ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 21 Δεκέμβρη 2001
Σελ. /32
ΑΛΕΚΑ ΠΑΠΑΡΗΓΑ
Θυσίες για το λαό ώστε να σωθούν τα κέρδη

Η παρέμβαση της ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ στη Βουλή για τον κρατικό προϋπολογισμό

Την πλήρη αντίθεση του ΚΚΕ με το σύνολο της κυβερνητικής πολιτικής, τόνισε, χτες, από το βήμα της Βουλής η ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, κατά την παρέμβασή της στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό της επόμενης χρονιάς. Με συγκεκριμένα στοιχεία και αναλυτική αναφορά στο σύνολο των μέτρων της κυβέρνησης και των προοπτικών που χαράσσει ο προϋπολογισμός, η Αλέκα Παπαρήγα αποκάλυψε τους μηχανισμούς μέσα από τους οποίους η κυβέρνηση ενισχύει με την πολιτική της την πλουτοκρατία σε βάρος των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Ανάμεσα στα άλλα, η Αλέκα Παπαρήγα τόνισε:

«Η γενική γνώμη μας για τον κρατικό προϋπολογισμό είναι γνωστή. Επίσης είναι γνωστό γιατί τον καταψηφίζουμε ολόκληρο και στα επιμέρους του. Θεωρούμε πρόκληση την προσπάθεια που κάνει η κυβέρνηση, με μαγειρέματα και αλχημείες, να πείσει τους εργαζόμενους της πόλης και της υπαίθρου ότι αυτός ο προϋπολογισμός περιλαμβάνει αύξηση κοινωνικών παροχών και μια καλύτερη αναδιανομή. `Η ακόμα να αποδώσει τα προβλήματα αποκλειστικά στα σύννεφα που φέρνει η πορεία της διεθνούς και ευρωπαϊκής οικονομίας, σαν να είναι οι στρατιωτικές επιλογές της κυβέρνησης έξω από αυτή την πορεία.

Κάτω από την πίεση της λαϊκής δυσαρέσκειας, κάτω από το φόβο του κατήφορου που έχει πάρει η αγοραστική ικανότητα των εργαζομένων, αλλά κυρίως για λόγους εντυπώσεων, αυτό που κάνει η κυβέρνηση, είναι να μπαλώνει τρύπες με τρύπια μπαλώματα. Στο σύνολό του ο προϋπολογισμός είναι μείον για το λαό σε όλους εκείνους τους δείκτες που καθορίζουν τη ζωή του. Είναι μείον για τους εργατοϋπαλλήλους, τους ΕΒΕ, τους μικρούς και μεσαίους αγρότες.

Η κοροϊδία των φοροελαφρύνσεων

Κοροϊδία αποτελούν οι φοροελαφρύνσεις και τα δήθεν θετικά μέτρα υπέρ του λαού. Η αύξηση του αφορολόγητου, που έκανε η κυβέρνηση, ήταν μια αναγκαία προσαρμογή, πολύ πίσω και σε αντίθεση με τις πραγματικές ανάγκες, με βάση την εξέλιξη του ΑΕΠ, του πληθωρισμού, την αύξηση της εμπορευματοποίησης της Παιδείας, της Υγείας-Πρόνοιας, την τάση ανόδου των τιμολογίων στις μεταφορές, στην αστική τηλεφωνία μετά τις ιδιωτικοποιήσεις, τη μεγάλη υστέρηση στις πραγματικές αυξήσεις των μισθών σε σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Ούτε και αυτή η προσαρμογή-ψίχουλα μπορεί να εξασφαλίσει την ελάχιστη ζήτηση σε μια περίοδο γενικότερης ανησυχίας για ύφεση της διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Αυτό το καταλαβαίνει πολύ καλά ο ΣΕΒ, που δε λαθεύει όταν πρόκειται για τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας και ζητά αφορολόγητο όριο 5 εκατομμύρια, σε συνδυασμό με ακόμα μεγαλύτερες φοροαπαλλαγές για το κεφάλαιο, μεγαλύτερης έκτασης ιδιωτικοποιήσεις, νέες μεθόδους πιο στυγνής εκμετάλλευσης των εργαζομένων.


