Η πολιτική που οδήγησε στο έγκλημα των Τεμπών έχει ανησυχητικά πολλές ομοιότητες και σε άλλους τομείς της ζωής μας, όπως τα σχολικά κτίρια. Πιο συγκεκριμένα:
Στα Τέμπη οδήγησε η πολιτική των κυβερνήσεων, που θεωρούν κόστος τη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων και την εκτέλεση των απαραίτητων έργων για σύγχρονους και ασφαλείς σιδηρόδρομους.
Στα σχολικά κτίρια, αντίστοιχα, υπάρχει διαχρονική κωλυσιεργία των κυβερνήσεων στην υλοποίηση στατικών και άλλων ελέγχων ασφάλειας, στην άμεση και σωστή επισκευή των βλαβών αλλά και στην κατασκευή εκατοντάδων νέων, σύγχρονων και ασφαλών σχολείων, αφού τα μισά σχολεία της χώρας είναι χτισμένα πριν από μισό αιώνα, χωρίς ή με παλιό αντισεισμικό κανονισμό, καταπονημένα και κακοσυντηρημένα.
Με τα χίλια ζόρια η κυβέρνηση προ διετίας, μετά τον φονικό σεισμό στην Τουρκία, «πέταξε το μπαλάκι» στο ΤΕΕ για να κάνει πρωτοβάθμιους οπτικούς και μόνο ελέγχους, που ακόμα και σήμερα δεν έχουν τελειώσει! Και, βέβαια, δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη τι θα γίνεται όταν κάποιο σχολείο βρίσκεται με προβλήματα, μεγάλα ή μικρότερα. Ποιος, πότε και πώς θα τα αντιμετωπίζει; Μέχρι στιγμής η εικόνα είναι ότι όπου βρίσκουν σχολεία με σημαντικά προβλήματα, και δεν είναι λίγα, τα παραπέμπουν σε δευτεροβάθμιο έλεγχο, που κάνουν μόνο 2-3 ιδιωτικές εταιρείες έναντι αδράς αμοιβής, ενώ οι μαθητές στέλνονται όπου βρεθεί εύκαιρο σχολείο «μέχρι νεωτέρας».
Με δεδομένο μάλιστα ότι η ευθύνη έχει μεταφερθεί εξολοκλήρου στους δήμους, με τα γνωστά προβλήματα (υποχρηματοδότηση, αποδεκατισμένες τεχνικές υπηρεσίες, μικρή εμπειρία και τεχνογνωσία στα σχολικά κτίρια κ.ά.), μάλλον θα ξαναγυρίσουμε εν έτει 2025 στην εποχή της διπλοβάρδιας αλλά και των προκάτ αιθουσών.
Εξάλλου, είναι ενδεικτικά τα παραδείγματα τόσο με τους σοβάδες που «βρέχει» συχνά πυκνά σε σχολεία όσο και με την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί με τα προκάτ νηπιαγωγεία, που θεσμοθετήθηκαν επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖA - ΑΝΕΛ ως κανονικότητα, λόγω της δίχρονης Προσχολικής Αγωγής, επεκτάθηκαν σε όλη τη χώρα επί κυβέρνησης ΝΔ και συνεχίζουν να λειτουργούν, παρότι παρήλθε πλέον η τετραετία που είχαν άδεια λειτουργίας, και έπρεπε με ευθύνη πάλι των δήμων να έχουν αντικατασταθεί με σύγχρονα και ασφαλή κτίρια, για προφανείς λόγους.
Στα Τέμπη οδήγησε η πολιτική διάχυσης κάθε ευθύνης, ελέγχου και αρμοδιότητας του κεντρικού κράτους, με την αποδυνάμωση, κατάτμηση και ιδιωτικοποίηση του ΟΣΕ, που ήταν υπεύθυνος για το σιδηρόδρομο, για χάρη και προς όφελος των επιχειρηματικών ομίλων που λυμαίνονται και αυτόν τον τομέα. Σε αυτήν τη διαδικασία το προσωπικό του ΟΣΕ μειώθηκε δραστικά, ιδιαίτερα τα χρόνια των μνημονίων, με τις γενικευμένες συνταξιοδοτήσεις έμπειρων εργαζομένων και χωρίς τις απαραίτητες προσλήψεις μόνιμου εξειδικευμένου προσωπικού.
