ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 26 Απρίλη 2025 - Κυριακή 27 Απρίλη 2025
Σελ. /40
Ο φασισμός στις επεξεργασίες του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος κατά τον Μεσοπόλεμο

Ο φασισμός είναι η ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου
Ο φασισμός είναι η ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου
Προς διασφάλιση της καπιταλιστικής εξουσίας μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ενόψει μάλιστα ενός πιθανού καινούργιου πολέμου, και υπό τον διαρκή κίνδυνο τον οποίο συνιστούσαν για την καπιταλιστική εξουσία το εργατικό κίνημα, τα Κομμουνιστικά Κόμματα και η ΕΣΣΔ, επιβλήθηκαν σε μια σειρά καπιταλιστικά κράτη στρατιωτικές ή μη δικτατορίες, καθώς και η φασιστική πολιτική μορφή της καπιταλιστικής εξουσίας (Ιταλία 1922, Γερμανία 1933).

Η ανάδυση του φασισμού και ο χαρακτήρας του, λόγω και των αντικομμουνιστικών διακηρύξεων, απασχόλησαν τις αναλύσεις του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος (ΔΚΚ). Επί των παραπάνω διαμορφώθηκαν θέσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ), ψηφίστηκαν Αποφάσεις και γράφτηκαν βιβλία από σημαντικά πρόσωπα του ΔΚΚ. Οι θέσεις οι οποίες διαμορφώθηκαν σε μια αρχική φάση, βέβαια, μεταβλήθηκαν βαθμιαία στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, οδηγώντας και σε προβληματικές τοποθετήσεις, με αρνητικό αντίκτυπο στην πορεία του ΔΚΚ συνολικά και του κάθε Κομμουνιστικού Κόμματος.

«Το προτσές αυτό της επίθεσης της κεφαλαιοκρατικής αντίδρασης παίρνει τη μορφή του φασισμού»1

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930, το ΔΚΚ θεωρούσε τον φασισμό γέννημα του καπιταλισμού και της κρίσης του. Οι συνθήκες οι οποίες έκαναν τον φασισμό αναγκαίο για τον καπιταλισμό ήταν σύμφωνα με το ΔΚΚ ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, και αυτός που προηγήθηκε και ο επερχόμενος, η διάρρηξη της σταθερότητας του αστικού πολιτικού συστήματος, η εξαθλίωση μεσαίων στρωμάτων (και εξαιτίας της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης του 1929), η αδυναμία ενσωμάτωσης των εργατικών στρωμάτων (λόγω και της απουσίας των αναγκαίων πόρων), η άνοδος της δραστηριότητας του προλεταριάτου και το ενδεχόμενο σοσιαλιστικών επαναστάσεων.

Αριστερή όχθη του ποταμού Εβρου, Ισπανία, 1938. Η τελευταία παρέλαση των Διεθνών Ταξιαρχιών, πρίν αποχαιρετήσουν την Ισπανία με υψωμένη την γροθιά
Αριστερή όχθη του ποταμού Εβρου, Ισπανία, 1938. Η τελευταία παρέλαση των Διεθνών Ταξιαρχιών, πρίν αποχαιρετήσουν την Ισπανία με υψωμένη την γροθιά
Το παρακάτω απόσπασμα από το πρόγραμμα το οποίο ψήφισε το 6ο Συνέδριο της ΚΔ (1928) είναι κατατοπιστικό: «Τέτοιοι όροι (σ.σ. εμφάνισης του φασισμού) είναι: Η αστάθεια των καπιταλιστικών σχέσεων, η ύπαρξη σημαντικών εξαθλιωμένων κοινωνικών στοιχείων, η εξαθλίωση πλατιών στρωμάτων της μικροαστικής τάξης των πόλεων και των διανοουμένων, η δυσαρέσκεια της μικροαστικής τάξης της υπαίθρου, τέλος η διαρκής απειλή μαζικών εκδηλώσεων του προλεταριάτου. Για να εξασφαλίσει μεγαλύτερη σταθερότητα, στερεότητα και διάρκεια στην εξουσία της, η κεφαλαιοκρατία είναι αναγκασμένη όλο και περισσότερο να περνά από το κοινοβουλευτικό σύστημα προς την ανεξάρτητη από τις μεταξύ των κομμάτων σχέσεις και συνδυασμούς φασιστική μέθοδο».2

