Επιβεβαιώνονται οι «δυσκολίες» για συμβιβασμούς μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ
2025 The Associated Press. All |
«Η Κίνα είναι και ο μεγαλύτερος οικονομικός ανταγωνιστής μας και ο μεγαλύτερος στρατιωτικός αντίπαλός μας», επεσήμανε ο Αμερικανός υπουργός Εμπορίου Σκοτ Μπέσεντ, ενώ από την πλευρά του το Πεκίνο, μέσω του εκπροσώπου του υπουργείου Εξωτερικών, επανέλαβε ότι «η Κίνα δεν θέλει να πολεμήσει, αλλά ούτε φοβάται να πολεμήσει».
Σε αυτό το πλαίσιο, Ουάσιγκτον και Πεκίνο, πέρα από το «πινγκ πονγκ» επιβολής νέων δυσθεώρητων δασμών, εντείνουν στοχευμένες κινήσεις επιδιώκοντας να μεγαλώσουν δυσκολίες ή να αφαιρέσουν πλεονεκτήματα της άλλης πλευράς.
Ενδεικτικά είναι σε αυτό το πλαίσιο δημοσιεύματα όπως αυτό του «Bloomberg» για την πίεση που ασκεί η Ουάσιγκτον σε δεκάδες χώρες με τις οποίες διαπραγματεύεται γύρω από νέους όρους διμερών εμπορικών συνεργασιών: Τους ζητάει να μεγαλώσουν τα εμπόδια απέναντι σε κινεζικές εταιρείες και εισαγωγές, επιβάλλοντας και δικούς τους «δευτερογενείς δασμούς» εναντίον του Πεκίνου και «συμμάχων» του, προκειμένου να εξασφαλίσουν εξαιρέσεις ή μειώσεις από τους μεγάλους δασμούς που επέβαλε και στη συνέχεια «πάγωσε» προσωρινά (για 90 μέρες) η κυβέρνηση Τραμπ.
Και όπως δήλωσε ο Αμερικανός Πρόεδρος μιλώντας στο «Fox News», «ναι, μπορεί να πρέπει να διαλέξουν ανάμεσα στις αμερικανικές επενδύσεις και στο κινεζικό επενδυτικό σχέδιο "Belt and Road"». Επίσης, οι ΗΠΑ φέρονται να πιέζουν «εταίρους» τους και να πάψουν να «απορροφούν πλεονάζοντα αγαθά» από την Κίνα.
Οι πιέσεις της Ουάσιγκτον για μια τέτοια συστράτευση απέναντι στο Πεκίνο προσθέτουν εμπόδια στην έτσι κι αλλιώς δύσκολη αναζήτηση συμβιβασμών με «συμμάχους» της στην Ευρώπη και την Ασία οι οποίοι, εκτός των άλλων αντιθέσεων με τις ΗΠΑ, διατηρούν ισχυρά συμφέροντα από τις μπίζνες των μονοπωλίων τους με την Κίνα.
Σε ένα τέτοιο φόντο, δημοσιεύματα έκαναν λόγο για «ελάχιστη πρόοδο» στις διαπραγματεύσεις ΗΠΑ - ΕΕ, μετά τις επαφές που πραγματοποίησε στην Ουάσιγκτον με Αμερικανούς αξιωματούχους ο επίτροπος Εμπορίου και Ανταγωνιστικότητας της ΕΕ Μ. Σέφκοβιτς.
Επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά τα εν λόγω δημοσιεύματα, ο εκπρόσωπος της ΕΕ Ολαφ Γκιλ είπε μεν ότι αυτό που έγινε «δεν ήταν ένας διάλογος κωφών, ήταν μια πολύ επικεντρωμένη και παραγωγική συνάντηση», σπεύδοντας ωστόσο να προσθέσει ότι «όταν λέμε ότι χρειάζεται να ακούσουμε περισσότερα από τους Αμερικανούς, το εννοούμε (...) Περιμένουμε μια σαφέστερη εικόνα για τους στόχους που έχουν από αυτές τις διαπραγματεύσεις».