Στα σχολικά κτίρια, αντίστοιχα, είχαμε την κατάργηση του πρώην ΟΣΚ την περίοδο των μνημονίων, που ήταν ο κατεξοχήν αρμόδιος τεχνικός φορέας του κράτους για τα σχολικά κτίρια, και τη συγχώνευσή του στις Κτιριακές Υποδομές, που, αποδυναμωμένες σε προσωπικό και κρατική χρηματοδότηση, παραδίδουν τα έργα σε επιχειρηματικούς ομίλους με ΣΔΙΤ και αναθέσεις, ενώ έχουν πλέον «συντρέχουσα» αρμοδιότητα για όλα τα δημόσια κτίρια (από σχολεία μέχρι ...φυλακές κ.ά.), δηλαδή όποτε τους δοθεί εντολή από το εποπτεύον υπουργείο Υποδομών παρεμβαίνουν με το εναπομείναν προσωπικό (200 εργαζόμενοι, εκ των οποίων οι 70 μηχανικοί).
Αυτό συνέβη και με τον σεισμό 5 Ρίχτερ στη Δυτική Αττική τον Ιούλιο του 2019, ο οποίος έδειξε σε πραγματικές συνθήκες τόσο την απαράδεκτη κατάσταση όπου βρίσκονται πολλά σχολικά κτίρια όσο και την αδυναμία των δήμων να αντεπεξέλθουν στην ευθύνη εμπεριστατωμένων ελέγχων, συντήρησης και παρεμβάσεων όπου χρειάζεται. Τότε είχαν καταγραφεί από τους μηχανικούς των Κτιριακών Υποδομών (καθώς οι δήμοι είχαν δηλώσει αδυναμία ελέγχων) ανεξήγητα σημαντικές βλάβες σε 29 σχολεία που εκκενώθηκαν και μικρότερες ζημιές σε άλλα 164!
Εξίσου ανησυχητική ήταν σχεδόν 6 χρόνια μετά η απάντηση που έδωσε πρόσφατα στη Βουλή ο υφυπουργός Εσωτερικών κ. Σπανάκης σε Επίκαιρη Ερώτηση που κατέθεσε η Βιβή Δάγκα, βουλευτής του ΚΚΕ, με την οποία ζητούσε συγκεκριμένα και αναλυτικά στοιχεία για την κατάσταση των σχολικών κτιρίων στην Αττική.
Ο υφυπουργός εγκάλεσε το ΚΚΕ που κάνει τέτοιες Ερωτήσεις και θέτει σε αμφισβήτηση την ασφάλεια των σχολικών κτιρίων και τις παρεμβάσεις που κάνουν οι δήμοι σε αυτά. Δηλαδή κάτι ανάλογο με το «εξασφαλίζουμε την ασφάλεια των σιδηροδρόμων» που είχε πει ο Καραμανλής στη Βουλή λίγο πριν το έγκλημα στα Τέμπη. Μάταια όμως ο υφυπουργός προσπάθησε να «ξεπλύνει» την κυβέρνηση από την απουσία κάθε κεντρικού ελέγχου και ευθύνης του κράτους από την τραγική υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση των τεχνικών και άλλων υπηρεσιών των δήμων. Στο διά ταύτα, ήταν «άνθρακες ο θησαυρός» της τοποθέτησής του, καθώς αναφέρθηκε γενικά κι αόριστα σε ...εκατομμύρια που έχουν δοθεί για τα σχολεία και κάποιες επισκευές που έγιναν σε καμιά δεκαριά σχολεία ανά την Αττική, ενώ η Ερώτηση αφορούσε εκατοντάδες! Οσο δε αφορά την πορεία των ελέγχων του ΤΕΕ και το πρόγραμμα κατασκευής νέων σύγχρονων και ασφαλών σχολικών κτιρίων, ούτε κουβέντα.
