ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ:
-- Με 800 δισ. στις πλάτες των λαών δηλώνει «παρούσα» στον «παγκόσμιο αγώνα δρόμου»
-- Η «γεωπολιτική αστάθεια», «σταθερά» για τρελή κερδοφορία!
-- Κυβέρνηση: Πρωτοπόρος της εμπλοκής και της στροφής στην πολεμική οικονομία
-- Διάγγελμα Μακρόν: Ζητά «στρατηγικό διάλογο για προστασία» της Ευρώπης και με πυρηνικά
Και με αυτό το σχέδιο η ιμπεριαλιστική ένωση κάνει ένα νέο μεγάλο βήμα στην παραπέρα στρατιωτικοποίησή της, στην προσπάθεια να διεκδικήσει «αυτοτελώς» ένα μεγαλύτερο κομμάτι από την ιμπεριαλιστική λεία στην Ουκρανία, στη Μ. Ανατολή, στην Αφρική, αλλά και πέραν αυτών, να υπερασπιστεί τις θέσεις και τα συμφέροντα των δικών της επιχειρηματικών ομίλων σε συνθήκες όξυνσης των ανταγωνισμών στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, που δοκιμάζουν τη συνοχή τόσο του ευρωατλαντικού στρατοπέδου όσο και της ίδιας της ΕΕ. Γίνεται ακόμη προσπάθεια να δοθούν έστω και προσωρινά κερδοφόρες διέξοδοι στα τεράστια συσσωρευμένα κεφάλαια που φέρνουν προ των πυλών μια νέα οικονομική κρίση, όπως και να ενισχυθούν με «εγγυήσεις κερδοφορίας» οι πολεμικές της βιομηχανίες, παίρνοντας και ένα μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα των πολεμικών δαπανών που έχουν εκτοξευτεί σε όλα τα μήκη και πλάτη.
Το πρώτο αφορά την «απελευθέρωση της χρήσης της δημόσιας χρηματοδότησης στην Αμυνα σε εθνικό επίπεδο», ώστε τα κράτη - μέλη να έχουν το «δημοσιονομικό περιθώριο» να αυξήσουν τις στρατιωτικές δαπάνες, μεταξύ άλλων και με την ενεργοποίηση της «εθνικής ρήτρας διαφυγής» του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που επιτρέπει στα κράτη - μέλη να αυξήσουν σημαντικά τις «αμυντικές» δαπάνες χωρίς να ενεργοποιήσουν τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Ολα αυτά την ώρα που σε ισχύ θα είναι ο «πέλεκυς» του υπερβολικού ελλείμματος, οι κόφτες και οι «οροφές δαπανών» για καθετί που σχετίζεται με τις λαϊκές ανάγκες.
Εξάλλου, στο τρίτο της μέρος η πρόταση της Κομισιόν προβλέπει και τη χρήση των κονδυλίων των λεγόμενων προγραμμάτων «συνοχής», ακριβώς για πολεμικές δαπάνες.
Το δεύτερο μέρος αφορά την παροχή δανείων ύψους 150 δισ. ευρώ στα κράτη - μέλη για στρατιωτικές επενδύσεις, κυρίως για κοινές δαπάνες και αγορές σε πανευρωπαϊκούς τομείς ικανοτήτων, όπως αεράμυνα και πυραυλική άμυνα, συστήματα πυροβολικού, πύραυλοι και πυρομαχικά, drones και συστήματα κατά των drones, κυβερνοχώρος, στρατιωτική κινητικότητα. Νέα δάνεια δηλαδή, που θα φορτωθούν στους λαούς.
Τα δύο τελευταία μέρη αφορούν την κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων με την επιτάχυνση της Ενωσης Αποταμιεύσεων, ενώ καλείται η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να προσαρμόσει περαιτέρω τις πρακτικές της για χορήγηση δανείων για την «Αμυνα» και τη στρατιωτική βιομηχανία.
Παρά τη φιλότιμη προσπάθεια των ευρωατλαντικών επιτελείων να δώσουν τον χαρακτήρα του «κατεπείγοντος» στις αποφάσεις αυτές, αξιοποιώντας και την εκλογή Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, η στροφή στην πολεμική οικονομία και το όργιο των εξοπλισμών κάθε άλλο παρά μια «έκτακτη» συνθήκη είναι, όσο κι αν επιταχύνονται τώρα στο φόντο των προσπαθειών των ΗΠΑ να «κλείσουν» το μέτωπο της Ουκρανίας για πιο άμεση στροφή προς τον Ινδο-Ειρηνικό και τη μάχη με την Κίνα για την πρωτοκαθεδρία, επιχειρώντας στο πλαίσιο αυτό και να διασπάσουν τη συμμαχία Ρωσίας - Κίνας.
