2025 The Associated Press. All |
Ενδεικτικά, σε ενότητα για τη γεωπολιτική, την ασφάλεια στη θάλασσα και την παγκόσμια ναυτιλία, ο Akio Takahara, καθηγητής στο Woman's Christian University στο Τόκιο, τόνισε ότι ζούμε «σε εποχή συνδυασμένων κρίσεων» (οικονομικής, κλιματικής κ.λπ.) αλλά η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η άνοδος της Κίνας, που στόχο της είναι να γίνει παγκόσμια υπερδύναμη. Θέμα που πρέπει να μελετηθεί είναι η σχέση της με τη Ρωσία, είπε, προσθέτοντας ότι χρειάζεται τη Μόσχα για να υπερκεράσει τις ΗΠΑ. Σε αντίβαρο, κάλεσε τις άλλες χώρες - μεσαίες δυνάμεις - να συλλογιστούν τι σημαίνει για τα συμφέροντά τους το αφήγημα της Κίνας.
Ο Αθ. Πλατιάς, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, συμφώνησε, προσθέτοντας Ιράν και Βόρεια Κορέα σε αυτό που παρουσίασε ως έναν ευρασιατικό άξονα ο οποίος αντιπαρατίθεται στον ευρωατλαντικό, σε έναν «νέο ψυχρό πόλεμο», με τον ανταγωνισμό τους να απλώνεται στις θαλάσσιες ζώνες γύρω από την Ευρασία, από την Αρκτική μέχρι τη Νότια Κινεζική Θάλασσα, όπου διεξάγεται το 1/3 του παγκόσμιου εμπορίου όπως τόνισε, για να υπογραμμίσει ότι οι Ευρωατλαντικοί δεν θα επιτρέψουν ποτέ να το ελέγξει η Κίνα. Στο ενδιάμεσο διέκρινε προσπάθειες συμβιβασμού, όπως μεταξύ ΗΠΑ - Ρωσίας π.χ. στο Ουκρανικό.
Μία μέρα πριν, σε ενότητα με θέμα το αν όντως είμαστε στον «αιώνα της Κίνας», ο Cheng Li, στέλεχος του Centre on Governance of China and the World (CGCW) του Πανεπιστημίου του Χονγκ Κονγκ, μίλησε για εκ νέου ανάδυση της Κίνας στο προσκήνιο, μέσα σε αλλαγές στο γεωπολιτικό τοπίο, που δεν είναι πάντα εύκολες. «Η κινεζική ηγεσία αισθάνεται ότι ο χρόνος είναι με το μέρος της», πρόσθεσε, αναφερόμενος στον οικονομικό και εμπορικό «πόλεμο» που ξέσπασε με τις ΗΠΑ, και τόνισε ότι είναι κομμάτι ευρύτερης αντιπαράθεσης, όπου το Πεκίνο προσέρχεται «με ανθεκτικότητα και πολιτική σταθερότητα», ενώ ταυτόχρονα στηρίζεται σε μια «διευρυμένη μεσαία τάξη», με αύξηση στις ιδιωτικές καταθέσεις, ακόμα και σε απομακρυσμένες περιοχές. Τέλος, αναγνώρισε μεν την οικονομική πρωτοκαθεδρία της Κίνας, αλλά επέμεινε ότι υστερεί ακόμα με όρους «μαλακής ισχύος» (διπλωματικοί, πολιτιστικοί δεσμοί κ.ο.κ.) και ότι θα ήταν πιο δόκιμο να μιλήσουμε για ανάδειξη συνολικά του ρόλου της Ασίας στο κομμάτι της Απω Ανατολής, όπου - όπως είπε - η «μεσαία τάξη» μεγάλωσε 20 φορές τα τελευταία 10 χρόνια.
Ο Henry Huiyao Wang, επικεφαλής του Center for China and Globalization (CCG), πρώην σύμβουλος στο Κρατικό Συμβούλιο της Κίνας, είπε ότι η αντιπαράθεση που ξέσπασε με τις ΗΠΑ είναι «αντιπαραγωγική», καθώς οι αμερικανικές εξαγωγές στην Κίνα είναι περισσότερες από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Θύμισε βέβαια με νόημα ότι η Κίνα έχει ταυτόχρονα στα χέρια της το μεγαλύτερο μέρος του χρέους των ΗΠΑ. Σε αυτό το φόντο, κάλεσε σε «διάλογο», προβλέποντας ότι στο τέλος θα επικρατήσουν «λογικές προσεγγίσεις». Σε κάθε περίπτωση, έβαλε στα υπέρ της Κίνας για την πρωτοκαθεδρία την «πολιτική σταθερότητα», την προσέλκυση επενδύσεων από μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους και την ύπαρξη μιας «εύρωστης μεσαίας τάξης», που στηρίζει την εσωτερική ζήτηση και παραγωγή.
