Το εξώφυλλο του τόμου. Το σκαρίφημα που εικονίζει είναι σχέδιο του Αρη Κωνσταντινίδη (1939) με θέμα συνοικισμό προσφύγων στην Αθήνα |
Οσο για τη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική, αυτή κι αν είναι άμοιρη. Γιατί; Γιατί δεν έχει - δεν της δίνουν οι ξένοι έχοντες και κατέχοντες - ούτε μια, έστω την έσχατη, ευρωπεριφερειακή «θέση στον ήλιο» της παγκοσμιοποιημένης κατασκευής ιδιωτικών και δημοσίων κτιρίων και έργων. Δεν έχει θέση ούτε καν στον τόπο της, αφού οι εντόπιοι έχοντες και κατέχοντες παραχωρούν αυτή τη θέση, με διαγωνισμούς και άνευ διαγωνισμών -αλλά επί πληρωμή από τον ελληνικό λαό - σε ξένους αρχιτέκτονες. (Λ.χ., Νέο Μουσείο Ακρόπολης, Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης- Γουλανδρή, οι νέοι σταθμοί του μετρό στο ΟΑΚΑ και στην Κατεχάκη, και προφανώς έπονται και άλλοι ξένοι για τα έργα ενόψει Ολυμπιακών Αγώνων).
Ο αρχιτέκτονας Αριστοτέλης Ζάχος, πρωτοπόρος κήρυκας της ελληνικότητας (Ελαιογραφία του Ευάγγελου Ιωαννίδη, 1911) |
Απόδειξη αυτής της πικρής διαπίστωσης είναι και το γεγονός ότι ενώ η συγκεκριμένη ερευνητική εργασία της Ε. Φεσσά-Εμμανουήλ άρχισε από το 1980, οι επικρατούσες συνθήκες γενικότερης υποτίμησης της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής δεν ευνοούσαν (αν δεν εμπόδιζαν) τη συστηματική δημοσίευση των ερευνητικών «καρπών» της σε αυτοτελείς τόμους, καθώς δε θα επρόκειτο για συλλεκτικά βιβλία «βιτρίνας» αλλά για ακάματη, αθόρυβη δουλιά, σαν του μυρμηγκιού. Τώρα, η ερευνήτρια-ιστορικός της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής του 19ου και 20ού αιώνα ελπίζει ότι ο τόμος θα αποτελέσει την αρχή της εκδοτικής σειράς «Νέα Ελληνική Αρχιτεκτονική», ώστε το διεθνές κοινό να γνωρίσει την ελληνική αρχιτεκτονική του 19ου και 20ού αιώνα. Τα χαρακτηριστικά και τα επιτεύγματά της, που έχουν διαχρονική και υπερτοπική αξία. Τη σχέση της με το πνεύμα της κάθε εποχής και με τα διεθνή ρεύματα. Και βέβαια, τη μακραίωνη ελληνική αρχιτεκτονική παράδοση (την ανώνυμη λαϊκή και την επώνυμη έντεχνη).
Πριν αναφερθούμε στα περιεχόμενα των «Δοκιμίων για τη Νέα Ελληνική Αρχιτεκτονική», αξίζει να σημειώσουμε τη γενικότερη επιστημονική δραστηριότητα της Ε. Φεσσά-Εμμανουήλ. Διδάκτωρ του ΕΜΠ, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου από το 1994 διδάσκει την Ιστορία της Θεατρικής Αρχιτεκτονικής και Σκηνογραφίας (επί πόσο ακόμα θα είναι αναπληρώτρια;), εθνική επίτροπος στην 5η Διεθνή Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής στη Βενετία (1991) και υπεύθυνη της έκθεσης «Νέα Δημόσια Κτίρια των Ν. Βαλσαμάκη, Σ. και Δ. Αντωνακάκη και Α. Τομπάζη», συνεργάτρια στη σύνταξη του διεθνούς αρχιτεκτονικού λεξικού «Dizionario di Architettura Contemporanea» με 65 ερευνητικές και θεωρητικές μελέτες δημοσιευμένες σε Πρακτικά συνεδρίων, ελληνικά και ξένα περιοδικά, και συλλογικούς τόμους, έχει εκδώσει και τα παρακάτω βιβλία: «Ο πολιτιστικός εξοπλισμός των πόλεων. Η θέση του σε ένα πρόγραμμα πολιτιστικής αποκέντρωσης» (1974). «Πολιτιστική ανάπτυξη. Νέα πολιτική ευθύνη στον ελληνικό χώρο» (1978). «Η ιδεολογική κρίση της Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής (1827-1940)» (1987). «Κτίρια για δημόσια χρήση στη νεότερη Ελλάδα, από το 1827 κ.α.» (1993). «Η Αρχιτεκτονική του Νεοελληνικού Θεάτρου: 1720-1940» (Λαμπρό και πρωτότυπο επιστημονικό έργο, το οποίο αποτέλεσε και το θέμα της διατριβής της το 1991, και βραβεύτηκε το 1994 από την Ακαδημία Αθηνών). «Ελληνες σκηνογράφοι-ενδυματολόγοι και Αρχαίο Δράμα» (η πρώτη έρευνα που έχει ποτέ γίνει με αυτό το θέμα, στη διεξαγωγή της οποίας ώθησε αρκετούς φοιτητές της, βοηθώντας, εποπτεύοντας και επιμελούμενη επιστημονικά τη δουλιά τους και η οποία εκδόθηκε από το Πανεπιστήμιο και το ΥΠΠΟ το 1999).