Η κυβέρνηση υπόσχεται να αυξήσει τα επόμενα χρόνια το αφορολόγητο όριο. Οσον αφορά τους εργαζόμενους αυτό θα το κάνει, μόνο όταν τα κέρδη θα γίνουν μεγαλύτερα και η τιμή της εργατικής δύναμης θα πέσει πιο κάτω. Δηλαδή, θα επιστρέψει κάποια ψίχουλα από τα πολλά καρβέλια που έχουν φαγωθεί και θα φαγωθούν στην πορεία.

Για το μισθωτό χωρίς παιδί με ετήσιο εισόδημα 3.000.000 δρχ., δηλαδή μισθός 214.000, το όφελος είναι 25.900, δηλαδή το πολύ ισοδύναμο με έναν μέσο λογαριασμό σταθερής τηλεπικοινωνίας του ΟΤΕ.

Οι αυξήσεις που προβλέπονται για τους δημόσιους υπάλληλους δεν είναι αυτές που φαίνονται, έστω και αν το συνολικό ποσό αυξάνεται, γιατί το ποσό αφορά όχι μόνο τους ήδη υπηρετούντες αλλά και τους νεοπροσλαμβανόμενους.

Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση ρίχνει ένα βάρος στη χορήγηση επιδομάτων, και με αυτόν τον τρόπο θεωρεί ότι διορθώνει τα αδιόρθωτα. Ομως, τα επιδόματα που υπολογίζει να χορηγήσει, είτε τα χρωστά και τα έχει καθυστερήσει με δική της ευθύνη, άρα δεν είναι νέες παροχές, είτε πρόκειται για επιλεκτικές παροχές προκειμένου να κλείσουν στόματα, μπροστά στην κυρίαρχη τάση της επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου.

Ρωτάμε: Είναι δυνατόν σήμερα η κυβέρνηση να υποστηρίζει ότι δεν είναι δίκαιο ο κατώτατος μισθός να φθάνει τις 300.000 και το μεροκάματο στις 12.000 δρχ. την ημέρα;

Τα περί «παγκοσμιοποίησης» και ύφεσης

Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών κατά την παρουσίαση του προϋπολογισμού στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή υπογράμμισε ότι «η Ευρώπη, σήμερα, όπως και οι άλλες αναπτυγμένες οικονομίες βλέπουν με περίσκεψη και επιφυλακτικότητα τις διεθνείς εξελίξεις». Οτι «διανύουμε μια περίοδο έντονης επιβράδυνσης της ανάπτυξης στις μεγάλες οικονομίες». Ομολογεί ότι η έναρξη κυκλοφορίας του ευρώ ενδέχεται να μη σηματοδοτήσει όλες τις αναπτυξιακές ευκαιρίες τις οποίες θα προσδώσει σταδιακά και δυναμικά στην ευρωπαϊκή οικονομία. Οτι ενδεχομένως να μην αξιοποιηθούν, όπως, για παράδειγμα, η χαμηλή διεθνής τιμή των καυσίμων.

Εστω και με μισόλογα, με μισές αλήθειες, ομολογείται ότι η διεθνής καπιταλιστική οικονομία περνάει δυσκολίες. Δεν επικαλείται τις δυσκολίες για να ρίξει μια βαθύτερη ματιά στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα και στις αναδιαρθρώσεις, αλλά για να δικαιολογήσει την απόφαση να συνεχιστεί με πιο γρήγορους ρυθμούς η ίδια πολιτική.

Η αλήθεια είναι ότι ζητούνται θυσίες για να σωθούν τα κέρδη και η σταθερότητα του συστήματος. Πράγμα που σημαίνει:

