Στις 6 Αυγούστου και στα 89 του χρόνια «έφυγε» από τη ζωή ο μεγαλύτερος συγγραφέας της Βραζιλίας και ένας από τους σημαντικότερους παγκοσμίως, ο Χόρχε Αμάντο
Σε κάθε περίπτωση, ο Αμάντο, άφησε την τελευταία του πνοή στις 6 Αυγούστου 2001, στα 89 του χρόνια, αφήνοντας πίσω του ένα έργο που αποτελείται από 40 τίτλους και μια ζωή, κάθε άλλο παρά αυτό που θα ονομάζαμε «βαρετή». Παράλληλα, μέσα από αυτό το έργο, γνώρισε σε όλον τον κόσμο την άλλη Βραζιλία, αυτήν του «εκρηκτικού κοκτέιλ», που συνιστούν οι πλούσιες λαϊκές παραδόσεις της, «ζυμωμένες» με την ανέχεια και τον καθημερινό αγώνα για επιβίωση.
Η Μπάια ήταν και εξακολουθεί να αποτελεί ένα πολιτισμικό «κοκτέιλ», η περιοχή όπου λατρεύονται συγχρόνως οι χριστιανοί άγιοι και οι αφρικανικοί θεοί, ενώ είναι από τα σημαντικότερα οικονομικά κέντρα της χώρας. Στην ακτή της έδεσαν οι πρώτες αποικιοκρατικές, πορτογαλικές γαλέρες και εκεί δημιουργήθηκε η πρώτη πρωτεύουσα της χώρας, το Σαλβαντόρ, στο νοσοκομείο του οποίου, αιώνες αργότερα, θα πέθαινε ο Αμάντο. Εκεί θα γινόταν και η απαρχή της μείξης των φυλών που είχαν σαν αποτέλεσμα τα σημερινά εξωτερικά χαρακτηριστικά του βραζιλιάνικου πληθυσμού, αλλά και, το σημαντικότερο, την εκρηκτική μείξη των διαφορετικών πολιτισμών. Η Μπάια ήταν πάντα το «κλειδί» της οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης της χώρας. Εκτός από τον Αμάντο, η επαρχία πρόσφερε και άλλα πνευματικά της «τέκνα» στην τέχνη της Βραζιλίας.
Ο Αμάντο, όμως, δε θα αρκεστεί στο να περιγράφει τη σκληρή ζωή της φτωχολογιάς και να παίρνει θέση μόνο μέσα από τα γραπτά του. Οντας μέλος του ΚΚΒ θα συμμετάσχει στην «Εθνικοαπελευθερωτική Συμμαχία» (η οποία καθοδηγούνταν από το ΚΚΒ), γεγονός που θα είναι αρκετό για να φυλακιστεί με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Βάργκας. Το 1941 αυτοεξορίζεται, ενώ συνεχίζει τη συγγραφική του δραστηριότητα. Γράφει τη βιογραφία του ποιητή και ηγέτη του ΚΚΒ, Α. Κάστρο Αλβις, καθώς και τα βιβλία «Χωράφια χωρίς σύνορα» (1943) και «Πόλη Ιλιέους» (1944). Αυτή τη φορά, το θέμα που τον απασχολεί σε αυτά τα βιβλία είναι ο αιματηρός αγώνας ανάμεσα στους ιδιοκτήτες φυτειών και τους καπιταλιστές, το αναπόφευκτο πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, το οποίο προαναγγέλλει και το ξεπέρασμα του τελευταίου. Το 1945 επιστρέφει στη Βραζιλία και εκλέγεται βουλευτής του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το 1946, με αυτήν την ιδιότητα, ο Αμάντο θα συνυπογράψει το 4ο Βραζιλιάνικο Σύνταγμα. Την ίδια χρονιά δημοσιεύει και το μυθιστόρημά του «Κόκκινα φιντάνια», το οποίο αποτελεί μια παραστατική απόδοση της επαναστατικότητας της βραζιλιάνικης αγροτιάς. Παράλληλα, με το έργο αυτό, ο συγγραφέας δείχνει να εντρυφεί περισσότερο στη μέθοδο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Το 1948, ωστόσο, θα αυτοεξοριστεί εκ νέου. Πηγαίνει στο Παρίσι όπου γνωρίζει τον Σαρτρ, τον Αραγκόν και τον Πικάσο, μεταξύ άλλων. Το 1950 θα πάει στο Κάστρο της Ενωσης Λογοτεχνών της Τσεχοσλοβακίας, όπου θα γράψει την ωδή «Ο κόσμος και η ειρήνη». Στην Τσεχοσλοβακία θα ζήσει έως το 1952, συμμετέχοντας, παράλληλα, στο παγκόσμιο φιλειρηνικό κίνημα, μέσω της παγκόσμιας οργάνωσης «Οπαδοί της Ειρήνης». Αυτός ο αγώνας του θα τιμηθεί το 1951 με τη βράβευσή του με το Βραβείο Λένιν «για την εδραίωση της ειρήνης ανάμεσα στους λαούς». Το 1952 θα εκδώσει το μυθιστόρημα, «Το υπόγειο της Λευτεριάς», με το οποίο θα απεικονίσει τους κοινωνικούς αγώνες στη Βραζιλία, κατά την περίοδο από το 1937 έως το 1941. Στο μυθιστόρημα αυτό γίνεται ακόμη πιο εμφανής η αντιπαράθεση μεταξύ του κόσμου των υψηλών ιδεών και αισθημάτων, του ηρωισμού των απλών ανθρώπων της Βραζιλίας και του κόσμου της απληστίας, του κέρδους και της βίας. Αναδεικνύεται επίσης ο καθοδηγητικός ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Βραζιλίας σε αυτόν τον αγώνα.