Ο Rob De Wijk, αναλυτής από την Ολλανδία, επέμεινε πως ό,τι σχέδιο κάνει ο Τραμπ, από τη Φινλανδία μέχρι τον Παναμά, έχει στο μυαλό του την Κίνα, καθώς το Πεκίνο ηγείται πλέον στους περισσότερους τομείς σύγχρονων τεχνολογιών. Το αν θα γίνει τελικά η Νο 1 δύναμη στον κόσμο εκτίμησε ότι θα εξαρτηθεί από τον τρόπο που θα την αντιμετωπίσει ο Τραμπ. Εβαλε επίσης θέμα ότι καθώς η «ενδοδυτική εμπιστοσύνη» διαρρήχθηκε, αυτό αλλάζει τη «γεωστρατηγική σύνθεση του κόσμου» (τις κολεγιές βασικά), με μεγάλους κινδύνους για τη θέση των ΗΠΑ όπως είπε. Αλλωστε, κάλεσε σε «διάλογο» Ευρώπης - Κίνας πάνω σε «κοινά συμφέροντα».
Σε παρεμφερή ενότητα, για το αν βρισκόμαστε σε έναν «δεύτερο ψυχρό πόλεμο», μεταξύ Κίνας - ΗΠΑ, ο Da Wei, στέλεχος του Πανεπιστημίου Tsinghua στην Κίνα, είπε ότι Πεκίνο και Ευρωπαίοι προσπαθούν να βρουν τρόπους «να αποφύγουν την καταστροφή που προκαλεί η πολιτική Τραμπ». Επί του πεδίου απέκλεισε μια «κλασική» πολεμική αντιπαράθεση, αλλά όχι και το ενδεχόμενο επιμέρους επεισοδίων.
Η Joan Kaufman, στέλεχος για ακαδημαϊκά προγράμματα υπότροφων στις ΗΠΑ, τόνισε ότι η Αμερική χάνει τον «πόλεμο» με την Κίνα για την προσέλκυση ταλέντων και την παραγωγή ακαδημαϊκού προσωπικού. «Κάθε χρόνο βγάζουν πολύ περισσότερους επιστήμονες, ενώ οι περικοπές στην Εκπαίδευση θα δυσκολέψουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση, με αποτέλεσμα να χάνουμε τη μάχη της καινοτομίας και της τεχνολογικής υπεροχής», υπογράμμισε. Εθεσε δε ζήτημα ότι δεν γίνονται ανταλλαγές φοιτητών μεταξύ των δύο χωρών, με αποτέλεσμα να χάνονται ευκαιρίες για παραγωγή στις ΗΠΑ «ειδικών» πάνω σε ζητήματα της Κίνας.
Η Mabel Lu Miao, στέλεχος στο κινεζικό «Κέντρο για την Κίνα και την Παγκοσμιοποίηση», έθεσε το ζήτημα ότι οι ΗΠΑ εδώ και χρόνια παρεμβαίνουν σε θέματα όπως της Νότιας Θάλασσας και της Ταϊβάν, παραγνωρίζοντας νόμιμα δικαιώματα της Κίνας, αλλά πλέον απομονώθηκαν μόνες τους από τον υπόλοιπο κόσμο, αλλάζοντας την παγκόσμια εικόνα, με την Κίνα να στέκεται στη «σωστή πλευρά της Ιστορίας», υπερασπιζόμενη την «πολυμέρεια» και το ελεύθερο εμπόριο.
Ο Ahmed Aboudouh, επικεφαλής Κινεζικών Σπουδών στο Emirates Policy Center στη Βρετανία, είπε ότι βρισκόμαστε σε μια μεταβατική φάση, πολύ πιο σύνθετη από τον ψυχρό πόλεμο που γνωρίσαμε προηγουμένως. Βάζοντας μια σειρά παραμέτρους, απέφυγε να χρίσει την Κίνα «νικήτρια», «τουλάχιστον όχι ακόμα».