Χαρακτηριστική είναι και η φράση του Ρατζανί Πάλμε Ντατ, στελέχους του ΚΚ Μ. Βρετανίας και της ΚΔ: «Η αστική δημοκρατία τρέφει τον φασισμό. Ο φασισμός πηγάζει οργανικά από την αστική δημοκρατία».3

Συνεπακόλουθα, ο φασισμός προσδιοριζόταν από το ΔΚΚ ως η μορφή της καπιταλιστικής εξουσίας η οποία προκρινόταν ως αποτελεσματικότερη σε σχέση με τον κοινοβουλευτισμό, την εναλλαγή και τις συνεννοήσεις των αστικών κομμάτων, πάντα με γνώμονα την προώθηση των καπιταλιστικών συμφερόντων στις τότε συνθήκες. Προφανώς, σύμφωνα με την ανάλυση του ΔΚΚ, η φασιστική πολιτική μορφή της καπιταλιστικής εξουσίας προκρινόταν με διαβαθμίσεις από την αστική τάξη συνολικά και όχι από ένα συγκεκριμένο τμήμα της. Στο ίδιο πλαίσιο, ο φασισμός κατόρθωνε τη συστράτευση μιας μικροαστικής και μεσοαστικής βάσης, αλλά και τμήματος της εργατικής τάξης, στους στόχους και στα συμφέροντα της αστικής.


Εντός αυτής της οργανικής σχέσης του φασισμού με την καπιταλιστική εξουσία τοποθετούσε το ΔΚΚ τα γνωρίσματά του. Πιο αναλυτικά, αναδεικνύονταν η χρηματοδότηση του φασισμού και η ευρύτερα πολυποίκιλη υποστήριξή του από το κεφάλαιο, η συγκρότηση των «στρατιωτικών» του τμημάτων με τη στήριξη του εκάστοτε αστικού κράτους και των μηχανισμών του, και κατόπιν η ωμή του βία, ιδίως κατά των κομμουνιστών και των συνδικάτων. Επειτα, αναδεικνύονταν η σοβινιστική ιδεολογία του φασισμού, ο φυλετισμός και η αναπαραγωγή της ανισοτιμίας σε βάρος των γυναικών. Τέλος, επισημαίνονταν η δημαγωγία του φασισμού, η υποκριτική αντίθεσή του στο μεγάλο κεφάλαιο και η εγκατάλειψη της ανάλογης φρασεολογίας μετά την αναρρίχησή του στην κυβερνητική εξουσία κάποιου καπιταλιστικού κράτους. Παράλληλα, βέβαια, αναδεικνυόταν η προΰπαρξη πολλών εκ των παραπάνω γνωρισμάτων στον καπιταλισμό.

Στο ίδιο πνεύμα, τονίζονταν οι πραγματικές διαστάσεις στο σχήμα του φασιστικού «συντεχνιακού κράτους», η διατήρηση δηλαδή της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής από την ίδια μικρή μειοψηφία κεφαλαιοκρατών, η εξακολούθηση λειτουργίας της οικονομίας με στόχο το μέγιστο κέρδος και η ρύθμιση των σχέσεων εργοδοτών - εργατών υπέρ των πρώτων, η διάλυση των συνδικάτων και η δημιουργία άλλων, ελεγχόμενων από τους φασίστες και προσδεδεμένων στο καπιταλιστικό κράτος. Οπως ανέφερε ο Ιταλικός Χάρτης Εργασίας του 1927: «Το συντεχνιακό κράτος θεωρεί ότι στη σφαίρα της παραγωγής η ιδιωτική πρωτοβουλία είναι το πιο αποτελεσματικό και πολύτιμο εργαλείο για τα συμφέροντα του έθνους».4