Ο Γκιλ ανέφερε επίσης ότι η συνάντηση «εστίασε στην εξερεύνηση τομέων και πλαισίων πιθανών συμφωνιών», ξεκαθαρίζοντας ωστόσο πως αυτή δεν ήταν «διαπραγμάτευση συγκεκριμένης συμφωνίας». Καταλήγοντας, είπε ότι «η ΕΕ αναλαμβάνει το μερίδιο που της αναλογεί. Τώρα πρέπει και οι ΗΠΑ να καθορίσουν την θέση τους. Σε κάθε διαπραγμάτευση χρειάζεται να διανυθεί πορεία διπλής κατεύθυνσης, να υπάρξει δέσμευση δύο πλευρών (...) Στην ΕΕ συνεχίζουμε τη προπαρασκευαστική εργασία για περαιτέρω αντίμετρα, στην περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ δεν καταλήξουν θετικά. Και όλα παραμένουν στο τραπέζι».
Ρεπορτάζ του ιταλικού «Agenzia Nova» τόνιζε ότι ο Σέφκοβιτς μετέφερε την κατηγορηματική αντίθεση των Βρυξελλών στην επιβολή νέων δασμών ειδικά σε τομείς όπως οι ημιαγωγοί και το Φάρμακο, που έχουν κομβική σημασία στο εμπόριο ΗΠΑ - ΕΕ.
Στις αρχές του μήνα (7/4), μιλώντας σε συνεδρίαση των υπουργών της ΕΕ για το εξωτερικό εμπόριο (πριν το 90ήμερο «πάγωμα» των αυξημένων ανταποδοτικών δασμών για δεκάδες εταίρους - αλλά όχι την Κίνα), ο Σέφκοβιτς είχε επισημάνει για τους παράγοντες που σήμερα καθορίζουν «το εμπόριο με τον πιο σημαντικό μας εταίρο, τις ΗΠΑ» ότι εξακολουθεί να «βαραίνει» σημαντικά η αυξανόμενη απειλή που συνιστούν οι κινεζικοί όμιλοι: «Αντιμετωπίζουμε παρόμοιες προκλήσεις, π.χ. την παγκόσμια πλεονασματική παραγωγή που διαμορφώνουν πρακτικές αντίθετες στην αγορά, την κούρσα για την ηγετική θέση στον τομέα των ημιαγωγών, ή τη διασφάλιση κρίσιμων ορυκτών. Αν ενωθούμε, θα μπορούσαμε να οικοδομήσουμε μια αληθινά διατλαντική αγορά, που ωφελεί και τους δύο».
Παράλληλα όμως, σημειώνοντας ότι ένας συμβιβασμός παραμένει δύσκολος και καθόλου βέβαιος, είχε τονίσει ότι τίποτα δεν μπορεί να αποκλείσει μια νέα επιδείνωση στις σχέσεις ΗΠΑ - ΕΕ: «Ας είμαστε ξεκάθαροι, ωστόσο, μια δέσμευση με τις ΗΠΑ θα χρειαστεί χρόνο και προσπάθεια. Προς το παρόν, βρισκόμαστε στα πρώτα στάδια των συζητήσεων, γιατί οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τους δασμούς όχι ως βήμα τακτικής αλλά ως διορθωτικό μέτρο».
Συμπλήρωνε δε ότι «ενώ η ΕΕ παραμένει ανοιχτή στη διαπραγμάτευση και σαφώς την προτιμά σημαντικά, δεν θα περιμένουμε για πάντα. Μέχρι να δούμε διακριτή πρόοδο, θα εργαζόμαστε με βάση τρεις άξονες: Θα υπερασπιζόμαστε τα συμφέροντά μας με αντίμετρα, θα διαφοροποιούμε το εμπόριό μας μέσα από νέες συμφωνίες και θα αποτρέπουμε επιβλαβείς εμπορικές εκτροπές».
Και ξεκαθάριζε ότι «είναι προς το συμφέρον μας να ενισχύσουμε τους εμπορικούς και επενδυτικούς μας δεσμούς με εταίρους σε όλη την υφήλιο, όπως Ινδία, Ινδονησία, Ταϊλάνδη, Φιλιππίνες, ή με την περιοχή του Κόλπου», αλλά και ότι οι Βρυξέλλες προσπαθούν να ανιχνεύσουν και «ευκαιρίες» στην κατάσταση που διαμορφώνουν οι αυξημένοι δασμοί των Αμερικανών: «Ενώ οι ΗΠΑ αποφάσισαν να αποσυρθούν από μέρη του παγκόσμιου εμπορικού συστήματος, αυτό το σύστημα παραμένει κρίσιμο για την ΕΕ και τον υπόλοιπο κόσμο. Οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν το 13% του παγκόσμιου εμπορίου αγαθών. Δική μας προτεραιότητα, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, είναι η υπεράσπιση του υπόλοιπου 87% και το να βεβαιωθούμε ότι το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα θα επικρατήσει για εμάς τους υπόλοιπους».
