το 19,2% του πληθυσμού δεν μπόρεσε να θερμάνει επαρκώς ή και καθόλου τα σπίτια του το 2023. Το μεγαλύτερο ποσοστό εντοπίζεται στη Δυτική Ελλάδα, με 30%, δηλαδή περίπου 196.000 άνθρωποι. Ακολουθεί η Πελοπόννησος με 21% (118.000 άνθρωποι), η Αττική με 20,9% (790.000 άνθρωποι), η Κεντρική Μακεδονία με 19,9% (360.000 άνθρωποι) αλλά και το ενεργειακό κέντρο της χώρας, η Δυτική Μακεδονία με 17,7% (45.000 άνθρωποι).
Στη Γερμανία, τα στοιχεία για το 2024 είναι ήδη διαθέσιμα, και δείχνουν ότι επηρεάζεται το 6,2% του πληθυσμού, δηλαδή 5,2 εκατομμύρια άνθρωποι. Η «correctiv» πραγματοποίησε συνεντεύξεις στη Γερμανία με βάση τα στοιχεία, και στην έκθεσή της αναφέρει:
«Οι άνθρωποι που ζουν σε κρύα και υγρά σπίτια έχουν αυξημένο κίνδυνο όχι μόνο ψυχικών ασθενειών αλλά και καρδιαγγειακών παθήσεων - όπως καρδιακές προσβολές - και χρόνιων αναπνευστικών λοιμώξεων.
Οι ιστορίες τους είναι ανησυχητικές: Πολλοί παγώνουν από τον φόβο του επόμενου λογαριασμού θέρμανσης. Ορισμένοι αναφέρουν θερμοκρασίες 10 έως 15 βαθμών στους χώρους διαβίωσής τους. `Η ότι αναγκάζονται να κάνουν περικοπές στα τρόφιμα για να μπορέσουν να αντέξουν οικονομικά έστω και λίγη θέρμανση».
Το μεγαλύτερο ποσοστό μη θερμαινόμενων κατοικιών καταγράφεται με 12,2% στη Βρέμη, ακολουθούμενη από το Σάαρλαντ (11,1%), τη διοικητική περιφέρεια του Αρνσμπεργκ στη Βόρεια Ρηνανία - Βεστφαλία (9,6%) και τη νότια Ρηνανία - Παλατινάτο (9,5%).
...αλλά ένας στους 5 Ελληνες δεν μπορεί να θερμάνει επαρκώς το σπίτι του
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που επεξεργάστηκε η «McKinsey», ο κύκλος εργασιών των Ελλήνων εφοπλιστών κυμαίνεται μεταξύ 40 και 50 δισ. δολαρίων ετησίως. Η ελληνική ναυτιλία διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης, καθώς μεταφέρει μεγάλο τμήμα των εισαγωγών φυσικού αερίου και αργού πετρελαίου.
Συγκεκριμένα, τα ελληνόκτητα πλοία μετέφεραν στις ευρωπαϊκές αποθήκες το 30% του όγκου του υγροποιημένου φυσικού αερίου και το 40% του όγκου του αργού πετρελαίου το 2023. «Η Ελλάδα, η οποία αντιπροσωπεύει το 0,3% του παγκόσμιου ΑΕΠ, παρά το μικρό μέγεθος της οικονομίας της, ελέγχει περίπου το 20% της παγκόσμιας ποντοπόρου ναυτιλίας, αποδεικνύοντας τον κυρίαρχο ρόλο της στη διεθνή ναυτιλιακή αγορά», σημειώνει η έκθεση της «McKinsey».
Ο αμερικανικός επιχειρηματικός όμιλος που επεξεργάστηκε τα στοιχεία σε συνεργασία με την Ενωση Ελλήνων Εφοπλιστών αναφέρει μια σειρά από παράγοντες που εξασφαλίζουν την επιτυχία των Ελλήνων εφοπλιστών, όπως η στρατηγική θέση της χώρας και άλλα, ωστόσο αφήνει εκτός τη «λεπτομέρεια» πως το αστικό κράτος και οι κυβερνήσεις του διαχρονικά παρέχουν προκλητικά προνόμια στους εφοπλιστές, όπως η «εθελοντική» φορολόγηση και διάφορα άλλα.
