ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Αυγούστου 2001
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΤΟΥ ΚΙΟΤΟ - ΣΥΝΟΔΟΣ ΣΤΗ ΒΟΝΝΗ
Μια δεύτερη αποκαλυπτική «ανάγνωση»

Μπους και Σρέντερ στο γνωστό σκηνικό του οβάλ γραφείου στο Λευκό Οίκο, ενώ, υποτίθεται, συσκέπτονται για το περιβάλλον...

Associated Press

Μπους και Σρέντερ στο γνωστό σκηνικό του οβάλ γραφείου στο Λευκό Οίκο, ενώ, υποτίθεται, συσκέπτονται για το περιβάλλον...
Εληξε πανηγυρικά, μετά από πολλές ημέρες αβεβαιότητας και διαρκών διαβουλεύσεων, η διεθνής διάσκεψη για τις κλιματολογικές αλλαγές στη Βόννη, στα τέλη του Ιούλη. Η Σύνοδος, που για πολλούς αποτελούσε την τελευταία ευκαιρία «ζωής» για το Πρωτόκολλο του Κιότο, επισήμως πέτυχε το σκοπό της, αφού 179 χώρες, με εξαίρεση τις ΗΠΑ, δεσμεύτηκαν για την εφαρμογή του. Για πολλούς αυτό ήταν ένα πρώτο βήμα - ανεπαρκές για την αντιμετώπιση του προβλήματος των κλιματολογικών αλλαγών, αλλά επαρκές ως αρχή. Οπως τονίζουν χαρακτηριστικά ορισμένες περιβαλλοντολογικές οργανώσεις, πχ η «Greenpeace», το Πρωτόκολλο αποτελεί το μοναδικό εργαλείο, αλλά και νομικό πλαίσιο, προς στιγμήν παγκοσμίως, με το οποίο μπορεί κανείς να προχωρήσει έστω και σε ένα στοιχειώδη έλεγχο των εκπομπών των επιζήμιων αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου.

Εντούτοις, υπάρχει και άλλη άποψη. Αυτή που υποστηρίζει ότι το κείμενο, που τελικά εγκρίθηκε στη Σύνοδο της Βόννης, έχει υποστεί τέτοιες μετατροπές, που αν το αρχικό Πρωτόκολλο του Κιότο ήταν ανεπαρκές, το κείμενο της Βόννης μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως «απάτη». Ιδρύματα και οργανώσεις που ασχολούνται με το περιβάλλον, όπως είναι το Worldwatch Institute, η Christian Aid και η μη κυβερνητική οργάνωση «One World» τονίζουν ότι δύο είναι τα βασικά ζητήματα που θα πρέπει να αντιμετωπίσει η διεθνής κοινότητα, αν επιθυμεί πραγματικά να σταματήσει την καταστροφική, περιβαλλοντολογικά, πορεία του πλανήτη: η περιβαλλοντολογική δικαιοσύνη και το εμπόριο ρύπανσης. Κανένα, όμως, από τα δύο δεν αντιμετωπίζεται μέσα στο τελικό κείμενο της Συνόδου της Βόννης.

Τι είναι και πώς έγινε, τελικά, το Πρωτόκολλο του Κιότο

Το Πρωτόκολλο του Κιότο χρειάστηκε, σχεδόν, δέκα χρόνια για να πάρει σάρκα και οστά, έστω και τυπικά. Είχε πρωτοσυζητηθεί και υπογραφεί στη διάσκεψη του Ρίο ντε Τζανέιρο, το 1992, ως Σύμβαση - Πλαίσιο για τις Κλιματικές Αλλαγές, που στόχευε στη «σταθεροποίηση των συγκεντρώσεων των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, σε επίπεδα τέτοια ώστε να προληφθούν επικίνδυνες επιπτώσεις στο κλίμα από τις ανθρώπινες δραστηριότητες». Εμπλουτίστηκε και με ένα νομικό πλαίσιο εφαρμογής των συγκεκριμένων μέτρων, το 1997, στη Σύνοδο του Κιότο. Κεντρικός άξονας των αποφάσεων που λήφτηκαν στο Κιότο ήταν οι δεσμεύσεις που αναλάμβαναν (σε νομικό επίπεδο) οι βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες, να μειώσουν τις εκπομπές 6 αερίων του θερμοκηπίου κατά 5,2% μέχρι την περίοδο 2008 - 2012 σε σχέση (αυτό είναι αρκετά ενδεικτικό των «αγαθών προθέσεων») με τα ποσοστά εκπομπής των επικίνδυνων αυτών αερίων το 1990!