  • Να είσαι άνεργος, ή να δουλεύεις ευκαιριακά, να ψάχνεις να βρεις δύο και τρεις δουλιές του ποδαριού για να βγει ένα μεροκάματο.
  • Να πληρώνεις όλο και περισσότερο για τη μόρφωση του παιδιού σου, ξεκινώντας σήμερα ακόμα και από το δημοτικό.
  • Να πληρώνεις όλο και περισσότερο για την Υγεία, να έχεις διπλή και τριπλή Κοινωνική Ασφάλιση.
  • Να δανείζεσαι για τις τρέχουσες καταναλωτικές ανάγκες.
  • Να δουλεύεις τις ίδιες ή και περισσότερες ώρες, και ενώ αυξάνεται και η παραγωγικότητα και η παραγωγή, ο μισθός να μένει - παίρνοντας υπόψη και τον πληθωρισμό και τη φορολογία - πάνω-κάτω στα ίδια επίπεδα.
  • Να μην μπορεί ο αγρότης να ζήσει από την παραγωγή του και να εξασφαλίσει τα μέσα για την αναπαραγωγή την επόμενη χρονιά.
  • Να τρέμει ο μικρομεσαίος την εφορία, τους λογαριασμούς του ΟΤΕ και της ΔΕΗ, να τρέμει μη βρεθεί στον Κορυδαλλό για χρέη και αναξιοπιστία.

Οι δυσκολίες και τα βάσανα δεν είναι ίδιες για όλους. Υπάρχουν και δυσαρεστημένοι επιχειρηματίες γιατί τα κέρδη τους δεν είναι τόσα πολλά, γιατί κινδυνεύουν να πάρει το προβάδισμα ο ανταγωνιστής τους. Τα βάσανα των εργαζομένων δεν έχουν καμία σχέση με τα παραπάνω, είναι αυθεντικά, δεν οφείλονται στη δική τους ευθύνη.

H απόδειξη

Η ίδια η κυβέρνηση στην Εισηγητική της Εκθεση για τον Κρατικό Προϋπολογισμό 2002 δίνει ότι για την περίοδο 1994-2001 η καθαρή αύξηση αποδοχών για μισθωτούς στην Ελλάδα ήταν το 70% της καθαρής αύξησης του ΑΕΠ. Δηλαδή, το 2001, οι μισθωτοί συμμετέχουν με μικρότερο μερίδιο στην πίτα απ' ό,τι το 1994 στην αντίστοιχη πίτα.

Την ίδια περίοδο που κλήθηκαν οι εργαζόμενοι να θυσιάσουν το δήθεν άμεσο όφελος υπέρ της προοπτικής, χάριν της ΟΝΕ και της ευρωζώνης, την ίδια περίοδο η πλουτοκρατία όχι μόνο δεν έκανε καμία θυσία αλλά θησαύρισε κιόλας.

Σύμφωνα με στοιχεία μελετών της ICAP, το περιθώριο καθαρού κέρδους στη βιομηχανία υπερτετραπλασιάστηκε από το 1990 στο 2000. Σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ, στη δεκαετία '90, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παρουσίαζε τα υψηλότερα συνολικά περιθώρια κέρδους στην Ευρώπη, μαζί με εκείνα της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και Ιταλίας.

Η ύφεση δεν είναι τρέχουσα, προσωρινή, και αν ξεπεραστεί θα επανέλθει με ακόμα χειρότερες επιπτώσεις για τους εργαζόμενους. Η πείρα της Αργεντινής είναι μάθημα για τους λαούς.

Οι σοβαροί οικονομικοί αναλυτές και υπερασπιστές της καπιταλιστικής οικονομίας και της λεγόμενης πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς ομολογούν ότι ο κύκλος της κρίσης δεν είναι ούτε ευκαιριακός, ούτε οφείλεται στη μία ή στην άλλη κακή διαχείριση, είναι αναπόσπαστο στοιχείο του ίδιου του συστήματος. Εκεί που ο κύκλος της κρίσης πέρασε σε ύφεση, σημειώθηκε ανάκαμψη, συνέβη το ίδιο, δηλαδή οι εργαζόμενοι βγήκαν από την περιπέτεια με λιγότερα δικαιώματα και πιο αδύναμη τσέπη, ενώ οι μεγάλες διεθνικές μονοπωλιακές επιχειρήσεις και συνολικά το μεγάλο κεφάλαιο βγήκαν κερδισμένοι αρκετά. Χρεοκόπησαν επιχειρηματίες, ορισμένοι όμιλοι μπορεί να πέρασαν σε κατώτερες θέσεις στην ιεραρχία, αλλά συνολικά τα κεφάλαια και τα υπερκέρδη διογκώνονται, με δύο γνωρίσματα: Τη συγκέντρωση και την επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων.