Περαιτέρω, αναφερόμενος στις επίσημες επαφές που είχε τέλη Μάρτη στην Κίνα, είχε εξηγήσει ότι οι επαφές του εκεί εστίασαν στην «προώθηση της συνεργασίας για την επανεξισορρόπηση της εμπορικής και επενδυτικής μας σχέσης με απτά αποτελέσματα. Καλύψαμε μακροχρόνια ζητήματα, όπως η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και οι επιδοτήσεις, τα εμπόδια στην πρόσβαση στην αγορά πολλών ευρωπαϊκών προϊόντων, την ανάγκη να "ανέβει" το "επίπεδο παιχνιδιού" για τις ευρωπαϊκές εταιρείες στην Κίνα».
Τέλος, επιβεβαιώνοντας ότι και οι Βρυξέλλες «πιέζουν» το Πεκίνο για ανταλλάγματα, είχε πει ότι συζητήθηκαν «οι κινεζικές επενδύσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα της ηλεκτροκίνησης στην ΕΕ, για να δοθεί ώθηση στην ανταγωνιστικότητα και στη δημιουργία θέσεων εργασίας στην ΕΕ, με επίκεντρο τη μεταφορά τεχνολογίας, R&D (Ερευνα και Ανάπτυξη)» κ.λπ.
Την ίδια ώρα το Πεκίνο εντείνει τις δικές του κινήσεις απέναντι στις ΗΠΑ, πέρα από την «ανταλλαγή» δασμών.
Χαρακτηριστικοί ήταν οι περιορισμοί που ανακοίνωσε το Πεκίνο ότι θέτει στην εξαγωγή 7 κρίσιμων σπάνιων γαιών, που έχουν καθοριστικό ρόλο σε πολύ σημαντικούς τομείς της βιομηχανίας και των ΗΠΑ, περιλαμβανομένης της στρατιωτικής.
Καθόλου τυχαία, το αμερικανικό Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (Center of Strategic and International Studies - CSIS) προειδοποίησε ότι οι κινεζικοί περιορισμοί μπορεί να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα στις ΗΠΑ, ακόμα και στην «άμυνά» τους, διαταράσσοντας παραγγελίες εταιρειών που φτιάχνουν υποβρύχια, πυραύλους, συστήματα ραντάρ, drones.
Αναφέρει επίσης ότι «ακόμα και πριν από τους τελευταίους περιορισμούς η βιομηχανική βάση του αμυντικού εξοπλισμού των ΗΠΑ αντιμετώπιζε προβλήματα, με περιορισμένη χωρητικότητα, και δεν είχε την ικανότητα να αυξήσει την παραγωγή για να καλύψει τις απαιτήσεις αμυντικής τεχνολογίας», προσθέτοντας πως «περαιτέρω απαγορεύσεις σε εισροές κρίσιμων ορυκτών το μόνο που θα πετύχουν θα είναι να διευρύνουν το χάσμα, επιτρέποντας στην Κίνα να ενισχύσει τις στρατιωτικές της δυνατότητες πιο γρήγορα από τις ΗΠΑ», όταν μάλιστα - όπως αναφέρεται - ήδη η Κίνα αποκτά προηγμένα οπλικά συστήματα και εξοπλισμό 5-6 φορές ταχύτερα από τις ΗΠΑ.
Ο δε Κινέζος Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ πραγματοποίησε πολυήμερη περιοδεία στη Νοτιοανατολική Ασία (σε Βιετνάμ, Μαλαισία και Καμπότζη), μια περιοχή ιδιαίτερα κρίσιμη για την αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.
Καθόλου τυχαία, οι τρεις χώρες που επέλεξε να επισκεφτεί ο Σι έχουν στενές οικονομικές σχέσεις με το Πεκίνο, ενώ η κυβέρνηση Τραμπ τούς επέβαλε ιδιαίτερα υψηλούς δασμούς (που έχουν επίσης «παγώσει» για 90 μέρες), κατηγορώντας τις μεταξύ άλλων ότι λειτουργούν ως «προέκταση» για το κινεζικό εμπόριο και ως μέσο αποφυγής των δασμών που επιβάλλονται εναντίον του Πεκίνου.