Από τις διαδηλώσεις που έγιναν στη Βόννη κατά την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής

Associated Press

Από τις διαδηλώσεις που έγιναν στη Βόννη κατά την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής
Με βάση τις τελευταίες επιστημονικές εκτιμήσεις, η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη μέχρι το 2050, κατά τα σημερινά δεδομένα και χωρίς παρεμβάσεις, πιθανότατα θα ξεπεράσει τους 2 βαθμούς C. Ακόμη και αν εφαρμοζόταν πλήρως, άμεσα και από όλους το Πρωτόκολλο του Κιότο, τα αποτελέσματα δε θα ήταν θεαματικά ή οριστικά. Συγκεκριμένα, η αύξηση της θερμοκρασίας θα περιοριζόταν στους 0,06ο C, με τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις. Πόσο μάλλον, τώρα, που η εφαρμογή του και η συμμετοχή όλων δεν έχει εξασφαλιστεί.

Για να λάβει τη μορφή δεσμευτικού διεθνούς νόμου (άλλωστε αν δε γίνει κάτι τέτοιο δεν έχει νόημα η όλη προσπάθεια), το Πρωτόκολλο θα πρέπει να ψηφιστεί από, τουλάχιστον, 55 χώρες, οι οποίες να παρουσιάζουν ποσοστό ίσο του 55% στο σύνολο των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (του κύριου αερίου δημιουργίας του φαινομένου του θερμοκηπίου). Στο περιθώριο των πανηγυρισμών, λοιπόν, για την επιτυχία της υπογραφής του «ανανεωμένου» Πρωτοκόλλου του Κιότο, στη Βόννη, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το κείμενο θα πρέπει να εγκριθεί από τα κοινοβούλια των χωρών που το υπέγραψαν και να επανέλθει προς συζήτηση. Στην καλύτερη περίπτωση θα κατοχυρωθεί, οριστικά, ως διεθνής νομοθεσία στις αρχές Νοέμβρη, κατά τη διάρκεια της νέας Συνόδου για το κλίμα, στο Μαρακές του Μαρόκου. Στο Μαρακές θα συζητηθεί και το πλέον επίμαχο άρθρο της συμφωνίας, αυτό που θα προβλέπει τις κυρώσεις για όσους δε συμμορφώνονται με το Πρωτόκολλο.

Ηδη, πάντως, οι προοπτικές εφαρμογής του δε μοιάζουν ευοίωνες. Χαρακτηριστικές, ίσως, ήταν οι δηλώσεις της συντονίστριας της οργάνωσης «Environmental Protection Agency», Κριστίν Τοντ - Γουίτμαν: «Ακόμη και αυτός ο μειωμένος στόχος που θέτει το Πρωτόκολλο του Κιότο μετά τις συνομιλίες στη Βόννη, πολύ δύσκολα θα τεθεί σε εφαρμογή. Το πιο πιθανό είναι ότι θα τεθεί στις καλένδες και ενώ η θερμοκρασία του πλανήτη θα αυξάνεται με καταστροφικούς, για όλους, συνέπειες, οι συζητήσεις για το πώς θα εφαρμοστούν τα μέτρα αντιμετώπισης της κατάστασης, θα συνεχίζονται».

