«Οι μονόλογοι του ερημίτη της Σαντορίνης»
Ετσι απέναντι στη μεσαιωνική θεοκρατία και τη μονοκρατορία της θεολογίας στο γνωστικό επίπεδο, η αστικοδημοκρατική επανάσταση γέννησε από τη μια μεριά τον ορθολογισμό, την προσπάθεια να γνωρίσει ο άνθρωπος την ουσία των πραμάτων και τους νόμους που τα διέπουνε με βάση το λογικό και από την άλλη μεριά τον εμπειρισμό, την προσπάθεια να γνωρίσει ο άνθρωπος τον κόσμο, με βάση τη συστηματοποίηση της πείρας των αισθητηρίων του. Από τη συνεργασία και την αντίθεση του ορθολογισμού και του εμπειρισμού γεννήθηκε η νεώτερη φιλοσοφία και η νεώτερη φυσική επιστήμη, που βοήθησε την αστική τάξη να τελειοποιήσει σε πρωτόφαντο βαθμό την τεχνική και να μετατρέψει ριζικά τους όρους και τις σχέσεις της παραγωγής.
Ενα λοιπόν από τα κύρια γνωρίσματα της αστικοδημοκρατικής ιδεολογίας στάθηκε η αντίθεσή της προς το θεοκρατικό μυστικισμό κάθε μορφής, που έφτασεν ως την διατύπωσιν των καθαρών υλιστικών συστημάτων του 18ου και του 19ου αιώνα. Μπορεί μάλιστα να πει κανείς, πως η φυσική επιστήμη των νεώτερων χρόνων σαν επιστήμη στάθηκε πάντα υλιστική και άθεη, ανεξάρτητα και από την κοσμοθεωρία αυτών των ίδιων των ερευνητών. Μόνο η αναγνώριση της απόλυτης κυριαρχίας των νόμων της φυσικής αιτιότητας μέσα στο φυσικό γίγνεσθαι έκαμε δυνατή την εξέλιξη των φυσικών επιστημών και τις τεράστιες καταχτήσεις τους. Η αντίθεση αυτή και η ανεξαρτησία απέναντι στη μεσαιωνική θεοκρατική παράδοση είχε για αποτέλεσμα και τη θρησκευτική μεταρρύθμιση μέσα στα όρια της θρησκευτικότητας, την ανεξιθρησκεία, την καθιέρωση και το σεβασμό της λεφτεριάς της συνείδησης και των επιστημονικών πεποιθήσεων, τη λεφτεριά της επιστήμης, το χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες και τη δημιουργία άθρησκης παιδείας, της λαϊκότητας (Laicite), όπως ονομάστηκε στη Γαλλία. Σ' όλο το διάστημα των επαναστατικών αγώνων της αστικής τάξης η θρησκεία γενικά και η καθολική εκκλησία ιδιαίτερα στεκότανε σύμμαχος της φεουδαρχίας και είτανε συνάμα κατ' εξοχήν αντιδραστική. Γι' αυτά η γαλλική Επανάσταση καταργούσε επίσημα τη θρησκεία και την αντικαθιστούσε με τη λατρεία του Λόγου. Το φαινόμενο αυτό το βλέπουμε να παρακολουθεί παντού την αστικοδημοκρατική επανάσταση, αλλού πιο έντονα αλλού πιο χαλαρά, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες. Η αστικοδημοκρατική επανάσταση του Κεμάλ Ατατούρκ αναγκάστηκε να χτυπήσει δυνατά τη μουσουλμανική θεοκρατία για να επιβληθεί.