Κίνα και Βιετνάμ υπέγραψαν 45 συμφωνίες κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Σι και μεταξύ άλλων συζητήθηκε η στενότερη σύνδεση του Βιετνάμ με τους BRICS, ενώ ο Τραμπ σχολίασε ότι οι συζητήσεις τους επικεντρώνονται στο «πώς να βλάψουν τις ΗΠΑ»...
Στο μεταξύ, επιφυλάξεις και «ανησυχίες» για τη δασμολογική πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ εκφράζονται και εντός ΗΠΑ, αποτυπώνοντας όλο και πιο καθαρά ενδοαστικές αντιθέσεις και διαφοροποιήσεις σε τμήματα του κεφαλαίου.
Μεταξύ άλλων, ο δισεκατομμυριούχος επενδυτής Μπιλ Ακμαν επανήλθε με νέες δηλώσεις του, χαρακτηρίζοντας μάλιστα τη συνέχιση των δασμών «κήρυξη οικονομικού πυρηνικού πολέμου».
Ο διευθύνων σύμβουλος της JP Morgan Chase, Τζέιμι Ντάιμον, αφού περιέγραψε τις ΗΠΑ ως «έναν παράδεισο» λόγω της οικονομικής και στρατιωτικής τους ισχύος, μιλώντας στους «Financial Times» είπε ότι η προσπάθεια της κυβέρνησης Τραμπ να αναμορφώσει το παγκόσμιο εμπόριο γεννά απειλές και για την αμερικανική οικονομία. «Ενα μεγάλο μέρος αυτής της αβεβαιότητας δημιουργεί προκλήσεις γι' αυτήν», ανέφερε.
Και η διοίκηση του τεχνολογικού κολοσσού της Nvidia ανησυχεί ότι θα υποστεί «πλήγμα» 5,5 δισ. δολαρίων, μετά το «μπλόκο» των ΗΠΑ στις εξαγωγές τσιπ Τεχνητής Νοημοσύνης στην Κίνα, για την αγορά της οποίας η εταιρεία έχει ειδικά σχεδιάσει το τσιπ H20.
Στα τέλη της βδομάδας ο Δημοκρατικός κυβερνήτης της Πολιτείας της Καλιφόρνιας, Γκάβιν Νιούσομ, ανακοίνωσε ότι θα προσφύγει στα δικαστήρια κατά της κυβέρνησης Τραμπ και των δασμών που επιβάλλει, υποστηρίζοντας ότι ο νόμος που αξιοποιεί προϋποθέτει τη σύμφωνη γνώμη του Κογκρέσου. Τονίζοντας ότι «η Καλιφόρνια είναι η μεγαλύτερη βιομηχανική Πολιτεία» των ΗΠΑ και «παράγει το 14% του αμερικανικού ΑΕΠ», επεσήμανε ότι η πολιτειακή αρχή θα επιδιώξει χωριστές εμπορικές συμφωνίες με τον υπόλοιπο κόσμο, ώστε να εξαιρεθεί από αντίποινα προς τις ΗΠΑ.
Την Πέμπτη ο Τραμπ επέκρινε ξανά τους χειρισμούς της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), χαρακτηρίζοντας «ολοκληρωτικό χάος» την έκθεση που δημοσίευσε ο διοικητής της, Τζερόμ Πάουελ, τον οποίο χαρακτήρισε «υπερβολικά αργό (...) και λάθος», σχολιάζοντας μάλιστα ότι η λήξη της θητείας του «δεν μπορεί να περιμένει άλλο».
Στην έκθεσή του ο Πάουελ εκτίμησε ότι οι εμπορικές πολιτικές της κυβέρνησης δημιουργούν προκλήσεις για τη Fed και τους στόχους της για την ανάπτυξη. Περιέγραψε τις νέες εμπορικές πολιτικές ως «σημαντική αλλαγή» και συμπλήρωσε ότι «οι επιπτώσεις τους είναι πιθανό να μας απομακρύνουν από τους στόχους μας, οπότε η ανεργία είναι πιθανό να αυξηθεί, καθώς η οικονομία κατά πάσα πιθανότητα επιβραδύνεται».