Βεβαίως οι διακρατικές ρυθμίσεις δεν είναι καινούριο φαινόμενο. Ούτε οι διακρατικοί ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, o ΟΟΣΑ. Το ίδιο και οι περιφερειακές Ενώσεις, όπως π.χ. η ΕΟΚ που εξελίχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ενωση, NAFTA, ASEAN κλπ. Επίσης δημιουργούνται στρατιωτικοπολιτικοί ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί, π.χ. ΝΑΤΟ.
Το φαινόμενο αυτό έχει μπει στην πολιτική και στην οικονομική φιλολογία, αλλά και στην πολιτική γενικά, από τις αρχές του αιώνα, όταν ο καπιταλισμός πέρασε στο ανώτατο στάδιό του, στον ιμπεριαλισμό. Ως προοπτική, π.χ. το ζήτημα των «Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», είναι από τότε γνωστό. Επίσης, ο Λένιν δεν απάντησε μόνο σ' αυτό, αλλά και στη θεωρητική βάση για την κατάληξη της πορείας του καπιταλισμού σε ένα τραστ, ένα διεθνές υπερμονοπώλιο που ανέπτυσσε ο Κάουτσκι, προσπαθώντας να τεκμηριώσει τη θεωρία του για τον «υπεριμπεριαλισμό».
«Δε χωράει αμφιβολία ότι η εξέλιξη γίνεται με κατεύθυνση προς ένα ενιαίο παγκόσμιο τραστ, που καταβροχθίζει χωρίς εξαίρεση τις επιχειρήσεις και όλα χωρίς εξαίρεση τα κράτη. Η εξέλιξη όμως αυτή, προχωρεί προς αυτή την κατεύθυνση κάτω από τέτοιες συνθήκες, με τέτοιο ρυθμό, μέσα σε τέτοιες αντιθέσεις, συγκρούσεις και κλονισμούς - που δεν είναι καθόλου μόνο οικονομικοί, αλλά και πολιτικοί, εθνικοί κλπ. - έτσι που οπωσδήποτε πριν φτάσουν σ' ένα παγκόσμιο τραστ, πριν την "υπεριμπεριαλιστική" παγκόσμια ένωση των εθνικών χρηματιστικών κεφαλαίων, ο ιμπεριαλισμός θα πρέπει να χρεοκοπήσει αναπόφευκτα, ο καπιταλισμός θα μετατραπεί στο αντίθετό του».(Λένιν, Πρόλογος στην μπροσούρα του Μπουχάριν, «Η παγκόσμια οικονομία και ο ιμπεριαλισμός», Απαντα τ. 27, σελ. 99).
Επίσης η ένταση της ανισομετρίας στην οικονομική και πολιτική ανάπτυξη, η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και του ιμπεριαλιστικού επεκτατισμού, σε συνδυασμό με την ένταση της διεθνοποίησης, βρίσκονται στη βάση της δημιουργίας ιμπεριαλιστικών οργανισμών και συμφωνιών.
Βεβαίως σήμερα σε σχέση με το παρελθόν έχουν ενταθεί οι διακρατικές ρυθμίσεις και αποκτούν μεγαλύτερη σημασία σε σχέση με τις ρυθμίσεις σε εθνικό επίπεδο. Σ' αυτό «πατούν» οι θιασώτες της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης και προβάλλουν διάφορα επιχειρήματα, προκειμένου να πείσουν για τις διαφορετικές ποιοτικά κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις τις οποίες επίσης αναδεικνύουν ως χαρακτηριστικά της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης.
Λένε χαρακτηριστικά ότι η δράση των πολυεθνικών εταιριών είναι κυρίαρχη. Τι εννοούν; Τη διεθνική σύνθεση του κεφαλαίου εταιριών, τη διαπλοκή στη λειτουργία και δράση διαφορετικών εταιριών εγκαταστημένων σε διαφορετικές εθνικές αγορές, είτε μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών, είτε μέσω άλλων συμφωνιών, (π.χ. συμφωνία Mobil και BP, για την ευρωπαϊκή αγορά). Επίσης προβάλλουν το επιχείρημα της απελευθέρωσης του εμπορίου, της πλήρους, (δεν είναι απόλυτο), ελευθερίας κίνησης κεφαλαίων και κυρίως χρηματικού κεφαλαίου, (π.χ. κινήσεις στα χρηματιστήρια).