Το μόνο ουσιαστικό συμπέρασμα που βγήκε από τα λεγόμενά του είναι ότι το κράτος κεντρικά έχει αναθέσει εξολοκλήρου στους δήμους τις αρμοδιότητες για τη συντήρηση, τους ελέγχους και τις επισκευές των σχολικών κτιρίων, ακόμα και την κατασκευή νέων! Πρόκειται για τη διαχρονική πολιτική όλων των κυβερνήσεων (ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΣΥΡΙΖΑ), που οδήγησε στο να μην έχει πλέον κεντρικά το κράτος καμία εικόνα και κανέναν έλεγχο για την κατάσταση των σχολικών κτιρίων. Δηλαδή «πάμε κι όπου βγει» και εδώ!
Συνεπώς, είναι μονόδρομος να συνεχίσουμε και να εντείνουμε τους αγώνες μας ώστε να αναλάβει το κράτος κεντρικά την ευθύνη, την αρμοδιότητα και τη χρηματοδότηση:
α) Για τον έλεγχο και τη γρήγορη και τεχνικά επαρκή αποκατάσταση των βλαβών των σχολικών κτιρίων όπου και όποτε κρίνεται αναγκαίο.
β) Για την κατασκευή εκατοντάδων νέων, σύγχρονων και ασφαλών δημόσιων και δωρεάν σχολικών κτιρίων (χωρίς την εξυπηρέτηση ομίλων μέσω ΣΔΙΤ και αναθέσεων), με πρώτη προτεραιότητα την αντικατάσταση των απαράδεκτων προκάτ νηπιαγωγείων με τα οποία έχουν γεμίσει τη χώρα.
Οι σύγχρονες ανάγκες για μέτρα ασφάλειας, προστασίας της υγείας και της ζωής της εργατικής - λαϊκής πλειοψηφίας και των παιδιών της, δεν μπορούν να συμβιβαστούν με τη λογική του «κόστους - οφέλους» για το εχθρικό για τον λαό κράτος και τους επιχειρηματικούς ομίλους. Το δικαίωμα στη σύγχρονη και ασφαλή σχολική στέγη για όλα τα παιδιά μπορούμε να το επιβάλουμε μόνο με τους αγώνες μας!
Ερώτηση του ΚΚΕ προς την υπουργό Παιδείας
Με προβλήματα στις εγκαταστάσεις και τις κτιριακές υποδομές οι Εστίες |
Οπως επισημαίνεται, έναν χρόνο μετά την ένταξη των πανεπιστημιακών τμημάτων της Καβάλας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, οι μοναδικές αλλαγές που έχουν δει στην καθημερινότητά τους οι φοιτητές μέχρι σήμερα είναι η αλλαγή της ταμπέλας στην είσοδο του Πανεπιστημίου και η επιβολή χαρατσιού ύψους 200 ευρώ για να συνεχίσουν να μένουν στις Εστίες, ή αν θέλουν να πάρουν κάποιο δωμάτιο για πρώτη φορά. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στην Ερώτηση:
«Σήμερα που η ακρίβεια καλπάζει και οι όροι ζωής των λαϊκών οικογενειών γίνονται όλο και πιο δύσκολοι, δεν παίρνεται κανένα μέτρο για τη διευκόλυνση των φοιτητών να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους, πόσο μάλλον να τις ξεκινήσουν, ενώ πάνω από τους μισούς καταλήγουν να δουλεύουν παράλληλα με τις σπουδές τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στον χρόνο που απομένει για την ενασχόλησή τους με το επιστημονικό αντικείμενο.
Για ακόμη μια χρονιά οι φοιτητές που σπουδάζουν στο ΔΠΘ Καβάλας και διαμένουν στις Εστίες βρίσκουν απέναντί τους μια πολιτική όπου για τα κέρδη και για πολεμικούς εξοπλισμούς οι διαδικασίες τρέχουν με ταχύτητες ρεκόρ, ενώ όταν πρόκειται για τους όρους σπουδών τους, για τις ζωές τους, οι διαδικασίες κολλάνε στη γραφειοκρατία, στην εύρεση χρηματοδότησης, στην εύρεση εργολάβου κ.λπ.