Το τρίπτυχο «αναταραχή, αναταραχή, αναταραχή» έχει επίσης αποτελέσει καταλύτη για την εκτόξευση της κερδοφορίας των εφοπλιστών και σε ό,τι αφορά τη μεταφορά Ενέργειας: Η προσπάθεια του ευρωατλαντικού μπλοκ για «απεξάρτηση» της οικονομίας της ΕΕ από το φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο μέσω αγωγών με το πανάκριβο LNG κυρίως των ΗΠΑ και άλλων όπως το Κατάρ και το Αζερμπαϊτζάν, έχει εξασφαλίσει χρυσές δουλειές για τους Ελληνες εφοπλιστές, αλλά πανάκριβη Ενέργεια για τα λαϊκά νοικοκυριά σε όλη την Ευρώπη.
Τα τελευταία στοιχεία μάλιστα της Eurostat επιβεβαιώνουν τα παραπάνω: Η κιλοβατώρα φυσικού αερίου για τους οικιακούς καταναλωτές κόστιζε 0,043 ευρώ προ φόρων το 2020 και η τιμή της τα προηγούμενα χρόνια ήταν σχετικά σταθερή. Η τιμή αυτή αυξήθηκε σε 0,062 το 2022, 0,091 το 2023 και 0,080 το 2024. Παραμένει δηλαδή σε διπλάσιες τιμές από το δεύτερο μισό του 2022.
Τα στοιχεία αποτυπώνουν την προώθηση του σχεδιασμού της αστικής τάξης, που θέλει το φυσικό αέριο «στρατηγικό καύσιμο» για την «πράσινη μετάβαση», μέσα από την οποία ενισχύεται η κερδοφορία τόσο του εφοπλιστικού κεφαλαίου που μεταφέρει το πανάκριβο αμερικανικό LNG όσο και των επιχειρηματικών ομίλων της Ενέργειας, που έχουν επενδύσει στην παραγωγή ενέργειας από φυσικό αέριο. Οι μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν τον κύριο καταναλωτή φυσικού αερίου στην Ελλάδα, με 68,65%, ενώ οι εγχώριες βιομηχανίες και οι σταθμοί CNG, που συνδέονται απευθείας στο σύστημα υψηλής πίεσης του ΔΕΣΦΑ, καλύπτουν ποσοστό 13,62%της εγχώριας κατανάλωσης για το 2024.
Η μετατροπή της χώρας σε «πύλη εισόδου» του αμερικανικού LNG στην ευρωπαϊκή αγορά έχει επίσης προχωρήσει. Το 71,64% της ποσότητας LNG που εκφορτώθηκε στον Τερματικό Σταθμό LNG Ρεβυθούσας προήλθε από τις ΗΠΑ, οι οποίες συνολικά αύξησαν το ποσοστό τους στις ελληνικές εισαγωγές LNG κατά 24,56% (ταυτόχρονα μειώθηκαν το ρωσικό και το αλγερινό LNG, κατά 65% και 57% αντίστοιχα). Αυτό ωστόσο δεν οδήγησε σε χαμηλότερες τιμές για τα λαϊκά νοικοκυριά, το αντίθετο μάλιστα.
Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία του ΔΕΣΦΑ, η συνολική ζήτηση (εγχώρια κατανάλωση και εξαγωγές) φυσικού αερίου αυξήθηκε κατά 2,23%, φτάνοντας τις 69,11 τεραβατώρες (TWh), από 67,6 TWh το 2023. Σημαντική αύξηση 30,03% καταγράφηκε στην εγχώρια κατανάλωση, η οποία ανήλθε στις 66,2 TWh, από 50,91 TWh, ενώ αντιθέτως μειώθηκαν οι εξαγωγές φυσικού αερίου κατά 82,56%, από 16,69 TWh το προηγούμενο έτος. Παρά τη μείωση που καταγράφεται σε επίπεδο έτους, οι εξαγωγές κατέγραψαν σημαντική αύξηση κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2024 - από 0,66 TWh στο εννιάμηνο του 2024, 2,91 TWh στο τέλος του έτους - οφειλόμενη κυρίως στην έναρξη της εμπορικής λειτουργίας του FSRU Αλεξανδρούπολης και της διασύνδεσης του αγωγού IGB με τη Βουλγαρία.
Οι εισαγωγές φυσικού αερίου ανήλθαν σε 69,37 TWh, καταγράφοντας αύξηση 2,45% σε σχέση με το 2023 που ήταν 67,71 TWh. Οι μεγαλύτερες ποσότητες εισήχθησαν από το Σημείο Εισόδου του Σιδηρόκαστρου, στα σύνορα με τη Βουλγαρία, ανερχόμενες το 2024 σε ποσοστό 51,6% (35,8 TWh) επί των συνολικών εισαγωγών.