ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 22 Νοέμβρη 2001
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΚΟΜΙΣΙΟΝ
Απαισιόδοξες εκτιμήσεις και προβλέψεις

Δόθηκε χτες στη δημοσιότητα η περιοδική οικονομική επισκόπηση της Κομισιόν, με διαπιστώσεις για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομικής και οικονομικές προβλέψεις για την περίοδο 2002 - 2003

ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ (Του ανταποκριτή μας ΒΗΣ. ΓΚΙΝΙΑ).-

«Ασυνήθιστα υψηλό βαθμό αβεβαιότητας» σε παγκόσμιο επίπεδο, «έντονη οικονομική επιβράδυνση» το 2001 στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και περαιτέρω επιδείνωση το 2002 με «αισθητή» αύξηση του πληθυσμού, «ανακοπή» της δημοσιονομικής εξυγίανσης και αύξηση της ανεργίας «για πρώτη φορά από το 1997», επιβράδυνση των «υψηλών ρυθμών ανάπτυξης» στην Ελλάδα, με τη δεύτερη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή ανεργία, σημαντική αύξηση του πληθωρισμού, «επιδείνωση» του εξωτερικού ισοζυγίου, «μηδενικό» ετήσιο έλλειμμα και το υψηλότερο ευρωπαϊκό δημόσιο χρέος, διαπιστώνει η Κομισιόν στη «φθινοπωρινή» οικονομική έκθεση που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα.

Πρόκειται για την περιοδική, δυο φορές το χρόνο, οικονομική επισκόπηση της Κομισιόν, με διαπιστώσεις για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας και «οικονομικές προβλέψεις 2002 - 2003», που αυτή τη φορά παρουσιάζει με πολλή απαισιοδοξία την παγκόσμια οικονομική ύφεση. Η Κομισιόν αποδίδει την «έντονη επιβράδυνση» της οικονομικής δραστηριότητας σε τρεις, κυρίως, παράγοντες: «Το σκάσιμο της φούσκας στον τομέα των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας», τη διακοπή της ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου και τις επιπτώσεις προηγούμενων αυξήσεων επιτοκίων, που είχαν αποφασιστεί μετά την αύξηση των τιμών του πετρελαίου το 1990-2000» και θεωρεί ότι η εξασθένηση «ήταν ήδη αισθητή σε όλες τις μεγάλες γεωγραφικές περιοχές του κόσμου».

Για τις Βρυξέλλες, το τρομοκρατικό χτύπημα της 11/9/2001 «προστέθηκε και επιδείνωσε» την επιβράδυνση, «δημιουργώντας αίσθημα ανασφάλειας και αβεβαιότητας», που την προκάλεσε. Η παγκόσμια ύφεση αποδίδεται «κυρίως στην αισθητή κάμψη της δραστηριότητας στις ΗΠΑ». Και, για πρώτη φορά, η Κομισιόν αποδίδει ευθύνες στην «παγκοσμιοποίηση», διαπιστώνοντας ότι «αυτές οι ταραχές μεταδόθηκαν πολύ πιο γρήγορα από ό,τι στο παρελθόν, λόγω της μεγαλύτερης ενοποίησης των χρηματοπιστωτικών αγορών και της αναμενόμενης διεθνοποίησης των επιχειρήσεων».

Γίνεται προσπάθεια μετακύλησης «ευθυνών» στις ΗΠΑ («επιβράδυνση σημειώθηκε υπό συνθήκες μακροχρόνιων ανισορροπιών στην οικονομία των ΗΠΑ») και έχει ενδυναμώσει η (...) αποκάλυψη της αμερικανικής φτώχειας («στη χώρα αυτή το ποσοστό αποταμίευσης είναι ασυνήθιστα χαμηλό και απαιτεί αργά ή γρήγορα μια προσαρμογή»).

Οσον αφορά στους δείκτες ανάπτυξης, το ποσοστό ετήσιας μεταβολής του ΑΕΠ ήταν το 2001 στην ΕΕ 1,7%, στις ΗΠΑ 0,9% και στην Ιαπωνία μείον 0,6%. Για το 2002, προβλέπεται γενική επιδείνωση, στην ΕΕ το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 1,4%, στις ΗΠΑ 0,5% και στην Ιαπωνία μείον 0,9%.

Ελλάδα

Η Ελλάδα ήταν και το 2001 η πιο φτωχή χώρα της ΕΕ, με 68% του μέσου κοινοτικού όρου, έναντι του 49% της αμέσως φτωχότερης, της Πορτογαλίας. Το ετήσιο ποσοστό μεταβολής του ελληνικού ΑΕΠ (σε σταθερές τιμές) συνεχίζει να κινείται, παρ' όλα αυτά, «σε ρυθμούς που παραμένουν υψηλά» πάνω από το μέσο κοινοτικό όρο και συγκεκριμένα 4,3% το 2000, 4,1% το 2001, ενώ η Κομισιόν προβλέπει επιβράδυνση για το 2002 (3,5%). Πάνω από το μέσο κοινοτικό όρο, βρίσκονται για το 2001 το ΑΕΠ της Ιρλανδίας (6,5%), του Λουξεμβούργου (4,0%), της Δανίας (2,7%), της Βρετανίας (2,3%) και της Γαλλίας (2,0%). Η Κομισιόν εκτιμά ότι οι «υψηλοί» ρυθμοί ανάπτυξης στην Ελλάδα συντηρούνται «χάρη στις ιδιαίτερες σημαντικές επενδύσεις και στις δαπάνες που θα πραγματοποιηθούν για την οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων.