Το εμπόριο ρύπανσης

Οπως χαρακτηριστικά τόνιζαν Αμερικανοί αξιωματούχοι, ακόμη και από τη σύνοδο του Κιότο το 1997, «δεν μπορεί η διαδικασία αντιμετώπισης της καταστροφής του περιβάλλοντος να παραμείνει, εντελώς, εκτός των νόμων και του πλαισίου της αγοράς». Μερίμνησαν, λοιπόν, (φυσικά όχι μόνο οι ΗΠΑ), να εμπεριέχονται στο αρχικό κείμενο που συμφωνήθηκε στο Κιότο αρκετά περιθώρια ελιγμών και κινήσεων, ιδιαίτερα για όσους ευθύνονται περισσότερο για τη δημιουργία του φαινομένου του θερμοκηπίου. Αλλωστε, είναι ξεκάθαρο ακόμη και στις δηλώσεις των πιο «ήπιων» περιβαλλοντολογικών οργανώσεων, ότι όταν αναφέρεται το όνομα μιας χώρας, ουσιαστικά εννοούνται οι επιχειρήσεις και οι βιομηχανίες, των οποίων τα συμφέροντα εκπροσωπεί η συγκεκριμένη χώρα.

Το πρώτο «δείγμα» αυτής της αντίληψης είναι η εισαγωγή και υιοθέτηση του όρου, αλλά και της πρακτικής του «εμπορίου ρύπανσης». Σύμφωνα με αυτό, μία χώρα που έχει πετύχει τους στόχους του Πρωτοκόλλου (ή που δε χρειάστηκε να προσπαθήσει καθόλου, αφού δεν είχε τέτοια βιομηχανική ανάπτυξη που να επιβαρύνει την ατμόσφαιρα, όπως πχ η Ρωσία, ιδιαίτερα στα τέλη της δεκαετίας του '90, εξαιτίας της έντονης αποβιομηχανοποίησης), μπορεί να «πουλήσει» τον καθαρό της αέρα σε κάποια άλλη χώρα που συνεχίζει να μολύνει. Το «εμπόριο» αυτό ισχύει μόνο για βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες, και μπορεί στη μεν χώρα που «πουλά» την προσφορά της στην καταπολέμηση του φαινομένου του θερμοκηπίου να αποφέρει πολλά χρήματα, στην άλλη, που αγοράζει, προσφέρει ένα σχετικά ικανοποιητικό «ισοζύγιο άνθρακα», ώστε να μην της επιβληθούν κυρώσεις για την ελλιπή προσπάθεια που κατέβαλε να περιορίσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και των υπολοίπων βλαβερών αερίων.

Μάλιστα, είχε οριστεί και μια πρώτη ενδεικτική τιμή αγοραπωλησίας του (θεωρητικού πάντα, και μόνο στα χαρτιά) τόνου άνθρακα στα 30 δολάρια. Η απουσία των ΗΠΑ, όμως, από την τελική συμφωνία στη Βόννη, οδηγεί αναπόφευκτα σε μείωση της τιμής, αφού αναμενόταν να είναι ο μεγαλύτερος αγοραστής «πόντων άνθρακα»!

Η λογική της αγοράς, όμως, δεν έχει διεισδύσει μόνο σε αυτό το σημείο. Στο κείμενο του 1997, προβλέπεται, επίσης, ότι η χώρα που με τις δράσεις της ενισχύει τη δέσμευση διοξειδίου του άνθρακα, θα αμείβεται. Οση ποσότητα άνθρακα δεσμεύει μέσα από τη δράση της, τόση ποσότητα άνθρακα θα αφαιρείται από το «ισοζύγιο άνθρακά» της, ώστε να ισοσκελίζονται τυχόν διαφορές. Οταν το κείμενο αναφέρεται σε δράσεις, διευκρινίζεται ότι, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, φαίνεται ότι το όλο ζήτημα αφορά τα δάση, που αποδεικνύεται ότι είναι οι «σημαντικότεροι και μεγαλύτεροι εξολοθρευτές του διοξειδίου του άνθρακα».

