Πριν λίγες μέρες βγήκε και το πρόγραμμα του 78ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, που θα πραγματοποιηθεί από 13 μέχρι 24 Μάη. Ανάμεσα στους σκηνοθέτες του διαγωνιστικού τμήματος συναντάμε πολλούς γνώριμους, όπως οι Ζαν - Πιερ και Λικ Νταρντέν, ο Γουές Αντερσον, η Κέλι Ράιχαρντ, η Κάρλα Σιμόν, ο Γιοακίμ Τρίερ, ο Τζαφάρ Παναχί και άλλοι, ενώ στις πρεμιέρες συναντάμε τους Φατίχ Ακίν και Ραούλ Πεκ. H Ζιλιέτ Μπινός θα είναι φέτος η πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος, ενώ ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο θα βραβευτεί με τιμητικό Χρυσό Φοίνικα. Η επίσημη αφίσα του Φεστιβάλ είναι εμπνευσμένη από την ταινία του Κλοντ Λελούς «Ενας Αντρας και Μια Γυναίκα», με πρωταγωνιστές τους Ανούκ Αϊμέ και Ζαν Λουί Τρεντινιάν, και δείχνει εκείνη την περίφημη αγκαλιά τους στην ταινία. Περισσότερες πληροφορίες για το Φεστιβάλ θα αναφέρουμε σε επόμενα φύλλα, όμως δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι θα προβληθεί και η ταινία της Σεπιντέ Φαρσί «Put your Soul on your Hand and Walk», με κεντρικό πρόσωπο την 25χρονη Παλαιστίνια φωτορεπόρτερ Φατμά Χασούνα, η οποία σκοτώθηκε από ισραηλινούς βομβαρδισμούς πριν λίγες μέρες...
Στην Ταινιοθήκη από σήμερα μέχρι και τις 27 του μήνα θα πραγματοποιηθεί αφιέρωμα στο έργο του Λάκη Παπαστάθη, με τίτλο «Λάκης Παπαστάθης - Σε πρώτο πλάνο», όπου θα προβληθούν και οι 4 ταινίες μυθοπλασίας του σκηνοθέτη: «Τον Καιρό των Ελλήνων», «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον», «Θεόφιλος» και «Ταξίδι στη Μυτιλήνη». Μαζί, μια επιλογή μικρού μήκους του αξέχαστου δημιουργού και επτά επεισόδια από το θρυλικό «Παρασκήνιο» της ΕΡΤ. Το αφιέρωμα «συνομιλεί» με την έκθεση «Λάκης Παπαστάθης - Αναζητώντας τη χαμένη εικόνα», που συνεχίζεται έως τις 20 Ιούλη στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138), με αφορμή τη συμπλήρωση δύο χρόνων από τον θάνατο του σκηνοθέτη.
Επιπλέον, στον κινηματογράφο «Αστορ», από σήμερα μέχρι και στις 30 Απρίλη η ΕΣΠΕΚ συνδιοργανώνει με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το αφιέρωμα «Φαντάσματα: Μία συναρπαστική εξερεύνηση του αόρατου κόσμου του ελληνικού κινηματογράφου». Το ίδιο πρόγραμμα θα προβληθεί και στη Θεσσαλονίκη, στην αίθουσα «Παύλος Ζάννας» στο «Ολύμπιον», από 8 μέχρι 14 Μάη. Στο πρόγραμμα συμμετέχουν ταινίες των Νίκου Παναγιωτόπουλου, Νίκου Νικολαΐδη, Θόδωρου Αγγελόπουλου, Σταύρου Τορνέ, Τώνιας Μαρκετάκη, Σταύρου Τσιώλη, Γιώργου Πανουσόπουλου, Νίκου Παπατάκη κ.ά.
Καθώς κάνει ποδήλατο στους δρόμους του Παρισιού παραδίδοντας γεύματα, ο Σουλεϊμάν ετοιμάζει την ιστορία που θα διηγηθεί στη συνέντευξη για το αίτημά του για άσυλο, ώστε να παραμείνει στη χώρα. Μόνο που ο Σουλεϊμάν δεν είναι καθόλου έτοιμος γι' αυτήν τη συνέντευξη...