Χτες, σε ενότητα για τη Διασύνδεση Μεσογείου - Κόλπου, ο Ισραηλινός υποστράτηγος ε.α. Tamir Hayman, εκτελεστικός διευθυντής στο Ινστιτούτο Μελετών Εθνικής Ασφάλειας του Ισραήλ, είπε ότι «η διασυνδεσιμότητα χρειάζεται ασφάλεια» και το Ισραήλ έχει τη δυνατότητα να εγγυηθεί την ασφάλεια και σταθερότητα της περιοχής, εξ ου και «πρέπει να διασυνδεθεί» με τον Διάδρομο Ινδίας - Μέσης Ανατολής - Ευρώπης (IMEC). Χαιρέτισε το γεγονός ότι η Συρία αφαιρέθηκε από κόμβος σύνδεσης του Ιράν με τη Χεζμπολάχ, αλλά έβαλε στο στόχαστρο τους Χούθι και τη δράση τους στην Ερυθρά, όπου - θυμίζουμε - έχει αποσταλεί και ελληνική φρεγάτα.
Η Ebtesam Al-Ketbi, πρόεδρος του Κέντρου Πολιτικής των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, είπε ότι η διασύνδεση των δύο περιοχών δεν είναι απλά ένα «όραμα λοτζίστικς», αλλά χρειάζεται σταθερότητα για να προχωρήσει. Αναφέρθηκε κι αυτή σε αδύναμα σημεία στον χάρτη των σχεδιασμών τους, όπως η Συρία, τονίζοντας ότι εκεί δρουν χιλιάδες ξένοι μαχητές, ανεξέλεγκτοι ακόμα και από το νέο καθεστώς στη Δαμασκό, που το χαρακτήρισε αδύναμο και διεφθαρμένο.
Ο Mohammed Baharoon, γενικός διευθυντής του Κέντρου Ερευνών Δημόσιας Πολιτικής του Ντουμπάι, είπε ότι η διασύνδεση αυτή δεν θα βοηθήσει μόνο στις σχέσεις των αραβικών χωρών με το Ισραήλ αλλά και σε αυτές των δύο προορισμών του Διαδρόμου, με τη διακίνηση εμπορευμάτων, χρημάτων και ανθρώπινου δυναμικού, αλλά και τη διακίνηση γνώσεων, εφαρμογών υψηλής τεχνολογίας κ.λπ. Μιλώντας κι αυτός για τη Συρία, τη χαρακτήρισε κρίσιμη για τη σταθερότητα ολόκληρης της περιοχής, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τα μέτρα που θα πάρουν.
Παραπέρα, σε ενότητα για τη λεγόμενη «γεωοικονομική» στον Ινδο-Ειρηνικό και τις «επιπτώσεις για την ευρωαλαντική ασφάλεια», ο Akio Takahara κατηγόρησε την Κίνα ότι ασκεί στρατιωτική πίεση στην Ταϊβάν, με κινδύνους για το παγκόσμιο εμπόριο και τη ναυτιλία, για «τσουνάμι» σε ολόκληρη την οικονομία του πλανήτη, όπως είπε.
Ο Simon Tay, πρέσβης της Σιγκαπούρης στην Ελλάδα, μίλησε επίσης για την Κίνα, καλώντας «να μην είμαστε αφελείς» ως προς τις προθέσεις της και να παρθούν μέτρα διασφάλισης του στάτους κβο στην περιοχή. Για τους δασμούς Τραμπ και τις συνέπειές τους, τόνισε ότι «δεν υπάρχει υποκατάστατο των ΗΠΑ (από πλευράς αγοράς, δυνατοτήτων κ.λπ.)», αλλά «αν δεν θέλουν να παίξουν μαζί μας, τότε πρέπει να πάμε σε ένα πλάνο Β», με τόνωση των δεσμών και σχέσεων μεταξύ των άλλων ευρωατλαντικών κέντρων.
Τέλος, σε ενότητα για τη σημασία της Μαύρης Θάλασσας ο Τακάν Ιλντέμ, πρόεδρος του τουρκικού Κέντρου Οικονομικών Μελετών και Μελετών Εξωτερικής Πολιτικής, τόνισε ότι συνδέει όλες τις περιοχές, από την Κασπία μέχρι τα Βαλκάνια, εξ ου και είναι αναγκαίο να «επιλυθούν» οι συγκρούσεις όπως είπε, ενώ εστιάζοντας στον ρόλο της Αγκυρας την παρουσίασε ως θεματοφύλακα της Συνθήκης του Μοντρέ. Αναφέρθηκε κι αυτός στο σχέδιο για τον Διάδρομο Ινδίας - Ευρώπης, όπως και σε άλλα σχέδια, ωστόσο αντέτεινε ότι χρειάζονται όλα αυτά να αλληλοσυμπληρώνονται και να διασυνδέονται, πλασάροντας την αξία του Μεσαίου Διαδρόμου (συνδέει Κίνα με Ευρώπη μέσω Κασπίας) που προμοτάρει η τουρκική αστική τάξη.