Ο ελληνικός πληθωρισμός εκτινάχτηκε μέσα σ' ένα χρόνο από το 2,9% το 2000 στο 3,6% το 2001. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι «η περιοριστική μισθολογική πολιτική στο δημόσιο τομέα και οι μικρές αυξήσεις στον ιδιωτικό, είχαν σαν αποτέλεσμα την επιβράδυνση των πραγματικών μισθών». Η Κομισιόν επισημαίνει ότι «το 2000 οι τιμές καταναλωτού επηρεάστηκαν κυρίως από τις τιμές του πετρελαίου. Μέχρι το καλοκαίρι του 2001, δεν υπήρξαν ενδείξεις επιβράδυνσης του πληθωρισμού.

Αλλά το μεγάλο πρόβλημα εστιάζεται, πλέον, στην ανεργία που, επίσης, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στην ΕΕ και υπολογίζεται σε 11,1% του εργατικού δυναμικού το 2000 και 10,6% το 2001. Οπως τονίζει και η Κομισιόν, «υπήρξε μόνο οριακή βελτίωση, αφού η αύξηση της απασχόλησης στις υπηρεσίες και την οικοδομή δεν αντιστάθμισε τη συνεχιζόμενη αιμορραγία στη βιομηχανία και τον αγροτικό τομέα».

Οσον αφορά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με τον υπόλοιπο κόσμο, η κατάσταση «επιδεινώθηκε» σε μείον 4,5% για το 2000, μείον 4,3% του ΑΕΠ το 2001 και αναμένεται να χειροτερεύσει με μείον 4,7% του ΑΕΠ μέχρι το 2003. Αυτό είναι αποτέλεσμα, σύμφωνα με την Κομισιόν, του γεγονότος ότι «οι επενδύσεις σε εξοπλισμό και η ιδιωτική κατανάλωση εξαρτώνται από τις εισαγωγές, παρά την επιτάχυνση των εξαγωγών». Οσον αφορά στα δημοσιονομικά, το ετήσιο έλλειμμα συνέχισε την πτωτική του τάση και θα είναι μηδενικό το 2001, ενώ το 2002 προβλέπεται πλεόνασμα συν 0,3% του ΑΕΠ. Αντίθετα, το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος «παραμένει πολύ υψηλό» στο 99,8% του ΑΕΠ το 2001, με πρόβλεψη για 98% του ΑΕΠ το 2002.

Στην Ευρωπαϊκή Ενωση

Στην υπόλοιπη ΕΕ, η μεγαλύτερη ύφεση πλήττει τη Γερμανία, όπου το ΑΕΠ μειώθηκε από το 3,0% του 2000 στο 0,7% το 2001 και τη Φινλανδία (από 5,7% το 2000 σε 0,5% το 2001) ως αποτέλεσμα «της κρίσης στον τομέα των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας». Σχετικά σταθερή, η κατάσταση στη Γαλλία και την Ιταλία. Το μέσο κοινοτικό ΑΕΠ μειώθηκε από 3,3% (2000) σε 2,7 το 2001. Ο πληθωρισμός αυξήθηκε από 2,1% (2000) σε 2,5% (2001), με εκτίναξη στην Ολλανδία (5,2%) και την Πορτογαλία (4,3%).

Ο αριθμός των ανέργων «αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου 500.000 το 2002, η πρώτη από το 1987». Πλήττονται ιδιαίτερα η Γερμανία και η Αυστρία. Σύμφωνα με εντολή της Κομισιόν, «η αύξηση της ανεργίας και η προσπάθεια διατήρησης της απασχόλησης υπό τις σημερινές συνθήκες επιβράδυνσης της αύξησης της παραγωγής επιβάλλουν τη συνέχιση των συγκρατημένων μισθολογικών αυξήσεων». Πρόκειται για «θεμελιακό» δικαίωμα του κεφαλαίου, είτε έχουμε ανάκαμψη είτε ύφεση.

ΥΠΟΘΕΣΗ «ΔΕΚΑ»
«Οχι» στην Εξεταστική λέει η κυβέρνηση...

Ως «κίνηση αντιπερισπασμού» της ΝΔ, χαρακτήρισε ο πρωθυπουργός στο Υπουργικό Συμβούλιο το αίτημα της ΝΔ για σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για την υπόθεση με τη χρηματιστηριακή «ΔΕΚΑ». Σύμφωνα με τον Κ. Σημίτη, η ΝΔ δεν μπορεί να δεχτεί το «θετικό κλίμα» που επικρατεί στην οικονομία και γι' αυτό επιλέγει τη «σκανδαλολογία» μέσα από «έωλους ισχυρισμούς». Οπως, δε, ειπώθηκε στη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η κυβέρνηση θα επιδιώξει την «επίσπευση των διαδικασιών στη Βουλή» γύρω από την υπόθεση, ώστε «να μάθει ο λαός την αλήθεια»...

Παρ' όλα αυτά, όμως, όταν ρωτήθηκε χτες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, αν η κυβέρνηση θα αποδεχτεί την πρόταση για σύσταση της Εξεταστικής, απάντησε αρνητικά. Οπως είπε, «η κυβέρνηση δεν μπορεί να συμφωνήσει σε μια πράξη, που ουσιαστικά αποτελεί αντιπερισπασμό... δεν μπορεί να αποδεχτεί τέτοιες μικρόψυχες, μίζερες λογικές»...



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