Σε παρόμοια επιχειρήματα στηρίζονται τόσο οι πολιτικές προτάσεις ορισμένων «υπερμάχων της παγκοσμιοποίησης» όπως για παράδειγμα της γερμανικής κυβέρνησης για πολιτική ομοσπονδιοποίηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης όσο και κινημάτων κατά της παγκοσμιοποίησης, όπως π.χ. το φόρουμ της Γένοβα, με κατεύθυνση «ευρωπαϊκή συσπείρωση ενάντια στην παγκοσμιοποίηση». Το ίδιο προτείνει και ο Γάλλος δημοσιολόγος Πιερ Μπουρντιέ, ή το δίκτυο ΑΤΤΑC που ξεκίνησε από τη Γαλλία με κύριο εκφραστή την εφημερίδα «Μοντ Ντιπλοματίκ» και προωθεί την επιβολή του «φόρου Τόμπιν» (φόρος στο χρηματικό κεφάλαιο, μέσω χρηματιστηρίων). Τα κινήματα αυτά κατά της παγκοσμιοποίησης θεωρούν τις «πολυεθνικές», ως στρεβλή εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας της αγοράς, και προβάλλουν άλλη μορφή διαχείρισης.
Το γεγονός ότι οι διακρατικές καπιταλιστικές ρυθμίσεις αποκτούν μεγαλύτερη σημασία, καθόλου δεν καταργεί το ρόλο του αστικού κράτους σε εθνική βάση. Το αστικό κράτος σε εθνικό επίπεδο στηρίζει όσο πιο αποτελεσματικά μπορεί την καπιταλιστική διεθνοποίηση. Αποτελεί το αναγκαίο συμπλήρωμα των διακρατικών καπιταλιστικών ρυθμίσεων. Πρώτ' απ' όλα συμμετέχει, ανάλογα με την ισχύ του στη διαμόρφωση αυτών των ρυθμίσεων. Για παράδειγμα και οι ελληνικές κυβερνήσεις συναποφασίζουν στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Το ότι αυτές οι ρυθμίσεις δε γίνονται σε ισότιμη βάση, αλλά ηγεμονεύουν τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, δε σημαίνει διάλυση του εθνικού κράτους. Η ανισοτιμία, η επιβολή των συμφερόντων, κατά κύριο λόγο του ισχυρότερου, οι σχέσεις εξάρτησης των πιο αδύνατων καπιταλιστικών κρατών στον ιμπεριαλισμό και στους οργανισμούς του, απορρέουν από την εσωτερική λειτουργία του αστικού κράτους, που επιδιώκει την επιβολή και προώθηση των συνολικών συμφερόντων της αστικής τάξης.
Η προβολή της εκτίμησης για τάση κατάργησης του αστικού κράτους σε εθνικό επίπεδο, ή μείωση του ρόλου του, από όπου προέρχεται, είναι πολιτικά επιζήμια, από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων. Οι συνέπειες της αποδοχής αυτών των αντιλήψεων είναι το αδυνάτισμα της αντιιμπεριαλιστικής - αντιμονοπωλιακής πάλης στο εθνικό επίπεδο, ενάντια στην πολιτική και την εξουσία της άρχουσας τάξης και οδηγεί στην ενσωμάτωση στις επιδιώξεις του χρηματιστικού κεφαλαίου. Η πάλη του εργατικού κινήματος σε εθνικό επίπεδο, δεν αντιπαρατίθεται στην πάλη σε διεθνικό επίπεδο. Ισα - ίσα η μια τροφοδοτεί και ενισχύει την άλλη και βρίσκονται σε διαλεχτική σχέση μεταξύ τους. Επιζήμια είναι η τάση εγκατάλειψης της πάλης σε εθνικό επίπεδο, που τελευταία αναπτύσσεται λόγω της έντασης των κινημάτων κατά της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης (βλέπε ΣΥΝ και άλλες παρόμοιες δυνάμεις).