Δεν έχει εξάλλου παρά να ρίξει κανείς και μια ματιά σε όλα τα «ορόσημα» που έχουν προηγηθεί: Την περσινή «νέα στρατηγική για την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία» της ΕΕ, τις περιβόητες εκθέσεις Ντράγκι και Νιινίστο, που σηματοδοτούν ακριβώς τη στροφή στην πολεμική οικονομία, πολύ πριν και την εκλογή Τραμπ.
Χαρακτηριστικά σε αυτά τα πλαίσια είναι τα όσα καταγράφονταν πέρσι τέτοια εποχή στα κείμενα για τη «Βιομηχανική στρατηγική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την άμυνα» (EDIS) και το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Αμυντικής Βιομηχανίας, ύψους 1,5 δισ. ευρώ.
Οπως σημειωνόταν εκεί, «για την επίτευξη αμυντικής ετοιμότητας απαιτούνται μαζικές επενδύσεις, με συντονισμένο τρόπο, στις απαιτούμενες αμυντικές δυνατότητες, μεταξύ άλλων σε σχετικές κρίσιμες υποδομές», ενώ τονιζόταν πως «οι αντίπαλοι έχουν εμπλακεί σε έναν παγκόσμιο αγώνα δρόμου για τεχνολογική υπεροχή, ο οποίος απαιτεί από όλους τους παράγοντες ακόμα πιο ταχείς και όλο και πιο δαπανηρούς επενδυτικούς κύκλους: η ΕΕ δεν έχει την πολυτέλεια να μείνει πίσω».
Σημειωνόταν ακόμη πως «αμυντική βιομηχανική ετοιμότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν καταστεί δυνατή η συνεχής αύξηση των αμυντικών δαπανών από τα κράτη - μέλη, μέσω των κατάλληλων εργαλείων και κινήτρων, προκειμένου να δοθεί πραγματικά προτεραιότητα στις συνεργατικές επενδύσεις», ενώ γινόταν λόγος για την ανάγκη να «ενσωματωθεί μια νοοτροπία αμυντικής ετοιμότητας, μεταξύ άλλων και σε όλες τις πολιτικές της ΕΕ», με τη στρατιωτικοποίηση όλων των πλευρών σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
Διαπιστώνοντας εξάλλου ότι η εκτόξευση των στρατιωτικών δαπανών στην ΕΕ δεν οδηγεί σε μεγαλύτερο μερίδιο της πίτας για τους «εγχώριους» ομίλους της πολεμικής βιομηχανίας (π.χ. ότι «μεταξύ του 2017 και του 2023 η αμυντική αγορά της ΕΕ αυξήθηκε κατά 64%, ενώ το αμυντικό εμπόριο μεταξύ των κρατών - μελών σημείωσε οριακή μόνο άνοδο και πλέον αντιπροσωπεύει μόλις το 15% της συνολικής αξίας της αμυντικής αγοράς της ΕΕ23», όπως και ότι «σχεδόν το 80% των αμυντικών επενδύσεων των κρατών - μελών από το 2022 έχει πραγματοποιηθεί με προμηθευτές τρίτων χωρών, έναντι περίπου 60% πριν από τον πόλεμο») η έκθεση καλούσε «τα κράτη - μέλη (...) να διασφαλίσουν ότι, έως το 2030, η αξία του ενδοενωσιακού αμυντικού εμπορίου θα αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 35% της αξίας της αμυντικής αγοράς της ΕΕ» και τα κράτη - μέλη «να σημειώσουν σταθερή πρόοδο όσον αφορά την προμήθεια τουλάχιστον του 50% των αμυντικών επενδύσεών τους εντός της ΕΕ έως το 2030 και του 60% έως το 2035».
Ακολούθησε τον περασμένο Σεπτέμβρη η περιβόητη έκθεση Ντράγκι, όπου «σφραγίστηκε» η στροφή στην πολεμική οικονομία.
