«Σαν ένας μαθητής που θέλει να γράψει το ίδιο απλά και αυθόρμητα, όσο και οι λαϊκοί μας συνθέτες»
Ο Μίκης Θεοδωράκης μπροστά στο πιάνο του σπιτιού του στη Νέα Σμύρνη, καθώς συνθέτει το λαϊκό ορατόριο «Το άξιον εστί» |
Τα τεκμήρια για μια εποχή η οποία προσπάθησε, έστω μέσα από κοινοβουλευτικές ψευδαισθήσεις, να ανακτήσει το έδαφος που είχε χάσει ο ένοπλος λαός, πρέπει να τα μελετάμε προσεκτικά. Και αυτό το πρέπει είναι το πάμφωτο δέον, δεν είναι προσταγή, είναι ευθύνη απέναντι στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον του αγωνιστικού ήθους.
Ενα τέτοιο τεκμήριο, πολύτιμο για να κατανοήσουμε τη δεκαετία του '60 - της οποίας το αίτημα παρέμεινε μετέωρο, ανάπηρο και εν τέλει ενταφιασμένο - αποτελούν τα κείμενα τα οποία έχουν τυπωθεί στο δεξιό μέρος του εσωτερικού του διπλού δίσκου βινύλιου του λαϊκού ορατόριου «Το άξιον εστί». Δεν διαβάζονται ως βιογραφικά των βασικών συντελεστών, αν και υποστηρίζονται από φωτογραφίες του Μίκη Θεοδωράκη, του Οδυσσέα Ελύτη και του Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Το πρώτο έχει την υπογραφή του συνθέτη, χωρίς όμως βιογραφικά στοιχεία, το δεύτερο δεν έχει ούτε μία ελάχιστη αναφορά στην εργοβιογραφία του ποιητή, ενώ το τρίτο είναι μία επί τροχάδην προσφορά του δημιουργού - τραγουδιστή αναφορικά με την πρωτότυπη και ερμηνευτική παρουσία του - ανυπόγραφα τα δύο τελευταία.
Δεν γνωρίζουμε για ποιαν αιτία ο συνδημιουργός, ο οποίος βάζει τον κρίσιμο λόγο, «αποσύρεται» από το προσκήνιο και δεν συστήνεται στον ακροατή. Πάντως έχουμε την αίσθηση ότι το ύφος της υποστηρικτικής παρουσίασής του παραπέμπει στον τρόπο γραφής του Μίκη Θεοδωράκη, γι' αυτό παρατηρούμε την εμμονή του γράφοντα να αποδείξει πως ο συνθέτης «έδεσε» με τον ποιητή.
Η αριστερή και η δεξιά σελίδα του εσωτερικού του πρώτου διπλού δίσκου βινυλίου |
«Με την ολοκλήρωση της σύνθεσης και της εκτέλεσης του ''ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ'' του Οδυσσέα Ελύτη αισθάνομαι ότι έφτασα σ' ένα τέρμα και συγχρόνως είναι (πρέπει να είναι) και μια αρχή».
Θεωρεί ότι συνεχίζει τη στροφή του προς τη λαϊκή μουσική, που η ιδρυτική σύνθεσή της πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1959, με τη μελοποίηση του «Επιτάφιου» του Γιάννη Ρίτσου. Ανακεφαλαιώνει, πέντε χρόνια μετά, πώς αντιλαμβάνεται το γεγονός ότι έχει αφήσει πίσω του τα ωδεία της Δύσης:
«Ελεγα τότε πως μπαίνω μέσα στον στίβο του λαϊκού μας τραγουδιού σαν ένας μαθητής που φιλοδοξεί να γράψει το ίδιο απλά και αυθόρμητα όσο και οι λαϊκοί μας συνθέτες. Δεν ήταν σχήμα λόγου αυτό, αλλά μια αληθινή πράξη ζωής. Ομως για ποιο λόγο; Γιατί είχα πια σιγουρευτεί πως ο δρόμος της Δυτικής Τέχνης, που μάθαμε στα ωδεία, ήταν κλειστός, δίχως διέξοδο».
Στην επόμενη παράγραφο γίνεται ακόμα πιο σκληρός, απόλυτος και απορριπτικός:
Η αριστερή και η δεξιά σελίδα του εσωτερικού του πρώτου διπλού δίσκου βινυλίου |
Αποφαίνεται ωστόσο, έξι δεκαετίες πριν (και δεν ξέρουμε αν μπορούμε σήμερα να υποστηρίξουμε την κρίση που διατυπώνει για το λαϊκό τραγούδι μας):
«Κι όμως, εδώ στην πατρίδα μας, η μουσική ήταν ακόμα ζωντανή. Βέβαια το λαϊκό μας τραγούδι δεν είχε το μεγαλείο των ηχητικών αρχιτεκτονημάτων της δυτικής μουσικής. Η ουσία όμως είναι πως τα κλασικά λαϊκά μας τραγούδια είναι ολοκληρωμένα έργα που προσφέρουν ολοκληρωμένη αισθητική απόλαυση, και επιπλέον συνδέονται άμεσα, ενεργητικά (και όχι μόνο μουσειακά) με τον λαό και στην εποχή μας, όπως άλλωστε συμβαίνει στις κλασικές περιόδους της Τέχνης».