Πώς στέκεται το ελληνικό κεφάλαιο απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις; Σε ενότητα για τις «προκλήσεις της ελληνικής ναυτιλίας στην τρέχουσα γεωπολιτική διαταραχή», ο εφοπλιστής Πάνος Λασκαρίδης αναφέρθηκε στους δασμούς λέγοντας ότι θα υπάρξουν μεν κάποιες αναταράξεις στη ναυτιλία, αλλά «όχι θεμελιώδους μορφής, μόνο μεμονωμένες, σε μεμονωμένους τύπους πλοίων και μεμονωμένους τύπους εμπορευμάτων» όπως τόνισε, σε ορισμένες εμπορικές διαδρομές. Δεν θα υπάρξει μεγάλη ύφεση ή πτώση στη ναυτιλία, εκτίμησε, προσθέτοντας ότι πιο πολύ ανησυχούν για το ενδεχόμενο τελών που εξήγγειλε ο Τραμπ για τη ναυτιλία.
Προέβλεψε ότι από αυτό το βάρος ίσως γίνει ένα ξεκαθάρισμα, με κάποιες μικρές εταιρείες να «αποσύρονται», αλλά τις μεγάλες να επιβιώνουν και να πηγαίνουν ακόμα και καλύτερα, μεταφέροντας άλλωστε τα τέλη αυτά στους χρονοναυλωτές των πλοίων όπως είπε.
Εκτίμησε δε ότι η ΕΕ δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί όλα αυτά τα χρόνια ως γεωπολιτικό της όπλο τον τεράστιο στόλο της, αφήνοντας τελικά στους Ασιάτες να έχουν στα χέρια τους την παραγωγή, το εμπόριο και τη μεταφορά, και στηλίτευσε την «πανίσχυρη ευρωπαϊκή γραφειοκρατία». Παραπέρα, έβαλε θέμα να πάει πιο πίσω η αλλαγή καυσίμου στα πλοία, ενώ εκφράζοντας και ενδοαστικές αντιθέσεις είπε ότι «κάποιοι πιέζουν για ίδιον συμφέρον για την απανθρακοποίηση» του κλάδου. Επέμεινε ότι μεγάλο στοίχημα παραμένει η «ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής ναυτιλίας», παρουσιάζοντας ως πρόβλημα το γεγονός ότι μόνο ένα στα τρία πλοία που χτίζονται σήμερα παγκοσμίως εντάσσονται στην ευρωπαϊκή ναυτιλία, και ζητώντας ξανά «κίνητρα» και ενισχύσεις αντίστοιχες με όσες δίνονται στους εφοπλιστές άλλων κέντρων.
Οσο για το εσωτερικό, ζήτησε «το ελληνικό κράτος» να ξεφύγει από την «αδράνεια» και τη «γραφειοκρατία», αν και αναγνώρισε στις ελληνικές κυβερνήσεις ότι «τα προβλήματα της ελληνικής ναυτιλίας δεν είναι αμιγώς ελληνικά». Εξ ου και σε άλλο σημείο των τοποθετήσεών του είπε ότι η ελληνική ναυτιλία είναι «50 φορές πάνω» σε ισχύ διεθνώς από ό,τι η χώρα έναντι άλλων χωρών με όρους ΑΕΠ...
Στο ίδιο μοτίβο ο Σίμος Παληός, πρόεδρος του ΔΣ της «Diana Shipping Inc», εκτίμησε ότι η ελληνική ναυτιλία θα ανεβάσει σύντομα το μερίδιό της στον παγκόσμιο στόλο, από 21% που είναι σήμερα σε 25%, καθώς όπως είπε «κάθε τέσσερις μέρες ένα ελληνικό πλοίο ναυπηγείται στην Κίνα, κάθε έξι μέρες ένα στην Νότια Κορέα και κάθε επτά μέρες ένα στην Ιαπωνία».