Οπως αναφέρεται εκεί χαρακτηριστικά, «η αμυντική βιομηχανία απαιτεί τεράστιες επενδύσεις για να καλύψει το χαμένο έδαφος. Ως σημείο αναφοράς, αν όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ που είναι και μέλη του ΝΑΤΟ και τα οποία ακόμα δεν έχουν επιτύχει τον στόχο του 2% το υλοποιούσαν το 2024, οι αμυντικές δαπάνες θα αυξάνονταν κατά 60 δισεκατομμύρια ευρώ. Απαιτούνται επίσης πρόσθετες επενδύσεις για την αποκατάσταση των χαμένων δυνατοτήτων λόγω δεκαετιών υποεπένδυσης και για την αναπλήρωση των εξαντλημένων αποθεμάτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δωρίστηκαν για την υποστήριξη της άμυνας της Ουκρανίας κατά της ρωσικής επίθεσης. Τον Ιούνιο του 2024 η Επιτροπή εκτίμησε ότι απαιτούνται πρόσθετες αμυντικές επενδύσεις ύψους περίπου 500 δισ. ευρώ κατά την επόμενη δεκαετία».
Στο πλαίσιο αυτό:
Εναν μήνα μετά την έκθεση Ντράγκι ακολούθησε η έκθεση Νιινίστο για την «Ενίσχυση της πολιτικής προστασίας και στρατιωτικής ετοιμότητας της Ευρώπης», ένα πραγματικό πολεμικό ντελίριο - κάλεσμα στους λαούς να προσαρμοστούν στη «νέα κανονικότητα» του ιμπεριαλιστικού πολέμου και της πολεμικής οικονομίας, αλλά και όλων των αδιεξόδων του σάπιου καπιταλιστικού συστήματος: Από τις κρίσεις έως τις πανδημίες και τις φυσικές καταστροφές.
Επιγραμματικά η έκθεση προτείνει περισσότερα όπλα, στρατιωτικοποίηση της οικονομίας, διασυνδεδεμένες Υπηρεσίες Πληροφοριών, πρόσθετες εξουσίες ασφαλείας για τις Βρυξέλλες, νόμο για την περίπτωση εξωτερικής επίθεσης, αυξημένη βοήθεια προς το Κίεβο και «οδηγίες επιβίωσης» στους πολίτες, ενώ προβλέπει πως η ΕΕ θα πρέπει να δαπανήσει περίπου το 20% του προϋπολογισμού της - που επί του παρόντος αντιστοιχεί σε 1 τρισ. ευρώ - για την Ασφάλεια και την Αμυνα.
Λίγες βδομάδες αργότερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να διατεθεί το 1/3 του τρέχοντος κοινού προϋπολογισμού της ΕΕ 2021-2027, - περίπου 392 δισ. ευρώ - για επενδύσεις σε εξοπλισμούς και στρατιωτικές υποδομές, στο πλαίσιο της πολεμικής οικονομίας και προετοιμασίας για μια ευρύτερη σύγκρουση σε ευρωπαϊκό έδαφος, ανακατευθύνοντας δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ από το λεγόμενο Ταμείο Συνοχής για στρατιωτικούς σκοπούς.
Η έκθεση Νιινίστο συζητήθηκε και στη Σύνοδο Κορυφής του περασμένου Δεκέμβρη, με την παρουσία και του Ζελένσκι, όπου αποφασίστηκε να δοθούν τουλάχιστον 30 δισ. ευρώ στήριξη στην Ουκρανία μέσα στο 2025, τα περισσότερα εκ των οποίων προορίζονται για την αγορά όπλων, αλλά και να ενισχυθούν οι ενεργειακές υποδομές όπως και οι δυνατότητες της Ουκρανίας για την παραγωγή όπλων που σύμφωνα με τον Ουκρανό Πρόεδρο θα έπρεπε να διπλασιαστούν. Ενώ στο περιθώριο της Συνόδου συζητήθηκαν και τα σχέδια για τις «εγγυήσεις ασφαλείας» στην Ουκρανία, μεταξύ άλλων και με τα όσα σήμερα βλέπουν το φως της δημοσιότητας ακόμα και για ανάπτυξη ευρωενωσιακών στρατευμάτων στο έδαφός της.
Εκτός όλων των άλλων, με τις αποφάσεις αυτές η ΕΕ επιχειρεί να «λύσει» και το ζήτημα των «εγγυημένων» παραγγελιών και της εγγυημένης κερδοφορίας για την πολεμική βιομηχανία.