Η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, δηλαδή η καπιταλιστική διεθνοποίηση, όχι μόνο δεν απάλλαξε το σύστημα από τις κρίσεις, αλλά ισχυροποιεί τους παράγοντες που θα την οξύνουν τα επόμενα χρόνια. Η οικονομική κρίση, που αγκάλιασε τα προηγούμενα χρόνια έναν αριθμό χωρών, αποδείχτηκε ότι δεν ξεπερνιέται με τις κλασικές ή τις σύγχρονες συνταγές, γιατί το ίδιο το σύστημα δεν έχει αρκετά περιθώρια. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Αργεντινής, στην οποία δοκιμάστηκαν πολλές λύσεις για την εκτόνωση της κρίσης, από τη 10ετία ακόμα του '80. Το αποτέλεσμα είναι να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, είτε ακολουθήθηκαν οι συνταγές για έκτακτες συναλλαγματικές ισοτιμίες, είτε μπήκαν προσωρινοί περιορισμοί στο εμπόριο, είτε πάρθηκαν μέτρα για τα χρέη επιχειρήσεων. Δοκιμάστηκε και η περονική πολιτική και η πολιτική του Μένεμ, που θεωρήθηκε πολιτική ανοίγματος, ιδιωτικοποιήσεων, δοκιμάστηκε και η πολιτική που οδηγούσε στην άνοδο του πληθωρισμού και η υποτιθέμενη αντίθετή της για μηδενικό πληθωρισμό.

Η πραγματικότητα είναι ότι δε ζούμε κοσμογονικές αλλαγές, στις οποίες πρέπει να προσαρμοστούμε με θυσίες. Αυτό που αλλάζει, αν συγκρίνουμε τη σημερινή εποχή με το τέλος του 19ου αιώνα, με το πρώτο ήμισυ του 20ού, είναι τα μεγέθη με τα οποία σηματοδοτείται η καπιταλιστική διεθνοποίηση. Η ουσία παραμένει η ίδια, δηλαδή η τάση του κεφαλαίου να κυνηγά το πρόσθετο κέρδος, να απλώνεται και να διεισδύει σε αγορές για το πρόσθετο κέρδος.

Η εξαγωγή εμπορευμάτων και η εξαγωγή κεφαλαίων, η παρουσία τόσων κεφαλαίων στη σφαίρα της κυκλοφορίας, αυτό το σκοπό έχει, το πρόσθετο κέρδος σε σύγκριση με το κέρδος που βγαίνει από την εθνική αγορά. Τα φαινόμενα της κερδοσκοπίας και της σήψης, με τις "φούσκες" και τα πληθωριστικά νομίσματα στη σφαίρα της κυκλοφορίας του κεφαλαίου, είναι εκδηλώσεις των αντιθέσεων της καπιταλιστικής παραγωγής.

Δε μας βρίσκουν σύμφωνους ορισμένες αντιλήψεις που ακούγονται τόσο στο στρατόπεδο των υπερασπιστών της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, όσο και ορισμένων που εμφανίζονται ως αντίπαλοί της, σύμφωνα με τις οποίες οι λαοί, άρα και ο ελληνικός, δεν μπορούν να έχουν διεκδικήσεις βαθιών αλλαγών στη χώρα τους, γιατί τάχα τώρα η πολιτική ασκείται από διεθνικά κέντρα και μόνο, ότι οι πολυεθνικές κάνουν κουμάντο, τα κράτη και οι κυβερνήσεις είναι ανήμπορες. Πρόκειται για αντιλήψεις που δεν κάνουν τον κόπο να σκύψουν σε πολύ χρήσιμα οικονομικά στοιχεία, που αποδείχνουν πως είναι μύθος ότι η πολυεθνική εταιρία είναι υπεράνω κρατικής υπόστασης των καπιταλιστικών αγορών.