Σε ό,τι αφορά τους δασμούς Τραμπ, ο Παληός σημείωσε ότι για να εκτιμήσουμε τις επιπτώσεις «πρέπει πρώτα να δούμε πού θα κάτσει η μπίλια» και «να σταθεροποιηθούν οι πιέσεις και οι θερμοκρασίες». Για την πτώση των αμερικανικών χρηματιστηρίων ανέφερε ότι δεν επηρεάζουν άμεσα την εταιρεία του, και επανέλαβε την πεποίθηση ότι η παρουσία στο χρηματιστήριο λειτουργεί θετικά για τις ναυτιλιακές εταιρείες.
Τέλος ο Αγγ. Καρακώστας, αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, είπε ότι «τα εξαιρετικά οικονομικά αποτελέσματα του 2024, με ρεκόρ επιδόσεων για άλλη μια χρονιά και κορυφαίες παγκόσμιες κατατάξεις, δείχνουν τη μεγάλη δυναμική του λιμένα εν μέσω σημαντικών προκλήσεων». Εβαλε δε στόχο τους τη συνέχιση «επενδύσεων» όπως η Νότια Επέκταση του Επιβατικού Λιμένα, δηλαδή η επέκταση της κρουαζιέρας, η περαιτέρω ενίσχυση του σταθμού αυτοκινήτων, η βυθοκόρηση του κεντρικού λιμένα κ.λπ.
Ούτε ευρώ σε μισθούς και συντάξεις, συνέχιση των πλειστηριασμών και ...αβεβαιότητες που ζορίζουν
Associated Press |
Οπως μάλιστα χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Εκθεση, «η σταδιακή μείωση της στήριξης από το Ταμείο Ανάκαμψης και οι εναπομένουσες διαρθρωτικές αδυναμίες καθιστούν επιτακτική τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής προσοχής, ώστε να διασφαλιστούν η βιωσιμότητα της ανάπτυξης και η μακροπρόθεσμη σταθερότητα της χώρας».
Το ΔΝΤ προβλέπει ότι η πραγματική αύξηση του ΑΕΠ θα παραμείνει σχετικά υψηλή, στο 2,1% για το 2025, με βασικό μοχλό τις επενδύσεις, οι οποίες ενισχύονται σημαντικά από τα έργα που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Για τον πληθωρισμό, το ΔΝΤ εκτιμά ότι με τη σταθεροποίηση των παγκόσμιων τιμών Ενέργειας ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή αναμένεται να συνεχίσει την πτωτική του πορεία, ωστόσο ο δομικός πληθωρισμός (που εξαιρεί Ενέργεια και τρόφιμα) θα παραμείνει στα ύψη.
Βέβαια, το ΔΝΤ εκφράζει και τα ...ζόρια που έχουν από τις διεθνείς εξελίξεις και αξιολογεί τους κινδύνους για τις προοπτικές ανάπτυξης ως «ισορροπημένους» και εξωγενείς, ξεχωρίζοντας κυρίως την οικονομική επιβράδυνση της ανάπτυξης στις μεγάλες χώρες της Ευρωζώνης, την επιδείνωση περιφερειακών συγκρούσεων και την παγκόσμια πολιτική αβεβαιότητα. Και, απέναντι σε αυτά, ζητά από την κυβέρνηση να συνεχίσει την αντιλαϊκή πολιτική.
Συγκεκριμένα, τα προβλήματα που ξεχωρίζει το ΔΝΤ είναι: Η οικονομική επιβράδυνση της ανάπτυξης στις μεγάλες χώρες της Ευρωζώνης, η επιδείνωση των περιφερειακών συγκρούσεων και η παγκόσμια πολιτική αβεβαιότητα. Στο πλαίσιο αυτό, καλεί την κυβέρνηση να προχωρήσει με «φιλόδοξες» διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ώστε «να βελτιώσει περαιτέρω τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας», τις «προοπτικές» της κερδοφορίας του κεφαλαίου δηλαδή. Επιπλέον, προειδοποιεί για τον πληθωρισμό, «κυρίως λόγω μιας ισχυρότερης ή πιο επίμονης αύξησης μισθών που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει περαιτέρω τον πληθωρισμό υπηρεσιών, ενδεχομένως επιδεινούμενη από διακυμάνσεις στις τιμές Ενέργειας».
Το ΔΝΤ, με δεδομένο ότι ολοκληρώνεται η χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης, αναφέρει πως πρέπει να διατηρηθεί «η διασφάλιση της δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας». Οπερ σημαίνει πως η πολιτική των «ματωμένων» πλεονασμάτων όχι μόνο θα συνεχιστεί, αλλά αποτελεί βασική προϋπόθεση για την καπιταλιστική ανάπτυξη.