Τη μεταστροφή αυτή την παρακολουθούμε από τα τέλη του 19ου αιώνα και τη βλέπουμε τόρα ν' αποκορυφώνεται με την εγκαθίδρυση του φασισμού, δηλαδή της αστικής απολυταρχίας. Τόρα ο φασισμός ορθώνεται πια σαν πρόμαχος της θρησκευτικής πίστης. Παντού αντηχεί το σύνθημα του γυρισμού προς την πίστη σε υπερκόσμιες δυνάμεις. Η θρησκεία είνε το όργανο της κυριαρχίας. Πρέπει να ξαναγεννηθεί, να ξαναζήσει, να ξανακυριαρχήσει στις ψυχές, ν αποκοιμίσει τις συνειδήσεις, που ξεσηκώνονται. Τόρα ισχύει ο λόγος «η θρησκεία είνε το όπιο των λαών». Αυτό δεν το λένε μόνο οι επαναστάτες, το αναγνωρίζουν έμμεσα και το εφαρμόζουν οι κυρίαρχοι, οι αντεπαναστάτες. Γι' αυτό ζητούνε να περισώσουνε τη θρησκευτική πίστη με κάθε τρόπο, να την περισώσουνε και με τη βία, με τον εκβιασμό των συνειδήσεων.
Και σε τούτο όμως το σημείο πεδικλώνεται και μπερδεύεται ο φασισμός μέσα στις ανυπερνίκητες αντινομίες του. Από τη μια μεριά θέλει να ξανασύρει τα πλήθη προς το θρησκευτικό μυστικισμό, από την άλλη όμως μεριά έρχεται σε σύγκρουση με την καθιερωμένη θρησκευτική τάξη, με την εκκλησία. Αυτό γίνεται από δύο λόγους, που παρουσιάζονται ολοκάθαρα στη Γερμανία. Η Γερμανία είνε προτεσταντική και καθολική. Ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός συγκρούεται και με την προτεσταντική και με την καθολική εκκλησία. Με τον προτεσταντισμό συγκρούεται γιατί χτυπάει τη λεφτεριά της θρησκευτικής συνείδησης, χτυπάει τη λογική υποστάτωση του προτεσταντισμού, γιατί θέλει μια θρησκευτικότητα πολιτικής μορφής και σκοπιμότητας, μια παγγερμανιστική θρησκευτικότητα με στοιχεία ειδωλολατρικά γερμανικά, γιατί είνε απόλυτα μισαλλόδοξος από εθνικισμό και φυλετισμό, γιατί κυνηγάει τους εβραίους και την εβραίικη καταγωγή του χριστιανισμού, γιατί δεν αναγνωρίζει την Παλιά Διαθήκη και γενικά επειδή η φασιστική θρησκευτικότητα δεν είνε πηγαία παρά δευτερόγενη, πηγάζει άμεσα από τις εθνικοσοσιαλιστικές ανάγκες κυριαρχίας και όχι από αγνό θρησκευτισμό.
Λιγότερο φανερή είνε προσωρινά τουλάχιστο η αντίθεση τούτη στην Ιταλία γιατί εκεί ο φασισμός προσπάθησε να συμβιβαστεί με τον καθολικισμό, που είνε πολύ πιο δυνατός στην Ιταλία. Και εκεί όμως η αντίθεση υπάρχει και δεν είνε απίθανο να ξεσπάσει όπως και στη Γερμανία. Στις άλλες φασιστικές χώρες όπου δεν έχουμε την μορφή ετούτη της ιμπεριαλιστικής θρησκευτικότητας, η αστική απολυταρχία ζητάει στήριγμα στην καθιερωμένη θρησκεία, στην καταπολέμηση κάθε επιστημονικής λευτεριάς και γενικά κάθε λεφτεριάς στη σκέψη και στην υποστήριξη κάθε φιλοσοφίας αντιυλιστικής, μεταφυσικής και μυστικόπαθης.
Αυτός είνε ο «κατ' αντανάκλαση» θρησκευτισμός του φασισμού, θρησκευτισμός από προμελέτη και υπολογισμό συμφεροντολογικό, μια ψέφτικη μορφή θρησκευτικότητας, που θέλει να ξαναζωντανέψει τη θρησκευτική ιδεολογία και το θεοκρατικό μυστικισμό, μόνο και μόνο για ν' αποκοιμίσει τη συνείδηση της μάζας, να σταματήσει τη διεκδίκηση της επίγειας ευτυχίας με την επιδίωξη της μεταθανάτιας μακαριότητας και έτσι να εξασφαλίσει την αδιατάραχτη κυριαρχία των εκμεταλλευτών με την ευλογία και την προστασία των επουράνιων αοράτων δυνάμεων.
Αύριο το Θ' Μέρος