Αυτό το ύψος και αυτός ο χορός τώρα απειλείται. Ποια ανθρωπάκια με τίτλους ιδιοκτησίας, ποιοι απρόσωποι μιας πανελλήνιας σκοπευτικής εταιρίας πυροβολημένων, ποιος πάγος που ονειρεύεται πως είναι Αρειος και ποιος εισαγγελέας καλύπτει τα θλιβερά κοκοράκια που δεν καταλαβαίνουν από τραγωδία, δεν έχουν καμία τσίπα, όχι μόνο για να μην ασκούνται εκεί, αλλά για να έχουν εξαφανιστεί εδώ και εξήντα χρόνια- γιατί τόσο κρατάει το βάσανο!
«Μας δέχτηκε ο γραμματέας της σκοπευτικής εταιρίας- δε συγκράτησα όνομα, όμως μπορώ να τον ξεχωρίσω μέσα σε χίλιους, λεπτός, μάλλον κοντός και ψαρομάλλης. Μας δέχτηκε στ' αντρείκελα, βολή περιστρόφου τριάντα μέτρα, και τσίριζε "ποιο μνημόσυνο;", κι έκανε χειρονομίες, το λαιμουδάκι του εύθραυστο, κυρίως τη στιγμή που έλεγε "αν δηλαδή πέσει η οροφή του σπιτιού σας και σκοτώσει δέκα δώδεκα ανθρώπους, θα 'χουν την απαίτηση οι συγγενείς τους να κάνουν κάθε χρόνο μνημόσυνο μέσα στο σπίτι σας;", το λαιμουδάκι του προσφερόταν πολύ για καρύδωμα, έτσι τη στιγμή που έλεγε αυτά τα λόγια να βάλεις τον αντίχειρα και να πιέζεις εκεί, να πιέζεις μέχρι να σταματήσει να βγαίνει η φωνή από το λαρύγγι. `Η να τον βάλεις μέσα στη μάντρα με τ' αντρείκελα, τριάντα μέτρα βολή περιστρόφου, "κρύψου, λέχρα" να του φωνάζεις, και να σκοπεύεις κάπου κάτω απ' τα πόδια του, να τραβάς και να ντιντινίζουν οι σφαίρες πάνω στ' αντρίκελα, "χόρεψε και μη φοβάσαι, θα επιτρέψω στους δικούς σου να κάνουν μνημόσυνο κάθε χρόνο, κι ας είναι ατύχημα- πού να βρω την οροφή σ' αυτόν τον ακάλυπτο χώρο;"».
Ο δήμαρχος Κατημερτζής και ο γέροντάς μου Μακρής δεν πρέπει να λυπούνται. Ηρθε ο καιρός που η Καισαριανή θα πάρει το Σκοπευτήριο στην αγκαλιά της. Είτε το θέλουν κάποιοι, είτε όχι. Υπάρχουν και χώροι όπου το κέρδος δεν έχει καμία θέση. Επιτέλους ας το καταλάβουν.
Ενα παλιό κάρο, σε κάποια γωνιά της μακρινής Ινδίας, τράβηξε την προσοχή του ματιού και οδήγησε το χέρι πάνω στο χοντρό χαρτί της ακουαρέλας... Καρέ - καρέ, το κάθε του κομμάτι ήρθε στο φως. Το συγκεκριμένο σχήμα του χάθηκε, η εικόνα κόπηκε στα δύο, στα τρία στα τέσσερα... ξεδιπλώνοντας μπροστά μας μια «ζωντανή» ιστορία, γεμάτη από τα βάσανα της καθημερινής ζωής. Στο ίδιο πνεύμα και η σειρά με τα λαϊκά μουσικά όργανα. Ηταν η στιγμή που σίγησαν και αφέθηκαν στο πλάι από τους Ινδούς μουσικούς, τις λίγες ώρες ξεκούρασής τους. Ανθρώπινη απουσία, με έντονη όμως τη ζεστασιά και την πνοή όλων εκείνων που τα άγγιξαν. Ολων εκείνων που τα αγάπησαν και μίλησαν με αυτά για τα μικρά και τα μεγάλα.
«Μπορεί να ήσουν μέσα σ' αυτή την εικόνα πολύ πριν τη στήσω εμπρός στα μάτια σου, πολύ πριν την ανταμώσω κι εγώ στο οδοιπορικό μου, σ' ένα άδηλο τότε όπου προϋπήρξαμε καθισμένοι αντίκρυ στον ίδιο χώρο. Τώρα νιώθω σαν ένα αγκίστρι μνήμης να τα φέρνει όλα ξανά στην επιφάνεια» αναφέρει στον κατάλογο ο Γιάννης Χ. Παπαϊωάννου για την ενότητα της έκθεσης που αφορά στη διαμονή της Ρ. Σαρελάκου στο Νεπάλ. Εργα που ξεχωρίζουν για την ευαισθησία και την εσωτερικότητά τους.
Ενα παιδικό ψάθινο χιλιοτριμμένο καπελάκι έγινε η αφορμή για την αρχή ενός παιχνιδιού. Οπως και στη σειρά με τα μοτίβα από υφαντά, όπου με τις αντιστροφές ή τις επαναλήψεις κάποιων τμημάτων, η εικόνα μεταμορφώνεται και αποκτά μιαν άλλη διάσταση, ποιητική και παιχνιδιάρικη. Σαν ένα μικρό ψηφιδωτό, όπου το ένα τμήμα συμπληρώνει το άλλο, δημιουργώντας ένα νέο σύνολο. Σ' αυτό το ύφος είναι και η σειρά με το βράχο από τη Βολισσό της Χίου. Δεκάδες χρώματα και σχήματα, κάθε φορά που το νερό της θάλασσας έφτανε στην τραχιά του επιφάνεια. Με τη ματιά ενός πουλιού, η Ρ. Σαρελάκου ξεδιπλώνει τις ιστορίες της, ενώ στα έργα που έγιναν στην Πυρσόγιανη τα παιχνίδια με το φως γοητεύουν τη δημιουργό.
«Σ' αυτήν την τόσο άχαρη για τα μάτια εποχή, που οι εικόνες αστραπιαία διαδέχονται η μια την άλλη» γράφει ο Γιάννης Χ. Παπαϊωάννου, «πολύ λίγος χρόνος μας δίνεται για να βιώσουμε αυτά που αξιωνόμαστε να δούμε. Την ανάγκη να περάσουμε από την επιφάνεια της εικόνας στο βάθος της, τη λαχτάρα να εξοικειωθούμε με τη μαγεία των απλών πραγμάτων, την κάνει ζωγραφική πράξη η Ρουμπίνα Σαρελάκου μέσα από τη φώτιση του Ανατολικού Δρόμου. Ετσι, ανεξάρτητα από το θέμα που αποτελεί και την παραστατική της αφετηρία, κατορθώνει να υποβάλει - με το δεξιοτεχνικό χειρισμό της ελαφράς ύλης - μιαν ατμόσφαιρα γαλήνιας πνευματικότητας».