Με τη χρήση, λοιπόν, αυτής της ευνοϊκής διάταξης, μια χώρα που ευθύνεται για μεγάλα ποσοστά μόλυνσης, μπορεί να «ισοσκελίσει το ισοζύγιο άνθρακά της», χρηματοδοτώντας και διευκολύνοντας τη δημιουργία ενός τεχνητού δάσους, είτε στο έδαφός της είτε σε κάποια άλλη χώρα. Ως «δυσκολία» στην εφαρμογή της συγκεκριμένης ανταλλαγής αναφέρεται η αδυναμία ακριβούς μέτρησης για την ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα που δεσμεύει ένα δάσος, έτσι ώστε να γίνει η «προσθαφαίρεση».

Τέλος, προβλέπεται και άλλος ένας τρόπος ελιγμού για όσες χώρες ευθύνονται, κυρίως, για το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Με δεδομένη την προσπάθεια που γίνεται οι αναπτυσσόμενες χώρες να επιλέξουν μορφές παραγωγής ενέργειας που είναι φιλικές προς το περιβάλλον (υδροηλεκτρική, αιολική, ηλιακή κ.ά.), οι ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες μπορούν να κερδίσουν «πόντους άνθρακα», όταν χρηματοδοτήσουν (ή επενδύσουν), σε μονάδες παραγωγής τέτοιου είδους ενέργειας σε κάποια αναπτυσσόμενη χώρα. Με τον τρόπο αυτό κερδίζουν διττά: και από την αποτροπή της επιβολής προστίμου στις ίδιες επειδή δε μείωσαν τις εκπομπές επικίνδυνων αερίων και από τα κέρδη που θα αποφέρουν οι επενδύσεις.

Με δεδομένα όλα αυτά τα «παραθυράκια», είναι φυσικό να αναρωτιέται κανείς αν ο πραγματικός στόχος του Πρωτοκόλλου του Κιότο ήταν η αντιμετώπιση του απειλητικού φαινομένου του θερμοκηπίου ή η παροχή κάποιας νομικής κάλυψης και αρκετών άλλοθι στους βασικούς ρυπαντές και στα συμφέροντα που εκπροσωπούν, ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν την καταστροφική τους δραστηριότητα χωρίς συνέπειες, επιλέγοντας, απλώς, ορισμένες «προσθαφαιρέσεις» και ρίχνοντας στάχτη στα μάτια της κοινής γνώμης. Αλλωστε, τα κέρδη τους είναι μεσοπρόθεσμα, ενώ οι συνέπειες για τις χώρες που γίνονται οι επενδύσεις, και κατ' επέκταση για τον κόσμο ολόκληρο, μακροπρόθεσμα.

Ποια περιβαλλοντολογική δικαιοσύνη;

Οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν το 4,5% του παγκόσμιου πληθυσμού, όμως οι βιομηχανίες της εκλύουν το 22% της παγκόσμιας παραγωγής επικίνδυνων αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Την ίδια στιγμή, το 17% του παγκόσμιου πληθυσμού κατοικεί στην Ινδία, η οποία, όμως, ευθύνεται μόλις για το 4,2% των παγκόσμιων εκλύσεων αερίων του θερμοκηπίου. Στη Βρετανία, υπολογίζεται ότι εκλύονται 9,5 τόνοι διοξειδίου του άνθρακα ανά άτομο, το χρόνο, ενώ στην Ονδούρα η αναλογία αυτή μειώνεται σε 0,7 τόνους ανά άτομο. Το σύνολο των φτωχότερων χωρών του πλανήτη δεν εκλύει παρά 0,4% των παγκόσμιων εκλύσεων διοξειδίου του άνθρακα, ενώ αντίθετα, οι χώρες που συμμετέχουν στην «G7», δηλαδή οι πιο ανεπτυγμένες βιομηχανικά και ισχυρότερες οικονομικά χώρες, εκτιμάται ότι ευθύνονται για το 45% των παγκόσμιων εκλύσεων διοξειδίου του άνθρακα.