Μια ξεχωριστή ταινία, που καταφέρνει να δείξει τις συνθήκες που βιώνουν πολλοί πρόσφυγες σε μια ρεαλιστική βάση. Σαφώς και δεν είναι όλοι οι πρόσφυγες θύματα πολέμου. Κάποιοι από αυτούς, όπως τόσοι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, ακολούθησαν με πολύ σκληρό τίμημα τον δρόμο του ξενιτεμού για να βρουν πιο ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης και να καταφέρουν να θρέψουν τις οικογένειές τους. Κανείς δεν αφήνει τον τόπο του και δεν περνάει βουνά και ερήμους, ώσπου να μπει σε μια βάρκα όπου δεν ξέρει αν θα καταφέρει να φτάσει σε μια στεριά, αν δεν υπάρχει ανάγκη. Ετσι και ο ήρωάς μας, έχοντας κάνει τη σκληρή αυτή διαδρομή, καταθέτει αίτηση για άσυλο στη Γαλλία. Σε μια Γαλλία όπου δουλεύει με ξένα χαρτιά, αφού δεν μπορεί να έχει δικά του, και τον εκμεταλλεύεται το κύκλωμα των ίδιων των συμπατριωτών του. Σε μια Γαλλία όπου ο διακινητής κρατάει τα έγγραφά του μέχρι να τον πληρώσει, και τον «συμβουλεύει» να πει στην υπηρεσία μια ιστορία που δεν είναι δική του και που την έχει ήδη «πουλήσει» και σε άλλους δέκα δύσμοιρους την ίδια βδομάδα... Ο Σουλεϊμάν σκοτώνεται όλη μέρα στη δουλειά, τρέχει με το ποδήλατό του να κάνει διανομές αντιμετωπίζοντας κάθε συνθήκη, για να πάρει στο τέλος της βδομάδας ψίχουλα, ουσιαστικά όσα του δώσει ο μεσάζοντας, αν του τα δώσει... Τη νύχτα, πάλι, τρέχει να προλάβει το λεωφορείο που τον οδηγεί στον ξενώνα όπου κοιμάται, γιατί αν δεν το προλάβει θα κοιμηθεί στον δρόμο... Ολη τη μέρα επαναλαμβάνει σαν προσευχή την ιστορία του διακινητή, για να καταφέρει να απαντήσει ικανοποιητικά στη συνέντευξη για το άσυλο, μια «προσευχή» που δεν απαντάει σε κανέναν θεό, μια προσευχή που του γεννά μεγαλύτερη ανασφάλεια. Και αν δεν γνωρίζει όλες τις λεπτομέρειες της ιστορίας; Αν η υπηρεσία τον ρωτήσει κάτι που δεν μπορεί να απαντήσει; Η ιστορία του Σουλεϊμάν δεν έχει ούτε καλό ούτε κακό τέλος... Δεν έχει τέλος γιατί δεν έχει αρχή, και η εκμετάλλευση που ζει στέκεται πάνω απ' το κεφάλι του σαν λαιμητόμος από τη στιγμή που άνοιξε τα μάτια του στον κόσμο. Ο Σουλεϊμάν είναι αναλώσιμος και το όνειρό του δεν εξαρτάται από εκείνον και την ιστορία του, εξαρτάται από το άνοιγμα και κλείσιμο της στρόφιγγας για τις μεταναστευτικές ροές ανάλογα με τις ανάγκες του κεφαλαίου. Για τον κάθε Σουλεϊμάν και την κάθε τέτοια ιστορία είναι γνωστές οι αιτίες, είναι γνωστός και ο ένοχος.
Ενας 18χρονος περιπλανιέται στους δρόμους του Σάο Πάολο έχοντας μόλις βγει από το αναμορφωτήριο. Οι γέφυρες επικοινωνίας με τους γονείς του έχουν κοπεί προ πολλού, ενώ του λείπουν τα μέσα για να ξαναχτίσει τη ζωή του. Η συνάντηση με έναν αρκετά μεγαλύτερο άντρα θα του δείξει τον «δρόμο», ο οποίος όμως δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα: Η παθιασμένη σχέση που ανθίζει μεταξύ τους είναι γεμάτη αιχμηρά σημεία.