Κατατοπιστικό είναι πάλι απόσπασμα από το 6ο Συνέδριο της ΚΔ: «Ο φασισμός χρησιμοποιεί τη δυσαρέσκεια της μικρής και μεσαίας τάξης (...) καταφεύγει στις μεθόδους της ωμής βίας προκειμένου να συντρίψει τη δύναμη των εργατικών οργανώσεων και εκείνων αντιστοίχως των φτωχών αγροτών (...) Αφού καταλαμβάνει την εξουσία, ο φασισμός πασχίζει να διαμορφώσει την πολιτική και οργανωτική ενότητα όλων των κυρίαρχων τάξεων στην καπιταλιστική κοινωνία. Θέτει στη διάθεση των κυρίαρχων τάξεων ένοπλες δυνάμεις με ειδική εκπαίδευση στον εμφύλιο πόλεμο και ιδρύει ένα νέου τύπου κράτος, βασισμένο απροκάλυπτα στη βία, στον εξαναγκασμό, στη διαφθορά, όχι μόνο των μικροαστών αλλά και ορισμένων στοιχείων της εργατικής τάξης».5

«Η παλιά προδότρα σοσιαλδημοκρατία»6

Στην πρώτη φάση του Μεσοπολέμου, το ΔΚΚ λαθεμένα συνέδεε τον φασισμό με τη σοσιαλδημοκρατία: «Η σοσιαλδημοκρατία εκπροσωπεί αντικειμενικά τη μετριοπαθή πτέρυγα του φασισμού», κατά τη φράση του Ι.Στάλιν το 1924.7 Ωστόσο, το ΔΚΚ σωστά απέδιδε στη σοσιαλδημοκρατία την αποδοχή και διάσωση - όποτε χρειάστηκε - της καπιταλιστικής εξουσίας και επομένως τη συνευθύνη της για οτιδήποτε γεννούσαν ο καπιταλισμός και η ανάγκη υπεράσπισης της καπιταλιστικής εξουσίας, τον φασισμό μεταξύ αυτών.8 Το ΔΚΚ εντόπιζε τη χρησιμοποίηση στην κυβερνητική διαχείριση του καπιταλιστικού κράτους, κατά περίπτωση ή και κατά διαδοχή, της σοσιαλδημοκρατίας και του φασισμού, όταν αυτό απαιτούσε η διασφάλιση της καπιταλιστικής εξουσίας, καθώς και την απογοήτευση των εργατών και των μεσαίων στρωμάτων από τη διακυβέρνηση σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, που εκτιμούσε ότι έστρωνε το έδαφος για την αναρρίχηση των φασιστικών δυνάμεων στην κυβερνητική εξουσία.

Αποκαλυπτικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από το Δελτίο της Ομοσπονδίας Γερμανικών Βιομηχανιών: «Ενα αστικό καθεστώς το οποίο εδράζεται σε φιλελεύθερο αστικό Σύνταγμα δεν πρέπει να είναι μόνο κοινοβουλευτικό, πρέπει να υπολογίζει στη στήριξη της σοσιαλδημοκρατίας και να της επιτρέπει να έχει ικανοποιητικές κατακτήσεις. Ενα αστικό καθεστώς το οποίο καταστρέφει αυτές τις κατακτήσεις πρέπει να θυσιάσει τη σοσιαλδημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό, να δημιουργήσει ένα υποκατάστατο και να μεταπηδήσει σ' ένα περιορισμένο κοινωνικό (φασιστικό) Σύνταγμα».9

