Η Φαλίτσα Ρίτσου είχε μια ευεργετική δύναμη. Με βοήθησε να βλέπω τη ζωή με άλλα μάτια. Σε λίγες μέρες, 8 Μάρτη γιορτάζουμε την Παγκόσμια Μέρα της Γυναίκας. Φέτος συμπίπτουν και τα 105 χρόνια από τη γέννησή της. Αποφάσισα να τιμήσω αυτό το θείο δώρο της ζωής μου σμιλεύοντας τη μορφή της. Χρωστάω βέβαια τη γνωριμία μου στην Ερη Ρίτσου, που γνωριστήκαμε στα φοιτητικά μας χρόνια, στο Παρίσι, το 1978. Την ευγνωμονώ γιατί γνώρισα δύο αγίους. Την Φαλίτσα και τον Γιάννη Ρίτσο.
Νιώθω σαν να περπατώ σε έναν βυθό από τον οποίο τραβήχτηκε η θάλασσα για να τον ανακαλύψω. Να μαζέψω τα φυτά της θάλασσας, τα κοχύλια, τις πέτρες, τα γεωλογικά κατάλοιπα που έχτισε η θάλασσα και που μιλούσε πάντα για αυτήν η Φαλίτσα. Ηταν ο ομφάλιος λώρος της που τη συνέδεε με τους ανθρώπους. Γίνονταν όμως και φεγγαρόφωτο δίπλα στον ήλιο, Γιάννη Ρίτσο, που έζησαν μαζί πάνω από μισόν αιώνα. Οπως έλεγε ο ίδιος: «Δεν θα μπορούσα να έχω άλλη συνοδοιπόρο στη ζωή μου».
Η Φαλίτσα πάντα με συμβούλευε με λόγια θεραπευτικά σαν να φρόντιζε μια πληγή. «Αν σου συμβεί κάτι σοβαρό - έλεγε - πρέπει να διασχίσεις θάλασσα για να το ξεχάσεις. Η ενέργειά της βοηθάει». Η Φαλίτσα αγαπούσε τη σιωπή, ήθελε ηρεμία όπως την αναζητάς την ώρα της προσευχής. Στη Σάμο μεγάλωσε. Παρατηρούσε καλύτερα τον κόσμο μέσα από αυτήν. Οι ώρες, οι εποχές, οι μέρες της περνούσαν μέσα από τα κύματα της άλλοτε φουρτουνιασμένης ή γαληνεμένης θάλασσας. Οι Σαμιώτες τα χρόνια του '50 που διορίστηκε εκεί ως πρώτη γυναίκα γιατρός ήταν άνθρωποι αγνοί, απλοί, του μόχθου. Η Φαλίτσα ήταν ο ήλιος που τους ζέσταινε, όπως ζεσταίνει το μπουμπούκι για να ανθίσει. Ξεκινούσε με τα πόδια η «γιατρούδαινα» για να πάει σε διπλανά χωριά ώστε να γιατρέψει τους αρρώστους.
Με ειρηνικό, τρυφερό τρόπο υποστήριζε ότι «η φτώχεια προκαλείται από την κοινωνική εκμετάλλευση. Πάντα ήμουν δίπλα στον φτωχό και ανήμπορο. Αυτό πιστεύω είναι το μεγαλείο του γιατρού και ανθρώπου. Να προσφέρει δηλαδή τις γνώσεις του και να ενδιαφερθεί το ίδιο ακόμα και σε αυτόν που δεν μπορεί να πληρώσει. Το θεωρώ επαγγελματική και ηθική υπόληψη».
Οταν άκουγες την Φαλίτσα γινόσουν καινούριος άνθρωπος. Τα λόγια της σε οδηγούν σε αυτοθυσία. Η γιατρούδαινα Φαλίτσα ήταν ναός της επιστήμης, όπου έβλεπες ενσωματωμένη τη σοφία, την καλοσύνη, την πνευματική ομορφιά. Καθόριζαν τη ζωή σου οι σκέψεις της. Οι πράξεις της. Το έργο της. Μόνο η εμπιστοσύνη είναι ο πυρήνας μιας σχέσης, μου έλεγε. Από εκεί ξεκινάνε όλα. Και η εχεμύθεια. Φυσικά αυτό που σε ελευθερώνει είναι μόνο η δική σου αλήθεια. Και το πιο άγριο λουλούδι όπως ο κάκτος με τα αγκάθια του όταν τον δεις από την καρδιά σου φαντάζει όμορφο. Τότε έρχεται η άνοιξη μέσα σου χωρίς να περιμένεις την εποχή του έτους.