Τα στοιχεία αυτά είναι επιλεκτικά και αποκαλυπτικά. Είναι ξεκάθαρο, όπως υπογραμμίζει σειρά μη κυβερνητικών οργανώσεων και περιβαλλοντολογικών ιδρυμάτων, ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν έχουν καμία ευθύνη, τουλάχιστον τα τελευταία 150 χρόνια, για τη μόλυνση του περιβάλλοντος και συγκεκριμένα για τη δημιουργία των συνθηκών που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, δεν είναι απλώς άδικο, αλλά εντελώς παράλογο να μοιράζονται οι ευθύνες, έστω και κατ' αναλογία, σε παγκόσμιο επίπεδο, και να μην εστιάζονται στους αποκλειστικούς ρυπαντές: στις ανεπτυγμένες χώρες, είτε πρόκειται για βιομηχανίες που φιλοξενούνται στο έδαφός τους, είτε για βιομηχανίες δικών τους συμφερόντων που δραστηριοποιούνται, προκειμένου να αντιμετωπίσουν λιγότερες αντιδράσεις και χαλαρότερες περιβαλλοντολογικές νομοθεσίες, σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, όπως πχ η πετρελαϊκή BP και η Shell στη Νιγηρία, με αντίτιμο τη στήριξη δικτατοριών, αυταρχικών καθεστώτων και κάθε είδους καταπιεστικών μηχανισμών.

Με βάση μελέτες και εκτιμήσεις μη κυβερνητικών οργανώσεων, όπως είναι η Christian Aid ή το Worldwatch Institute, οι καταστροφές, όλων των μορφών (θεομηνίες που εντάθηκαν εξαιτίας του φαινομένου του θερμοκηπίου, υπερεκμετάλλευση του φυσικού τους πλούτου, ανάπτυξη, χωρίς όρια, βιομηχανικών μονάδων ξένων συμφερόντων που ρυπαίνουν ανεπανόρθωτα το περιβάλλον) που έχει υποστεί ο Τρίτος Κόσμος, εξαιτίας της αλόγιστης ανάπτυξης και της έκλυσης διοξειδίου του άνθρακα μόνο από χώρες - μέλη της «G7», αν εκτιμηθεί σε χρήματα, αγγίζει τα 13 τρισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο!

Την ίδια στιγμή, τονίζεται, οι πιο χρεωμένες φτωχές χώρες χρωστούν, συνολικά (στις χώρες της «G7»), περίπου, 200 δισεκατομμύρια δολάρια, με τόκους που φθάνουν, ανά χρόνο, ακόμη και τα 612 δισεκατομμύρια δολάρια. Η Christian Aid καταλήγει ότι όσους υπολογισμούς και αν κάνει κανείς, ο ανεπτυγμένος κόσμος «χρωστά» στις υπερχρεωμένες χώρες του Τρίτου Κόσμου για τις ζημίες που τους προκαλεί, τουλάχιστον 600 δισεκατομμύρια δολάρια. Φυσικά, αυτός ο «ανάποδος» υπολογισμός δεν έχει ποτέ ληφθεί υπόψη από τους ιθύνοντες, για τη λήψη καίριων αποφάσεων.