Ως προς την επικράτηση του φασισμού σε μια σειρά κράτη, καταλογίζονταν από το ΔΚΚ στη σοσιαλδημοκρατία και πιο συγκεκριμένες ευθύνες, όπως: Συμμετοχή στην καταστολή προηγούμενων επαναστάσεων, οι οποίες θα έφραζαν και τον δρόμο προς τον φασισμό (π.χ. Γερμανία 1918 - 1923), καλλιέργεια αυταπατών στις εργατικές - λαϊκές δυνάμεις για αντιμετώπιση του φασισμού από αστικούς θεσμούς και «μετριοπαθείς» κυβερνήσεις, νομιμοποίηση αυταρχικών μεθόδων (π.χ. καταστολή από τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση πρωτομαγιάτικης διαδήλωσης στο Βερολίνο το 1929), λογική του «μικρότερου κακού» (στο όνομα της ανακοπής του ναζιστικού κόμματος στήριξη στον Χίντεμπουργκ, ο οποίος στη συνέχεια παρέδωσε την καγκελαρία στον Χίτλερ, στήριξη φιλοφασιστικών δικτατοριών Μπρούνινγκ και Ντόλφους) που οδήγησε τελικά στην επικράτηση του φασισμού, διάσπαση της εργατικής τάξης στον αγώνα της κατά του φασισμού (συμφωνία Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιταλίας και Μουσολίνι τον Αύγουστο 1921 για υποτιθέμενο «τέλος της βίας», προσχώρηση του Ντ' Αραγκόνα και του ρεφορμιστικού συνδικαλισμού της Ιταλίας στον φασισμό το 1926, άρνηση κήρυξης απεργίας από τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία μετά τη διάλυση της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης τον Ιούλη 1932 από τον Φον Πάπεν).10

Η αντιμετώπιση του φασισμού και το προβληματικό σημείο: «Αν όμως η εργατική τάξη ακολουθήσει τη γραμμή του ενιαίου μετώπου (...) μέχρι την τελική νίκη της επανάστασης, τότε μπορεί να νικήσει και να συντρίψει τον φασισμό»11

Με βάση τα παραπάνω, η εμφάνιση του φασισμού γινόταν αντιληπτή στην πρώτη φάση του Μεσοπολέμου ως στοιχείο παρακμής του καπιταλισμού, σε συνθήκες μετά την υποχώρηση μιας προηγούμενης ανόδου της επαναστατικής δράσης. Χαρακτηριστικά, η Κλάρα Τσέτκιν ανέφερε το 1923: «Ο φασισμός αποτελεί την τιμωρία του προλεταριάτου επειδή απέτυχε να συνεχίσει την πορεία της επανάστασης που ξεκίνησε στη Ρωσία».12

Για την ακρίβεια, η εμφάνιση του φασισμού γινόταν αντιληπτή ως μια επιχείρηση εκ των άνω καταστολής των οξυμένων ταξικών αντιθέσεων, η οποία όμως θα οδηγούσε στην επιδείνωσή τους και στο τέλος των ψευδαισθήσεων περί ειρήνης και νομιμότητας, στην αποκάλυψη του εμφυλίου πολέμου που σοβεί στη ρίζα της ταξικής κοινωνίας.

Με αυτόν τον τρόπο δινόταν συνάμα απάντηση και στη ρητορική της σοσιαλδημοκρατίας, σύμφωνα με την οποία ο φασισμός συνιστούσε ισχυροποίηση του καπιταλισμού, η εμφάνισή του αποτελούσε αντίδραση της μεσαίας τάξης κυρίως στην επαναστατική στρατηγική κομμουνιστικών κομμάτων και επομένως η επαναστατική στρατηγική χειροτέρευε τη θέση του προλεταριάτου, ενώ η στρατηγική της σοσιαλδημοκρατίας διασφάλιζε τα κεκτημένα του.

Για το ΔΚΚ η πραγματοποίηση και επιτυχία των σοσιαλιστικών επαναστάσεων ήταν η μόνη που θα επίλυε τις ταξικές αντιθέσεις υπέρ του προλεταριάτου και θα ανέκοπτε συνεπακόλουθα και τον φασισμό. Αυτό φυσικά προϋπέθετε την ένταση του ιδεολογικού - πολιτικού μετώπου με τη σοσιαλδημοκρατία, η οποία απομάκρυνε το προλεταριάτο από την επαναστατική προοπτική.