Χαρακτηριστικά είναι τα όσα έλεγε πέρσι τέτοια εποχή ο Γερμανός καγκελάριος Σολτς, ότι οι παραγγελίες για τους εξοπλισμούς δεν είναι σαν να παραγγέλνεις... αμάξι. Ελεγε συγκεκριμένα: «Η ισχυρή άμυνα απαιτεί συμπαγή βιομηχανική βάση. Αυτό θα γίνει αν εμείς, οι Ευρωπαίοι, ενοποιήσουμε τις παραγγελίες μας, αν ενοποιήσουμε τα μέσα μας και δώσουμε στη βιομηχανία προοπτικές για τα επόμενα 10, 20 ή 30 χρόνια», επισημαίνοντας πως η στρατιωτική βιομηχανία έχει ανάγκη μακροπρόθεσμο σχεδιασμό για να επενδύσει σε νέες παραγωγικές δυνατότητες. «Αμα θέλω να αγοράζω ένα Γκολφ κάθε δυο ή τρία χρόνια, ξέρω πως θα υπάρχει στοκ (...) αλλά άρματα μάχης, οβιδοβόλα, ελικόπτερα και αεροπορικά ή αντιαεροπορικά συστήματα δεν τα βρίσκεις στα ράφια» και χρειάζονται εγγυημένες παραγγελίες από τα κράτη.
Αλλά και οι ίδιες οι πολεμικές βιομηχανίες - και συγκεκριμένα οι 28 μεγαλύτεροι όμιλοι - απαιτούσαν με έγγραφό τους που στάλθηκε τον περασμένο Σεπτέμβρη στα κράτη - μέλη «προβλεψιμότητα», μακροπρόθεσμες παραγγελίες και πολυετή εξοπλιστικά προγράμματα, προκειμένου να «βάλουν μπρος τις μηχανές τους» και να ανοίξουν νέες γραμμές παραγωγής. Απαιτούσαν δηλαδή εξασφαλισμένες πωλήσεις και σίγουρα κέρδη. Ελεγαν μάλιστα τότε πως όλο αυτό το φαγοπότι που στήνουν για εκείνους ΕΕ και κυβερνήσεις θα είναι απλά το «ορεκτικό», αφού το βραχυπρόθεσμο σχέδιο «θα πρέπει επίσης να χρησιμεύσει ως δοκιμαστικό για να μάθουμε γρήγορα, ώστε να ακολουθήσει ένα πιο μακροπρόθεσμο, πιο φιλόδοξο πρόγραμμα μετά το 2028»!
Οσο για τον «λογαριασμό» και ποιος θα τον πληρώσει, χαρακτηριστική είναι η έρευνα του Ινστιτούτου του Κιέλου, που δημοσιεύτηκε προ ημερών («How to Finance Europe's Military Buildup? Lessons from History»), όπου διαπιστώνεται ότι διαχρονικά για τον εξοπλισμό των κρατών πριν ριχτούν στον πόλεμο ο πιο «αποτελεσματικός τρόπος» είναι ο δανεισμός και η δημιουργία μεγάλων κρατικών χρεών, που κατόπιν πληρώνουν με φόρους και άλλα μέτρα οι λαοί. Θυσίες δηλαδή χωρίς τέλος για τους λαούς, επεμβάσεις και νέα ιμπεριαλιστικά μακελειά για να θησαυρίζουν οι επιχειρηματικοί όμιλοι...
Ανεξάρτητα εξάλλου απ' το πού ακριβώς θα καταλήξουν τα παζάρια και στη σημερινή Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, σε σχέση με το πολεμικό ταμείο και τους εξοπλισμούς, το μόνο σίγουρο είναι ότι ο λογαριασμός θα πάει στους λαούς, ενώ οι όποιες αποφάσεις θα ρίξουν κι άλλο «λάδι στη φωτιά» των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών:
Στοιχεία που όλα τους επιβεβαιώνουν πως απέναντι στον «κόσμο που φλέγεται» από τους ανταγωνισμούς, επείγει η ένταση της πάλης για απεμπλοκή από τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ. Η πάλη του λαού απέναντι σε κυβερνήσεις - ΕΕ - κεφάλαιο, η αντεπίθεση για να ξεριζωθεί το σύστημα της εκμετάλλευσης που τραβάει τους λαούς στην άβυσσο των νέων πολέμων.