Τα δωμάτια που υπάρχουν (240) σε σχέση με τον αριθμό των φοιτητών που σπουδάζουν (3.000!) όχι μόνο είναι απειροελάχιστα, αλλά είναι και σε κακή κατάσταση.
Πιο συγκεκριμένα όσον αφορά τις Εστίες, η διοίκηση του Πανεπιστημίου δεσμεύτηκε πρώτον ότι από τον Ιανουάριο του 2025 θα ξεκινούσαν κάποιες βασικές επιδιορθώσεις, και δεύτερον ότι μέχρι τον Απρίλιο του 2025 θα έχει ξεκινήσει και η ανακαίνιση τους ενός από τα τρία κτίρια. Ο Απρίλιος έχει φτάσει στη μέση, αλλά κανένα από τα δύο έργα δεν έχει ξεκινήσει.
Για την ακρίβεια, όσον αφορά το μικρό κονδύλι για την επιδιόρθωση μικρών βλαβών η αίτηση έχει απορριφθεί δύο φορές από την κυβέρνηση, ενώ τώρα βρισκόμαστε στη φάση όπου έχει κατατεθεί για τρίτη φορά, ενώ όσον αφορά την έναρξη των εργασιών για την ανακαίνιση του κτιρίου της Φοιτητικής Εστίας 3 (Φ3) δεν έχει βρεθεί ακόμη χρηματοδότηση, με αποτέλεσμα και αυτό να καθυστερεί».
Στην Ερώτηση τονίζεται πως οι Φοιτητικές Εστίες, με τα προβλήματα στις εγκαταστάσεις και τις κτιριακές υποδομές, εκτός των άλλων δημιουργούν μια εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση για τη ζωή και την ασφάλεια των φοιτητών. Ειδικότερα:
«Υπάρχουν ψευδοροφές που στάζουν, τα μισά μπάνια είναι μη λειτουργικά, ενώ αυτά που λειτουργούν είναι σε άκρως ανθυγιεινή κατάσταση, με μούχλα και σκουριά στις ντουζιέρες. Οι μονώσεις στα κτίρια είναι ανύπαρκτες, με αποτέλεσμα να περνάει αέρας και νερό όταν βρέχει. Υπάρχουν γυμνά καλώδια στους διαδρόμους, ενώ δεν υπάρχουν καν μέτρα πυρασφάλειας. Επίσης δεν υπάρχει φύλακας, ούτε επαρκής φωτισμός στον χώρο του Πανεπιστημίου γενικότερα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν συχνά άτομα που δεν διαμένουν εντός του χώρου των Εστιών».
«Την ίδια ώρα που συμβαίνουν όλα τα παραπάνω, αποτελεί πρόκληση το γεγονός ότι οι φοιτητές συνεχίζουν να απειλούνται να μείνουν εκτός Εστίας αν δεν πληρώσουν το χαράτσι των 200 ευρώ», σημειώνουν οι βουλευτές του ΚΚΕ Γιάννης Δελής και Λεωνίδας Στολτίδης. Και ρωτούν την υπουργό ποιες άμεσες ενέργειες θα γίνουν:
- Για να συντηρηθούν και να αναβαθμιστούν οι υπάρχουσες Φοιτητικές Εστίες, με αποκλειστική ευθύνη του κράτους, χωρίς ΣΔΙΤ, ώστε να είναι ασφαλείς και σύγχρονες για τη διαμονή των οικότροφων.
- Για να καταργηθεί το απαράδεκτο χαράτσι των 200 ευρώ και η διαμονή στις δημόσιες Φοιτητικές Εστίες να είναι απολύτως δωρεάν.
- Για να ανεγερθούν σύγχρονες και ασφαλείς Εστίες, που να καλύπτουν το σύνολο των φοιτητών και των φοιτητριών, με αποκλειστική ευθύνη του κράτους, χωρίς ΣΔΙΤ.