ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 16 Σεπτέμβρη 2001
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΚΩΝ/ΤΙΝΟΣ ΜΠΑΣΛΗΣ

Γεννήθηκε στο Αηδονοχώρι Σερρών το 1922. Σήμερα 79 χρονών. Από 10 χρονών μαθαίνει Βυζ. μουσική, μαντολίνο, βιολί, λαούτο. Συνέχισε τα θεωρητικά στο παράρτημα του Εθν. Ωδείου Σερρών με δ/ντή τον Μανώλη Καλομοίρη.Συγκρότησε κατά καιρούς χορωδίες και μικρές ορχήστρες σε Σέρρες, Σιδ/στρο (και φιλαρμονική στο δήμο).Στη Θεσ/νίκη διηύθυνε επί 32 χρόνια τη μεγάλη χορωδία «ΟΡΦΕΑΣ», την παιδική «Νικ. Μάντζαρος» στην Πολίχνη, του «Φιλοπρόοδου» Κοζάνης. Εγραψε μικρό συμφωνικό έργο για πιάνο και μεικτή χορωδία (σε στίχους του), το «ΕΙΡΗΝΗ» κ.ά. και διασκεύασε πλήθος διαφόρων τραγουδιών. Εγραψε επίσης πάνω από 50 λαογραφικά διηγήματα με ντόπιο γλωσσάρι του Ν. Σερρών και άλλα προσωπικά του βιώματα και αναμνήσεις. Εζησε όπως και εκατομμύρια άλλοι Ελληνες τις συνέπειες της κατοχής, των διώξεων και του εμφυλίου πολέμου, καθώς και τα αιματηρά γεγονότα της Μακρονήσου στις 29/2 και 1/3 του 1948 τα οποία και περιέγραψε σε άλλη του αφήγηση.


Το αγιασμένο και θαυματουργό πηγάδι

Γρηγοριάδης Κώστας

Θα θυμούνται πολλοί και σε μεγάλη ηλικία σήμερα, πως προ του 1940 μερικά επαγγέλματα π.χ. των αγροφυλάκων, των ιερέων και άλλων δεν ήταν κατοχυρωμένα και ενταγμένα στο Δημόσιο, στο κράτος, όπως σήμερα, και να πληρώνονται οι διορισμένοι ως δημόσιοι υπάλληλοι. Οι ιερείς αμείβονταν από τους χωρικούς με κάποια ποσότητα είδους το χρόνο. Σιτάρι ή το αντίστοιχο της αξίας σε χρήματα (αν υπήρχαν βέβαια) και από διάφορες άλλες ιεροτελετές. Γάμοι, βαπτίσια, αγιασμούς κ.ά.

Με τον τρόπο αυτό δεν ικανοποιούνταν σύμφωνα με το χρόνο και τον κόπο που διέθεταν και δεν κάλυπταν τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις και ανάγκες.

Μάλιστα, ήταν δεσμευμένοι από τις υποχρεώσεις που είχαν στην εκκλησία και στην ενορία και ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να έχουν ολοκληρωμένη και αξιόλογη καλλιέργεια γης ή στις πόλεις κάποιο επάγγελμα.

Ζούσαν μάλλον σε συνθήκες μιας υποφερτής οικονομικής ζωής που δεν τους επέτρεπε μεγάλα έξοδα και πολυτέλεια.

Σε μεγάλο δε ποσοστό ήταν και πολύτεκνοι. Φίλος μου ιερέας (με μεγάλη διαφορά ηλικίας) πολύ αγαπητός, σεβαστός και καλός άνθρωπος είχε 9 παιδιά, όλα αγόρια. Θεωρούνταν από τους κατοίκους σεβαστά και σημαντικά πρόσωπα και θα ήθελαν να ζουν μια αξιοπρεπή ζωή. Σε χωριά μεγάλα και εύπορα οι μεγάλες τσέπες τους κάπου - κάπου βροντούσαν ή καλύτερα κουδούνιζαν από λιανώματα, ψιλά.

Αν καμιά φορά ερχόταν ψαράς στο χωριό με δυο κοφίνια γεμάτα γριβάδια, γουλιανούς, χέλια κ.ά., πρώτος ο παπάς θα έπαιρνε. Επίσης όταν ο χασάπης έσφαζε κανένα ζ'γούρ' ή μ'λιόρ', πάλι πρώτος ο παπάς θα έπαιρνε και μάλιστα από καλό μέρος. Είχε δε και την εμπιστοσύνη του χασάπη να ψωνίσει και βερεσέ. Στο χωριό που συνέβη το παρακάτω ιστόρημα - περιστατικό ήταν «καλό χωριό για έναν παπά» που το λεν και σήμερα σαν μεταφορικό σλόγκαν.