Το 2000, έτος που η διεθνής καπιταλιστική παραγωγή βρέθηκε στο ζενίθ ενός κύκλου της, το διεθνές εμπόριο με ανάπτυξη κατά 12-13%, σε σύγκριση με το 1999, αποτελούσε το 20% του παγκόσμιου ΑΕΠ, και όχι βεβαίως το 80%. Η διεθνής παραγωγή, ως προϊόν προερχόμενο από Αμεσες Ξένες Επενδύσεις σε φιλοξενούσες χώρες, αποτελούσε το 8,3% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2000.

Κατά το 2001, έτος πτώσης της διεθνούς καπιταλιστικής παραγωγής, ο ρυθμός ανάπτυξης του διεθνούς εμπορίου έπεσε στο 2%, ίσως και χαμηλότερα. Αρα το κυρίαρχο στοιχείο παραμένει τα κεφάλαια και τα κέρδη να μεγαλώνουν στο επίπεδο της εθνικο-κρατικής οργάνωσης. Οι πολυεθνικές κινούνται παγκόσμια, όμως έχουν μια εθνική βάση, ένα κράτος, μια κυβέρνηση, από όπου αντλούν δύναμη και υποστήριξη.

Η κυβέρνηση αλλά και άλλες κυβερνήσεις της ΕΕ βολεύονται με την άποψη αυτή, ότι δηλαδή το πρόβλημα δε βρίσκεται στο εσωτερικό της κάθε χώρας, στο σύστημα εξουσίας, αλλά κάπου έξω. Και ότι μέσα από τις διάφορες ενώσεις μπορεί να επιτευχθεί η ρύθμιση της αγοράς, λες και η αγορά είναι ουδέτερο έδαφος.

Περί διαχείρισης

Απορρίπτουμε την πολιτική ρύθμισης της μιζέριας, την αλλαγή του μείγματος της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, που σημαίνει συναίνεση, αποδοχή της ουσίας της σημερινής πολιτικής.

Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ευρώπη αναπτύσσεται σήμερα μια συζήτηση για το πώς θα αντιμετωπιστούν οι τραγικές συνέπειες, όχι γιατί σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχει πραγματική έγνοια για τους λαούς, αλλά ο φόβος για την περίπτωση που οι λαοί καταλάβουν βαθύτερα περί τίνος πρόκειται. Εδώ στην Ελλάδα αναπτύσσονται παράλληλοι προβληματισμοί, ορισμένοι αυθεντικοί ενδεχομένως, άλλοι εξ αντιγραφής ή απομίμησης. Κυβερνητικά στελέχη παίρνουν ενεργό μέρος σε τέτοιες συζητήσεις και είναι πρόθυμα να δικαιολογήσουν το αντιλαϊκό έργο ως έργο που υπακούει στις διεθνείς εξελίξεις, που, για άλλη μια φορά σημειώνουμε, οι συνέπειές τους δεν είναι οι ίδιες για τους λαούς και για τους επιχειρηματίες.

Εμφανίζονται πρόθυμοι να μας πείσουν ότι διαμορφώνονται καλές και κακές μορφές-τύποι διαχείρισης, περισσότερο ή λιγότερο δίκαιες, άλλες που κάνουν τον κόσμο, την παγκόσμια οικονομία πιο συνεκτική και άλλες που διευρύνουν τα χάσματα, τις διαφορές ανάμεσα στα συστατικά μέρη της παγκόσμιας οικονομίας. Οτι αρκεί τα κράτη, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, τα κινήματα να προσανατολίζονται, να διεκδικούν, να συμμετέχουν στις καλές μορφές διαχείρισης της "παγκοσμιοποίησης". Τώρα, τι είναι καλή μορφή διαχείρισης είναι ένα άλλο ζήτημα...

