Στη διάρκεια του εργάσιμου χρόνου, έχουμε μια σειρά οικονομικές λειτουργίες της διαδικασίας της καπιταλιστικής παραγωγής. Ετσι, στον εργάσιμο χρόνο μόνο μπορούν να διατηρηθούν οι αξίες που έχουν ήδη παραχθεί, δηλαδή μέσα παραγωγής και αντικείμενα εργασίας, για την παραγωγή πλέον νέων αξιών, δηλαδή εμπορευμάτων, προϊόντων προς πώληση. Διαφορετικά, τα μέσα παραγωγής και τα αντικείμενα εργασίας (πρώτες ύλες, ενέργεια κλπ.), έξω από τον εργάσιμο χρόνο, δηλαδή έξω από την παραγωγή, έξω από την ένωσή τους με την εργατική δύναμη, για να παράγουν εμπορεύματα, δεν έχουν καμιά αξία. Ο Μαρξ, αναφερόμενος σ' αυτό, διατυπώνει το εξής: «Με την ένωση και μόνο νέας αξίας, νέου εργάσιμου χρόνου, ο υφαντής διατηρεί εκείνες τις παλιές αξίες, εκείνον τον εργάσιμο χρόνο, που περιέχονται ήδη στο υλικό εργασίας και το μέσο εργασίας». Αυτό συμβαίνει με την παραγωγή νέας αξίας και λόγω αυτής της παραγωγής.
Αυτό που, φυσικά, ενδιαφέρει τον καπιταλιστή, που ως ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής επιδιώκει τη μεγέθυνση του κεφαλαίου του, είναι η αυξανόμενη παραγωγή νέων αξιών και, άρα, η αύξηση του εργάσιμου χρόνου. Ενδιαφέρει, όμως, και τον εργάτη, από την άποψη της κατανάλωσης της εργατικής του δύναμης στη διάρκεια του εργάσιμου χρόνου.
Ταυτόχρονα, «το απόλυτο μέγεθος του χρόνου απασχόλησης, σε συνδυασμό με τη συνθετότητα, την εντατικότητα και την επικινδυνότητα της εργασίας, αποτελεί σημαντικό δείκτη της φθοράς του εργάτη, της αντιφατικής διαδικασίας επαναλαμβανόμενης απαξίωσης της εργατικής δύναμης σε συνθήκες αμφισβητήσιμης αύξησης της εργασιακής εμπειρίας και, επόμενα, δυνητικής αύξησης της αξίας της εργατικής δύναμης» (Μελέτη του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών - ΚΜΕ: «Προσεγγίσεις στην κατάσταση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα», έκδοση «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 179).
Στον καπιταλισμό, ο πρόσθετος χρόνος εργασίας είναι αυτός που καθορίζει τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας, γιατί σ' αυτόν το χρόνο παράγεται η υπεραξία. Αποτελεί την πηγή του καπιταλιστικού κέρδους, χρόνο κλεμμένο από τη ζωή του εργάτη. Βεβαίως, ο αναγκαίος χρόνος εργασίας, αυτός, δηλαδή, που ο εργάτης δουλεύει για την αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης, με τον πρόσθετο χρόνο, συνυπάρχουν σε κάθε δευτερόλεπτο της παραγωγικής διαδικασίας. Επομένως, η μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης, ως ένα από τα αιτήματα της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό, ταυτίζεται γενικά με τη μείωση του εργάσιμου χρόνου. Να, λοιπόν, γιατί ο εργάσιμος χρόνος έχει άμεση σχέση με την κατάσταση της εργατικής τάξης.
Οι ανατροπές που μπορούν να συντελούνται στον εργάσιμο χρόνο, με τις νέες μορφές οργάνωσης της παραγωγής, αποτελούν ένα από τα σύγχρονα δεινά της εργατικής τάξης σε καθεστώς καπιταλιστικής κυριαρχίας. Γιατί σημαίνει γενική επίθεση στα δικαιώματά της. Η εφαρμογή ριζικά νέων τεχνολογικών λύσεων στην παραγωγική διαδικασία οδηγεί στη σχετική παράταση του πρόσθετου και την απόλυτη μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας, με άλλα λόγια, στην κατακόρυφη αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, του κλεμμένου απ' τον εργάτη χρόνου. Και αυτό μπορεί να γίνεται με διάφορες μεθόδους, όπως επίσης μπορεί να οδηγεί σε μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, με τις εφαρμογές διαφόρων μορφών ευελιξίας στην εργασία και κατάργηση του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου. Γι' αυτό μιλήσαμε, ήδη, σ' αυτήν τη στήλη στο θέμα της επίδρασης των νέων τεχνολογιών στην κατάσταση της εργατικής τάξης.