Ομως την ίδια περίοδο, η οποία σημαδεύτηκε από την υποχώρηση της επαναστατικής θύελλας που ξεσήκωσε η επιτυχία της Οκτωβριανής Επανάστασης, τα ΚΚ απηύθυναν προσκλητήριο για ενιαίο μέτωπο των εργατών και όλων των εκμεταλλευόμενων στρωμάτων. Το τελευταίο, αν και θεωρητικά επιδιωκόταν να υπερβεί τα όρια της καπιταλιστικής νομιμότητας και συνέδεε την αντιμετώπιση του φασισμού με την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας, στην πράξη αδυνάτισε το μέτωπο απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία.

Νέα εκτίμηση: «Ο φασισμός είναι η ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου»

Μετά την επικράτηση και εδραίωση του ναζισμού στη Γερμανία, «της αντιδραστικότερης μορφής του φασισμού» σύμφωνα με αναφορά του ΔΚΚ13, το ΔΚΚ επαναπροσδιόρισε τη στάση του απέναντι στον φασισμό.

Ηδη από το 1934 η 13η Ολομέλεια της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΚΔ όρισε τον φασισμό ως «την ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου».14 Ο ορισμός επιβεβαιώθηκε στο 7ο Συνέδριο της ΚΔ το 1935. Στην πραγματικότητα το ΔΚΚ εξακολουθούσε να συνδέει τον φασισμό με τον καπιταλισμό, την κάθε εγχώρια αστική τάξη και τα συμφέροντά τους, όμως με τον συγκριτικό βαθμό «πιο» διέκρινε ένα τμήμα στην κάθε εγχώρια αστική τάξη το οποίο συνδεόταν λιγότερο ή και καθόλου με τον φασισμό, και επομένως θα μπορούσε να αποτελέσει σύμμαχο στον αντιφασιστικό αγώνα.

Επιπλέον, το 7ο Συνέδριο της ΚΔ επιβεβαίωνε τα αρνητικά χαρακτηριστικά του φασισμού (θανάσιμος εχθρός της εργατικής τάξης, διώκτης των κομμουνιστών, αιχμή κατά της ΕΣΣΔ, φυλετικές διακρίσεις, εθνικιστικό πνεύμα και προετοιμασία του πολέμου, δημαγωγία και με τη χρήση του όρου «σοσιαλισμός», σκοταδισμός). Ωστόσο, ταυτόχρονα με την απόδοση αυτών των αρνητικών χαρακτηριστικών του φασισμού στον καπιταλισμό και την αντιδραστικότητά του, αυτά αποδίδονταν και πιο αόριστα σε μια υποχώρηση του ανθρωπισμού. Ενδεικτικά, η πρόσθετη φράση προσδιορισμού του φασισμού στο 7ο Συνέδριο της ΚΔ ανέφερε: «Είναι βαρβαρότητα και χτηνωδία, αχαλίνωτη επιθετικότητα ενάντια στους άλλους λαούς».15 Με αυτόν τον τρόπο υποχωρούσε το ταξικό κριτήριο στον προσδιορισμό των παραγόντων οι οποίοι οδήγησαν στην εμφάνιση και επικράτηση του φασισμού, και έπειτα στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Η προβληματική στρατηγική: «Οι εργατικές μάζες διαλέγουν ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και στον φασισμό»

Η μεταβολή στον προσδιορισμό του φασισμού από το ΔΚΚ μετέβαλε και την προτεινόμενη από την ΚΔ στρατηγική για την αντιμετώπισή του. Αλλωστε, σε πρόλογο της έκδοσης των υλικών του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ ξεκαθαριζόταν: «Νους και ψυχή του Συνεδρίου ο Ντιμιτρόφ, που εισηγείται την αλλαγή τακτικής των τμημάτων της ΚΔ για την αντιμετώπιση της επίθεσης του φασισμού με τη δημιουργία του Λαϊκού Αντιφασιστικού Μετώπου».16