Οι κάτοικοι ήταν γύρω στους 1.000. Είχε καλό και εύφορο κάμπο. Περνούσε μάλιστα καταμεσής του χωριού περιφερειακός δρόμος που περνούσαν ή και στάθμευαν ακόμη για διαφόρους λόγους μερικά αυτοκίνητα και το γεγονός αυτό πρόσθετε μια κάποια κινητικότητα. Στην άκρη του χωριού, στα πρώτα σπίτια, είχε ένα αξιόλογο καφενείο - μαγειρείο που σερβίριζε εκτός του καφέ και άλλα αναψυκτικά και εκλεκτούς μεζέδες της ώρας και φυσικά ούζο, κρασί κ.ά. Είχε δε στην άκρη της μεγάλης αυλής του ένα πηγάδι με καθαρό και δροσερό νερό. Ετσι ο παπάς και ο καταστηματάρχης - καφετζής ζούσαν όχι βέβαια πλουσιοπάροχα, αλλά χωρίς μεγάλες στερήσεις. Είχαν οι δυο τους πολύ καλές και φιλικές σχέσεις και ο παπάς επισκεπτόταν τακτικά τον καφετζή, όχι μόνο για τον καφέ και το δροσερό νερό του πηγαδιού, αλλά με επακόλουθο το τσιπουράκι με καλό μεζέ και ενδιαφέρουσα κουβέντα, που έπαιρνε εμπιστευτικές διαστάσεις, ακόμη για διάφορα θέματα και προβλήματα του χωριού μέχρι και κους-κους, απολαμβάνοντας συγχρόνως τον καθαρό αέρα της υπαίθρου. Μια χρονιά όμως, μια κακιά εποχή, σε μια μακρινή και μεγάλη χώρα που επηρέαζε την παγκόσμια οικονομία, προέκυψε και ξέσπασε μια πρωτοφανή πολύ μεγάλη οικονομική κρίση, που μεταδόθηκε σε όλες τις χώρες και φυσικά και στο παραπάνω χωριό.

Τρόφιμα και άλλα αγαθά υπήρχαν. Τα χρήματα όμως ως διά μαγείας εξαφανίστηκαν και η αγοραστική δυνατότητα των κατοίκων, των ανθρώπων γενικά, ιδιαίτερα των ασθενέστερων λαϊκών στρωμάτων και τάξεων, έπεσε στο μηδέν.

Ο κόσμος για να αγοράσει είδη πρώτης ανάγκης που είχαν εξαφανιστεί, όπως το αλεύρι και άλλα, «χαλνούσε» (αν είχε) χρυσαφικά, λίρες, ντούμπλες, φλουριά και διάφορα άλλα κοσμήματα, τιμαλφή. Για τις υποχρεώσεις που είχε ο κόσμος στον παπά και σε άλλες δευτερεύουσες επιθυμίες και ανάγκες δεν υπήρχε ούτε δεκάρα. Οι τσέπες του παπά σταμάτησαν να κουδουνίζουν από κέρματα και το ζεμπίλι, που γέμιζε άλλοτε από λειτουργιές και άλλα τάματα, ήταν τώρα πάντα άδειο. Επίσης και ο καφετζής δεν πουλούσε τώρα ούτε έναν καφέ ή μια γκαζόζα. Ο παπάς όμως συνέχιζε να πηγαίνει στον καφετζή και μαζί με τον πικρό καφέ της παρηγοριάς, που ήταν από κριθάρι και ρεβίθια ψημένα κι αλεσμένα, συζητούσαν τώρα μόνο για τη δύσκολη ζωή που περνούν και πώς θα βγουν απ' αυτή την πρωτοφανή οικονομική κρίση. Και όπως το 'λεγαν, απ' τα μεγάλα κεσάτια. Μια μέρα συζητώντας πάλι για το καυτό θέμα της κρίσης και αφού ο καφετζής έφερε τους καφέδες, πήρε τον κουβά και πήγε στο πηγάδι να βγάλει νερό. Μόλις τράβηξε επάνω τον κουβά, άστραψε μια φαεινή ιδέα στο μυαλό του και ένιωσε ένα σκίρτημα χαράς κι αισιοδοξίας.

Αμέσως πηγαίνει στον παπά με το φρέσκο δροσερό νερό στα ποτήρια, κάθισε κοντά του και με χαρούμενο ύφος του λέει:

«Πάτερ, έχεις στην εκκλησία καμιά μικρή εικόνα της Παναγίας;». «Μόνο μία; Πολλές». «Φέρε το απόγευμα μία».