1. Ο χρόνος εργασίας αποτελεί σημαντικό πεδίο ταξικής πάλης, όχι μόνο στο οικονομικό, αλλά και στο ιδεολογικό πολιτικό επίπεδο. Η διάρκεια και η εσωτερική διάρθρωση της εργάσιμης μέρας καθορίζουν το βαθμό και τον τρόπο πραγματοποίησης της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, δείχνοντας, παράλληλα, την ποσότητα ελεύθερου χρόνου, που αποσπάται από την κοινωνία, αποτελούν, επομένως, θέματα για τα οποία η εργατική τάξη οφείλει, αντικειμενικά, να έχει λόγο. Το πασιφανές του πράγματος αποδέχονται και οι ίδιοι οι καπιταλιστές, που με κάθε τρόπο προσπαθούν να σύρουν τους εργαζόμενους σε συναινετικές διαδικασίες. Για την επίτευξη του σκοπού τους, εκτός από τη βία, επιστρατεύουν τους ιδεολογικούς μηχανισμούς που διαθέτουν, ώστε να προσεταιριστούν ή να αδρανοποιήσουν καθυστερημένα τμήματα της εργατικής τάξης.
2. Η καπιταλιστική αναδιάρθρωση του χρόνου εργασίας δεν αποτελεί κινητήρα κοινωνικής ανάπτυξης και αύξησης της απασχόλησης, στο βαθμό που αντικειμενικός στόχος είναι η αύξηση της κερδοφορίας, επακόλουθο της οποίας είναι η μαζική εκδίωξη εργαζομένων από την παραγωγή. Η αλληλεγγύη των εργατών εκφράζεται στην ενιαία συνδικαλιστική και πολιτική τους δράση και όχι στην αποδοχή μοιράσματος της ανεργίας.
3. Οι προσπάθειες εφαρμογής «ελαστικών» και «ευέλικτων» μορφών απασχόλησης, εκτός από την αποκόμιση πρόσθετου κέρδους, αποσκοπούν στη δημιουργία νέων εμποδίων στην οργάνωση της εργατικής τάξης. Μορφές απασχόλησης, όπως το ευέλικτο ωράριο, η πολυειδίκευση και η κινητικότητα μεταξύ θέσεων εργασίας, η τηλεεργασία αξιοποιούνται στην κατεύθυνση διάσπασης της ενότητας και οργάνωσης των εργαζομένων.
4. Η εντυπωσιακή αύξηση του πλούτου, που χαρακτηρίζει τον 20ό αιώνα, δε συνδέθηκε με κάποια αξιόλογη και σταθερή μείωση του χρόνου εργασίας στον καπιταλιστικό κόσμο. Οι σύγχρονες συνθήκες παραγωγής επιτρέπουν τη δραστική, κάτω από τις 35 ώρες, μείωση του χρόνου εργασίας με παράλληλη αύξηση των αποδοχών.
Το αίτημα μείωσης του εργάσιμου χρόνου, με κατοχυρωμένη ημερήσια και εβδομαδιαία διάρκεια, αποκτά πολιτικό περιεχόμενο, στο βαθμό που απευθύνεται ως γενικό αίτημα διεκδίκησης της εργατικής τάξης προς το αστικό κράτος, με σκοπό τη νομική επιβολή του. Ενώ δεν αμφισβητεί τον καπιταλιστικό χαρακτήρα των σχέσεων παραγωγής, υπονομεύει τη συνεχή επιδίωξη των καπιταλιστών για εξωτερική, αλλά και εσωτερική αύξηση των ορίων της εργάσιμης ημέρας. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο έχει υποστεί τόσες ευθείες, αλλά και έμμεσες επιθέσεις διαστρέβλωσης του περιεχομένου του» (Μελέτη του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών - ΚΜΕ: «Προσεγγίσεις στην κατάσταση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα», έκδοση «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 195-196).