Ο «γάμος» Εθνικής- Alpha Bank, είναι βέβαιο πως θα διευκολύνει και θα επιταχύνει τις διαδικασίες μεταφοράς πλούτου από τα πλατιά λαϊκά στρώματα στη χρηματιστική ολιγαρχία
Ο «Ρ» από την πρώτη στιγμή -και ενώ οι περισσότεροι (Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, στελέχη της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, γαλαζοπράσινοι συνδικαλιστές των τραπεζοϋπαλλήλων κλπ.) θριαμβολογούσαν και εξωράιζαν τη συγκεκριμένη απόφαση- επισήμανε πως «η εξέλιξη αυτή δεν επιφυλάσσει τίποτε καλό, ούτε για τους εργαζόμενους στην Εθνική και την Alpha Bank, ούτε φυσικά για τους μικροαποταμιευτές και μικροδανειολήπτες». Την εκτίμηση αυτή, πως η συγχώνευση των δύο μεγαλύτερων ελληνικών τραπεζών σε μια τράπεζα ΚΟΛΟΣΣΟ, δεν επιφυλάσσει τίποτε καλό για τα πλατιά λαϊκά στρώματα, τη στηρίξαμε στα πλούσια διδάγματα που προσφέρει η διεθνής εμπειρία εξαγορών και συγχωνεύσεων.
Με βάση, λοιπόν, τη διεθνή και την ελληνική (βλέπε εξαγορά Ιονικής από την Πίστεως κλπ.) εμπειρία από τις εξαγορές και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων, σε διάφορους κλάδους και τομείς της οικονομίας, η συγχώνευση της ΕΤΕ με την Alpha Bank, μεταξύ άλλων θα έχει σαν συνέπεια:
Συμπερασματικά, θα λέγαμε, ότι η πορεία συγχώνευσης της Εθνικής με την Alpha Bank αποτελεί ένα ακόμη δείγμα γραφής των προθέσεων της κυβέρνησης Σημίτη να επιταχύνει με την πολιτική της τον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας, με τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου σε λιγότερα χέρια. Αυτό είναι κάτι που το ομολόγησε ο νέος υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος- μια μέρα μετά το ξεπούλημα της ΕΤΒΑ στην Τράπεζα Πειραιώς- προανήγγειλε την απόφαση της κυβέρνησης να επιταχύνει τις διαδικασίες ιδιωτικοποιήσεων, συγχωνεύσεων και μεγαλοσυγχωνεύσεων, έκανε λόγο για την επιδίωξη «διαμόρφωσης ισχυρών τραπεζικών ομίλων» με «περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεις, συγχωνεύσεις και τη σύναψη διεθνών συμμαχιών».
Με σαφή και συγκεκριμένο τρόπο, απειλούνται τα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων στις δυο τράπεζες, τους οποίους προσπαθούν να καθησυχάσουν οι υποστηρικτές του εγχειρήματος
Είναι ενδεικτικό, εξάλλου, ότι μέσα σε ελάχιστο χρόνο από τις δηλώσεις των επικεφαλής των δυο τραπεζών, Θ. Καρατζά και Ι. Κωστόπουλου, ότι οι εργαζόμενοι θα ωφεληθούν από τη συγχώνευση των δυο τραπεζών και ότι δε θα υπάρξουν απολύσεις, διέρρευσαν οι πρώτες περί του αντιθέτου πληροφορίες από τα «υψηλά κλιμάκια». Σύμφωνα με αυτές, το μεγαλύτερο κίνδυνο τον διατρέχουν σε πρώτη φάση τα στελέχη των δυο τραπεζών, ενώ θα υπάρξει και «περιορισμένη» μείωση καταστημάτων. Ωστόσο, ακόμη και αυτές οι πληροφορίες έχουν συγκεκριμένη σκοπιμότητα: Να καθησυχάσουν το κατώτερο - και πολυπληθέστερο - προσωπικό, το οποίο θα απειληθεί περισσότερο από τον περιορισμό των καταστημάτων και λιγότερο από τις «εθελούσιες» ...παραιτήσεις μεσαίων και ανώτερων στελεχών.
Οι εργαζόμενοι, όμως, έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν, καθώς γνωρίζουν την αρνητική εμπειρία από προηγούμενες συγχωνεύσεις τραπεζών, οι οποίες είχαν σαν συνέπεια απολύσεις, κυρίως μέσα από τη διαδικασία της «εθελουσίας εξόδου», αλλαγές προς το χειρότερο των συμβάσεων εργασίας, των οργανισμών εργασίας, των ωραρίων εργασίας και των ασφαλιστικών δικαιωμάτων τους.
Ακόμη περισσότερο, ο νέος τραπεζικός όμιλος δε θα διστάσει να αξιοποιήσει όλο το πλέγμα της αντεργατικής νομοθεσίας, που έχει επιβάλει η κυβέρνηση, με πολύμορφες «ευελιξίες», διευθετήσεις του χρόνου εργασίας, «ενοικιάσεις» εργαζομένων, κατάργηση ρυθμίσεων που διασφαλίζουν τις θέσεις εργασίας στις δυο τράπεζες.
Η σημερινή πραγματικότητα των εργασιακών σχέσεων στις τράπεζες δείχνει, εξάλλου, ότι οι τραπεζίτες πρωτοπορούν στην καταστρατήγηση ακόμη και της υφιστάμενης νομοθεσίας, ανενόχλητοι από τις συμβιβασμένες ηγεσίες στο συνδικαλιστικό κίνημα και με την πρόθυμη ανοχή της κυβέρνησης.
Απέναντι σε αυτές τις προοπτικές, τα στελέχη της ΕΣΑΚ Τραπεζών ενεργοποιήθηκαν άμεσα, καλώντας σε αγωνιστική εγρήγορση τους εργαζόμενους, ενώ τους προειδοποίησαν για τις συνέπειες της συγχώνευσης και άσκησαν έντονη κριτική στο επιχειρηματικό εγχείρημα, που προωθεί παραπέρα την παράδοση του πιστωτικού συστήματος στο ιδιωτικό κεφάλαιο.
Αντίθετα, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες στους συλλόγους εργαζομένων στις δυο τράπεζες αντιμετώπισαν ιδιαίτερα ευνοϊκά την εξέλιξη και, κάτω από αυτήν την οπτική, προεξόφλησαν τα οφέλη για τους εργαζόμενους, ενώ δέχτηκαν χωρίς επιφυλάξεις τις διαβεβαιώσεις για διασφάλιση της απασχόλησης και των εργασιακών δικαιωμάτων. Η ΟΤΟΕ, με ανακοίνωσή της, εξέφρασε τη διάθεσή της να «συμβάλει» στην επιτυχία του εγχειρήματος και ζήτησε συμμετοχή σε κάθε φάση της ενοποίησης των δυο τραπεζών. Ετσι, τις όποιες διατυπώσεις τους για διασφάλιση δικαιωμάτων και της απασχόλησης, τις θέτουν κάτω από τις επιταγές της «ανταγωνιστικότητας»!