Την ίδια δεκαετία θα εκδοθεί και η πιο γνωστή - στην Ελλάδα τουλάχιστον - μυθιστορηματική τριλογία του, με την οποία θα απεικονίσει την ιστορία του επαναστατικού κινήματος της Βραζιλίας από τις αρχές του 20ού αι. Η τριλογία αποτελείται από τα βιβλία: «Σκληροί καιροί», «Νύχτες αγωνίας» και «Φως στο σκοτάδι». Ακολουθούν τα μυθιστορήματα «Γαβριέλα, γαρίφαλο και κανέλα» (1958) και «Η Ντόνα Φλορ και οι δύο άντρες της» (1966). Σε αυτά τα μυθιστορήματα, καθώς και στις συλλογές διηγημάτων «Οι θαλασσόλυκοι» (1961) και «Οι βοσκοί της νύχτας» (1964) θα χρησιμοποιήσει παραδοσιακά στοιχεία για να εκφράσει τις ιδιομορφίες του φιλελεύθερου εθνικού χαρακτήρα. Το βιβλίο «Η Ντόνα Φλορ και οι δύο άντρες της» μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο το 1976, από τον σκηνοθέτη, Μπρούνο Μπαρέτο, ο οποίος, με αυτήν την ταινία, δημιούργησε μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες του βραζιλιάνικου κινηματογράφου και μία από τις γνωστότερες ταινίες της χώρας του στο εξωτερικό. Πρωταγωνίστρια ήταν η ηθοποιός, Σόνια Μπράγκα. Ομως και άλλα έργα του από αυτήν την περίοδο θα μεταφερθούν στη μεγάλη ή στη μικρή οθόνη, με τη μορφή ταινιών ή τηλεοπτικών σειρών. Το 1961 γίνεται μέλος της Ακαδημίας της Βραζιλίας, ενώ ήταν μέλος και του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης. Ηταν παντρεμένος με την επίσης συγγραφέα Ζέλια Ζετάι και πατέρας δύο παιδιών.
Η υγεία του τον είχε ταλαιπωρήσει πολύ την τελευταία δεκαετία. Το 1993 είχε υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου και από το 1996 έφερε βηματοδότη στην καρδιά. Τους τελευταίους μήνες είχε νοσηλευτεί πολλές φορές, ενώ τον Ιούνιο νοσηλεύτηκε για μακρύ χρονικό διάστημα. Κύρια αιτία ήταν ο διαβήτης από τον οποίο έπασχε και του είχε δημιουργήσει επιπλοκές στη νεφρική και την αναπνευστική λειτουργία. Λόγω της ταλαιπωρημένης υγείας του, ο συγγραφέας δεν έβγαινε από το σπίτι του, ενώ είχε χάσει το 80% από την όρασή του. Στις 10 Αυγούστου θα γιόρταζε τα 89α γενέθλιά του, αλλά η καρδιά του δεν άντεξε και ο συγγραφέας ξεψύχησε σε νοσοκομείο του Σαλβαντόρ ντι Μπάια. Της επαρχίας στην οποία γεννήθηκε και η οποία έγινε παγκόσμια γνωστή μέσα από το έργο του.