Το μεγάλο θύμα

Από τα στοιχεία, επίσης, προκύπτει ότι το μεγάλο θύμα των περιβαλλοντολογικών αλλαγών είναι, ακριβώς, ο Τρίτος Κόσμος. Οι αναπτυσσόμενες χώρες στερούνται υποδομών, βρίσκονται σε ζώνες «υψίστου κινδύνου» όσον αφορά στα ακραία καιρικά φαινόμενα, δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αντεπεξέλθουν στις φυσικές καταστροφές ή να λάβουν προληπτικά μέτρα για να τις αντιμετωπίσουν. Οσο, μάλιστα, περνά ο καιρός οι επενδύσεις και οι επιχειρηματικές δραστηριότητες βιομηχανιών των αναπτυγμένων χωρών επεκτείνονται στο έδαφός τους, υπό την παντελή έλλειψη μέτρων προστασίας του περιβάλλοντός τους, η θέση τους γίνεται ακόμη δυσχερέστερη.

Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει πρόσφατη μελέτη του Worldwatch Institute, η «ιδιωτική πρωτοβουλία», προερχόμενη κυρίως από χώρες της «G7», επένδυσε, μόνο το 1996 σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, 244 δισεκατομμύρια δολάρια σε αναπτυσσόμενες χώρες, ποσό εξαπλάσιο της ετήσιας βοήθειας που χορηγείται από τη διεθνή κοινότητα προς αυτές. Συνολικά, την τελευταία δεκαετία εκτιμάται ότι οι επενδύσεις, κυρίως, σε «περιβαλλοντολογικά επιβαρυμένες δραστηριότητες» που έγιναν σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, αγγίζουν το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι ιδιωτικές εταιρίες που προωθούν την καταστροφή του Αμαζονίου στη Βραζιλία ή οι επενδύσεις που έγιναν σε ενεργειακές μονάδες βασισμένες στην καύση του άνθρακα στην Κίνα. Αλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι ο κύριος όγκος των επενδύσεων αυτών αφορά βιομηχανίες κατασκευής μπαταριών, πετρελαϊκές εγκαταστάσεις, μονάδες χημικής επεξεργασίας ή κατασκευής υπολογιστών, δραστηριότητες, δηλαδή, που είναι γνωστό ότι επιβαρύνουν τα μέγιστα το περιβάλλον. «Στόχος» των επενδύσεων είναι οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, της Κεντρικής Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, στα Δάση της Βροχής - με τις Βραζιλία, Καμπότζη, ΛΔ Κονγκό, Δημοκρατία του Κονγκό, Γουιάνα, Νικαράγουα, Παπούα Νέα Γουινέα, Νησιά του Σολομώντα και Σουρινάμ να καταλαμβάνουν τη «μερίδα του λέοντος» στις «προτιμήσεις» των ξένων επενδυτών.

«Ο Τρίτος Κόσμος είναι έρμαιο των επιχειρήσεων των ανεπτυγμένων χωρών» εκτιμά η οργάνωση «One World», υπογραμμίζοντας ότι στην προσπάθειά τους να αντεπεξέλθουν στα χρέη τους, οι αναπτυσσόμενες χώρες αποδέχονται, άνευ όρων και ορίων, κάθε πρόταση επένδυσης ακόμη και αν είναι ξεκάθαρο, εξαρχής, ότι είναι καταστροφική για το περιβάλλον τους. Ο φαύλος κύκλος της εκμετάλλευσης είναι ασφυκτικά στενός και τα θύματά του αμέτρητα στις φτωχότερες χώρες. Οσο για το περιβάλλον, το κόστος είναι ανυπολόγιστο.

Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι προαναφερόμενες οργανώσεις αναφέρουν την περίπτωση της Μοζαμβίκης, όταν το Φλεβάρη του 2000 δέχτηκε το πλήγμα ενός καταστροφικού κυκλώνα και πλημμυρών. Η κυβέρνησή της εκλιπαρούσε για διαγραφή των χρεών της, προκειμένου να περισώσει ορισμένα χρήματα για την ανοικοδόμηση της χώρας, αλλά το αίτημά της δεν έγινε δεκτό. Αντίθετα, προτάθηκε η πραγματοποίηση νέων επενδύσεων, τέτοιου χαρακτήρα που πιθανότατα θα επισπεύσουν και θα μεγιστοποιήσουν ένα νέο περιβαλλοντολογικό πλήγμα.