Μ' αυτήν τη λογική προτείνονται δήθεν ριζοσπαστικές προτάσεις, τις οποίες μάλιστα ασπάζονται κυβερνήσεις τύπου Ζοσπέν, και άλλες, ακόμα και επιχειρηματικοί όμιλοι, και βεβαίως διεθνείς μη κυβερνητικές οργανώσεις που χρηματοδοτούνται για να παίξουν το παιχνίδι της αντίστασης και να συσκοτίσουν την εναλλακτική λύση που απαιτείται να διεκδικήσουν και να αποσπάσουν οι λαοί. Τέτοιες προτάσεις είναι η ενίσχυση του διαπραγματευτικού ρόλου της ΕΕ στις συμφωνίες του Παγκοσμίου Εμπορίου, των παγκόσμιων ξένων επενδύσεων, στη διεθνή αγορά του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Δηλαδή, προτάσεις που δεν πρόκειται να φέρουν οφέλη στους λαούς αλλά στα ιδιαίτερα συμφέροντα της πλουτοκρατίας της μιας ή της άλλης χώρας.

Ακόμα και αν υπάρξουν κάποιες ηπιότερες μορφές διαχείρισης, με προσωρινά πάντα και αναιμικά αποτελέσματα, δεν πρόκειται να λειτουργήσουν για το λαό, στην καλύτερη περίπτωση θα επιμηκύνεται η περίοδος του επιθανάτιου ρόγχου. Υστερα, με βάση τα παραδείγματα στις χώρες της ΝΑ Ασίας, αλλά και της Λατινικής Αμερικής, είναι φανερό ότι τα ίδια μέτρα δε λειτουργούν με το ίδιο έστω και προσωρινό αποτέλεσμα στη Γερμανία, στη Βρετανία, και στην Ελλάδα ή στην Πορτογαλία.

Οι ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες, μέσω των ρυθμίσεων που επιβάλλει στη χορήγηση δανείων το ΔΝΤ, δεν αφήνουν περιθώρια στις υπό κρίση αναπτυσσόμενες οικονομίες να εφαρμόσουν πιο ευέλικτη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική, με αποτέλεσμα να παρατείνεται η κρίση, να λειτουργεί ως ντόμινο για όλον τον καπιταλιστικό κόσμο. Εννοούμε ρυθμίσεις ανάλογες με αυτές που πήρε ο Πρόεδρος και η κυβέρνηση των ΗΠΑ (φορολογικές, επιδοτήσεων κλπ.) προκειμένου να επιτύχει μια γρήγορη ανάκαμψη από την ύφεση. `Η, για την περίφημη ευελιξία μεταξύ της απελευθέρωσης των αγορών και της κρατικής ρύθμισης και προστασίας των αγορών.

Κάποιοι μιλούν και υπέρ της υιοθέτησης ενός φόρου στις διασυνοριακές συναλλαγματικές συναλλαγές, το λεγόμενο φόρο Τόμπιν. Εμείς δε θα χρησιμοποιήσουμε το επιχείρημα ότι ο Τόμπιν είναι συντηρητικός και ότι για άλλο σκοπό πρότεινε αυτό το φόρο. Το ζήτημα είναι ότι στις σημερινές συνθήκες κυκλοφορίας του κεφαλαίου, στις σημερινές συνθήκες κερδοσκοπίας, αποτελεί αυταπάτη ότι μπορεί να ελεγχθεί η φορολόγηση, αλλά ακόμα και αν επιτευχθεί αυτό, αφορά ένα πολύ μικρό μέρος των συναλλαγών σε σχέση με τις πηγές και τις ευκαιρίες της κερδοφορίας. Και αν συγκεντρωθεί ένα ποσό δε θα είναι τίποτε διαφορετικό στη λειτουργία και στην απόδοσή του από τις φιλανθρωπικές δωρεές, που δε λύνουν προβλήματα, απλά προσφέρονται ως άλλοθι για τη συντήρησή τους. Ενώ θα διογκώνονται οι αυταπάτες ότι επέρχεται σοβαρή λύση.

Δεν υποτιμούμε καθόλου την ανάδειξη αιτημάτων που συμπυκνώνουν τη γενική εναντίωση, αρκεί αυτά τα αιτήματα να θίγουν ουσιαστικά την κυριαρχία του κεφαλαίου, να μην καλλιεργούν τη λογική της διαχείρισης της μιζέριας.

Το τι είναι εφικτό το κρίνει ο συσχετισμός δύναμης ανάμεσα στους εργαζόμενους και στην πλουτοκρατία στο κοινωνικό και στο πολιτικό επίπεδο».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