Ο διαχωρισμός της αστικής τάξης σε ένα φασιστικό και ένα μη φασιστικό τμήμα, και η επιδιωκόμενη συμμαχία με το δεύτερο, προφανώς προϋπέθεταν τη μη ύπαρξη στο ΔΚΚ και στο Πρόγραμμά του, ως άμεσου στόχου, της ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας. Επομένως, το 7ο Συνέδριο της ΚΔ, παρότι διατηρούσε διακηρυκτικά τις αναφορές στον σοσιαλισμό, αποσυνέδεε τον αγώνα κατά του φασισμού από την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας και την κατάκτηση της επαναστατικής - εργατικής. Αποδείχθηκε για μια ακόμα φορά ιστορικά ότι όποτε τα ΚΚ προκρίνουν συμμαχία με τμήμα της αστικής τάξης, στο τέλος η εργατική τάξη υποχρεώνεται σε αποδοχή της καπιταλιστικής εξουσίας.

Στην εισήγηση του Ντιμιτρόφ αναφερόταν: «Η Κομμουνιστική Διεθνής δεν βάζει απολύτως κανέναν όρο για την ενότητα δράσης εκτός από έναν και μοναδικό, στοιχειώδη, αποδεκτό από όλους τους εργάτες, δηλαδή η ενότητα δράσης να στρέφεται ενάντια στον φασισμό (...) Αυτός είναι ο δικός μας όρος».17 Και στον τελικό του λόγο ανέφερε: «Οι εργατικές μάζες δεν διαλέγουν ανάμεσα στη δικτατορία του προλεταριάτου και στην αστική δημοκρατία, μα ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και στον φασισμό».18

Το επόμενο βήμα ήταν το καθήκον το οποίο προώθησε το 7ο Συνέδριο της ΚΔ για τη συγκρότηση Λαϊκών Μετώπων κατά του φασισμού, μαζί με τους πολιτικούς εκπροσώπους του μη φασιστικού τμήματος της αστικής τάξης. Η κριτική στη σοσιαλδημοκρατία παρέμενε σε έναν βαθμό, στην πράξη όμως παρακαμπτόταν από την επιδιωκόμενη συμμαχία μαζί της. Εξάλλου, στο πλαίσιο της γραμμής του Λαϊκού Μετώπου συγχωνεύτηκαν σε ορισμένες χώρες Κομμουνιστικές Νεολαίες με αντίστοιχες σοσιαλδημοκρατικές και άλλες ρεφορμιστικές οργανώσεις, υπονομεύτηκε δηλαδή η οργανωτική αυτοτέλεια των ΚΚ. Επίσης, σε Ισπανία και Γαλλία συγκροτήθηκαν εκλογικές συμμαχίες μεταξύ ΚΚ, σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και άλλων αστικών πολιτικών δυνάμεων υπό την ονομασία «Λαϊκό Μέτωπο», οι οποίες επικράτησαν εκλογικά και σχημάτισαν κυβερνήσεις.

Σύμφωνα με το ΔΚΚ, οι κυβερνήσεις των Λαϊκών Μετώπων θα μπορούσαν να αποτελέσουν μορφή μετάβασης στον σοσιαλισμό. Ανέφερε πάλι ο Ντιμιτρόφ στην εισήγησή του: «Οι δεξιοί οπορτουνιστές ήταν της άποψης ότι η εργατική κυβέρνηση πρέπει να παραμείνει μέσα στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας (...) Οι υπεραριστεροί, αντίθετα, παραιτούνταν από κάθε προσπάθεια να δημιουργήσουν μια κυβέρνηση του Ενιαίου Μετώπου (...) μιλούν πάντα μόνο για τον σκοπό, χωρίς να νοιάζονται για τις μορφές περάσματος».19