Ενα άλλο παράδειγμα είναι το καταστροφικό πέρασμα του τυφώνα Μιτς, από την Κεντρική Αμερική, το 1998. Ο ΟΗΕ εκτιμά ότι η καταστροφή που επέφερε στις κεντροαμερικανικές χώρες ήταν τόσο μεγάλη, που έφερε ολόκληρη την περιοχή 20 χρόνια πίσω. Το θέμα του χρέους προς τις ανεπτυγμένες χώρες επανήλθε στο προσκήνιο με δεδομένο το ότι οι δύο, περισσότερο, πληγείσες χώρες, η Νικαράγουα και η Ονδούρα, οφείλουν να πληρώνουν για να ξεχρεωθούν 200 εκατομμύρια δολάρια την ημέρα. Το μέγεθος της καταστροφής και η πίεση της διεθνούς κοινής γνώμης οδήγησε στην «εκπληκτική υποχώρηση» της επιβολής ενός μορατόριουμ, για λίγο καιρό, στις πληρωμές των χρεών για περιοχές που έχουν υποστεί μεγάλες φυσικές καταστροφές ή ταλανίζονται από ένοπλες συγκρούσεις.

Η επικαιρότητα των «απαισιόδοξων»

Το μέλλον που έχουν διαμορφώσει, μέσα από τις υπερχρεώσεις και τις επενδύσεις τους, στον Τρίτο Κόσμο οι ανεπτυγμένες χώρες είναι ξεκάθαρο ότι δεν είναι ευοίωνο. Η επίμονη απόρριψη της παραγραφής των χρεών, αλλά και η διαρκώς αυξανόμενη εισροή κεφαλαίων, την τελευταία δεκαετία, υπό τη μορφή επενδύσεων στις αναπτυσσόμενες χώρες σε μορφές επιχειρηματικής δραστηριότητας, που κάθε άλλο παρά βοηθούν το εύθραυστο περιβάλλον τους, καθιστά σαφές ακόμη και για τους πιο εύπιστους ότι η αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής καταστροφής και του φαινομένου του θερμοκηπίου δεν είναι θέμα αποκομμένο από τις πολιτικές και οικονομικές επιλογές των κυβερνήσεων των ισχυρών χωρών εντός των πλαισίων του υπάρχοντος συστήματος.

Αν σε όλα αυτά, συνυπολογίσει κανείς τα «κόλπα ελεύθερης αγοράς» καθαρού αέρα και το γεγονός ότι στη συνθήκη της Βόννης, απείχαν οι ΗΠΑ και οι Αυστραλία, Ιαπωνία, Ρωσία και Καναδάς, πέτυχαν ευνοϊκές, για τα συμφέροντά τους, ρυθμίσεις, με σημαντικότερη όλων τη μείωση του αναγκαίου ποσοστού μείωσης των εκπομπών αερίων για την Ιαπωνία και τον Καναδά, κυρίως, σε 1,8% από 5,2% σε σχέση με τα ποσοστά του 1990, τότε γίνεται αντιληπτό ότι μάλλον η πλάστιγγα των εκτιμήσεων γέρνει προς τους «απαισιόδοξους» για τα αποτελέσματα της εφαρμογής του Πρωτοκόλλου. Η εκτίμηση της οργάνωσης «One World» ότι «όσο οι οικονομικές και πολιτικές επιλογές των ισχυρών χωρών παραμένουν προσανατολισμένες στη λογική του μεγαλύτερου κέρδους και ευθυγραμμισμένες με τα συμφέροντα των επιχειρήσεών τους σε όλο τον κόσμο, η επίτευξη μιας ουσιαστικής συμφωνίας αντιμετώπισης του φαινομένου του θερμοκηπίου μοιάζει αδύνατη» είναι, μάλλον, αυτή που πλησιάζει περισσότερο τη (ζοφερή) πραγματικότητα.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