Η οικογένειά της ήταν αστική. Ο παππούς της, από την πλευρά του πατέρα της, ο Μανουήλ Γεωργιάδης, ήταν δικαστής. Είχε πέντε παιδιά, τέσσερα αγόρια και μία κόρη. Από τ' αγόρια οι δύο σπούδασαν γιατροί, ο πατέρας της Φαλίτσας έγινε δικαστής, και ο τέταρτος καθηγητής στην εμπορική σχολή Καρλοβάσου. Ο πατέρας της εγκατέλειψε τον δικαστικό κλάδο, γιατί είχε συνεχείς μεταθέσεις, και έβαλε βέτο η Μαρία Μανταφούνη, η μητέρα της Φαλίτσας, για να επιστρέψουν στο Καρλόβασι, όπου έγινε συμβολαιογράφος. Η μητέρα της, Μαρία Μανταφούνη, ήταν η μόνη κόρη σε οικογένεια με έξι αγόρια. Οι Μανταφούνηδες ήταν οικογένεια καραβοκύρηδων και εμπόρων κρασιού και καπνού. Κοσμοπολίτες, με ταξίδια στο εξωτερικό, έφερναν πάντα στην επιστροφή τους αντικείμενα περίεργα και άγνωστα στη μικρή πόλη, όπως την πρώτη φωτογραφική μηχανή στο Καρλόβασι, ή λιχουδιές που έως τότε μόνο ακουστά τις είχαν, χαβιάρια κ.ά.
Οι Μανταφούνηδες, σε αντίθεση με τους Γεωργιάδηδες που ήταν βενιζελικοί, ήταν φιλοβασιλικοί μέχρι το κόκαλο. Η Ερη στο σπίτι της στη Σάμο σήμερα έχει ενθυμήματα από πορσελάνες με τους βασιλείς, Ολγα και Γεώργιο, κρεμασμένα στον έναν τοίχο και στον απέναντι κρέμεται ένας πίνακας του χαράκτη Δημήτρη Παπαγεωργίου που απεικονίζει ένα κορμί ακέφαλο, γυμνό, ζωσμένο φυσεκλίκια, που απ' το λαιμό του ξεπηδάει κυπαρίσσι και που κρατάει μαχαίρι και έχει δίπλα του το κομμένο κεφάλι του Αρη Βελουχιώτη. «Το αποτύπωμα μιας τυπικής ελληνικής οικογένειας», σχολιάζει αστειευόμενη τον συνδυασμό. Η Γαρυφαλιώ ήταν η δεύτερη από τις τρεις κόρες του Γεωργίου Γεωργιάδου και της Μαρίας Μανταφούνη. Πρώτη κόρη ήταν η Τριανταφυλλιώ και τελευταία η Ιωάννα. Από τις τρεις τους ήταν εκείνη που είχε έφεση στα γράμματα. Τελειώνοντας το δημοτικό σχολείο στο Καρλόβασι, η Γαρυφαλιώ αναγκάστηκε να αφήσει την πόλη της για να παρακολουθήσει το γυμνάσιο στο χωριό του Μαραθοκάμπου, που βρίσκεται στο νότιο δυτικό μέρος της Σάμου. Το Καρλόβασι, έχοντας έντονη εμπορική δραστηριότητα, είχε ανάγκη κυρίως από λογιστές. Ετσι, αντί για γυμνάσιο, η πόλη είχε Εμπορική Σχολή, από όπου αποφοιτούσαν εξαιρετικοί λογιστές, αλλά φυσικά οι απόφοιτοι δεν μπορούσαν να εισαχθούν στο πανεπιστήμιο. Η Γαρυφαλιώ όμως είχε ως στόχο το πανεπιστήμιο, κι έτσι, σε ηλικία δώδεκα ετών, εγκατέλειψε την οικογενειακή στέγη, την οποία επισκεπτόταν μόνο τις Κυριακές και τις διακοπές. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν συγκοινωνίες και οι μετακινήσεις δεν ήταν εύκολες, το κοριτσάκι λοιπόν έμενε μόνιμα στον Μαραθόκαμπο, σε ένα δωμάτιο που του είχαν νοικιάσει στο σπίτι μιας συμπαθητικής, όπως έλεγε η ίδια η Γαρυφαλιώ, γριούλας. Ηταν άριστη μαθήτρια. Αγαπούσε τα φιλολογικά μαθήματα και ήθελε να γίνει αρχαιολόγος. Ομως όταν πλησίαζε ο καιρός να τελειώσει το γυμνάσιο, ο πατέρας της, ο Γεωργιάδης, της είπε να σπουδάσει ιατρική, διότι έτσι θα έχει ένα εξασφαλισμένο μέλλον.