Στην πράξη, εν τέλει, οι κυβερνήσεις αυτές ούτε τον δρόμο προς τον σοσιαλισμό άνοιξαν, όπως θεωρητικά διακήρυτταν, ούτε τον φασισμό κατόρθωσαν να ανακόψουν. Βέβαια, αποτέλεσαν συνέπεια της στρατηγικής που διαμόρφωσε το ΔΚΚ απέναντι στον επερχόμενο πόλεμο, γι' αυτό και μια παρόμοια στάση των ΚΚ εκφράστηκε και στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλωστε, την ίδια περίοδο, αν και ο πόλεμος συνέχιζε να χαρακτηρίζεται ιμπεριαλιστικός στις επεξεργασίες της ΚΔ, η ευθύνη γι' αυτόν αποδιδόταν κυρίως στις φασιστικές κυβερνήσεις και όχι στην όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. «Ο γερμανικός φασισμός είναι ο βασικός εμπρηστής ενός καινούργιου ιμπεριαλιστικού πολέμου», αναφερόταν στην Απόφαση του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ.20

Η συγκεκριμένη τοποθέτηση οδηγούσε στην υποβάθμιση των ταξικών αντιθέσεων, οι οποίες παρέμεναν και στη διάρκεια της μετέπειτα αντιφασιστικής συμμαχίας και των αντιφασιστικών μετώπων που σχηματίστηκαν στα καπιταλιστικά κράτη που βρέθηκαν υπό την κατοχή του φασιστικού Αξονα.

Μια ενδεικτική σύγκριση

Οι μεταβολές στις επεξεργασίες του ΔΚΚ για τον φασισμό επέδρασαν ευρύτερα στη στάση των κομμουνιστών και της διανόησης. Ενδεικτικές είναι στην περίπτωση των κομμουνιστών λογοτεχνών και διανοούμενων της Ελλάδας δύο πρωτοβουλίες τους πριν και μετά την ολοκλήρωση της μεταβολής των επεξεργασιών του ΔΚΚ για τον φασισμό.

Το 1934 προγραμματίζεται το Πανελλαδικό Αντιφασιστικό Συνέδριο. Τα γνωρίσματά του είναι τα ακόλουθα: Ανακοινώνεται από τους Νέους Πρωτοπόρους ως «κομμάτι του τεράστιου μετώπου για την πρόοδο, για την ελευθερία της σκέψης, για την επανάσταση».21 Η θεματολογία του Συνεδρίου περιλαμβάνει και θέματα όπως το «Ιδιώνυμο», η ισοτιμία ανδρών - γυναικών, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, τα ημερομίσθια και τα αγροτικά χρέη. Εκπροσωπούνται στο Συνέδριο η Ενωτική ΓΣΕΕ, η Κεντρική Πανυπαλληλική Επιτροπή, η Εργατική Βοήθεια Ελλάδας, η Κοινωνική Αλληλεγγύη, η Ομοσπονδία Εργατοαγροτικού Αθλητισμού, οι δήμοι Σερρών και Καβάλας κ.ά. Οι σύνεδροι είναι 900. Πρόεδρος εκλέγεται ο κομμουνιστής διανοούμενος Νίκος Καρβούνης.22

Το 1936 ιδρύεται η Ενωσις Υπέρ των Ελευθεριών του Ανθρώπου και του Πολίτου. Στόχοι της η αποτροπή μιας δικτατορίας και η διαμόρφωση ενός πιο φιλελεύθερου και δημοκρατικού Συντάγματος. Η δράση της εντάσσεται από τους Νέους Πρωτοπόρους στον «αγώνα του έθνους, της προόδου και του πολιτισμού».23 Η Ενωσις απευθύνεται κατά κανόνα σε λογοτέχνες και διανοούμενους. Οι κομμουνιστές (αυτο)εξαιρούνται από τις επιτροπές της Ενώσεως, για την προσέγγιση όσο το δυνατόν περισσότερων μη κομμουνιστών σε αυτήν.24

Αντί επιλόγου

80 χρόνια μετά το έπος της Αντιφασιστικής Νίκης των Λαών είναι φανερό ότι η σύνδεση, από το ΔΚΚ, του φασισμού με ένα μόνο τμήμα της αστικής τάξης και η συγκρότηση μετώπου με το άλλο τμήμα βάρυναν στην αδυναμία συνδυασμού του αντιφασιστικού αγώνα στη διάρκεια του Β' ΠΠ και του απελευθερωτικού στα υπό κατοχή κράτη με την πάλη για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας. Μπροστά στην εκ νέου όξυνση των ανταγωνισμών σήμερα και στο ενδεχόμενο ενός γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου, γίνεται φανερό ότι διέξοδος από αυτόν είναι η μη επιλογή ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, ο αγώνας για την ήττα και της εγχώριας και της όποιας ξένης αστικής τάξης και το άνοιγμα του δρόμου για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας.