Και πλησιάζοντας πιο κοντά του, του λέει εμπιστευτικά:

«Θα τη ρίξω τη νύχτα στο πηγάδι και το πρωί που έρχονται οι γύρω γείτονες κάποιος ή κάποια (μακάρι να είναι γυναίκα), που θα αντλήσει νερό, θα δει ή θα τραβήξει μαζί με τον κουβά και την εικόνα. Σίγουρα θα βάλει τις φωνές και θα το διαδώσει σε όλο το χωριό. Εμείς με τρόπο θα το βεβαιώσουμε και θα το διαδόσουμε ότι πρόκειται για θαύμα και ότι το νερό του πηγαδιού είναι αγιασμένο και ως εκ τούτου θαυματουργό και ιαματικό. Για να γίνει πιο πιστευτό, εσύ αύριο (αφού θα έχει διαδοθεί παντού) θα φέρεις τα εξαπτέρυγα, το θυμιατό και την αγιαστούρα σου να ψάλλεις αγιασμούς, παρακλήσεις και άλλες δεήσεις, καθώς και ονόματα των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών κ.τ.λ. που εσύ τα ξέρεις καλύτερα από μένα. Πιστεύω δε πως θα γεμίσουν πάλι οι τσέπες σου όχι μόνο λιανώματα, αλλά και χοντρά, ίσως δε και χρυσαφικά. Πιστεύω πως και γω θα έχω μεγάλη κατανάλωση ποτών και φαγητών και θα ξεφύγουμε απ' αυτή τη φτώχεια και τη μιζέρια. Σε πληροφορώ ότι προχθές που πήγα στην πόλη, έμαθα πως η κρίση που βαστά εδώ και πολύ καιρό θα αρχίσει να υποχωρεί και ακόμη πως θα κυκλοφορήσουν καινούργια χρήματα».

Ο παπάς όλη την ώρα τον άκουγε προσεχτικά και με ενδιαφέρον, όμως παρότι είχε εμπιστοσύνη στο φίλο του και στο λόγο του, ύστερα από λίγη σκέψη τον ρώτησε: «Αναλαμβάνεις εσύ για όλα την ευθύνη και πάνω απ' όλα να μην το μάθει ο Δεσπότης;».

Και βέβαια απάντησε ο καφετζής και με το λόγο της τιμής μου. Ο παπάς το αποφάσισε, λέγοντας μάλιστα πως άλλωστε τόσα και τόσα θαύματα γίνονται, ένα ακόμη θα γινόταν εύκολα πιστευτό. Και πού ξέρεις, μπορεί κοντά σε μας να ωφεληθεί και το χωριό, η εκκλησία και ο Δεσπότης και του έκλεισε πονηρά το μάτι. «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», είπε ο παπάς. «Το γοργόν και χάριν έχει», είπε ο καφετζής και την ίδια μέρα το απόγευμα είχε στα χέρια του την εικόνα. Το πρωί ήρθε μια κοπελίτσα και με τον πρώτο κουβά τράβηξε και έβγαλε την εικόνα.

Σαν αστραπή διαδόθηκε και αναστατώθηκε όχι μόνο το χωριό, αλλά με τα φτερά της διάδοσης το έμαθε η γύρω περιοχή και συγχρόνως σχεδόν πολύς κόσμος από πολλά και μακρινά μέρη. Την άλλη μέρα με τις φροντίδες του καφετζή στήθηκε κοντά στο πηγάδι ένα τραπέζι με την εικόνα στη μέση, δεξιά και ζερβά 2 σκεύη (σαχάνια χάλκινα) γεμάτα με το «ιαματικό νερό» του πηγαδιού. Αρχισαν οι πιστοί να προσέρχονται και ο παπάς με την αγιαστούρα και το βασιλικό, ψάλλοντας σχετικά τροπάρια, ράντιζε τους πιστούς που λάβαιναν το ιαματικό νερό «εις ίασιν ψυχής τε και σώματος» και να ρίχνουν στο δίσκο ή στα σκεύη διάφορα νομίσματα. Ετσι άρχισαν οι χρυσές δουλιές του παπά και του καφετζή. Πολλά από τα εναπομείναντα χρυσαφικά από την κρίση και χρήματα έπεφταν μέσα στα σκεύη και από κει στις τσέπες του παπά, που άρχισαν πάλι να κουδουνίζουν. Λίγο πιο πέρα σε στρωμένα τραπέζια κάθονταν οι πιστοί και αρκετοί άλλοι παρεπιδημούντες και απολάμβαναν τα εκλεκτά φαγητά και ποτά του καφετζή, που πάντα τώρα ήταν γεμάτος κέφια και πάντα σιγοσφύριζε κάποιο σκοπό. Το έμαθε βέβαια και ο Δεσπότης και αφού πήρε το μερίδιό του και είπε «αύτη η μερίς υπέρ εμού γέγραπται», ευλόγησεν αυτούς.