Ετσι λοιπόν, με τις οδηγίες του πατέρα της και σεβόμενη την επιθυμία του, βρέθηκε η Γαρυφαλιώ στην Αθήνα για να σπουδάσει Ιατρική. Εκεί την βρήκε η Κατοχή και εκεί αποκλείστηκε. Μέχρι την απελευθέρωση έμενε στο σπίτι του αδελφού της μητέρας της, του Κλεάνθη Μανταφούνη, που ήταν έμπορος στην Αθήνα. Με το κλείσιμο των πανεπιστημίων και τα όσα δεινά προκάλεσε η Κατοχή και η μετακατοχική περίοδος, άργησε να πάρει το πτυχίο της και την ειδικότητα του παθολόγου. Ανοιξε το ιατρείο της στο Καρλόβασι μόλις το 1954. Πρόσφερε επί τριάντα πέντε χρόνια αγόγγυστα και μέσα σε φοβερά αντίξοες συνθήκες, γιατί η ζωή στην επαρχία ήταν πολύ σκληρή και δύσκολη τα χρόνια εκείνα. Ως νέα επιστήμονας, μαζί με όλα τα άλλα προβλήματα είχε να αντιμετωπίσει και τη δυσπιστία των ανδρών συναδέλφων της, γιατί ήταν η μόνη γυναίκα γιατρός, όμως λόγω χαρακτήρα - ήταν φιλότιμη, ήπια, ήρεμη, εργατική - σιγά σιγά κέρδισε την εμπιστοσύνη όλων. Διάβαζε συνέχεια για να ενημερώνεται για την επιστήμη της. Είχε ένα βιβλίο πάντα ανοιχτό και την κάθε περίπτωση τη μελετούσε. Οι διαγνώσεις της ήταν πάντα εύστοχες. Είχε εμπειρία και αισθητήριο. Πραγματοποιούσε επίσης χειρουργικές μικροεπεμβάσεις και στο υπόγειο του σπιτιού είχε εργαστήρι όπου, ελλείψει μικροβιολόγου, έκανε αναλύσεις ούρων. Τη δεκαετία του '50 - '60 οι χωρικοί ήταν πολύ φτωχοί άνθρωποι σε έναν ρημαγμένο από τον Εμφύλιο τόπο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο. Από τους φτωχούς αγρότες δεν έπαιρνε χρήματα, όμως περήφανοι άνθρωποι εκείνοι την πλήρωναν πολλές φορές «σε είδος» προσφέροντάς της μύγδαλα, καρύδια, φρούτα, κεντήματα. Τα δείγματα που έδιναν οι αντιπρόσωποι φαρμάκων, για να κάνουν γνωστά τα προϊόντα κάποιας φαρμακευτικής εταιρείας, τα κρατούσε σε ένα ντουλάπι και τα έδινε σε φτωχούς που δεν είχαν χρήματα για να τα αγοράσουν.
Τον Γιάννη Ρίτσο τον γνώρισε κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Αθήνα. «Η μάνα μου μπήκε στην ΕΠΟΝ», λέει η Ερη. «Στην παρέα της, από την ΕΠΟΝ, ήταν ΚΑΙ ο λογοτέχνης Αντρέας Φραγκιάς, μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος, που γνώριζε τον Ρίτσο. Ηξερε ότι είχε μεγάλη βιβλιοθήκη, αλλά ότι δεν δάνειζε βιβλία. Πρότειναν λοιπόν στην Γαρυφαλιώ να πάει να ζητήσει από τον Ρίτσο ένα βιβλίο για έναν άρρωστο φίλο τους, γιατί ήταν γνωστή για την τάξη της, την επιμέλειά της και την καθαριότητά της. Ετσι γνωρίστηκαν και έγιναν ζευγάρι». Παντρεύτηκαν το '54 και η Φαλίτσα εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Σάμο. Ο Γιάννης Ρίτσος παρέμεινε στην Αθήνα, όπου δούλευε στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη.
Μέχρι σήμερα δυστυχώς στη Σάμο δεν υπάρχει πουθενά με το όνομά της μια πλατεία, ένας δρόμος, μια ιατρική δομή ώστε να τιμήσουν μια γυναίκα υπόδειγμα που με την προσφορά της ευεργέτησε τη Σάμο.
Της
Εύας ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ
Δημοσιογράφου - συγγραφέα