Παραπομπές:

1. «Πρόγραμμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς και καταστατικό της», εκδόσεις «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο», Αθήνα, 1923, σελ. 33.

2. Ο.π., σελ. 33 - 34.

3. Ρατζανί Πάλμε Ντατ, «Φασισμός και Κοινωνική Επανάσταση», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2013, σελ. 375.

4. Ο.π., σελ. 270.

5. Ο.π., σελ. 142.

6. «Φασισμός», «Νέοι Πρωτοπόροι», τεύχος 5, Μάης 1933, σελ. 121 - 122.

7. Ι. Β. Στάλιν, «Οι κύριοι παράγοντες της παρούσας διεθνούς κατάστασης», «Κομμουνιστική Διεθνής», αγγλική έκδοση, τεύχος 6, 1924.

8. «Πρόγραμμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς και καταστατικό της», εκδόσεις «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο», Αθήνα, 1923, σελ. 35.

9. Ρατζανί Πάλμε Ντατ, «Φασισμός και Κοινωνική Επανάσταση», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2013, σελ. 218.

10. Ο.π., σελ. 159 - 161, 164 - 173, 179, 181, 233.

11. Ο.π., σελ. 383.

12. Ο.π., σελ. 365.

13. Γκεόργκι Ντιμιτρόφ, «Η επίθεση του φασισμού και τα καθήκοντα της Κομμουνιστικής Διεθνούς στον αγώνα για την ενότητα της εργατικής τάξης ενάντια στον φασισμό (1935)», εκδόσεις «Πορεία», Αθήνα, 1975, σελ. 21.

14. Ο.π., σελ. 21.

15. Ο.π., σελ. 21.

16. Ο.π. σελ. 15.

17. Ο.π., σελ. 45.

18. «Ριζοσπάστης» 17/8/1935.

19. Γκεόργκι Ντιμιτρόφ, «Η επίθεση του φασισμού και τα καθήκοντα της Κομμουνιστικής Διεθνούς στον αγώνα για την ενότητα της εργατικής τάξης ενάντια στον φασισμό (1935)», εκδόσεις «Πορεία», Αθήνα, 1975, σελ. 93 - 95.

20. «Απόφαση πάνω στη εισήγηση του σ. Ερκολι για τα καθήκοντα της Κομμ. Διεθνούς σχετικά με την προετοιμασία ενός καινούργιου πολέμου», «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» τεύχος 13, 1935, σελ. 592.

21. «Ολοι στην αντιφασιστική πάλη», «Νέοι Πρωτοπόροι», τεύχος 5, Μάης 1934, σελ. 165 - 166.

22. «Διακήρυξη της αντιφασιστικής επιτροπής», «Ριζοσπάστης» 3/6/1934. «Οι δυνάμεις του αντιφασιστικού μετώπου», «Ριζοσπάστης» 3/6/1934.

23. «Οι διανοούμενοι και τα δικαιώματα των πολιτών», «Νέοι Πρωτοπόροι», τεύχος 5, Μάης 1936, σελ. 161 - 162.

24. Αρχείο Αιμίλιου Χουρμούζιου, υποφάκελος 5.6 ποικίλα κείμενα και έγγραφα (1912-1961), «Διακήρυξις της Ενώσεως υπέρ των Ελευθεριών του Ανθρώπου και του Πολίτου». 1936, Ε.Λ.Ι.Α. «Για τις ελευθερίες ανθρώπου και πολίτη», «Ριζοσπάστης» 29/4/1936.


Του
Βασίλη ΜΟΣΧΟΥ*
*Ο Β. Μόσχος είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