Ο σεμνά αλλά και καλαίσθητα εικονογραφημένος τόμος «Δοκίμια για τη Νέα Ελληνική Αρχιτεκτονική» (476 σελ.) περιλαμβάνει δέκα, συνολικά, δοκίμια (τρία θεωρητικά, δύο ιστορικά και πέντε κριτικά), συνοδευόμενα με εκτενείς σημειώσεις, καθώς και αλφαβητικό ευρετήριο ονομάτων αρχιτεκτόνων και εικαστικών καλλιτεχνών και τις πηγές της εικονογράφησης. Τα θέματα των θεωρητικών δοκιμίων είναι: «Η ιδεολογική κρίση της νέας ελληνικής αρχιτεκτονικής: 1827-1940», «Πρότυπα, κανόνας και ελευθερία στην αρχιτεκτονική της νεότερης Ελλάδας», «Ζητήματα αρχιτεκτονικής ιστορίας και κριτικής». Τα ιστορικά δοκίμια αφορούν στα εξής θέματα: «Δημόσια και ιδιωτικά κτίρια γοήτρου στην Ελλάδα: 1945-1990», «Η Αθήνα στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα: Πολεοδομικός μετασχηματισμός και αρχιτεκτονική δημιουργία». Και μόνον οι τίτλοι των κριτικών δοκιμίων «μιλούν» εύγλωττα για το πού ωθείται η σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική: «Η περιθωριοποίηση των αρχιτεκτόνων στη διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής πόλης και των σημαντικών κτιρίων της», «Ο αφανισμός της διατηρητέας αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα», «Χάθηκε ένα παραδειγματικό αρχιτεκτόνημα του Μεσοπολέμου», «Το μέγαρο Τριανταφυλλάκου: Ενα σπάνιο δείγμα αρχιτεκτονικής Art Deco στην Αθήνα, έργο του Δημητρίου Φωτιάδη», «Αρχαιολογία, αρχιτεκτονική και πολιτική: Μια μεταϊστορική έκθεση στη Ρώμη με θέμα τα Δωδεκάνησα».
Προλογίζοντας τον τόμο, ο πρόεδρος της Διεθνούς Ενωσης Αρχιτεκτόνων, Βασίλης Σγούτας, μεταξύ άλλων τονίζει ότι «η ελληνική αρχιτεκτονική του 19ου και 20ού αιώνα είναι παραγνωρισμένη τόσο από τους αρχιτέκτονες όσο και από τον απλό κόσμο, επειδή επισκιάζεται σε μεγάλο βαθμό από το κλασικό παρελθόν της» και επισημαίνει πως το βιβλίο δίνει τη δυνατότητα όχι μόνον στους ειδικούς αλλά και στον απλό άνθρωπο να την κατανοήσει και επομένως να «εκπαιδεύσει» αρχιτεκτονικά την κοινή γνώμη, πράγμα ιδιαίτερα αναγκαίο, καθώς «τα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης και της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης θα μπορούσαν να εξαφανίσουν το πνεύμα που βρίσκεται πίσω από τα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα κάθε χώρας». Και υπογραμμίζει την ενέργεια και το θάρρος που χρειάζεται από μέρους των αρχιτεκτόνων και των αρχιτεκτονικών οργανισμών ώστε να προστατευτεί η πολιτισμική ταυτότητα της χώρας τους και να υπάρξει μια σύγχρονη αρχιτεκτονική που να σέβεται την παράδοση.
Πέρα για πέρα αληθινές είναι και οι προλογικές επισημάνσεις του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθυντή του Ερευνητικού Ινστιτούτου Εφηρμοσμένης Επικοινωνίας, Γιώργου Λάβδα: «Πέρα από την ιστοριογραφική της αξία, η έκδοση αποτελεί συμβολή στη διάσωση της νεότερης αρχιτεκτονικής μνήμης, η οποία έχει στο μεγαλύτερο μέρος της θυσιαστεί στον καιάδα της κερδοσκοπικής ανοικοδόμησης από το 1950 έως τις μέρες μας. Τα στιλιστικά ιδιώματα που κυριάρχησαν στον ελλαδικό χώρο μετά το 1827 - με τον ερχομό του Καποδίστρια και του Οθωνα - έδωσαν μέχρι σήμερα μια μεγάλη ποικιλία μορφών, των οποίων ελάχιστα δείγματα ποιοτικής αρχιτεκτονικής σώζονται πλέον και αυτά με μεγάλη δυσκολία. Σήμερα, που η εργολαβική διαδικασία του πακέτου "μελέτης-κατασκευής" και "αντιπαροχή" έχουν καταβαραθρώσει την Αρχιτεκτονική στη χώρα μας», βιβλία σαν αυτό δε διασώζουν μόνο μνήμες του παρελθόντος αλλά και «κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τη ροπή του παρόντος».
Ροπή, που, καθώς για οικονομικοπολιτικούς λόγους ευρωενωσιακών και διαπλεκομένων συμφερόντων ενισχύεται και με τη διαφημιστική προβολή λογής λογής αρχιτεκτονο-εργολαβικών «πακέτων μελετών-κατασκευών» των λεγομένων «μεγάλων έργων», απαξιώνει ολοταχώς και «θάβει» και την παραδοσιακή και τη σύγχρονη αρχιτεκτονική μας.