Δεν πέρασε από το μυαλό του καμιά υποψία για μη θεάρεστη πράξη. Αντίθετα μάλιστα, χαρακτήρισε το ύδωρ ηγιασμένον που εδίδετο εις αγαλλίασιν ψυχών των πιστών και των σωμάτων αυτών. Ο παπάς δεν ήταν από εκείνους που τα θέλουν όλα δικά τους, δεν ήταν πλεονέκτης. Φρόντιζε να ωφεληθεί και το χωριό και η εκκλησία από τους προσκυνητάς που πήγαιναν στο ναό του χωριού, άναβαν λαμπάδες, κεντήματα και άλλα διάφορα τάματα, ακόμη και ζωντανά. Βέβαια τη μεγάλη μερίδα, τη μερίδα του λέοντος, την έλαβαν ο παπάς και ο καφετζής, που εκτός από τη δουλειά του καφενείου - εστιατορίου, αρκετό χώρο του σπιτιού του (πάνω από το καφενείο) μετέτρεψε σε ξενοδοχείο ύπνου, που του απέδιδε αξιόλογο εισόδημα.

Με την πάροδο του χρόνου όμως (όπως συμβαίνει πάντα) άρχισε να αραιώνει το πλήθος των προσκυνητών και δωρητών και σιγά-σιγά έπαψαν να προσέρχονται οι πιστοί.

Εν τω μεταξύ αποκαταστάθηκε σχεδόν η οικονομική κατάσταση από το κραχ και η ζωή επανήλθε στον κανονικό της ρυθμό όπως πριν. Ο παπάς και ο καφετζής αφού τα οικονόμησαν πλουσιοπάροχα είχαν ελαφρά τη συνείδησή τους ότι δεν έπραξαν δα και κανένα κακό. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ωφελήθηκαν, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το χωριό, η εκκλησία, η μητρόπολη και πολύς κόσμος. Πού και πού όμως επισκέπτονταν μερικοί το αγιασμένο πηγάδι και έπαιρναν το ιαματικό νερό που θεράπευε (όπως έλεγε ο παπάς) «πάσαν νόσον και πάσαν επιβουλήν του πονηρού». Ο καφετζής σε στιγμές αδυναμίας και μετά φόβου θεού, έλεγε στον παπά να αναφέρει στις δεήσεις του και το όνομά του προς άφεσιν αμαρτιών του. Ο παπάς τον καθησύχαζε γιατί όλα τα νερά είναι καθηγιασμένα από τότε που ο Χριστός πήγε στον Ιορδάνη να βαπτισθεί «Χριστός εφάνη εν Ιορδάνη αγιάσαι τα ύδατα». Ετσι λέει, ευλογημένε, ένα τροπάρι των Θεοφανίων. Αν πρόσεξες δε στις δεήσεις μου συνεχώς υμνολογώ, δοξάζω και επικαλούμαι την επιφοίτησιν του Αγίου Πνεύματος να αγιάσει το ύδωρ τούτο. Μια μέρα ήρθε ένας από πολύ μακριά και αφού περιέγραψε τα προβλήματά του και τα παθήματά του στον καφετζή (γιατί ο παπάς δεν πήγαινε συχνά τώρα στο πηγάδι) τον ρώτησε αν θεραπεύτηκαν πολλοί με διάφορες αρρώστιες και συγκεκριμένα από την πάθηση που είχε κι αυτός, ο καφετζής με σοβαρό ύφος του απάντησε: «Πώς θεραπεύτηκαν πάρα πολλοί που έπασχαν από διάφορες αρρώστιες, αλλά δεν τους γνωρίζω. Προσωπικά γνωρίζω μόνον δύο άτομα πολύ γνωστοί μου που θεραπεύτηκαν (και πολύ καλά μάλιστα) από τα προβλήματά τους. Πάρε όσο θέλεις απ' το μεγάλο σαχάνι αγιασμό που προ ολίγου διάβασε ο παπάς». Ο ξένος αφού γέμισε ένα μπουκάλι αγιασμό, έριξε αρκετά νομίσματα στο σαχάνι και αφού προηγουμένως έφαγε καλά αποχαιρέτησε ευχαριστημένος τον καφετζή.

Τους δυο που ανάφερε στον ξένο ότι ωφελήθηκαν, ασφαλώς θα καταλάβατε πως εννοούσε τον παπά και τον εαυτό του, ο αθεόφοβος.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