Αλλωστε, πολύ συγκεκριμένα, το ΔΝΤ στην έκθεσή του επαινεί την ισχυρή πρόοδο στη δημοσιονομική εξυγίανση, χάρη στα έσοδα και τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις κατά της φοροδιαφυγής, ενώ συστήνει «τη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων άνω του 2% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα για περαιτέρω ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους». Και ταυτόχρονα ζητά τη συγκράτηση των δαπανών, ειδικά σε συντάξεις και μισθούς του δημόσιου τομέα.
Ιδιαίτερα θετική είναι η αξιολόγηση του ΔΝΤ για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, μιας και η μείωση του δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει υποχωρήσει στο 3%. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως ήδη μεγάλη μάζα λαϊκών κατοικιών έχουν βγει στο «σφυρί» και έχουν αλλάξει ιδιοκτήτη, αλλά και πως μεγάλο μέρος χρεωμένων νοικοκυριών έχει προχωρήσει σε ρυθμίσεις προς τις τράπεζες παραμένοντας ουσιαστικά όμηροι των χρεών τους και υπό την απειλή του πλειστηριασμού και της έξωσης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσω του προγράμματος «Ηρακλής», ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε από το 40% το 2019 στο 3% το 2024. Ωστόσο, η μείωση αυτή εμφανίζεται λόγω της μεταφοράς των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τον ισολογισμό των τραπεζών στους διαχειριστές «κόκκινων», που είναι υπεύθυνοι για την ανάκτηση των πρώην μη εξυπηρετούμενων δανείων. Το χρέος λοιπόν στα χέρια των διαχειριστών ανήλθε σε περίπου 70 δισ. ευρώ στο τέλος του 2024, αντιστοιχώντας στο 30% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι το πρόβλημα εξακολουθεί να υφίσταται και γι' αυτό οι εκβιασμοί προς τα χρεωμένα λαϊκά νοικοκυριά έχουν ενταθεί και θα ενταθούν ακόμα περισσότερο.
Σημειώνεται ότι το νέο πλαίσιο αφερεγγυότητας, το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή στα τέλη του 2021, αναδιοργάνωσε όλες τις υπάρχουσες διαδικασίες υπό ένα ενιαίο κείμενο και περιλαμβάνει, εκτός από τις αλλαγές στην εξωδικαστική διαδικασία, μια διαδικασία προηγούμενου σταδίου για αποκατάσταση επιχειρήσεων, εκκαθάριση και διαδικασία πτώχευσης για έμπορους και μη εμπόρους. Ωστόσο, η πρόοδος στην εφαρμογή του πλαισίου εμποδίζεται από τις χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες. Και γι' αυτόν τον λόγο θα υπάρξουν νομοθετικές παρεμβάσεις από την κυβέρνηση όπως ζητά και το ΔΝΤ.
Οπως αναφέρεται στην Εκθεση: «Η αποδοτικότητα της Δικαιοσύνης επηρεάζει την οικονομική απόδοση. Η παραγωγικότητα μπορεί να ωφεληθεί από την αποδοτικότητα της Δικαιοσύνης. Η πιστωτική επέκταση συνδέεται με την αποδοτικότητα του Δικαστικού Συστήματος μέσω της επίδρασής του στην πρόσβαση σε χρηματοδότηση για επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Αυτοί οι δίαυλοι είναι σημαντικοί για την ελληνική οικονομία, η οποία χαρακτηρίζεται από μικρότερα μεγέθη επιχειρήσεων, χαμηλές ιδιωτικές επενδύσεις, χαμηλά ποσοστά εκκαθάρισης επιχειρήσεων και εν τέλει επιδείνωση της αποδοτικότερης κατανομής κεφαλαίων».
Το ΔΝΤ αναφέρει πως «οι τράπεζες διατήρησαν υψηλά κέρδη, γεγονός που, σε συνδυασμό με εκδόσεις κεφαλαιακών μέσων, ενίσχυσε την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Οι κίνδυνοι ρευστότητας και χρηματοδότησης έχουν μειωθεί σημαντικά, με τα αποθέματα ασφαλείας να βρίσκονται πολύ πάνω από τις εποπτικές απαιτήσεις και τον μέσο όρο της ΕΕ».