Αυτή η μαθητεία του στο λαϊκό τραγούδι δεν ήταν μονοδιάστατη ως προς τη στόχευσή της:
«Είχε φυσικά πολλές πλευρές, πολλές αιχμές, πολλούς στόχους: Αισθητικούς, διαπαιδαγωγητικούς και κοινωνικούς. "Το ελαφρό τραγούδι, έγραψα κάποτε, μας κάνει να ξεχνάμε. Το λαϊκό μάς κάνει να θυμόμαστε". Αυτήν ακριβώς "τη μνήμη του λαού μου", όπως λέει και ο Ελύτης, ήθελα κυρίως να αφυπνίσω και να οξύνω.
Η ταυτότητα των τεσσάρων πλευρών της πρώτης ηχογραφημένης έκδοσης |
Το ευτύχημα για μένα, που το έργο μου αγαπήθηκε και μισήθηκε (και χτυπήθηκε) από εκείνους που θα έπρεπε να μισηθεί. Γεγονός που με βοήθησε αποφασιστικά να ακολουθήσω τον δρόμο που πίστευα και πιστεύω πως είναι σωστός. Κι αυτός ο δρόμος, ως προς την κατεύθυνση της αισθητικής, ονομάζεται σήμερα για μένα ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ».
Ωστόσο, προσπαθεί να παρουσιάσει τα στάδια - συνθέσεις από τα οποία πέρασε ωσότου καταλήξει στο «Αξιον εστί». Τα αναφέρει: «Επιτάφιος», «Αρχιπέλαγος», «Πολιτεία», «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού».
«Ηταν μια μεγάλη εύνοια της θεάς τύχης να βρεθώ μπροστά σ' αυτό ακριβώς το ποιητικό έργο, που όλες οι διανοητικές, αισθητικές, συναισθηματικές και ιδεολογικές μου προσμονές και απαιτήσεις είχαν στραμμένες τις κεραίες τους προς την κατεύθυνσή του. Αναδιφούσα τα νεοελληνικά ποιητικά έργα, το ένα μετά το άλλο. Προσκαλούσα τους φίλους μου ποιητές να προβληματιστούν, δίχως δυστυχώς να μπορώ να τους εξηγήσω "λογικά" τι ακριβώς ζητούσα. Βρισκόμουν τυλιγμένος σε ένα γόνιμο χάος».
Θυμίζει πώς έφτασε το αντίτυπο του ποιητικού έργου στα χέρια του, όταν βρισκόταν στο Παρίσι, και πώς μέσα στο ίδιο βράδυ σχεδίασε τα δύο πρώτα μέρη! Φαίνεται ότι οι νότες των πρώτων συνθετικών προσπαθειών δεν πρέπει να βρίσκονταν και πολύ μακριά από το τελικό αποτέλεσμα:
Η ταυτότητα των τεσσάρων πλευρών της πρώτης ηχογραφημένης έκδοσης |
«Εδώ, στην έντεχνη επεξεργασία, προχώρησα με πρόθεση εντελώς αφαιρετική. Με τη συνείδηση θα 'λεγα του αγιογράφου, που μισεί τη σάρκα, θέλοντας να ταυτίσει τη μορφή με την ψυχή.
Στον διάβολο, είπα, και τα εγκεφαλικά κοντραμπούντα και οι πολύπλοκες αρμονικές, ρυθμικές και ενορχηστρωτικές σχέσεις. Ας βγει η ψυχή της μουσικής μας ακέραιη, ντυμένη με πάχνος και δροσοσταλίδες. Χορεύοντας με το ρωμαϊκό νταούλι. Ας αφήσουμε τις επιδείξεις για τους λαούς που έχασαν την ψυχή τους, κι ας τραγουδήσουμε απλά τους καημούς και τις ελπίδες της ρωμιοσύνης».
ΥΓ. Προβάλλεται σε πρώτη επίσημη προβολή το ντοκιμαντέρ «Γιάννης Θεοδωράκης. Ναι... μπορούμε και πάλι να ελπίζουμε»,των Αντώνη και Στέλιου Διαμαντή. Θα χαιρετίσει ο βουλευτής Ηρακλείου Κρήτης Μανώλης Συντυχάκης και θα εμφανιστεί μουσικό συγκρότημα, με τραγούδια σε στίχους του δημοσιογράφου και ποιητή. Η βραδιά θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 12 Μάρτη, στις 7.30 μ.μ. στον κινηματογράφο «Studio» (Σταυροπούλου 33 και Σπάρτης, τηλ. 2108640054).
Η ταυτότητα των τεσσάρων πλευρών της πρώτης ηχογραφημένης έκδοσης |
Η ταυτότητα των τεσσάρων πλευρών της πρώτης ηχογραφημένης έκδοσης |
Η πρόσκληση για την επίσημη προβολή του ντοκιμαντέρ των Αντώνη και Στέλιου Διαμαντή «Γιάννης Θεοδωράκης. Ναι... μπορούμε και πάλι να ελπίζουμε» |