Η Βραζιλία της πορνείας και των ναρκωτικών ουσιαστικά ντύνεται με αισθησιασμό και το ζωηρό χαμόγελο του πιτσιρικά που πράγματι αντιλαμβάνεται ότι ο δρόμος δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, αλλά τον επιλέγει, λίγο σαν λύση ανάγκης, λίγο σαν παιχνίδι, και λίγο μοιάζει σαν να επιχρυσώνει τα ροδοπέταλα μέσα στην ορμή του για ζωή. Ο σεξουαλικός του προσανατολισμός και η παραβατικότητα τον έχουν απομακρύνει από την οικογενειακή εστία με πολύ άσχημο τρόπο. Η οικογένειά του όχι μόνο τον απορρίπτει, αλλά εξαφανίζεται πριν ακόμα εκείνος βγει από το αναμορφωτήριο. Η σχέση μεταξύ του πιτσιρικά και του μεγαλύτερου άνδρα, που τον εκδίδει και τον χρησιμοποιεί σαν βαποράκι, έχει διακυμάνσεις και ωραιοποιείται, ακόμα και με τρυφερές στιγμές με την οικογένεια του προαγωγού, ενώ ουσιαστικά πρόκειται για μια σχέση καθαρής εκμετάλλευσης. Ο πιτσιρίκας όποιον δρόμο κι αν διαλέξει θα καταλήξει και πάλι στους δρόμους, μαζί με άλλα παιδιά σαν κι αυτόν, φτιάχνοντας μια ιδιότυπη οικογένεια, όπου και πάλι είναι ασαφείς οι τρόποι που βγάζουν τα προς το ζην... Ενώ η σεναριακή ιδέα είναι καλή, το σενάριο έχει προβλήματα, που πηγάζουν κυρίως από την αντίληψη της αποδοχής της πορνείας ως επαγγέλματος και της «λάγνας αθωότητας» με την οποία την περιβάλλει ο σκηνοθέτης. Εχουμε συναντήσει πολλές φορές αυτό το περίβλημα στο ζήτημα της πορνείας. Για τον σύγχρονο κινηματογράφο έχει πλέον γίνει θέσφατο και μάστιγα. Γιατί επιχειρείται ξανά και ξανά η αθώωση της πορνείας; Η ρεαλιστική μυθοπλασία, ποτισμένη με τις φαντασιώσεις του σκηνοθέτη, δεν μας δίνει άρτιο αποτέλεσμα. Ιδιαίτερα σε μια ταινία από τη χώρα με τις φαβέλες, θα περιμέναμε μια πραγματικά δυνατή κοινωνική ιστορία.
Οταν ένας παλιός γνωστός του Κρίστιαν Γουλφ δολοφονείται, αφήνοντας πίσω του ένα αινιγματικό μήνυμα, να «βρουν τον Λογιστή», ο Γουλφ αναγκάζεται να αναλάβει την υπόθεση. Eπιστρατεύει τον αποξενωμένο αδερφό του, Μπραξ, και μαζί βοηθούν την Μέριμπεθ Μεντίνα, μεγαλοστέλεχος του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, να αποκαλύψει μια θανάσιμη συνωμοσία...
Καταλαβαίνουμε από την υπόθεση ότι δεν πρόκειται για κάνα αριστούργημα, αλλά ας πούμε μια κουβέντα. Οπως σχεδόν σε κάθε σίκουελ, πρέπει να θυμάται κανείς την πρώτη ταινία, διότι εδώ δεν ξεδιπλώνεται εκ νέου η ιστορία του Γουλφ και πρέπει να θυμηθούμε ποιος είναι. Η πρώτη ταινία έχει πολύ καλύτερο σενάριο σαν ταινία δράσης, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν αξίζει την προσοχή μας ούτε για ποπ κορν. Αυτό που πραγματικά προκαλεί εντύπωση είναι το πώς αντιμετωπίζεται ένας άνθρωπος με σύνδρομο Ασπεργκερ από το Χόλιγουντ στη σειρά ταινιών. Ενας άνθρωπος με ειδικές ικανότητες βοηθάει εγκληματίες να ξεπλύνουν μαύρο χρήμα και υστέρα η κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας το ταλέντο του, τον χρησιμοποιεί ώστε να «διαλύσει» μια σπείρα εγκληματιών, με την απαραίτητη βία κ.λπ. Αν θυμηθούμε δε την πατρική διαπαιδαγώγηση και φροντίδα στην πρώτη ταινία... Μιλάμε για τερατώδεις καταστάσεις. Θα λέγαμε ότι μοιάζει σαν να εργαλειοποιείται η εύθραυστη κατάσταση ενός ανθρώπου για τις ανάγκες των ταμείων. Θα πει κανείς, από μια ταινία περιμένουμε να καταλάβουμε τη σαπίλα; Οχι βέβαια, αλλά λίγη ευαισθησία να έχει κανείς, τουλάχιστον ενοχλείται από αυτές τις «αξίες»...